Ενα καλό -ίσως το μοναδικό- του χρόνου που περνάει τόσο αμείλικτα είναι ότι κάποια πράγματα προορίζονται για να αλλάξουν προς το δικαιότερο, το προοδευτικότερο, το λιγότερο στερεοτυπικό – από τα πιο σοβαρά, που αφορούν δικαιώματα, μέχρι τα πιο «ελαφρά», που αφορούν οριακά -ή και εντελώς- το πώς αντιλαμβανόμαστε την πολύπαθη και συκοφαντημένη έννοια «lifestyle». Ετσι, μέσα στην εκ νέου συζήτηση για τη θέση της γυναίκας στις διαρκώς αναδιαμορφούμενες συνθήκες, φτάσαμε να γίνουμε μάρτυρες σε μια συζήτηση περί μόδας που ξεκινά από διαφορετική αυτή τη φορά αφετηρία: εκείνη όπου η μόδα αναγνωρίζεται, και αποκαθίσταται, ως παράγοντας απελευθέρωσης και δύναμης.

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που σε μεγάλο γυναικείο site αναλύθηκε το επιχείρημα ότι στο κόκκινο χαλί του Φεστιβάλ των Καννών είναι ένας έμμεσος μεν, αποτελεσματικός δε, τρόπος να φωτιστούν τα επαγγελματικά επιτεύγματα των γυναικών που το περπατούν. Αν η ειδησεογραφία επιμένει να δίνει λιγότερο χώρο στις γυναίκες δημιουργούς, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα εντυπωσιακά ρούχα τους, τα οποία είναι διαλεγμένα με προσοχή για ένα μεγάλο φεστιβάλ ανέκαθεν συνδεμένο με την καλαισθησία και την «ευρωπαϊκή φινέτσα». Ξεκινώντας από το υπέροχο φόρεμα της Nicole Kidman θα φτάσουμε στη νίκη της Sofia Coppola, και κάνοντας κουβέντα για σχεδιαστές μόδας θα ρίξουμε, πιθανότατα, φως σε γυναίκες δημιουργούς. Ενδιαφέρεστε για τις τουαλέτες; Ε, μαζί με αυτές θα μάθετε και δυο-τρία πράγματα για τη δουλειά εκείνων που τις φοράνε. Θα έπρεπε να είναι έτσι; Οχι. Αλλά αυτό δείχνει τη δύναμη που έχει η μόδα, την οποία μπορούμε να αξιοποιήσουμε.

Για πολλές γυναίκες -κάποιοι θα έλεγαν για τις περισσότερες- το ταξίδι προς την ουσία της μόδας ξεκινάει μετά τα 30 – πιο πριν στις περισσότερες από εμάς απλώς «αρέσουν τα ωραία ρούχα», τα οποία τις περισσότερες φορές επιλέγουμε χωρίς τρομερά ρίσκα κυρίως επειδή, όπως και με τη μουσική μας, ή τα βιβλία μας, ή τη γενικότερη κατανάλωση της κουλτούρας μας, δεν είχαμε την ευκαιρία να τα ψάξουμε καλύτερα, να τα ζήσουμε περισσότερο, να τα αναλύσουμε ενδελεχώς και τελικά να βρούμε με τι ταυτιζόμαστε, τι μας ταιριάζει. Οι φωτογραφίες στις οποίες επιστρέφουμε με αμηχανία και γελάκια είναι σχεδόν πάντα εκείνες των 20s μας – ναι, παίζει ρόλο και η μαζική μόδα κάθε εποχής, φυσικά, αλλά και εμείς τείνουμε, ως νεαρές και ορμητικές, να ακολουθούμε άκριτα, με τον ενθουσιασμό του πρωτάρη και τη λαχτάρα να αντιγράψουμε extreme looks υπακούοντας στις προσταγές μιας αχανούς βιομηχανίας με την οποία πρωτοερχόμαστε σε επαφή μέσα από τις high street αλυσίδες (στις οποίες, φυσικά, ποτέ δεν θα πάψουμε να καταφεύγουμε, αλλά με διαφορετική σοφία και σύνεση όσο περνάνε τα χρόνια). Αν σου έχει συμβεί να ζηλεύεις π.χ. το σώμα ενός κοριτσιού 20 ετών αλλά ποτέ τα ρούχα του, δεν είναι τυχαίο. Αν όταν σε ρωτάνε ποιας γυναίκας το στυλ θεωρείς ξεχωριστό, σου έρχεται στο μυαλό η Tilda Swinton και όχι η Gigi Hadid, ούτε αυτό είναι τυχαίο. Καθώς περνάνε τα χρόνια η μόδα ναι μεν διατηρεί το στοιχείο της διασκέδασης, γιατί η ελαφρότητα παραμένει πάντα ένα από τα «κατασκευαστικά της ατού», αλλά συγχρόνως διανύει έναν δρόμο εξατομίκευσης, παίρνοντας από εμάς την ίδια στιγμή που και εμείς παίρνουμε από αυτήν – σαν τις λίστες μας στο spotify που λένε για εμάς τόσα όσα σε εμάς τα τραγούδια που περιέχουν. Αποκτά, σαν να λέμε, μια δύναμη εκπροσώπησης.

