Στο νέο της μυθιστόρημα, «Λάθος κεφάλι» (εκδ.νήσος), η Λίνα Ρόκου βυθίζεται στα άδυτα της δημιουργίας και στις λεπτές ισορροπίες μιας σχέσης που ξεκινά ως συγγραφικό πείραμα και εξελίσσεται σε μία ιδιότυπη κατάσταση με παιχνίδια εξουσίας και αυταπάτης. Ο Παύλος Μ., ένας καταξιωμένος συγγραφέας, και η Καρίνα, μια νεαρή λογοτέχνις που έχει γράψει μόλις ένα βιβλίο, αποφασίζουν να συγκατοικήσουν για να δημιουργήσουν από κοινού μια ιστορία «που δεν θα μοιάζει με καμία άλλη». Μόνο που, όπως αποδεικνύεται, τίποτα δεν είναι πιο επικίνδυνο από το να επιχειρείς να μοιραστείς τη φαντασία σου. Μιλήσαμε με τη συγγραφέα και αγαπημένη συνεργάτιδα του Marie Claire, για τη χαρά της ανάγνωσης, τη σύγκρουση των εγώ και την αφήγηση ως ένα μονοπάτι για να υπάρχουμε και να συνδεόμαστε με τους άλλους.

Φωτ.: Άσπα Κουλύρα

Το «Λάθος κεφάλι» είναι ένα βιβλίο για τη συγγραφή, αλλά και για τη συνενοχή, τη ματαιοδοξία, τη σύγκρουση. Με ποια αφορμή γεννήθηκε;

Το «Λάθος Κεφάλι» γεννήθηκε με αφορμή τη δική μου συγγραφική αμηχανία το διάστημα που ακολούθησε την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου, «Το τέλος της πείνας» (Ίκαρος, 2018).
Εκείνο το διάστημα προσπαθούσα να καταλάβω, όπως και η Καρίνα -η κεντρική ηρωίδα στο «Λάθος Κεφάλι»- αν πραγματικά έχω την ανάγκη να συνεχίσω τη συγγραφή. Ήταν η ίδια περίοδος που είχα ανακαλύψει τη θεατρική περφόρμανς και ένιωθα ότι αυτή με κάλυπτε ως μέσο έκφρασης. Όμως στις αρχές του 2021 η επιθυμία για συγγραφή ξύπνησε ξανά μέσα μου, στην αρχή
διστακτικά, με τον καιρό όλο και πιο ορμητικά δίνοντας η ίδια την απάντηση. Ναι, έχω ανάγκη τη συγγραφή ως μέσο έκφρασης και ως τρόπο επικοινωνίας. Αυτή ήταν λοιπόν η αφορμή. Η αιτία όμως ήταν το έντονο ενδιαφέρον μου για την ίδια την αφήγηση ως ένα μονοπάτι για να υπάρχουμε και να συνδεόμαστε με τους άλλους.
Το «Λάθος Κεφάλι» δεν είναι ένα βιβλίο για τη συγγραφή αλλά για την αφήγηση. Για το πώς όλοι μας αφηγούμαστε καθημερινά στους άλλους το πώς βιώνουμε τα πράγματα, πώς τα θυμόμαστε ή πώς τα ονειρευόμαστε. Ο τρόπος που επιλέγουμε να αφηγούμαστε, η στιγμή που το κάνουμε, οι άνθρωποι στους οποίους επιθυμούμε να απευθυνθούμε λένε περισσότερα για εμάς από ότι μια στεγνή παράθεση των βασικών σταθμών της πορείας μας. Ο λόγος που επέλεξα να είναι συγγραφείς οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες του βιβλίου είναι ότι εξυπηρετούσε πιο σωστά τη συνθήκη δύο ανθρώπων που συναντιούνται χωρίς να γνωρίζονται προσωπικά αλλά έχουν σκοπό να συμβιώσουν και να μάθουν ο ένας τον άλλον μέσα από τις λέξεις. Όλοι μας όμως είμαστε εν δυνάμει συγγραφείς -άλλωστε από την προφορική αφήγηση γεννήθηκε η λογοτεχνία- όταν μοιραζόμαστε όσα αισθανόμαστε, θυμόμαστε και σκεφτόμαστε μέσω των λέξεων.

δεν με ενδιαφέρει η λύτρωση. Η λύτρωση φέρνει το τέλος των πραγμάτων αλλά εγώ θέλω να βιβλίο μου να συνεχίζει να «δουλεύει» μέσα στους αναγνώστες κι αφού διαβάσουν την
τελευταία του σελίδα

Η Καρίνα και ο Παύλος δεν γράφουν μόνο μια ιστορία· δοκιμάζουν να ορίσουν την εξουσία μέσα στην τέχνη και τον έρωτα. Σε ποιον τελικά ανήκει η αφήγηση;

