Το ετήσιο συνέδριο του Marie Claire για την ενδυνάμωση των γυναικών επέστρεψε στο Cape Sounio. Ο τίτλος του 7oυ Marie Claire Power Trip είναι Women Taking Action. Η Emmanuelle Béart, ηθοποιός και ακτιβίστρια, συζήτησε με τη δημοσιογράφο και Digital Director του Marie Claire Greece, Εβίτα Τσιλοχρήστου, για τη δύναμη που βρίσκουν οι γυναίκες κάθε φορά που παίρνουν την απόφαση να δράσουν.
«Τόλμησα να ακολουθήσω το ένστικτό μου, να πάρω τις αποφάσεις που έπρεπε» είπε, απαντώντας σε ερώτηση για ό,τι νιώθει υπερήφανη. «Αυτές οι αποφάσεις με οδήγησαν στο να αγγίξω νέες θρησκείες, νέες νοοτροπίες, νέους ανθρώπους, μα είμαι πάντα υπερήφανη για τα τρία παιδιά μου και τον άντρα μου».
Η ενέργεια και η δημιουργικότητα στο επάγγελμά της
«Το επάγγελμα που κάνω το αγαπώ με πάθος και το μισώ με πάθος. Έμεινα δημιουργική χάρη στους σκηνοθέτες με τους οποίους δούλεψα. Εκείνοι ήταν πολύ δημιουργικοί και με ενέπνευσαν με πάθος», συνέχισε, μιλώντας για το επάγγελμά της και την ενέργεια που βρίσκει στο να το ασκεί τόσα χρόνια.
«Τη δημιουργικότητα τη βιώνω ως γυναίκα, ως σύντροφος και ως μητέρα. Όποτε χρειάστηκε, τόλμησα να εγκαταλείψω το επάγγελμα. Τόλμησα να εγκαταλείψω και το σινεμά και να αφοσιωθώ στο θέατρο, όπου κατάλαβα ότι γύρισα στις ρίζες μου».
Όσο για τις προκαταλήψεις στον χώρο του θεάματος απέναντι στις γυναίκες, ειδικά εκείνες που εστιάζουν στην ηλικία, είπε: «Τα πράγματα διαφέρουν ανάμεσα στο θέατρο και το σινεμά. Στο θέατρο είσαι αντιμέτωπη με το σώμα σου και έτσι η γυναικεία δύναμη είναι τεράστια. Στο σινεμά είναι διαφορετικά. Έχεις το πρόσωπό σού απέναντί σου, δεν μπορείς να ξεφύγεις. Αλλά πρέπει να αποφασίζουμε τι μας εμποδίζει: αυτό που βλέπουμε και πιστεύουμε εμείς ή αυτό που βλέπουν οι άλλοι.
Η γυναίκα έρχεται αντιμέτωπη κάθε μέρα με τέτοιες σκέψεις και προκαταλήψεις. Ο Μπράντ Πιτ, 63 ετών κούκλος – για μία γυναίκα σε αντίστοιχη ηλικία θα πουν “ας της δώσουμε τον ρόλο μιας γιαγιάς”. Καλός ο Τομ Κρουζ, πολύ καλός ο Τζορτζ Κλούνεϊ, αλλά πρέπει να βρούμε τι μας εμποδίζει και τι μας ενοχλεί με την ηλικία μας. Πάντως, αν το προηγούμενο βράδυ το πέρασες κάνοντας έρωτα με τον σύντροφό σου, λάμπεις, πετάς και ούτε σε νοιάζει πώς σε βλέπουν.
Αγαπώ αυτό το επάγγελμα, αλλά το απεχθάνομαι γιατί σε βάζει στο μικροσκόπιο, βλέπεις τον χρόνο να περνάει. Προσωπικά, θεωρώ πως τώρα είμαι πιο εκλεπτυσμένη, πιο όμορφη. Τώρα νιώθω άνετη και σίγουρη. Στα 19 και στα 30 δεν ένιωθα τόσο καλά με τον εαυτό μου. Εχθές τραγούδησα και χόρεψα – μόλις ήρθα στην Ελλάδα βγήκα έξω, είμαι με δύο ώρες ύπνο».
Πρέπει να βρούμε τι μας εμποδίζει και τι μας ενοχλεί με την ηλικία μας.