«Τα ρούχα είναι η πανοπλία για τις μεγαλύτερες ή μικρότερες, καθημερινές μας μάχες». Και αφού οι μάχες γίνονται σοβαρότερες όσο μεγαλώνουμε, ακολουθώντας τις ευθύνες που πολλαπλασιάζονται, είναι αναμενόμενο ότι και οι πανοπλίες θα είναι διαλεγμένες με διαφορετικά κριτήρια. Η εκκεντρικότητα και η προθυμία σου να την υποστηρίξεις είναι μία μίνι επίδειξη δύναμης. Η απλότητα -και η «σοβαρότητα» που αυτή σημειολογεί- είναι επίσης δύναμη. Ακόμα και η αδιαφορία για τη μόδα, η «μη επιλογή», είναι και αυτή μια αυτοδύναμη επιλογή, αφού αποτελεί τον δικό σου τρόπο να δηλώσεις ότι φτιάχνεις τη δική σου αισθητική μακριά από τάσεις και προσταγές. Και φυσικά όλα αυτά είναι αποφάσεις που παίρνουμε καθώς η σχέση μας με τα ρούχα εξελίσσεται με την πάροδο των ετών, όπως και η σχέση με τον εαυτό μας: ως teens θα πειραματιστούμε, σιγά-σιγά όμως μαθαίνουμε ποιοι είμαστε και ποια είναι η «στολή» μας.

 

Η «στολή», έννοια που τα περιοδικά μόδας θεωρούν κλειδί στην προσέγγιση του προσωπικού στυλ, δεν είναι φυσικά μία – τολμώ να πω ότι υπάρχουν τόσες στολές όσες και αισθητικές, τόσες όσα και τα προσωπικά στυλ. Για τη Victoria Beckham είναι οι ασφαλείς συνδυασμοί με τα ελάχιστα αξεσουάρ, για την Kate Moss είναι το rock chic με τα skinny jeans και τα μποτάκια, για την Tilda Swinton η φουτουριστική πινελιά που θα βάλει σε κάθε της σύνολο ως σήμα κατατεθέν, για τη Nicole Kidman η εύθραυστη θηλυκότητα, για τη Florence Welch το κομψό boho. H επιλογή του «uniform» είσαι εσύ, το τι θέλεις να -δείξεις ότι- είσαι, το πώς θες να σε βλέπουμε, το τι θες να επιτύχεις – και κατακτάται πιο αργά μέσα στη ζωή, γιατί η εξατομικευμένη μόδα έχει σχέση με ό,τι σε έχει καθορίσει ως άνθρωπο, από τον τρόπο ζωής και τη δουλειά σου μέχρι τα πολιτισμικά προϊόντα που έχεις καταλήξει να προτιμάς να καταναλώνεις μετά από χρόνια έκθεση στον πολιτισμό.

 

Η δύναμη της μόδας αυξάνεται όσο κατανοεί κανείς τον εαυτό του: το ότι ανοίγεις την ντουλάπα σου και βλέπεις 8 απλά μαύρα φορέματα που αγόρασες επειδή ήταν ευκαιρία, το ότι στην παπουτσοθήκη σου έχεις παρόμοια sneakers και το ότι οι φίλοι σου έχουν βαρεθεί να σε βλέπουν με την ίδια παραλλαγή μπλούζας με λευκό γιακά, κάτι λέει για σένα – και αυτό δεν είναι πάντα ότι δεν ρισκάρεις. Ισως είναι ότι μετά από άβολους πειραματισμούς και χρόνια δοκιμών, έχεις καταλήξει στο ποιος είσαι και στο ποιο ακριβώς είναι το είδος της μόδας που σου δίνει μια κάποια αυτοπεποίθηση και δύναμη.

