Σε ένα συνέδριο δημοσιογραφίας θυμάμαι να λένε ότι αρκεί να υπάρχει στον τίτλο ενός άρθρου η φράση «κλιματική αλλαγή» για να μην το διαβάσει κανένας. Όμως η Iida Turpeinen δεν έγραψε ένα άρθρο, ούτε καν ένα non fiction βιβλίο για το περιβάλλον: πήρε αληθινά πρόσωπα και γεγονότα που με κάποιον τρόπο συνδέονται με την εξαφάνιση της θαλάσσιας αγελάδας του Στέλερ, τα έντυσε με μυθοπλασία και εστίασε σε αυτά, δημιουργώντας ένα ακαταμάχητο και ευαίσθητο μυθιστόρημα. Με αφορμή την κυκλοφορία του στα ελληνικά («Έμβια Όντα», εκδ. Ίκαρος), η 38χρονη συγγραφέας από τη Φινλανδία μοιράστηκε με το Marie Claire παιδικές αναμνήσεις, ενήλικες συνειδητοποιήσεις και ερευνητικές ανακαλύψεις που το τροφοδότησαν, αλλά και τα έμφυλα στερεότυπα με τα οποία ήρθε αντιμέτωπη.

Πώς ανακαλύψατε την αληθινή ιστορία της θαλάσσιας αγελάδας του Στέλερ και τι σας ενέπνευσε τόσο ώστε να τη μετατρέψετε σε μυθιστόρημα;

«Ανέκαθεν ονειρευόμουν να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα εξερευνούσε τη σχέση μας με τη φύση μέσα από το πρίσμα της Ιστορίας της επιστήμης. Ωστόσο για πολύ καιρό μού έλειπε μια αφετηρία, μια οπτική που θα με οδηγούσε σε αυτό. Τη βρήκα τυχαία, την άνοιξη του 2016, σε μια επίσκεψη στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Ελσίνκι. Περιφερόμουν στην αίθουσα με τους σκελετούς όταν τράβηξε το βλέμμα μου ένα συγκεκριμένο ζώο – μια μεγάλη, ανοίκεια φιγούρα. Σταμάτησα μπροστά και διάβασα την επιγραφή. Ανήκε στο Hydrodamalis gigas ή θαλάσσια αγελάδα του Στέλερ, ένα είδος που είχε εξαφανιστεί μόλις 27 χρόνια μετά την πρώτη περιγραφή του από την επιστήμη. Είχαν διασωθεί ελάχιστοι πλήρεις σκελετοί σε όλο τον κόσμο.

«Περιφερόμουν στην αίθουσα με τους σκελετούς όταν τράβηξε το βλέμμα μου ένα συγκεκριμένο ζώο – μια μεγάλη, ανοίκεια φιγούρα. Σταμάτησα μπροστά και διάβασα την επιγραφή. Ανήκε στο Hydrodamalis gigas ή θαλάσσια αγελάδα του Στέλερ, ένα είδος που είχε εξαφανιστεί μόλις 27 χρόνια μετά την πρώτη περιγραφή του από την επιστήμη.»

»Όλες εκείνες οι σκόρπιες λεπτομέρειες μού προκάλεσαν μια βροχή από επιτακτικά ερωτήματα: Γιατί εκείνο το θηλαστικό είχε εξαφανιστεί τόσο σύντομα μετά τη συνάντησή του με τον άνθρωπο; Και πώς ένας από τους ελάχιστους εναπομείναντες σκελετούς είχε καταλήξει στη μικρή μας πόλη στον βορρά; Πήγα κατευθείαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και δανείστηκα κάθε ντοκουμέντο που είχε σχέση με το ζώο. Όταν άρχισα να τα διαβάζω, συνειδητοποίησα σύντομα ότι η ιστορία εκείνου του πλάσματος ήταν αυτή που αναζητούσα».

Σχέδιο του σκελετού της θαλάσσιας αγελάδας του Στέλερ. Photo: Photo12/Universal Images Group via Getty Images

Γιατί αποφασίσατε να γράψετε ένα μυθιστόρημα και όχι ένα βιβλίο non-fiction;

«Την περίοδο που το έγραφα εργαζόμουν ως διδακτορική ερευνήτρια: κάνω τη διατριβή μου σε μια ερευνητική ομάδα που εξετάζει το πώς η επιστημονική σκέψη έχει επηρεάσει τη λογοτεχνία στη διάρκεια της Ιστορίας. Είναι μια υπέροχη έρευνα, αλλά ένιωσα έντονα την ανάγκη να γράψω για τα πράγματα που μάθαινα απελευθερωμένη από τους ακαδημαϊκούς κανόνες.

