Αποτελεί μια από τις πιο δημοφιλείς θεραπείες ενάντια στην γήρανση, οι οποίες πραγματοποιούνται πάντα στο ιατρείο. Το botox εξαλείφει τις ρυτίδες έκφρασης και προσφέρει λάμψη στο δέρμα, δίνοντας μια συνολική ανανέωση στο πρόσωπο. Η διαφορά του πριν και του μετά είναι τεράστια. Το δέρμα γίνεται πιο ξεκούραστο, πιο λείο, πιο φωτεινό και νεανικό. Ωστόσο, όπως υποστηρίζουν οι ερευνητές,  οι θαυματουργές ιδιότητες των ενέσεων που χαρίζουν μια αψεγάδιαστη εικόνα στο πρόσωπο εκτείνονται και στο κομμάτι της ψυχολογίας ενός ατόμου.

Σύμφωνα με τον ερευνητή, καθηγητή Tillmann Kruger, τα συναισθήματά μας εκφράζονται από τους μυς του προσώπου, αλλά αυτοί με τη σειρά τους μεταφέρουν σινιάλα μέσω των νεύρων του προσώπου πίσω στον εγκέφαλο ώστε να ενισχύσουν αυτά τα συναισθήματα. Έτσι οι κινήσεις του προσώπου επηρεάζουν τη διάθεση μας. Το botox και η βοτουλινική τοξίνη (η δραστική ουσία του φαρμάκου) εμποδίζει τις συσπάσεις των μυών (του πυραμοειδή και του επισκύνιου ανάμεσα στα φρύδια) και κατ’ επέκταση «παγώνει» τις εκφράσεις του προσώπου, μεταξύ άλλων κι αυτές που φανερώνουν λύπη.

Πρόσφατη έρευνα, σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Scientific Reports, έρχεται όμως να υποστηρίξει ότι η επίδραση του botox στην κατάθλιψη τελικά δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το σημείο όπου γίνονται οι ενέσεις, δηλαδή τους μυς ανάμεσα στα φρύδια.

Στο άρθρο αναφέρεται ότι οι ερευνητές ανέλυσαν περισσότερες από 45.000 κλινικές αναφορές με βάση τις οποίες ασθενείς κατέφυγαν στο botox όχι μόνο για αισθητικούς λόγους, αλλά και για να αντιμετωπίσουν προβλήματα όπως ημικρανίες (με ενέσεις σε μυς του προσώπου και του κεφαλιού).

Οι ερευνητές χώρισα τους ασθενείς σε οκτώ ξεχωριστές ομάδες που βασίζονταν στην ιατρική κατάσταση για την οποία στράφηκαν στη θεραπεία με αυτό το φάρμακο. Οι ασθενείς κάθε ομάδας χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: αυτούς που έκαναν θεραπεία botox και αυτούς που δεν έκαναν.

Στη συνέχεια, οι ερευνητές μπόρεσαν να προσδιορίσουν ότι οι ασθενείς που έλαβαν τις ενέσεις για να αντιμετωπίσουν τις ρυτίδες του προσώπου, την υπερβολική εφίδρωση, την ημικρανία και τους σπασμούς ανέφεραν κατάθλιψη 40% έως 88% λιγότερο συχνά από τους ανθρώπους που υποβλήθηκαν σε άλλη θεραπεία για τις ίδιες ακριβώς παθήσεις.

«Βρήκαμε ότι η επίδραση δεν εξαρτάται από το σημείο όπου γίνεται η ένεση. Αυτό σημαίνει πως η κατάθλιψη μπορεί να αντιμετωπιστεί με διαφορετικά μέσα και όχι απαραίτητα με τις ενέσεις σε έναν από τους μύες του προσώπου, κάτι που σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι και επιθυμητό», δήλωσε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια -Σαν Ντιέγκο, Dr. Ruben Abagyan.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below