Οι ιστορίες που τη σημάδεψαν
Ως ακτιβίστρια και πρέσβειρα της Unicef για δέκα χρόνια, σίγουρα έχει πολλές ιστορίες να θυμηθεί. Η ίδια δεν μπορεί να ξεχωρίσει κάποια, ενώ τις θυμάται όλες ως «μάχες»: «Έχω πάρα πολλές ιστορίες. Αυτό που με ενδιαφέρει και κρατώ είναι οι μάχες. Όπως ανέφερε και η πρόεδρος προηγουμένως (σ.σ. αναφέρεται στην κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου, που μίλησε νωρίτερα στο ίδιο συνέδριο), το θέμα της μετανάστευσης και των προσφύγων είναι πολύ σημαντικό. Αφορά τη Γαλλία και την Ελλάδα. Υπάρχουν κόμματα στη Γαλλία που απαξιούν για τους πρόσφυγες, λες και είναι άνθρωποι περίσσιοι στην κοινωνία μας. Δεν θέλω να πω ότι έχουμε ανάγκη τους μετανάστες, αλλά δεν μπορούμε να μιλάμε απαξιωτικά γι’ αυτούς.
Την τελευταία φορά που ήμουν στην Ελλάδα συνάντησα μία γυναίκα σε έναν οργανισμό. Βοηθούσε έναν μετανάστη που τώρα είναι φοιτητής στη Γαλλία και διάγει μια όμορφη ζωή. Ως πρέσβειρα της Unicef δεν ξεχνώ τα παιδιά στρατιώτες της Σιέρα Λεόνε, τα παιδιά από την Αφρική και τόσα άλλα. Όλες οι ιστορίες μού έχουν αφήσει ουλές που δεν τις ξεχνώ. Δεν ξεχνώ τις μάχες που έχω δώσει. Έλεγε η πρόεδρος πριν ότι πρέπει να δώσουμε φωνή σε αυτούς που δεν ακούγονται και θα συμπληρώσω: και σε εκείνους που δεν τους βλέπουμε. Μέσα από το επάγγελμά μου θέλω να βοηθώ».
Η καταγωγή από την Ελλάδα και η σχέση της με τη γιαγιά της, Μαρία
«Η γιαγιά μου, που λάτρευα, ήταν Ελληνίδα, πέθανε 107 ετών στα χέρια μου, την έλεγαν Μαρία Νικολαΐδη. Από εκείνη άκουσα όλες τις λέξεις αγάπης: κοκόνα μου, κούκλα μου, αγάπη μου, κοριτσάκι μου. Ένα μέρος από τις ρίζες μου βρίσκεται εδώ, λοιπόν. Κάθε φορά που είμαι στην Ελλάδα, η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Εχθές έλεγα δε θα βγεις, μην ακους τον κόσμο που τραγουδά. Άκουσα όμως την ελληνική γλώσσα και βγήκα. Τα ελληνικά με ταξιδεύουν πίσω.
Η σχέση μου με τη γιαγιά μου είναι μια σχέση μεγάλης αγάπης. Τη γνώρισα τριών ετών και την είχα πάντα δίπλα μου. Στα 12 μου της είπα ποιο θα ήταν το επάγγελμα που θα ακολουθούσα και ότι θα την είχα πάντα μαζί μου. Και έτσι έγινε. Επειδή ήταν και κόρη προσφύγων, είχαν έρθει από την Τουρκία, δεν είχε πρόβλημα. Έλεγε “τώρα θα πάμε εδώ, τώρα θα πάμε εκεί”.
Και επειδή μιλήσατε για τις αξίες, θα σας πω μια ιστορία με τη γιαγιά μου. Στην εκκλησία που είχα κλειστεί για έναν μήνα ήταν για να βοηθήσω τους μετανάστες που δεν είχαν χαρτιά. Λίγο μετά έκανα ένα γυμνό εξώφυλλο σε γυναικείο περιοδικό και η γιαγιά μου έλεγε, με τη βαριά ελληνική προφορά της: “Βρε κούκλα μου, πας και βοηθάς τόσο κόσμο και σου λένε τόσα, πας και φωτογραφίζεσαι γυμνή και όλοι χαίρονται”. Το εξώφυλλο ήταν μια φεμινιστική πράξη: ήμουν 40 και είπα τέρμα με τις 20χρονες, θα κάνω γυμνό εξώφυλλο».
Η κακοποίηση στην εφηβεία και το ντοκιμαντέρ «Μια τόσο θορυβώδης σιωπή»
Η Emmanuelle Béart βίωσε από τα 10 έως τα 14 της χρόνια αιμομικτική κακοποίηση. Μίλησε ανοιχτά για την εμπειρία της, χωρίς ταμπού και ξεπερνώντας κάθε προκατάληψη ή φοβία. Πώς τα κατάφερε;
«Μίλησα ανοιχτά γιατί η πραγματικότητα στη γαλλική κοινωνία είναι η απόλυτη άρνηση αυτής της κατάστασης. Γιατί επιλέξαμε τη λέξη “σιωπή”; Γιατί όλα ξεκινούν από εκεί. Πρώτα η σιωπή που επιβάλλει ο αιμομίκτης, ο οποίος φιμώνει το θύμα, και μετά της κοινωνίας, που θέλει να το αποσιωπήσουμε, να σιωπήσουμε.
