Η πρώτη φορά που προβληματίστηκα σε σχέση με την κανονικοποίηση των ψυχοφαρμάκων ήταν την περίοδο της καραντίνας, όταν κυκλοφορούσαν καθημερινά memes όπως εκείνο με την Τζούλι Αντριους να τρέχει ευτυχισμένη στα λιβάδια και ο ουρανός από πάνω της να γράφει «Xanax». Ή εκείνο που έδειχνε το ίδιο φάρμακο σε version ροζ παγωτό-χωνάκι και ήταν πράγματι πετυχημένο το αστείο γιατί ποιος δεν θα ήθελε, εκείνες τις σκοτεινές μέρες της πανδημίας, να γλείψει λίγη γαλήνη και απάθεια;
Μέσα μου, όμως, βαρούσε δυνατά το εσωτερικό καμπανάκι πως, αν πολλοί διασκεδάζουμε με αυτά τα αστεία, δεν είναι κάπως σαν να συμφωνούμε σιωπηλά πως «είμαστε όλοι για ψυχοφάρμακα»; Και ήμασταν.
Το 2021 οι πωλήσεις του πιο διάσημου αγχολυτικού σημείωσαν αύξηση 46,65% σε σχέση με το 2014 στην Ελλάδα (336.300 τεμάχια μηνιαίως το 2021 έναντι 229.325 το 2014) και παρότι η πανδημία πέρασε, οι πωλήσεις αυξάνονται κάθε χρόνο σταθερά όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο.
Περισσότερες από 86 εκατομμύρια συνταγές γράφτηκαν πέρυσι στις ΗΠΑ για το μαγικό χάπι αλπραζολάμης που κατευνάζει άμεσα τα συμπτώματα του άγχους, τις κρίσεις πανικού, τη δύσπνοια, την ταχυκαρδία και την αϋπνία. Πώς να μη γίνει mainstream ένα φάρμακο που καταπολεμά τα πιο mainstream συμπτώματα μιας ολόκληρης γενιάς;
Χημική καθημερινότητα
Γνωρίζω γυναίκες που δεν βγαίνουν από το σπίτι τους χωρίς να έχουν το χάπι στο πορτοφόλι τους «για κάθε ενδεχόμενο», ενώ το συναντάω ολοένα συχνότερα σε οικιακά συρτάρια και ντουλάπια που τυχαίνει να ανοίξω.
Και παρότι το άγχος μονοπωλεί σχεδόν τη δημόσια συζήτηση, οι πωλήσεις των SSRIs φανερώνουν ότι η πιο επίμονη ψυχική νόσος σήμερα είναι η κατάθλιψη. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά πως περίπου 280.000.000 άνθρωποι παγκοσμίως νοσούν από κατάθλιψη, συχνότερα οι γυναίκες παρά οι άντρες. Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η χρήση αντικαταθλιπτικών αυξήθηκε σχεδόν δυόμισι φορές μέσα στην εικοσαετία 2001-2020 σε 18 ευρωπαϊκές χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα.
Και δεν πρόκειται μόνο για «βαριά περιστατικά». Μιλάμε για ανθρώπους που δουλεύουν, πάνε βόλτες, πληρώνουν λογαριασμούς, ταΐζουν το καναρίνι τους, ζουν κανονικά. Παίρνουν, όμως, και κάτι για «να βγάζουν τη μέρα».
Χρυσώνοντας το χάπι
Αν μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα, μπορούμε να υποθέσουμε πως οι κατακόρυφες και απολύτως ανησυχητικές αυξήσεις στα ψυχοφάρμακα -που, σημειωτέον, είναι μονάχα οι επίσημα καταγεγραμμένες πωλήσεις, διότι η αλήθεια είναι ότι καθημερινά «φεύγουν» δεκάδες κουτιά παράνομα, χωρίς συνταγή από τα φαρμακεία- συμβαίνουν διότι τα τελευταία χρόνια οι γιατροί είναι πιο καταρτισμένοι και διαγιγνώσκουν πιο έγκαιρα και ορθά τις ψυχικές διαταραχές.
Μπορούμε επίσης, αν θέλετε, να αισθανθούμε ευγνωμοσύνη που ζούμε επιτέλους σε μια εποχή απαλλαγμένη από το στίγμα των προηγούμενων δεκαετιών, τότε που αν έπαιρνες οποιαδήποτε αγωγή για την ψυχή, ήσουν «του γιατρού». Ευτυχώς, δεν είμαστε πια εκεί – αλλά κανείς δεν ξέρει και πού ακριβώς είμαστε.
Οι ψυχικές ασθένειες δεν είναι «όπως κάθε άλλη ασθένεια», όπως η τενοντίτιδα ή η γρίπη, και άρα αντιμετωπίζονται αποτελεσματικότερα με φάρμακα.
