Από τη Λίνα Ρόκου
Έρχεται στο ραντεβού μας, σε ένα ήσυχο café στην καρδιά των Εξαρχείων, κατευθείαν από την πρόβα. Πρόσωπο καθαρό και εκφραστικό, που φανερώνει εφηβική χαρά όταν μιλά γι’ αυτά που αγαπά: τη δουλειά της στο θέατρο και στις «Σέρρες», τον γιο της Αναστάση, την αλήθεια, τη δύναμη και την ομορφιά που πηγάζει από τη μοναδικότητα του καθένα μας.
Πώς έκανες το βήμα για την πρώτη σου σκηνοθεσία στο θέατρο με την παράσταση «Danny and the Deep Blue Sea»;
Μου έγινε η πρόταση από την παραγωγή. Θα το πω ξεκάθαρα, στην αρχή φοβήθηκα. Όλοι οι ηθοποιοί σε έναν βαθμό αυτοσκηνοθετούμαστε, αλλά εδώ έπρεπε να πάρω τη συνολική ευθύνη του πράγματος. Τελικά, γι’ αυτό ακριβώς αποφάσισα να το κάνω. Με έναν τρόπο είπα: «Να μια ωραία ευκαιρία για να ενηλικιωθώ». Πρόκειται για ένα βαθύ έργο με πολλά επίπεδα, όμως μου αρέσουν τα δύσκολα. Στην παράσταση, ο Ντένης Μακρής και η Αλεξάνδρα Μήνου υποδύονται δύο παιδιά, κακοποιημένα στην ψυχή και στο σώμα, που προσπαθούν, με λάθος τρόπο, να έρθουν σε μια εγγύτητα.
Πόσο δύσκολο είναι πια να φτάσουμε στην εγγύτητα; Έχει αλλάξει ο τρόπος εξαιτίας της τεχνολογίας, της καραντίνας λόγω COVID, των τραυμάτων που έχουμε βιώσει;
Δεν ξεχνάμε τίποτα. Το σώμα μας είναι εδώ να μας θυμίζει οτιδήποτε έχουμε βιώσει, και καλώς θα έλεγα. Είναι σημαντικό να βλέπουμε τα σημάδια που μας δίνει το σώμα μας για να μπορούμε να τα γιατρέψουμε, έστω να τα αναγνωρίσουμε. Αυτό είναι ένα κομβικό σημείο, γιατί άπαξ και αναγνωρίσεις ότι εδώ υπάρχει ένα θέμα, τότε δεν μπορείς να συνεχίσεις να ζεις με τον τρόπο που ζούσες, που επικοινωνούσες, που νόμιζες πως ένιωθες μέχρι τώρα. Άπαξ και δεις το τραύμα, η ερώτηση «τι κάνω από εδώ και μπρος;» έρχεται από μόνη της. Τότε αρχίζει μια άλλη ζωή που πρέπει να αντιμετωπίσεις την αλήθεια. Όταν δουλεύουμε πάρα πολύ ή έχουμε άπειρες υποχρεώσεις, όλα τρέχουν τόσο πολύ γύρω μας που δεν έχουμε επαφή με το μέσα μας. Τότε δεν ακούμε τις ανάγκες μας, δεν ακούμε τα θέλω μας, δεν έχουμε χρόνο να ανακαλέσουμε πράγματα από το παρελθόν μας για να τα διορθώσουμε. Την περίοδο του COVID, επειδή υπήρξε παύση, ήρθαμε αντιμέτωποι με πάρα πολλά ζητήματά μας.

Που τελικά φτάνουμε να τα αντιμετωπίζουμε ως ενήλικες πια, καθώς έχουμε όλοι μεγαλώσει με πολλά στερεότυπα.
