Χρόνια τη σκεφτόμουν αυτήν την ηρωίδα, τη Δώρα με το χάρισμα. Τριγυρνούσε μέσα στο μυαλό μου – είχα δει την Πατρίσια Αρκέτ κάποτε, να παίζει το ημι-μέντιουμ σε μια αμερικάνικη σειρά. Ηταν προ-Netflix, είδα ένα-δυο επεισόδια σε λάπτοπ και μετά την ξέχασα. Μόνο που δεν την ξέχασα…

Σκεφτόμουν ότι ένα τέτοιο χάρισμα σαν της Κασσάνδρας, μαζί με τη δυσπιστία και καχυποψία των ανθρώπων, θα ήταν άχρηστο σε μια σημερινή γυναίκα. Αχρηστο ήταν και για την ίδια την Κασσάνδρα, που απλώς ήξερε τι πρόκειται να συμβεί και δεν την πίστευε κανείς. Φώναζε η καημένη να μη βάλουν τον Δούρειο Ιππο μέσα από τα τείχη της Τροίας, την κορόιδευαν οι Τρώες, έμπασαν το ξύλινο άλογο και το αποτέλεσμα ήτανε να πέσει η Τροία στα χέρια των Ελλήνων ακριβώς όπως είχε προβλέψει η Κασσάνδρα.

Η Δώρα άρχισε να στήνεται μέσα στο κεφάλι μου πριν από δέκα χρόνια. Στο μεταξύ μπήκαμε στην κρίση, από κει που την είχα φτιάξει κοινωνιολόγο με καλή δουλειά, τη βρήκα άνεργη, αλλά και χωρισμένη, με δ;yο μεγάλα παιδιά. Κάτι έπρεπε λοιπόν να κάνει για να τα βγάζει πέρα. Επειδή μου αρέσει η μυθολογία, ελληνική κυρίως, και επειδή διαβάζω με μανία μύθους, μου ήρθε η ιδέα να κάνει το ίδιο και η Δώρα. Και μήπως να ήταν ξεναγός; Ανεργη φιλόλογος, ευκαιριακή ξεναγός; Χωρίς άδεια εργασίας, χωρίς παραστατικά – να δουλεύει για ένα πρακτορείο με έδρα την Κύπρο ή τη Βουλγαρία, να μην κόβει αποδείξεις; Για ένα χαρτζιλίκι μαύρο, όπως κάνει τόσος και τόσος κόσμος;

Εχω μια φίλη πρώην ξεναγό που έτσι επιβιώνει τα τελευταία χρόνια, με «ξεναγικές αρπαχτές». Η Δώρα, που ψοφάει για την ελληνική μυθολογία, αφηγείται στους τουρίστες μυθικές ιστορίες. Και δεν είναι τουρίστες της σειράς, άιντε-άιντε. Είναι επιλεγμένοι, «ειδικής κατηγορίας», εναλλακτικοί στρέιτ και γκέι, κουλτουριάρηδες τουρίστες ποιότητας. Φαντάστηκα τη Δώρα, 45άρα, απογοητευμένη και τσαντίλω, όπως η σημερινή μέση Ελληνίδα αλλά με διάθεση «πάμε παρακάτω», με το κεφάλι ψηλά, να μιλάει στους τουρίστες της για τον Αρμόδιο, τον Αριστογείτονα και τη Λέαινα -το αρχαιότερο και πιο δραματικό ερωτικό τρίγωνο της Αθήνας- για την Αίθρα, την Ιππολύτη, τη Μελανίππη, την Πυθία, τη Σίβυλλα και την Κασσάνδρα. Στο μεταξύ, κατέβαινα όλο και πιο συχνά στο Μουσείο της Ακρόπολης και γυρνούσα γύρω-γύρω, μέσα-έξω, κοιτάζοντας τα ερείπια κάτω από το γυάλινο πάτωμα. Πέρασα μια ολόκληρη μέρα στο Μουσείο της Ακρόπολης όταν τα μικρότερα παιδιά μου πήγανε εκδρομή με τον μπαμπά τους. Και, δεν ξέρω πώς, μου ήρθανε όλες οι σκηνές της Δώρας στο Μουσείο, η πρώτη επαφή με τον Μίνωα, τον παλιό της έρωτα. Η ζωή της ξεδιπλώθηκε κατά κάποιον τρόπο και η ίδια άνοιξε τα χαρτιά της μπροστά στα μάτια μου.

Σίγουρα με κάποιον τρόπο προκύπτει όλο αυτό, αλλά δεν μπορώ να τον εξηγήσω: κολλάς με μια θεματολογία, με κάποιες εικόνες από παρελθόν και παρόν, τα μπερδεύεις με την ειδησιογραφία και με τις δικές σου πετριές, με κομμάτια από ζωές φιλενάδων σου ή κι από τη δική σου ζωή – θαμμένα πράγματα, συχνά δεν ήξερες καν ότι υπάρχουν. Στο μεταξύ, η καθημερινότητα καλπάζει (δεν τρέχει απλώς). Το φθινόπωρο του ’16 ένας Πολωνός βρέθηκε κρεμασμένος σε ένα δέντρο στην πλατεία Κλαυθμώνος στις 7 το απόγευμα. Αποδείχθηκε ότι τον είχαν κρεμάσει δύο «φίλοι του», ένας Πολωνός κι ένας Αλβανός, στη διάρκεια ενός στοιχήματος ή παιχνιδιού – σίγουρα πάντως σε βαθύ μεθύσι και οι τρεις. Είναι από αυτά που τα διαβάζεις και λες «απίστευτο» γιατί έχεις συνηθίσει μια άλλη, διαφορετική Ελλάδα που μάλλον δεν υπάρχει πια.