Οι κάποτε περιθωριοποιημένες ψυχοδραστικές ουσίες σήμερα συζητιούνται σχεδόν στον ίδιο casual τόνο που ανταλλάσσονται απόψεις για τα συμπληρώματα μαγνησίου, το καστορέλαιο ή τη βιταμίνη D – όχι απλώς χωρίς ντροπή, αλλά και με ένα αδιόρατο αίσθημα υπερηφάνειας, σαν να είναι τα χάπια μέρος μιας προσεκτικά επιμελημένης ρουτίνας αυτοφροντίδας.
Φυσικά και είναι αυτοφροντίδα το να αναγνωρίζεις πως δεν είσαι καθόλου καλά, να απευθύνεσαι στον ειδικό που μπορεί να σε βοηθήσει και να αποδέχεσαι ότι χρειάζεται να πάρεις φάρμακα, έστω προσωρινά, για να γίνεις ξανά ο λειτουργικός και κάπως χαρούμενος εαυτός σου.
Δεδομένου όμως ότι οι ψυχοδραστικές ουσίες δεν είναι matcha latte, ούτε επίσκεψη σε spa, αλλά ισχυρές φαρμακευτικες αγωγές με πιθανές παρενέργειες και -ειδικά τα αγχολυτικά- εθιστική δράση, δεν θα ήταν χρήσιμο ένα μέρος της επιφυλακτικότητάς μας απέναντι σε μια φαρμακευτικά υποστηριζόμενη ζωή να παραμένει;

Serotonin low
Η Τζοάνα Μόνκριφ, ψυχίατρος και συγγραφέας των βιβλίων Ο Μύθος της Χημικής Θεραπείας και Chemically Imbalanced, αμφισβητεί την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η κατάθλιψη δεν είναι παρά μια χημική ανισορροπία στον εγκέφαλο και άρα υπάρχει η αντίστοιχη χημική λύση στο πρόβλημα. Ο περισσότερος κόσμος πιστεύει τη θεωρία ότι η κατάθλιψη είναι απλώς έλλειψη σεροτονίνης στο νευρικό σύστημα, αλλά τα επιστημονικά δεδομένα δεν την επιβεβαιώνουν.
Η Μόνκριφ τάσσεται επίσης σθεναρά εναντίον της επωδού που χρησιμοποιήθηκε για να αποστιγματοποιηθούν οι ψυχικές ασθένειες: όχι, οι ψυχικές ασθένειες δεν είναι «όπως κάθε άλλη ασθένεια», όπως η τενοντίτιδα ή η γρίπη, και άρα αντιμετωπίζονται αποτελεσματικότερα με φάρμακα.
Η ψυχή είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο και ευάλωτο από μια κλείδα ή έναν αστράγαλο και για την πλήρη ίασή της πρέπει ο ασθενής να περάσει διά πυρός και σιδήρου: να αφιερώσει χρόνο, να βιώσει πόνο, να δει καθαρά τι συμβαίνει μέσα του παρά να κάνει γαργάρα τα συμπτώματα, με ένα χάπι και ένα ποτήρι νερό.
Αυτό υποστηρίζει πως θα ήταν το πραγματικό συμφέρον του ασθενή, αντ’ αυτού, όμως, οι γιατροί τον βάζουν σε μια συχνά πολυετή σχέση εξάρτησης από ψυχοφάρμακα, με αμφίβολο αποτέλεσμα όταν και αν αυτά κοπούν.
Όταν όμως οδηγείς και τρέμεις μη σε πιάσει κρίση πανικού όσο κρατάς τιμόνι ή όταν ανοίγεις τα μάτια σου το πρωί και βουλιάζεις στο στρώμα και την ανηδονία και έρχεται ένας αξιόπιστος επιστήμονας και σου προσφέρει τη λύτρωση δύο φορές ημερησίως μετά το φαγητό, πόσες πιθανότητες έχεις να πεις «όχι, ευχαριστώ»;
Baby, did you forget to take your meds?
Το βράδυ που πέθανε ο πατέρας μου, η μαμά μου μου έδωσε μισό Lexotanil για να σιγουρευτεί ότι θα κοιμηθώ καλά. Ημουν 19 ετών. Δεν είμαι σίγουρη αν έχασα ή αν κέρδισα κάτι εκείνο το πρώτο βράδυ που, αντί να κάτσω με το πένθος μου και το βάρος της απώλειας, κοιμήθηκα σαν να με έχεις χτυπήσει με βαριοπούλα στο κεφάλι. Αρκετοί άνθρωποι που γνωρίζω ξεκίνησαν αντικαταθλιπτική αγωγή για να διαχειριστούν το πένθος τους, κάποιοι τις οικονομικές καταστροφές τους. Αγχολυτικά παίρνουν όχι μόνο άνθρωποι που υπέστησαν νευρικό κλονισμό, αλλά και άνθρωποι που βίωσαν έναν τραυματικό χωρισμό.