»Ως ερευνητής πρέπει να μένεις αυστηρά μέσα στα όρια του πεδίου σου. Αλλά ως μυθιστοριογράφος είχα το ελεύθερο να διασχίζω τα σύνορα της Ιστορίας, της φυσικής επιστήμης και της φαντασίας – και να το απολαμβάνω. Φυσικά, προϋπόθεση της συγγραφής του βιβλίου ήταν να βυθιστώ στην επιστημονική γνώση, κι αυτό δεν είναι απαραίτητα εύκολο για κάποιον με ανθρωπιστικές σπουδές. Από την άλλη, μου έδωσε την ευκαιρία να συνεργαστώ με επιστήμονες, οι οποίοι με βοήθησαν με ιδιαίτερη γενναιοδωρία.

»Στη διάρκεια της συγγραφής έπιασα συχνά τον εαυτό μου να αναρωτιέται τι θα μπορούσε να προσφέρει η λογοτεχνία στην αποκατάσταση του περιβάλλοντος. Μια από τις δυνατότητες της τέχνης είναι να προσφέρει εμπειρική γνώση – το πώς νιώθει κάποιος που βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση. Ενώ τα στατιστικά στοιχεία αποκαλύπτουν τη μεγαλύτερη εικόνα, η λογοτεχνία, ακόμα και όταν καταπιάνεται με αχανή θέματα, συχνά τα προσεγγίζει μέσα από τον φακό της ατομικής εμπειρίας. Γι’ αυτό ένα έργο τέχνης μπορεί να μας συγκινήσει τόσο βαθιά: μας αγγίζει με διαφορετικό τρόπο από τη γενική γνώση της επιστήμης ή της ειδησεογραφίας. Είναι ευκολότερο να πενθήσεις για ένα ζώο παρά για τετρακόσια και ευκολότερο να κατανοήσεις τις συνέπειες της εξαφάνισης ενός είδους από εκείνες των περιβαλλοντικών αλλαγών συνολικά.

«Γι’ αυτό ένα έργο τέχνης μπορεί να μας συγκινήσει τόσο βαθιά: μας αγγίζει με διαφορετικό τρόπο από τη γενική γνώση της επιστήμης ή της ειδησεογραφίας. Είναι ευκολότερο να πενθήσεις για ένα ζώο παρά για τετρακόσια και ευκολότερο να κατανοήσεις τις συνέπειες της εξαφάνισης ενός είδους από εκείνες των περιβαλλοντικών αλλαγών συνολικά.»

»Η ακαδημαϊκός της λογοτεχνίας Rita Felski γράφει επίσης ότι ένας από τους λόγους που στρεφόμαστε στα βιβλία είναι από την ανάγκη να αφυπνιστούμε και να απελευθερωθούμε από το συναισθηματικό μούδιασμα. Η λογοτεχνία μετατρέπει αφηρημένα φαινόμενα όπως η απώλεια της βιοποικιλότητας σε εμπειρίες που μπορούμε να ζήσουμε μέσα από τη φαντασία μας. Στην καθημερινή ζωή σπάνια καθόμαστε για λίγο να σκεφτούμε πώς νιώθουμε και τι σκεφτόμαστε για την εξαφάνιση των ειδών. Αυτό ακριβώς μπορεί να μας προσκαλέσει να κάνουμε η λογοτεχνία.