Θεωρώ ότι οι νέοι γονείς το δουλεύουμε αυτό το κομμάτι, και πάλι καλά που το κάνουμε. Υπάρχουν ακόμη δυστυχώς τόσα στερεότυπα, όπως «είσαι άνδρας, μην κλαις». Αν μάθεις σε ένα αγόρι να μην εκφράζει τα συναισθήματά του τότε οι γυναίκες στη ζωή του δεν θα καταλάβουν ποτέ τι αισθάνεται. Αυτό από μόνο του δημιουργεί απομάκρυνση, όμως οι άνθρωποι δεν μπορούμε να υπάρξουμε χωρίς εγγύτητα.
Και αντιστοίχως στα κορίτσια «μη δείξεις τι σε ενοχλεί, θα σε λένε γκρινιάρα».
Ναι, βέβαια. Έχουμε γεμίσει κουτάκια. Πολλές φορές δεν καταλαβαίνουμε πόσο επηρεάζουν τα παιδιά οι ταμπέλες που τους βάζουμε. Τι σημαίνει «μην κλαις, είσαι άντρας»; Είναι μικρό παιδί, είναι δυνατόν να μην κλάψει; Έτσι δημιουργείται ένας μεγάλος αποχωρισμός από το τι αισθανόμαστε και άντε μετά να ανατρέξουμε στο πώς εγώ έχω αποκοπεί από τα συναισθήματά μου και γιατί έγινε αυτό.
Έχεις κάνει ψυχανάλυση;
Ναι, και είμαι περήφανη γι’ αυτό. Θέλει πολλή δουλειά και θέληση για να ακούσουμε ξανά τον εαυτό μας. Εμένα με βοήθησε πολύ και ο γιος μου, ο Αναστάσης, αν και ήμουν ήδη σε μια διαδικασία να με ανακαλύψω, να βρω τη φωνή μου, τη φωνή μέσα μου, που με τούτα και με κείνα -του τύπου «μην είσαι γκρινιάρα»- δεν την άκουγα.
Έγινε κάτι κομβικό που σε έφερε στο σημείο να αντιληφθείς ότι πρέπει να ασχοληθείς με τις πραγματικές σου ανάγκες ή ήταν μια μεγαλύτερη χρονική περίοδος που σε οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα;
Γινόντουσαν πολλά πράγματα που συσσωρεύονταν, μέχρι του σημείου να αντιληφθώ ότι είχα μπερδέψει το τι είναι αλήθεια και τι ψέμα.
Πώς το εννοείς;
Εννοώ ότι ούτε εγώ παραδεχόμουν την αλήθεια. Για παράδειγμα, τότε μπορεί εσύ να με χαστούκιζες κι εγώ επειδή φοβόμουν να χαλάσω την εικόνα του «καλού παιδιού» έψαχνα κάτι για να σε δικαιολογήσω. Αυτό δείχνει ότι επί της ουσίας δεν τολμάς να έρθεις σε σύγκρουση με τον άλλον.

Ως γυναίκες έχουμε μάθει να μη συγκρουόμαστε;
Βέβαια. Δεν ξεχνώ ποτέ πόσο συχνά ακούμε ατάκες όπως «η γυναίκα κρατάει το σπίτι», «η γυναίκα μεγαλώνει τα παιδιά». Με τη συγκεκριμένη λογική, η γυναίκα είναι υπεύθυνη για όλα, όμως αυτή είναι μια ευθύνη που δεν μας αναλογεί. Άρχισα λοιπόν κι εγώ να αναρωτιέμαι για διάφορα πράγματα, όπως αν επιτρέπω στον εαυτό μου να θυμώνει. Σε μια θυμωμένη γυναίκα κολλάνε κατευθείαν την ταμπέλα της υστερικής. Όταν θύμωνα έπεφταν πάνω μου όλα αυτά τα στερεότυπα, όντως γινόμουν τελικά το θύμα και επέτρεπα, κατά κάποιον τρόπο, στον άλλον να με κακοποιεί. Μέχρι που έφτασα σε ένα σημείο που είπα «Φτάνει, δεν μπορώ άλλο! Πληγώνομαι». Το σώμα μας, άλλωστε, αντιλαμβάνεται τι σημαίνει κακοποίηση, σε αντίθεση με το μυαλό μας που έχει φορτωθεί με στερεότυπα.