Το ψυχικό μας wellbeing μετατρέπεται σε ατομικό project και θα κάνουμε -και θα πάρουμε- ό,τι χρειάζεται για να το φέρουμε σωστά εις πέρας.
Η Φαρμακολογία μάς δίνει το δικαίωμα να μη θεωρούμε την απώλεια, την απογοήτευση, την ανησυχία δύσκολες μεν, φυσιολογικές δε συναισθηματικές καταστάσεις που «δουλεύονται», αλλά συμπτώματα που επιδέχονται γιατρειά. Και η θλιβερή αλήθεια είναι ότι αρκετοί απ’ όσους παίρνουν αγωγή δεν τη βλέπουν καν ως το τελευταίο καταφύγιο σωτηρίας. Πολλοί κάνουν χρήση αγχολυτικών ακόμα και για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν σε ένα πολύ απαιτητικό εργασιακό περιβάλλον, να διαβάσουν για επικείμενες εξετάσεις ή να κοιμηθούν για ένα 10ωρο σερί.

Νευροχημεία υπό ρύθμιση
Η βιομηχανία των αντικαταθλιπτικών και αγχολυτικών φαρμάκων (που σήμερα αποτιμάται στα 21 δισ. δολάρια και αναμένεται να εκτιναχθεί σε νέα ύψη τα επόμενα χρόνια) τρίβει τα χέρια της βλέποντας τη μετάβαση από το «κάνε κουράγιο, η ζωή εχει σκαμπανεβάσματα» στο «πάρε κάτι να υποστηριχθείς».
Και αν συνυπολογίσει κανείς ότι το να φροντίζεις την ψυχική σου υγεία αποσπά πια τον ίδιο κοινωνικό σεβασμό που αποσπά κάθε πράξη συνειδητότητας, όπως το να κάνεις διαλογισμό, να κλείνεις το κινητό σου στις διακοπές ή να ξέρεις σε ποιες τροφές έχεις δυσανεξία, μοιάζει να μην υπάρχουν πια αρκετοί λόγοι για να αντισταθείς στα χάπια. Το ψυχικό μας wellbeing μετατρέπεται σε ατομικό project και θα κάνουμε -και θα πάρουμε- ό,τι χρειάζεται για να το φέρουμε σωστά εις πέρας.
Ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Νίκολας Ρόουζ, προφητικά σχεδόν, έγραφε το 2003 για τον «νευροχημικό εαυτό», ο οποίος ενσωματώνει τη φαρμακολογική αυτορρύθμιση ως κομμάτι της καθημερινής ζωής – όχι ως τελευταία λύση.
Ο εαυτός αυτός είναι ευέλικτος, καθώς τα ψυχοφάρμακα επιτρέπουν όχι μόνο την αποκατάσταση, αλλά και τη βελτίωση των ψυχικών δυνατοτήτων μας, θολώνοντας τα όρια ανάμεσα στη θεραπεία, στη φυσιολογική κανονικότητα και την αυτοβελτίωση.
Σε αυτή τη νέα δυστοπική εποχή, δημιουργούνται «βιολογικοί πολίτες» που με SSRIs, αγχολυτικά, διεγερτικά που αυξάνουν τη συγκέντρωση και άλλα φαρμακολογικά εργαλεία ρυθμίζουν τη νευροχημεία τους καθημερινά κι έτσι προσαρμόζονται στον ρυθμό μιας εποχής που στοχεύει αποκλειστικά στις επιδόσεις – δεν αφορά κανέναν το ότι όσο τις πετυχαίνουμε, αποτυγχάνουμε να νιώσουμε το οτιδήποτε.
Κάποιοι αξιοποιούν τα δώρα της επιστήμης για να γίνουν ξανά λειτουργικοί, άλλοι για απομακρυνθούν από τον πόνο, μερικοί για να προσεγγίσουν την ευτυχία και οι περισσότεροι απλά θα τίκαραν το κουτάκι «για όλα τα παραπάνω». Λίγοι, πάντως, κοντοστέκονται να αναρωτηθούν: «Ναι, αλλά γιατί αρρώστησα;».
Το ότι ζούμε εντελώς λάθος, κλεισμένοι σε γραφεία, κυνηγημένοι από deadlines, αποκομμένοι από τη φύση και ο ένας από τον άλλον, ρουφηγμένοι μέσα σε οθόνες, τρέχοντας σαν τα χάμστερ επάνω στη ρόδα της καθημερινότητας και αφήνοντας όση ζωή μάς απομένει να ξεγλιστρά, είναι μια σκέψη-υποσημείωση που πρέπει να τη διώχνουμε. Ή, μάλλον, να την κρατάμε, για να την αναφέρουμε στον ψ για να αυξήσει τη δόση μας.