Αν, λοιπόν, δεν μιλήσω εγώ η ίδια, που έχω ζήσει στο πετσί μου την οδύνη και τον πόνο και τα ανεξίτηλα σημάδια αυτής της πληγής, ποιος θα το κάνει; Ήταν ένας τρόπος μετάδοσης αυτού του μηνύματος στους άλλους και στις νέες γενιές. Τώρα, στα 60, θα μιλήσω, κι ας λένε πως άργησα. Κράτησα το όνομα του προσώπου κρυφό, όχι για να το προστατεύσω αλλά επειδή δεν ήμουν εγώ το αντικείμενο του ντοκιμαντέρ. Δεν υπήρχε λόγος να το κάνω – ξεκίνησα από κάτι προσωπικό για να φτάσω σε κάτι οικουμενικό.
Μιλήσατε νωρίτερα για την πρόληψη. Στη Γαλλία δεν γίνεται τίποτα για την πρόληψη. Όταν τα πράγματα φτάνουν στη δικαιοσύνη είναι πια αργά. Στη Γαλλία 1 στα 10 παιδιά πέφτει θύμα σεξουαλικής αιμομικτικής βίας. Ένα τοις εκατό των ανδρών-δραστών θα φτάσουν στη δικαιοσύνη. Το ίδιο ισχύει και για τη βία κατά των γυναικών. Αυτό δεν είναι λύση, δεν είναι βοήθεια.
Στη Γαλλία χρειάζεσαι αποδείξεις για να πειστούν ότι κακοποιήθηκες. Τι αποδείξεις να έχεις; Τα παιδιά μιλούν, αν μιλούν, χρόνια μετά. Πώς να υπάρξουν αποδείξεις; Στη Γαλλία έχουμε την έννοια τη μητέρας που προστατεύει. Αυτές οι γυναίκες θα καταγγείλουν τη βία για την προστασία των παιδιών τους και, αρκετές φορές, θα καταλήξουν να βρίσκονται υπόλογες. Γιατί δεν πήρες το παιδί; Γιατί δεν το βοήθησες; Μιλάμε για την απόλυτη έλλειψη δικαιοσύνης στη Γαλλία. Υπάρχει μια ιστορία γυναίκας που προσπάθησε να βοηθήσει το παιδί της μέσω της δικαιοσύνης και βρέθηκε φυλακισμένη.
Εκπαίδευση και πρόληψη. Από το σχολείο, από όλους μας, αυτό χρειάζεται. Στο ντοκιμαντέρ μία κοπέλα είπε την ιστορία της και μια μεγάλη αλήθεια: “Το πέρασα. Μακάρι να με είχε ρωτήσει ο γιατρός γιατί έχω συνέχεια ουρολοιμώξεις, ο δάσκαλος γιατί είμαι στεναχωρημένη. Θα τα έλεγα όλα”. Πρέπει να μιλάμε στα παιδιά και να τα εκπαιδεύουμε. Δεν πονούν από τις κουβέντες, πονούν από την αιμομικτική βία. Στα δικά μου παιδιά μίλησα νωρίς. Δεν θα πονέσει τα παιδιά το να μιλήσεις, θα πονέσει αν το πάθουν».
Αν δεν μιλήσω εγώ η ίδια που έχω ζήσει στο πετσί μου την οδύνη και τον πόνο και τα ανεξίτηλα σημάδια αυτής της πληγής, ποιος θα το κάνει;
»Το κύμα ανάδειξης του θέματος δημιουργεί μία αλυσίδα αλληλεγγύης και ήθελα να είμαι μέρος της. Όσον αφορά στο θύμα –δεν μου αρέσει να με λένε θύμα– ήθελα να αναδείξω το μήνυμα. Δεν νομίζω ότι μιλάμε για θάρρος όταν κακοποιημένες γυναίκες ή παιδιά γνωστοποιούν τις ιστορίες τους. Μιλάμε για δύναμη. Στη μάχη πας με δύναμη, έχεις μια εσωτερική βούληση που σε οδηγεί. Δεν νομίζω ότι είναι θάρρος.
