Η αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου Χανίων ήταν κατάμεστη, σε μια από τις πλέον συγκινητικές βραδιές του 13ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων: το Σάββατο 25 Οκτωβρίου η μεγάλη αυτή γιορτή του σινεμά και της τέχνης πρόβαλε την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Το Τελευταίο Σημείωμα» όπου η μυθοπλασία συναντά το ιστορικό γεγονός της εκτέλεσης των 200 αγωνιστών από τους Γερμανούς κατακτητές, την 1η Μαΐου του 1944 στην Καισαριανήοκτώ χρόνια μετά την πρεμιέρα της στο φεστιβάλ και, κατόπιν, υποδέχτηκε τον σκηνοθέτη σε μια τιμητική εκδήλωση.

Ο δημιουργός, συνοδευόμενος από τη σύντροφό του, τη συγγραφέα Ιωάννα Καρυστιάνη, μοιράστηκε τη σκηνή με τον διευθυντή του φεστιβάλ, Ματθαίο Φραντζεσκάκη, και τον Γιάννη Γκροσδάνη, επιμελητή του νέου βιβλίου «Παντελής Βούλγαρης / Μιας ζωής ταινίες» (εκδ. Πυξίδα της Πόλης), δέχτηκε τιμητικές πλακέτες από πολιτικούς και πολιτιστικούς φορείς, παρακολούθησε τη ζωντανή ερμηνεία της μουσικής της ταινίας και, κυρίως, μας υπενθύμισε για ακόμα μία φορά ότι πίσω από ταινίες-σημεία αναφοράς του ελληνικού κινηματογράφου βρίσκεται ένας άνθρωπος που συνδυάζει τη βαθιά ευαισθησία με την οξυδέρκεια, το χιούμορ και έναν παιδικό αυθορμητισμό χωρίς ηλικία. Σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς οι αντιδράσεις του κοινού εναλλάσσονταν αβίαστα ανάμεσα στο γέλιο και το κλάμα.

Ο Παντελής Βούλγαρης εξέφρασε τη βαθιά θλίψη του για τον πρόσφατο θάνατο του Διονύση Σαββόπουλου, λέγοντας ότι «το φευγιό του πονάει πολύ. Έφυγε ένας από αυτούς που λέγαμε “σοφούς». Αναφέρθηκε στην τέχνη που στις μέρες μας «συνεχίζει να δουλεύει με πείσμα, με πολύ ταλέντο, με πολλή δουλειά», εστιάζοντας κατόπιν σε δεκάδες υπηρέτες της που παρέμειναν ενεργοί και αυθεντικοί μέχρι σήμερα, μακριά από τις «ψεύτικες δημοσιοσχετίστικες αγκαλιές, αλλά ειλικρινείς του ενθουσιασμού όταν πετύχαιναν κάτι ουσιαστικό».

«Ο τυχερός εγώ ένιωσα τη ζεστασιά του κοινού που μου έκανε την τιμή να δει τις ταινίες μου. Το είδα στα μάτια τους. Δούλεψα πολύ με τα βλέμματα, που λένε τόσα, που μιλούν αλήθειες» πρόσθεσε. Ευχαρίστησε ιδιαίτερα τους Χανιώτες που τον υποστήριξαν και αναφέρθηκε στο φρούριο Ιτζεδίν της Κρήτης, που έγινε η τοποθεσία μεγάλου μέρους των γυρισμάτων της ταινίας «Το τελευταίο σημείωμα»: «Όσοι μοιραστήκαμε αυτή την εμπειρία δεθήκαμε με τα νήματα των ακριβών συναισθημάτων, του σεβασμού, της συντροφικότητας».

«Ο τυχερός εγώ ένιωσα τη ζεστασιά του κοινού που μου έκανε την τιμή να δει τις ταινίες μου. Το είδα στα μάτια τους. Δούλεψα πολύ με τα βλέμματα, που λένε τόσα, που μιλούν αλήθειες».

Μίλησε με ευαισθησία όχι μόνο για αγαπημένους του καλλιτέχνες αλλά και για τους λεγόμενους καθημερινούς ανθρώπους, όπως εκείνους που συνάντησε σε αυτό το ταξίδι στα Χανιά ας πούμε, τους σερβιτόρους στο εστιατόριο όπου γευμάτισε, που παρατήρησε να μεταφέρουν τις παραγγελίες από τον πάνω όροφο στα τραπέζια «και αισθάνθηκα το βάρος των μεγάλων δίσκων» τους. Εξέφρασε τον θαυμασμό του για το μεράκι με το οποίο καταπιανόμαστε οι άνθρωποι ακόμα και στις σχέσεις μας, και εκδήλωσε με χιούμορ το δικό του μεράκι στον γάμο του: «Ένα φιλάκι στην Ιωάννα τον γιατρό τον κάνει πέρα».