Τη δύναμη αυτή τη χρειάζεσαι περισσότερο όσο μεγαλώνεις, την αντιλαμβάνεσαι και τη διαχειρίζεσαι, εννοείται, και πιο επιδέξια: μπορεί να είναι η σεξουαλικότητα -είτε διαφορετικά εκπεφρασμένη απ’ ό,τι στα 20, είτε όχι-, μπορεί να είναι η σοβαρότητα, μπορεί η φαντασία -πολύ γοητευτική στα ρούχα, κατά την Carolina Herrera-, η θηλυκότητα, η χάρη, η παιδικότητα – όλα είναι όπλα της προσωπικότητας που αντανακλώνται στο ντύσιμό σου. Ισως έχεις ήδη διαπιστώσει ότι δυο-τρία κομμάτια της γκαρνταρόμπας σου (το μαύρο κοστούμι, οι αρβύλες, ένα φθαρμένο T-shirt, ένα τζιν που έχεις χρόνια, το επαναλαμβανόμενο ντυσιματάκι που έχεις «για τα interviews») σημειολογούν ποια είσαι και τι θες περισσότερο από όσο περίμενες, συμβολίζουν τη διάθεσή σου για νεωτερισμούς, ή την τάση σου να επιστρέφεις στα «κλασικά» με τον δικό σου τρόπο, ή το κέφι με το οποίο προσεγγίζεις κάθε νέα τρέλα της μόδας θέλοντας να τις δοκιμάσεις όλες. Το να είσαι σε επαφή με τη μόδα και να την εργαλειοποιείς ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες/απαιτήσεις καθημερινότητας/διαθέσεις σου για να το ρίξεις έξω μπορεί να είναι αναζωογονητικό και να σε κρατάει νέο με τον ίδιο τρόπο που το επιτυγχάνει η επαφή με τις νέες τέχνες και τη νέα μουσική.

Η μόδα, στο 2017 της ύφεσης, στέκεται μπροστά μας απενοχοποιημένη αλλά και απομυθοποιημένη – ξέρουμε πια τι μπορούμε να περιμένουμε από αυτήν -και τι όχι- και τι μπορεί να μας δώσει -ή τι δεν μπορεί-, όπως ξέρουμε και ότι βασικός κανόνας είναι ότι κανόνες δεν υπάρχουν: τα άρθρα για το «τι δεν πρέπει να φοράς στα 20, στα 30, στα 40, στα 50» διαβάζονται πλέον ως απομεινάρια μιας άλλης εποχής, και όχι ως πραγματικότητα, η οποία είναι ότι μόδα και ρούχα αποτελούν εργαλεία στην υπηρεσία της γυνακείας αυτοδιάθεσης και δύναμης. Η ίδια η Vogue, αδιαπραγμάτευτη βίβλος της μόδας, δημοσιεύει πλέον κείμενα που το ζουμί τους είναι «ξέχνα ό,τι σε μάθαμε και φόρα αυτό που σε κάνει να νιώθεις καλύτερα, φτιάξε μόνη τους κανόνες σου και προχώρα». Κάπου εκεί μέσα χωράνε και πιο κλασικές κουβέντες, από αυτές που μας έλεγαν οι μαμάδες μας «ότι το ρούχο πρέπει να το φοράς και όχι να σε φοράει» – κάτι για το οποίο δεν έπρεπε εξαρχής να μας απασχολεί, γιατί, όπως βλέπουμε εκ των υστέρων, είναι μια γνώση που κατακτάται καθώς τα χρόνια φορτώνονται στην πλάτη μας. Δεν υπάρχει περίπτωση να μας φοράει ένα ρούχο που διαλέγουμε επειδή εμείς νιώθουμε καλά μέσα σε αυτό, είτε έχουμε πολλά κιλά, είτε λίγα, είτε ο σωματότυπός μας είναι μεσογειακός, είτε βορειοευρωπαϊκός. Κάθε γυναίκα άνω των 30, τη στιγμή που αγοράζει μόδα -με λιγότερα ή περισσότερα χρήματα, από high street στις τελευταίες εκπτώσεις ή από διάσημους σχεδιαστές με ραντεβού, επιλέγοντας πρακτικά κομμάτια που θα τα λιώσει ή απλά κάτι όμορφο που θα το κρατήσει στην ντουλάπα για την εξαιρετική περίσταση- εξετάζει τι της αρέσει, τι την κάνει να νιώθει καλά, με τι νιώθει ωραιότερη, επιστρατεύοντας αισθητικές επιρροές και συνδυάζοντάς τις με την αποκτημένη γνώση του σώματος και την αυτοπεποίθηση που προκύπτει από τη σταδιακή γνώση του εαυτού. Ολα αυτά, για να καταλήξει τελικά σε μια επιλογή προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή, όπως άλλωστε οφείλει να είναι και η ίδια η μόδα.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below