Ο τρόπος που χρησιμοποίησα το σώμα μου αργότερα στο επάγγελμά μου ήταν ο τρόπος για να ξαναπάρω τη δύναμή μου, να το ορίζω εγώ ξανά. Αλλά δεν είμαι και σίγουρη ότι ήταν μόνο αυτό. Έχω κάνει ταινίες που ήμουν ολόγυμνη, όπως το “Ωραία Καβγατζού”, και μπορώ να σας πω ότι το γυμνό μπορεί να είναι δημιουργικό. Πάντα το γυμνό στις ταινίες μου εξυπηρετούσε κάτι. Πάντα υπάρχει κάποιος λόγος για να γίνει. Για χρόνια στον κινηματογράφο έπαιρνες το σενάριο και διάβαζες: “Βγαίνει απο το μπάνιο είναι με την πετσέτα γυμνή και πάει στο σαλόνι γυμνή – γιατί να μην είναι “βγαίνει γυμνός και πάει με την πετσέτα στο σαλόνι;”».
Πώς την επηρέασε η θορυβώδης σιωπή της
Με ποιον τρόπο επηρέασε αυτή η τόσο θορυβώδης σιωπή εκείνο το παιδί που κάποτε υπήρξατε, τη ρώτησε η κ. Τσιλοχρήστου και εκείνη απάντησε με ειλικρίνεια. «Με κατέστρεψε. Όμως είχα την τύχη να γνωρίσω στη ζωή μου ανθρώπους, να γνωρίσω αυτό το επάγγελμα. Όντως στην αρχή της ζωής μου είχα πολλές βίαιες, έντονες εκφράσεις, θυμό, έβγαλα πολλή φωνή από μέσα μου. Η μητρότητα με βοήθησε πάρα πολύ. Τα τρία μου παιδιά.
Όσο για το πώς ονειρεύεται το μέλλον, είπε: «Αν μπορούσα θα είχα κάνει ένα τέταρτο παιδί, τώρα είναι αργά. Στο μέλλον με βλέπω σε ένα πολύ όμορφο ελληνικό νησί, με ένα παραθαλάσσιο σπίτι και τον καλό μου. Προσπαθώ ήδη να τον βάλω σε μια διαδικασία να το σκεφτεί! Δεν κάνω πλάκα! Εσείς το ζείτε ήδη το όνειρο!».
Κλείνοντας, ευχαρίστησε για την πρόσκληση και τόνισε ότι «είναι πολύ όμορφο να μαζεύονται γυναίκες και να μιλούν ανοιχτά».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΔΩ
Ποια είναι η Emmanuelle Béart
Η Emmanuelle Béart είναι μία από τις πιο αναγνωρισμένες και γοητευτικές Γαλλίδες ηθοποιούς, με μαγνητική παρουσία και ένταση που χαρακτηρίζει κάθε της ερμηνεία. Κόρη του τραγουδιστή και ποιητή Γκι Μπεάρ και της Ζενεβιέβ Γκαλέα, μοντέλου, πέρασε την παιδική της ηλικία ανάμεσα στην Προβηγκία και τον Καναδά, πριν ακολουθήσει τον δρόμο της υποκριτικής. Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο ήρθε το 1986 με το φιλμ Η Μανόν των Πηγών του Κλοντ Μπερί, που της χάρισε το βραβείο Σεζάρ Β΄ Γυναικείου Ρόλου και την καθιέρωσε ως μία από τις πιο ταλαντούχες ηθοποιούς της γενιάς της.
Ακολούθησαν συνεργασίες με σπουδαίους δημιουργούς: Ζακ Ριβέτ στο Η Ωραία Καυγατζού (1991), Κλοντ Σοτέ στο Μια Καρδιά τον Χειμώνα (Αργυρός Λέων, Βενετία 1992) και στο Η Νέλι και ο Κύριος Αρνό (Βραβείο Louis-Delluc 1995), αλλά και Φρανσουά Οζόν στο πολυβραβευμένο 8 Γυναίκες (2002). Διεθνώς έγινε γνωστή με το Mission: Impossible του Μπράιαν Ντε Πάλμα (1996).
Με περισσότερες από 60 ταινίες και θεατρικές παραγωγές, η Μπεάρ ξεχωρίζει για τους δυναμικούς, συχνά αντισυμβατικούς ρόλους της. Παράλληλα, υπήρξε Πρέσβειρα της UNICEF (1996–2006) και το 2023 συν-σκηνοθέτησε το ντοκιμαντέρ Un silence si bruyant (Μία τόσο ηχηρή σιωπή), δίνοντας φωνή στα θύματα αιμομιξίας. Φέτος εμφανίζεται στα Les Immortelles και Et Après, συνεχίζοντας να επιβεβαιώνει την κομψότητα, τη γενναιότητα και την αφοσίωση που την καθιστούν σπουδαία μορφή του σύγχρονου γαλλικού κινηματογράφου.