Νιώθω ότι η αφήγηση ανήκει εξίσου στον αφηγητή και στον ακροατή ή στον αναγνώστη. Αν μιλάω μόνη μου στον τοίχο ή αν γράφω ένα βιβλίο που κρατάω στο συρτάρι μου έχω κάνει μόνο το πρώτο βήμα. Η αφήγηση απευθύνεται κάπου, είναι μια χειρονομία επικοινωνίας προς τον κόσμο. Αν υπάρχει ακροατής, αναγνώστης, θεατής, αν δηλαδή εκτός από πομπός υπάρξει και δέκτης τότε το κύκλωμα ολοκληρώνεται και ανατροφοδοτείται όταν την αφήγηση την κάνει δική του ο δέκτης και την αφηγηθεί κάπου αλλού. Το πώς μιλάς σε έναν φίλο σου για ένα βιβλίο που διάβασες είναι μια νέα αφήγηση, πέρα από την αφήγηση που συνιστά το ίδιο το βιβλίο. Κάθε νέα αφήγηση είναι ένας κρίκος σε μια μακρά αλυσίδα που ενώνει όλο και περισσότερους ανθρώπους.

Δύο συγγραφικές φωνές επιχειρούν να συνυπάρξουν. Είναι μήπως μία αλληγορία για τις φωνές μέσα στο κεφάλι ενός συγγραφέα, μέσα στο δικό σου κεφάλι;

Είναι μια ωραία ερμηνεία αυτή. Νιώθω ότι όλοι μας έχουμε μέσα μας διαφορετικές φωνές που μας βοηθούν να αντιληφθούμε τον κόσμο καλύτερα και να κινούμαστε προς όσα αγαπάμε και μας ταιριάζουν. Δεν ξεκινάμε με βεβαιότητες και το ιδανικό θα ήταν να μην καταλήγουμε σε βεβαιότητες. Όσο αμφισβητούμε, αναρωτιόμαστε, αναθεωρούμε παραμένουμε ζωντανοί.
Οι διαφορετικές φωνές μέσα στο κεφάλι μας ας μην είναι σύγχυση αλλά δημιουργία, συγκερασμός βιωμάτων, αισθήσεων, αναμνήσεων, ονείρων και ένας τρόπος για να προχωράμε στη ζωή με μάτια γεμάτα περιέργεια και προσδοκία.

Στις σχέσεις των ηρώων υπάρχει μια διαρκής μετατόπιση ρόλων: δάσκαλος-μαθήτρια, δημιουργός-κριτής, άντρας-γυναίκα. Ήθελες να σχολιάσεις κάτι γύρω από τη γυναικεία ταυτότητα στη λογοτεχνία ή τον ανδρικό λόγο που την περιβάλλει;

Στο «Λάθος Κεφάλι» αποτυπώνω τη ρευστότητα των ταυτοτήτων και το πώς είμαστε όλες και όλοι συγκοινωνούντα δοχεία που εμπεριέχουμε εαυτούς με θηλυκά και αρσενικά στοιχεία ή και με στοιχεία που δεν κατατάσσονται σε καμία από αυτές τις κατηγορίες. Επιδιώκω η αποτύπωση αυτή να προκύπτει ως οργανικό κομμάτι της ροής και όχι διδακτικά. Δεν νιώθω ότι εκφράζω συνολικά μια γυναικεία ταυτότητα στη λογοτεχνία αλλά θέλω να ελπίζω ότι και η δική μου φωνή συνεισφέρει στο παζλ των σύγχρονων γυναικείων λογοτεχνικών κειμένων που διαμορφώνει την ελληνική λογοτεχνία του σήμερα. Φυσικά, ένιωσα μεγάλη χαρά όταν το «Τέλος της πείνας» συμπεριλήφθηκε στα τέσσερα πεζογραφήματα που επέλεξε το Pen Greece στο πλαίσιο του project Know Her Words του Pen International για την ανάδειξη νέων γυναικείων λογοτεχνικών φωνών από όλο τον κόσμο.

Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα πιο σοβαρό από το χιούμορ.

Το βιβλίο μιλά για σχέσεις, φιλοδοξία, αλλά και για τα όρια του εγώ. Πώς τα πας με τη συνύπαρξη; (με έναν άλλον άνθρωπο, αλλά και με τον ίδιο σου τον εαυτό)