Η ενασχόληση με το θέατρο είναι ένας τρόπος για να ξεφορτωθούμε αυτά τα στερεότυπα;
Όλες μας οι επιλογές, από το τι θα κάνουμε μέχρι με ποιους θα δουλέψουμε παίζουν ρόλο. Εγώ έχω την τύχη, αυτή την περίοδο, να ασχολούμαι με αυτό ακριβώς που με ενδιαφέρει, δηλαδή με το πώς οι άνθρωποι επικοινωνούν, με το πώς εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους, με το πώς η επιθετικότητα και η βίαιη συμπεριφορά δικαιολογείται και πώς απορροφάται από τον αποδέκτη. Μόνο η προσωπική μας επιλογή αλλάζει τον κόσμο. Δεν μπορώ μόνη μου να τον αλλάξω, αλλά μόνο από εμάς μπορεί να ξεκινήσει η αλλαγή, μόνο όταν ο καθένας μας βρεθεί με τον άλλον και δημιουργηθεί μια αλυσίδα. Κανένας δεν πάει μόνος του πουθενά. Αυτό που λένε «Μαζί θα πάμε πιο αργά αλλά πολύ πιο μακριά» είναι μεγάλη αλήθεια. Ο καθένας προσωπικά πρέπει να το θελήσει και μετά θα συμπαρασύρει ο ένας τον άλλον.
Με πλησιάζουν γυναίκες και νέα παιδιά κυρίως, και μου λένε ότι βρήκαν και αυτοί το θάρρος να μιλήσουν. Δεν προέρχονται από τους χώρους που έχουν να κάνουν με τη δημοσιότητα, μπορεί να είναι μια γυναίκα που εργάζεται στο σούπερ μάρκετ.
Στο ελληνικό #ΜeΤoo στον χώρο του θεάτρου συνέβαλες κι εσύ. Πιστεύεις ότι έχει μείνει εκεί ή αυτό γνωρίζουμε περισσότερο, γιατί εκεί στρέφονται πιο εύκολα οι προβολείς;
Με πλησιάζουν γυναίκες και νέα παιδιά κυρίως, και μου λένε ότι βρήκαν και αυτοί το θάρρος να μιλήσουν. Δεν προέρχονται από τους χώρους που έχουν να κάνουν με τη δημοσιότητα, μπορεί να είναι μια γυναίκα που εργάζεται στο σούπερ μάρκετ. Δεν είναι καθόλου αμελητέα αυτά τα δείγματα. Είναι σοβαρό, ίσως το πιο σοβαρό απ’ όλα ότι πλέον ο κόσμος έχει την ανάγκη να μιλήσει και θα μιλήσει. Πιστεύω ότι κάτι συμβαίνει, κάτι ήδη αλλάζει.
Νομίζω ότι αυτή την πραγματικότητα, δηλαδή να μιλήσω για ό,τι είμαι και αυτό που πιθανόν έχω υποστεί, παρουσιάζουν και οι «Σέρρες», και γι’ αυτό γνώρισαν τόση επιτυχία και συνεχίζουν με δεύτερο κύκλο.
Το κείμενο του Γιώργου (σ.σ.: Καπουτζίδη) είναι τόσο αληθινό και συμπεριληπτικό. Οι χαρακτήρες στις «Σέρρες» είναι πραγματικοί άνθρωποι, είναι όπως εμείς, μπορούμε να ταυτιστούμε μαζί τους. Ξέρουμε τέτοιους ανθρώπους που επειδή είναι πληγωμένοι έχουν βγάλει μια επιθετικότητα γιατί δεν έχουν μιλήσει ποτέ, γιατί δεν ένιωσαν την αγάπη, την αποδοχή. Η αποδοχή συμπεριλαμβάνει την αγάπη και όχι η αγάπη την αποδοχή, θεωρώ.