»Ακόμα, η τέχνη έχει τη δύναμη να αναδεικνύει οπτικές, ιστορίες και εμπειρίες που διαφορετικά μπορεί να μη συναντούσαμε ποτέ. Στη δυτική λογοτεχνική παράδοση, η περιγραφή της εμπειρίας ενός ζώου έχει αντιμετωπιστεί συχνά με επιφύλαξη και έχει κατακριθεί ως ανθρωπομορφισμός. Ωστόσο πιστεύω ότι δεν γίνεται να αποκλείουμε άλλα είδη από βιωματικές περιγραφές. Η [φιλόσοφος] Martha Nussbaum, για παράδειγμα, έχει υποστηρίξει ότι οι τρόποι και οι γλώσσες που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε πλάσματα ή πράγματα διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό τα συναισθήματα που πυροδοτούν μέσα μας. Αυτό για μένα υπήρξε καθοριστικό ώστε να φανταστώ τη θαλάσσια αγελάδα του Στέλερ σαν έναν ξεχωριστό χαρακτήρα. Δεν ήθελα να την παρουσιάσω αποκλειστικά σαν το αντικείμενο των ανθρώπινων πράξεων –σαν το κρέας που κυνηγάμε– αλλά σαν ένα πλάσμα με τον δικό του εσωτερικό κόσμο εμπειριών. Η ικανότητα της λογοτεχνίας να προσφέρει βιωματική γνώση του πώς είναι να είσαι κάποιος άλλος συνδέεται στενά με την ενσυναίσθηση. Για να τη νιώσουμε, όπως επισημαίνει η ακαδημαϊκός της, Suzanne Keen, πρέπει να μπορούμε να αντιληφθούμε τον άλλο σαν ένα πλάσμα με συναισθήματα και εμπειρίες και να φανταστούμε πώς θα ήταν να είμαστε στη θέση του».

«Δεν ήθελα να παρουσιάσω τη θαλάσσια αγελάδα του Στέλερ αποκλειστικά σαν το αντικείμενο των ανθρώπινων πράξεων σαν το κρέας που κυνηγάμε αλλά σαν ένα πλάσμα με τον δικό του εσωτερικό κόσμο εμπειριών. Η ικανότητα της λογοτεχνίας να προσφέρει βιωματική γνώση του πώς είναι να είσαι κάποιος άλλος συνδέεται στενά με την ενσυναίσθηση.»

Ποια έρευνα προηγήθηκε της συγγραφής; Είχατε την ευκαιρία να ταξιδέψετε σε μέρη που περιγράφετε;

«Έγραψα το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου στην πανδημία, όταν ήταν αδύνατον να ταξιδεύω. Άλλωστε πολλά από τα μέρη που περιγράφονται είναι τόσο απομακρυσμένα, που ακόμα και κάτω από φυσιολογικές συνθήκες δεν θα ήταν εύκολο να τα προσεγγίσω – για παράδειγμα, για να επισκεφτείς τη Νήσο Μπέρινγκ πρέπει να οργανώσεις ερευνητική αποστολή!

»Ως επί το πλείστον λοιπόν ταξίδεψα σε αυτά τα μέρη από την πολυθρόνα μου, μέσα από το αρχειακό υλικό: χάρτες, σχέδια, φωτογραφίες, σύγχρονες αφηγήσεις, ιστορικές πηγές. Για να αποκτήσω βιωματική γνώση, αναζήτησα εναλλακτικούς τρόπους. Για παράδειγμα, συνόδευσα βιολόγους σε ένα ταξίδι στον Βόρειο Ατλαντικό για να παρατηρήσω φυσητήρες, να δω πώς είναι να συναντάς ένα μεγάλο θαλάσσιο θηλαστικό στα αρκτικά νερά.

«Συνόδευσα βιολόγους σε ένα ταξίδι στον Βόρειο Ατλαντικό για να παρατηρήσω φυσητήρες, να δω πώς είναι να συναντάς ένα μεγάλο θαλάσσιο θηλαστικό στα αρκτικά νερά.»

»Αλλά το πιο εκπληκτικό ήταν ότι, ενώ έγραφα το βιβλίο, κατέληξα να κάνω κάποιες αξιοσημείωτες ανακαλύψεις στην ίδια μου την πόλη. Στη μέση της έρευνάς μου έμαθα ότι υπήρχε στο Ελσίνκι ένα μυστικό μουσείο: Το Ωολογικό Μουσείο αποδείχθηκε ότι συνδεόταν βαθιά με τα θέματα του βιβλίου μου. Μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα, η συλλογή αυγών θεωρούταν ένας αξιοσέβαστος τρόπος μελέτης της φύσης – διδασκόταν ακόμα και σε σχολεία. Σύντομα όμως έγινε ξεκάθαρο ότι οδηγούσε πολλά είδη πτηνών στα πρόθυρα της εξαφάνισης. Τελικά η συλλογή αυγών απαγορεύτηκε και οι συλλογές που ήδη υπήρχαν διατηρήθηκαν μεν για την επιστημονική αξία τους, αλλά κρύφτηκαν για να μην εμπνεύσουν άλλους να τις εμπλουτίσουν.