Απαντάω με ένα απόσπασμα από το βιβλίο όπου η Καρίνα λέει σχετικά: «Ακούω συνέχεια για το Εγώ, έχουν μεγάλο Εγώ, θέλουν να τρέφουν το Εγώ τους. Τι σημαίνει καν αυτό; Δεν το καταλαβαίνω. Αλήθεια, δεν το καταλαβαίνω. Στο δικό μου το μυαλό, Εγώ και Εαυτός δεν ταυτίζονται, δεν είναι καν σύμμαχοι. Ο εαυτός μου δεν είναι παρά ένα σύνολο Άλλων Εαυτών, των βιολογικών γονιών μου, των ανθρώπων που με ανέθρεψαν –είτε ταυτίζονται με τους πρώτους είτε όχι–, όσων με διαπαιδαγώγησαν με κάθε τρόπο, όσων συναναστράφηκα, όσων αγάπησα, όσων με αγάπησαν, όσων με επηρέασαν –λίγο ή πολύ–, όσων με συγκίνησαν, όσων με μετακίνησαν, όσων μου έδωσαν το DNA τους –λίγο ή πολύ–, όσων με άγγιξαν, τέλος πάντων. Είμαι ένα σύνολο ανθρώπων που δεν είναι ίδιο με κανένα άλλο σύνολο ανθρώπων. Το Εγώ καταργεί αυτό το σύνολο, τα Εγώ εκμηδενίζουν τον Εαυτό. Δεν χρειάζεται να έχεις Εγώ όταν εκτιμάς τον Εαυτό σου. Δεν καταλαβαίνω, αλήθεια δεν καταλαβαίνω. Εντάξει, ας μην κυλιόμαστε όλη την ώρα στα λιβάδια –κρίμα, βέβαια, να μην το κάνουμε!– αλλά τόση βιαιότητα, προς τι; Με αρρωσταίνουν όλα αυτά τα παιχνίδια εξουσίας, κι ας τα έχω παίξει κι εγώ κατά καιρούς, κυρίως με τους εραστές μου. Δεν τα βρίσκω διασκεδαστικά, είναι απλώς η αρχή ενός εμμονικού κατήφορου που μόνο θα διαλύσει ό,τι καλό έχεις μέσα σου».

Φωτ.: Άσπα Κουλύρα

(το γράψιμο είναι) Μια προσπάθεια να προκαλέσω εγώ πια την ευτυχία στους άλλους.

Οι μεταφυσικές πινελιές, τα αστεία ονόματα (ο γιατρός Μαρίνος Παντόφλας), πώς τρυπώνουν σε αυτή την ιστορία, που είναι κυρίως ένα υπαρξιακό δράμα;

Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα πιο σοβαρό από το χιούμορ. Με το χιούμορ χτίζω έναν μοναδικό κώδικα επικοινωνίας με τους δικούς μου ανθρώπους, ελπίζω και με τους αναγνώστες να συμβεί το ίδιο.

Στο (εντυπωσιακό) τέλος του βιβλίου στόχευες σε μια κάθαρση, μία λύτρωση ή απλώς μια πιο καθαρή ματιά πάνω στην αυταπάτη;

Όχι, δεν με ενδιαφέρει η λύτρωση. Η λύτρωση φέρνει το τέλος των πραγμάτων αλλά εγώ θέλω να βιβλίο μου να συνεχίζει να «δουλεύει» μέσα στους αναγνώστες κι αφού διαβάσουν τηντελευταία του σελίδα. Θέλω να είναι ένα βιβλίο που θα θυμούνται και -σύμφωνα με τα σχόλια που λαμβάνω μέχρι στιγμής- είναι μια ιστορία στην οποία νιώθουν την ανάγκη να επιστρέψουν για να μπουν και πάλι μέσα στον κόσμο της. Προτιμώ το τέλος των βιβλίων μου να αφήνει στον αναγνώστη την αίσθηση ότι η ιστορία ακόμη συνεχίζεται· μέσα στο δικό του κεφάλι, αυτή τη φορά.

Ακούμε συχνά τους ηθοποιούς να λένε ότι λατρεύουν τη δουλειά τους γιατί τους επιτρέπει να είναι μια ζωή παιδιά, να «παίζουν» πάνω στη σκηνή ή μπροστά από την κάμερα. Για τους συγγραφείς ισχύει το ίδιο; «Παίζουν γράφοντας και γράφουν παίζοντας;

Δεν μπορώ να απαντήσω εκπροσωπώντας όλους τους συγγραφείς. Θα μιλήσω για το δικό μου βίωμα. Οι στιγμές που με έχει απορροφήσει αυτό που γράφω, που η ιστορία κυλάει σαν μια πηγή που αναβλύζει από μέσα μου είναι στιγμές όχι απλής χαράς αλλά πραγματικής ευδαιμονίας. Νιώθω την αδρεναλίνη μου να ανεβαίνει, το μυαλό μου να ανθίζει από δημιουργικότητα, το σώμα μου να συμμετέχει ενεργά σε αυτό που συμβαίνει. Νιώθω αληθινή, σαν να ίπταμαι και να γειώνομαι συγχρόνως.

Εσύ γιατί γράφεις;

Είναι χαρά μου να ακούω το πώς ο κάθε αναγνώστης προσλαμβάνει και ερμηνεύει μέσα το «Λάθος Κεφάλι» και αποτελεί μεγάλη ικανοποίηση να ακούω σχεδόν πάντα ότι είναι ένα βιβλίο που από τη στιγμή που το ξεκινάς δεν θες να το αφήσεις από αφήσεις από τα χέρια σου γιατί σε έχει ρουφήξει μέσα στον κόσμο του. Αυτό μου θυμίζει τις δικές μου, παιδικές κυρίως, αναμνήσεις με στιγμές ευτυχίας όταν χανόμουν μέσα στο σύμπαν ενός βιβλίου. Και ίσως αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους γράφω. Μια προσπάθεια να προκαλέσω εγώ πια την ευτυχία στους άλλους.

Η Λίνα Ρόκου γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Σπούδασε στο τμήμα «Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού» του Παντείου Πανεπιστημίου και εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below