Ενα απόγευμα που κατέβηκα στην Κλαυθμώνος για μεθεόρτια «επιτόπια έρευνα», είχε συγκέντρωση κάποια ομάδα. Ισως αναρχικοί, σκέφτηκα, ίσως αριστεροί, μουσάτοι νεαροί με τατουάζ, κοπέλες με στενά τζιν, μπαντάνες και… ουπς, σβάστικες; Οτι τι; Νεοναζί; ΝΕΟΝΑΖΙ; Αν. Είναι. Δυνατόν.

Λοιπόν είναι, υπάρχουν ένα σωρό ακροδεξιές, ακραίες πραγματικά οργανώσεις στην Ελλάδα – αρκετές από αυτές πιστεύουν στη χρήση βίας, στον «θάνατο σαν μέσο επιβολής της τάξης» (!). Και αν όλα τα άλλα είναι δημιουργήματα της ζωηρής φαντασίας μου, οι οργανώσεις αυτές υπάρχουν, έχουν οπαδούς, ζουν ανάμεσά μας και δεν κάθονται καθόλου ήσυχες – τις βρήκα ψάχνοντας στο Ιντερνετ και στην ελληνική ειδησιογραφία.

Η Δώρα λοιπόν γινόταν όλο και πιο πραγματική, περπατούσε μαζί μου στο δρόμο πια. Οταν οι νεοναζί φώναζαν «να ευνουχίζονται οι πρόσφυγες!» η Δώρα έφευγε φρικαρισμένη… αλλά δεν ήθελε να ανοίξει το μικρό, στριμωγμένο σπίτι της στους πρόσφυγες, όπως της πρότεινε ένας φιλελεύθερος πολιτικός. Παιδευόταν να τα βγάλει πέρα, δεν της περίσσευε ούτε μισό ευρώ για τους πρόσφυγες ούτε για κανέναν άλλον, εκτός που το είχε βαρεθεί πια το θέμα. Ηθελε να φωνάξει: «Εχω δυο παιδιά στην εφηβεία, αδέκαρα και χαμένα, αυτά με ενδιαφέρουν περισσότερο απ’ όλα!».

Εκτός από αυτό, δεν έχει χρόνο/χώρο για τα μεγάλα προβλήματα της χώρας. Ο πρώην της είναι ομοφυλόφιλος, η κολλητή της επίσης: η Δώρα ζει σε ένα περιθώριο που έχει διαλέξει μόνη της, με ένα σπρωξιματάκι από την πραγματικότητα… και όταν ο πρώην της κατηγορείται για φόνο, η Δώρα, από το περιθώριό της, προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι αθώος. Πράγμα ζόρικο μια και ο πρώην δεν της τα λέει όλα – της κρύβει λόγια, όπως όλοι μέσα στην ιστορία. Η Δώρα μαντεύει, «βλέπει» εικόνες από το παρελθόν και το μέλλον, αλλά αυτά δεν είναι αποδείξεις, δεν πείθουν κανέναν δικηγόρο, δικαστή, αστυνομικό ή απλό άνθρωπο. Κι είναι και πράγματα που δεν θέλει να δει με τίποτα, κάνει ότι δεν τα βλέπει επειδή αφορούν αγαπημένους της, ακόμα και τα παιδιά της. Το χειρότερο είναι αυτό – ακόμα και τα παιδάκια της.

Φυσικά τα καταφέρνει στο τέλος μια χαρά. Πιστεύω σε αυτές τις ηρωίδες, τις ακέραιες, που δεν τα παρατάνε, που είναι αισιόδοξες στο βάθος. Που έχουν μια ανάγκη να ερωτευτούν ξανά, κι ας έχουν φάει τα χαστούκια της αρκούδας. Που επιβιώνουν και βρίσκουν τρόπους να ξεπερνάνε τα εμπόδια και αντέχουν. Η Δώρα είναι μια τέτοια ηρωίδα – και επειδή την αγάπησα πολύ, επειδή ήδη σκέφτομαι τι θα κάνει από δω και πέρα τους γκόμενους, τα παιδιά, τους πρώην και τις κολλητές της, λέω να γράψω άλλα δύο βιβλία στην ίδια σειρά. Μια (μεγαλεπήβολη…) Τριλογία της Αθήνας.

Η ηρωίδα στην πραγματικότητα είναι η Αθήνα, η πόλη. Η Δώρα με κάποιον τρόπο είναι το πνεύμα της ή, μάλλον, ένα ανθρώπινο σώμα -και- πνεύμα που ζει και παλεύει μέσα της. Και που ποτέ μα ποτέ δεν το βάζει κάτω…

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below