»Μια ευτυχής αφηγηματική συγκυρία ήταν, τέλος, το γεγονός ότι ο ίδιος συντηρητής ήταν υπεύθυνος και για τον σκελετό της θαλάσσιας αγελάδας του Στέλερ και για τις συλλογές του Ωολογικού Μουσείου».

Βρήκα ιδιαίτερα συγκινητικές τις ιστορίες των γυναικών του βιβλίου, ειδικά της Χίλντα Ούλσον, της πρώτης επιστημονικής εικονογράφου της Φινλανδίας, και της Κόνστανς Φούρουγελμ, μιας ιδιαίτερης γυναίκας που συμβάλλει στην καταγραφή ειδών. Μπορεί η λογοτεχνία να βοηθήσει στην αναγνώριση όσων παρέμειναν αόρατες στη διάρκεια της Ιστορίας;

«Έχω διαβάσει πολλά μυθιστορήματα για την Ιστορία της επιστήμης και ανέκαθεν με ενοχλούσε ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται οι γυναίκες, σαν δευτερεύοντες χαρακτήρες που υποστηρίζουν τους άντρες – ή ότι απουσιάζουν εντελώς. Έθεσα λοιπόν συνειδητά έναν στόχο: οι μισοί χαρακτήρες μου να είναι γυναίκες, ακόμα κι αν δεν είχα ιδέα, τότε, ποιες θα ήταν αυτές.

»Η μελέτη αρχείων σού φανερώνει ό,τι ακριβώς αναζητάς, το οποίο συνέβη και εδώ: ανακάλυψα αξιοσημείωτες γυναίκες. Και χαίρομαι που, παρόλο που δεν γίνονταν επίσημα δεκτές σε επιστημονικές αποστολές, δεν απείχαν εντελώς από αυτές. Πιστεύω μάλιστα ότι το γεγονός πως επέλεξα να εξερευνήσω το περιθώριο έκανε το βιβλίο πολύ πιο ενδιαφέρον από όσο θα ήταν αν είχα εστιάσει στα πιο προφανή πρόσωπα.

«Έχω διαβάσει πολλά μυθιστορήματα για την Ιστορία της επιστήμης και ανέκαθεν με ενοχλούσε ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται οι γυναίκες, σαν δευτερεύοντες χαρακτήρες που υποστηρίζουν τους άντρες – ή ότι απουσιάζουν εντελώς. Έθεσα λοιπόν συνειδητά έναν στόχο: οι μισοί χαρακτήρες μου να είναι γυναίκες, ακόμα κι αν δεν είχα ιδέα, τότε, ποιες θα ήταν αυτές.»

»Μια από τις μεγαλύτερες επιβραβεύσεις μετά την κυκλοφορία του βιβλίου είναι το να βλέπω τη Χίλντα Ούλσον να λαμβάνει, επιτέλους, την προσοχή που της αξίζει. Κάποτε ολότελα ξεχασμένη, πλέον η δουλειά της εκτίθεται στη Φινλανδία: στην Εθνική Πινακοθήκη και στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Νιώθω βαθιά συγκινημένη που επιτέλους, 160 χρόνια μετά, αναγνωρίζεται όχι μόνο ως καλλιτέχνιδα αλλά και ως επιστήμονας. Για εμένα αυτό αποτελεί χειροπιαστή απόδειξη ότι η οπτική πραγματικά μετράει και πως η λογοτεχνία μπορεί να φέρει στο φως ιστορίες που δεν θα ανακαλύπταμε ποτέ, είτε αφορούν μια εξαφανισμένη θαλάσσια αγελάδα είτε γυναίκες που κάποτε εργάστηκαν στις παρυφές της επιστήμης».