Η Ιωάννα Καρυστιάνη αστειεύτηκε με τη σειρά της ότι η παρουσία της στο πλάι του ήταν ένα «συζυγικό κομπαρσιλίκι δίπλα στον Παντελή, που πιστεύω ότι με απόλυτη ειλικρίνεια κατέθεσε μικρό μέρος της τεράστιας εκτίμησης, αγάπης και ευγνωμοσύνης που νιώθει για τα Χανιά». Για τη δημιουργία της ταινίας «Το τελευταίο σημείωμα» θυμήθηκε ότι «εκείνες τις μέρες στο Ιτζεδίν δεν μας ένοιαζε το ωράριο, δεν μας ένοιαζε τίποτα παρά να προσπαθήσουμε λιγάκι να πιάσουμε από το απίστευτο κουράγιο, την ανθρωπιά, την αγάπη για το τόπο, την ανθρώπινη περιπέτεια των αγωνιστών που έδωσαν τη ζωή τους την Πρωτομαγιά του ‘44».

«Εκείνες τις μέρες στο Ιτζεδίν δεν μας ένοιαζε το ωράριο, δεν μας ένοιαζε τίποτα παρά να προσπαθήσουμε λιγάκι να πιάσουμε από το απίστευτο κουράγιο, την ανθρωπιά, την αγάπη για το τόπο, την ανθρώπινη περιπέτεια των αγωνιστών που έδωσαν τη ζωή τους την Πρωτομαγιά του ‘44».

«Η ταινία οφείλεται εξ ολοκλήρου στο πείσμα του Παντελή» διευκρίνισε η συγγραφέας. «Εγώ προσπαθούσα να τον αποτρέψω, θέλω να είμαι ειλικρινής, του έλεγα πάλι θα βρούμε τον μπελά μας. Μέσα σε έξι μήνες από τη στιγμή που είχε πάρει την απόφαση, είχα γράψει το σενάριο διαβάζοντας τόνους από βιβλία και ο [παραγωγός] Γιάννης Ιακωβίδης είπε, Καπετάνιε, πάμε!».

Σε μια αριστουργηματική σκηνή της ταινίας, το βράδυ πριν από την εκτέλεση και ενώ οι αγωνιστές της Αντίστασης γνωρίζουν ήδη την αναπόδραστη μοίρα τους, στήνουν ένα αυτοσχέδιο γλέντι στη φυλακή, με τραγούδι και χορό. «Ξετρελάθηκα με το [τραγούδι] “Διαμάντι-δαχτυλίδι” που τραγουδούν οι μελλοθάνατοι» όπως σχολίασε η κ. Καρυστιάνη, «γιατί αυτό είναι γεγονός. Όταν έμαθαν ότι την άλλη μέρα το πρωί πήγαιναν για εκτέλεση στον Δήμο της Καισαριανής, όλη νύχτα τραγουδούσαν». Όπως πρόσθεσε η δημιουργός, «πιστεύω ότι στις πολύ μεγάλες στιγμές περιδίνησης της Ιστορίας, η ανθρώπινη ύπαρξη για να τα βγάλει πέρα έχει ανάγκη από όλα τα κορυφαία συναισθήματα, και απ’ τον έρωτα κι απ’ την αγάπη κι απ’ τη φιλία κι απ’ την καλή γειτονία, όλα αυτά βοηθούν. Προσθέτω το χέρι βοήθειας, το χεράκι που βάζουν οι καλλιτέχνες, για να μην μας λείπει τίποτα. Να ‘στε καλά».

«Ξετρελάθηκα με το [τραγούδι] “Διαμάντι-δαχτυλίδι” που τραγουδούν οι μελλοθάνατοι, γιατί αυτό είναι γεγονός. Όταν έμαθαν ότι την άλλη μέρα το πρωί πήγαιναν για εκτέλεση στον Δήμο της Καισαριανής, όλη νύχτα τραγουδούσαν».

«Αυτή τη σκηνή την αφήσαμε πίσω [στη σειρά των γυρισμάτων] για να έχουμε προχωρήσει στην εξοικείωση μεταξύ μας, τα ζεϊμπέκικα και τα νησιώτικα βγήκαν πολύ εύκολα γιατί πια γνωριζόμασταν, γνωριζόμασταν μεταξύ μας» όπως εξήγησε ο σκηνοθέτης.

Το «Τελευταίο σημείωμα», όπου πρωταγωνιστούν μεταξύ άλλων οι Ανδρέας Κωνσταντίνου, André Hennicke, Melia Kreiling, Τάσος Δήμας, Βασίλης Κουκαλάνι, βασίζεται στην εκτέλεση 200 Ελλήνων κρατουμένων ως αντίποινα για τον θάνατο ενός Γερμανού στρατηγού από αντιστασιακούς.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση που είχε δημοσιεύσει η «Καθημερινή» στις 30 Απριλίου 1944:

«Την 27ην Απριλίου 1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν Στρατηγόν και τρεις συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίστησαν. Ως αντίποινα διατάχτηκε:

»Ο τυφεκισμός 200 Κομμουνιστών την 1.5.1944. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην έξωθεν των χωρίων. Υπό την εντύπωσιν κακουργήματος τούτου Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.

»Ο Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος».

Ο Παντελής Βούλγαρης στην ταινία του εστιάζει σε ένα επίσης υπαρκτό πρόσωπο, τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, που οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν ως διερμηνέα και ο οποίος, το πρωινό της εκτέλεσης, αρνήθηκε να του δοθεί χάρη από τους Γερμανούς κατακτητές και να εκτελεστεί κάποιος άλλος κρατούμενος στη θέση του, αναδεικνύοντας έτσι το πείσμα στην αυτοθυσία που εκείνοι οι αγωνιστές έδειξαν μέχρι την τελευταία τους πνοή.

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below