Η Νάνσυ, που υποδύεσαι, είχε μια έντονη διαδρομή στην πρώτη σεζόν. Αρχικά φαινομενικά αυτάρκης και δυναμική, όμως στο προτελευταίο επεισόδιο λέει «δεν νιώθω τίποτα» και στο τελευταίο παραδέχεται: «Είμαι δυστυχισμένη». Πώς διαχειρίστηκες αυτή την εξέλιξη του χαρακτήρα;
Όλοι μας έχουμε περάσει από στιγμές αποχής από τα συναισθήματά μας, διότι πρέπει να «παγώσουμε» για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε, αν δεν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε το τραύμα τη στιγμή που συμβαίνει. Θα δούμε στον δεύτερο κύκλο ότι η Νάνσυ όντως έχει ένα τραύμα, που εξαιτίας του αναγκάστηκε να παγώσει το συναίσθημά της. Ξέρεις, το συναίσθημα μας κάνει ευάλωτους και δεν μας επιτρέπουμε να δείξουμε την ευαλωτότητά μας γιατί θεωρούμε ότι είμαστε αδύναμοι. Η παραδοχή της Νάνσυς ότι είναι δυστυχισμένη τη συντάραξε. Η ζωή μάς φέρνει απέναντι σε πράγματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε, αλλά όσο εμείς κάνουμε ότι αυτά δεν υπάρχουν τόσο πιο ισχυρά θα γίνονται. Κάποια στιγμή έρχεται το κομβικό σημείο που θα αντιμετωπίσεις την αλήθεια. Έτσι κι εγώ διαχειρίστηκα την εξέλιξη της Νάνσυς με πολλή αλήθεια. Θεωρώ ότι η αλήθεια είναι μονόδρομος σε οτιδήποτε κι αν κάνουμε. Κι αυτό είναι κάτι με το οποίο καταπιάνομαι στο θέατρο τώρα, καθώς είμαστε στις πρόβες μαζί με τη Μαριάννα Τουμασάτου για την παράσταση «Κρυφτό», ένα έργο της Βάσιας Αργέντη, σε δική της σκηνοθεσία. Το έργο εστιάζει στις σχέσεις μέσα στην οικογένεια και στο πώς κρύβουμε τις ανάγκες μας για να μην εκτεθούμε στους άλλους, για να μη μας κρίνουν. Αν όμως λειτουργείς έτσι για τους έξω, θα λειτουργήσεις έτσι και μέσα στο σπίτι σου. Κρύβεται λοιπόν η μάνα από το παιδί, το παιδί από τον πατέρα και την αδερφή και τελικά όλοι από τον ίδιο τους τον εαυτό. Λέει κάτι συγκλονιστικό η Βάσια, ότι το κρυφτό τελειώνει όταν δεν έχεις πια πού να κρυφτείς. Την αλήθεια σου την ξέρεις. Σου φωνάζει, δεν γίνεται αλλιώς.
Ως παιδιά αγαπούσαμε την αλήθεια;
Ως παιδιά ήμασταν μόνο αλήθεια, λέγαμε αυτό ακριβώς που νιώθαμε, δηλαδή είτε «πεινάω». είτε «δεν θέλω να φάω». Όμως μας μαθαίνουν να μη λέμε την αλήθεια μας κι έτσι ξεχνάμε τις ανάγκες μας, μπερδευόμαστε, χάνουμε την πορεία μας. Έχουμε χρέος ως γονείς να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να αισθανθούν ότι είναι μοναδικά, ούτως ή άλλως. Στη δική μας γενιά δυστυχώς αυτό δεν έγινε, δηλαδή δεν μας αποκάλυψαν ότι ο καθένας μας είναι, σε κάθε περίπτωση, μοναδικός. Αυτό είναι η δύναμή μας και το ενδιαφέρον στη ζωή. Είμαστε μοναδικοί, δεν πρέπει να μπαίνουμε σε συγκρίσεις, το μόνο που χρειάζεται είναι να δούμε ότι στη βάση μας όλοι έχουμε τις ίδιες ανάγκες.
Φωτογραφίες: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος (D-TALES)