Ποιες γυναίκες ακτιβίστριες του περιβάλλοντος, επιστήμονες ή ακόμα και καλλιτέχνες σάς εμπνέουν περισσότερο;

«Ως παιδί και έφηβη που με συνάρπαζαν οι φυσικές επιστήμες, αναζητούσα γυναικεία πρότυπα, φωνές και ιστορίες που τότε, στα 90s, ήταν πολύ λιγότερο ορατές από σήμερα. Βρήκα τυχαία μια βιογραφία της Μαρί Κιουρί στη βιβλιοθήκη. Αυτό το βιβλίο έγινε φοβερά σημαντικό για μένα, το διάβασα ξανά και ξανά. Η Κιουρί έζησε μια απίστευτη και συναρπαστική ζωή, καταφέρνοντας να φτάσει στην κορυφή της επιστήμης σε μια εποχή που αυτό ήταν κάθε άλλο παρά εύκολο για μια γυναίκα. Ήταν ο παιδικός ήρωάς μου και παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα σημαντικότερα πρότυπά μου».

«Η Μαρί Κιουρί έζησε μια απίστευτη και συναρπαστική ζωή, καταφέρνοντας να φτάσει στην κορυφή της επιστήμης σε μια εποχή που αυτό ήταν κάθε άλλο παρά εύκολο για μια γυναίκα. Ήταν ο παιδικός ήρωάς μου και παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα σημαντικότερα πρότυπά μου.»

Ως νέα γυναίκα συγγραφέας έχετε αντιμετωπίσει διακρίσεις ή στερεότυπα;

«Περιστασιακά έχω αντιμετωπίσει αντιδράσεις που αποκαλύπτουν ότι ο κόσμος των φυσικών επιστημών ακόμα θεωρείται, σε μεγάλο βαθμό, ανδρική σφαίρα. Σε μια εκδήλωση ένας συνταξιούχος καθηγητής με προσέγγισε μετά την ομιλία μου για να μου πει πόσο παράξενο του φαινόταν να βλέπει μια νέα γυναίκα στη σκηνή: όταν είχε διαβάσει το βιβλίο είχε φανταστεί τον συγγραφέα σαν έναν ηλικιωμένο γενειοφόρο!

»Είναι θλιβερό το γεγονός ότι οι άντρες διαβάζουν κυρίως βιβλία αντρών συγγραφέων, αλλά το συγκεκριμένο αποτέλεσε εξαίρεση – ίσως λόγω του θέματός του. Ακόμα και ο εκδότης μου σχολίασε ότι ένα ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό των αναγνωστών μου είναι άντρες μεγαλύτερης ηλικίας. Αυτοί είναι και οι πιο πρόθυμοι να μου στείλουν μηνύματα, τα οποία συχνά ξεκινούν με την παραδοχή ότι αρχικά δεν είχαν φανταστεί πως το βιβλίο θα απευθυνόταν “σε εκείνους” (που σημαίνει: επειδή είμαι νέα γυναίκα, υπέθεσαν ότι δεν θα τους ταίριαζε η οπτική μου), προσθέτοντας ότι ξαφνιάστηκαν ευχάριστα από το πόσο το απόλαυσαν. Όταν λαμβάνω τέτοια σχόλια σαν κομπλιμέντα, δεν ξέρω αν πρέπει να ενοχληθώ ή να το διασκεδάσω!

»Επίσης πάνω από μία φορές διάβασα ότι το βιβλίο μου είχε επιτυχία γιατί είμαι μια νέα, ελκυστική γυναίκα, λες και η εμφάνισή μου έρχεται σε αντίθεση με τις νοητικές ικανότητές μου. Ταυτόχρονα, αναγνωρίζω απόλυτα πόσο προνομιούχα είναι η θέση μου σε σύγκριση με μια γυναίκα όπως η Χίλντα Ούλσον, η οποία έζησε σε μια εποχή όπου οι ευκαιρίες για το φύλο μας ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Έχουμε εξελιχθεί σημαντικά από άποψη γυναικείων δικαιωμάτων και ελευθεριών, αλλά σχόλια όπως αυτά υπογραμμίζουν ότι έχουμε ακόμα δρόμο».

«Σε μια εκδήλωση ένας συνταξιούχος καθηγητής με προσέγγισε μετά την ομιλία μου για να μου πει πόσο παράξενο του φαινόταν να βλέπει μια νέα γυναίκα στη σκηνή: όταν είχε διαβάσει το βιβλίο είχε φανταστεί τον συγγραφέα σαν έναν ηλικιωμένο γενειοφόρο!»

Ως παιδί περάσατε πολύ χρόνο σε ένα μικρό νησί, στο οποίο εργαζόταν η μητέρα σας. Πώς επηρέασε εκείνη η εμπειρία το ενδιαφέρον σας για τον φυσικό κόσμο και την προστασία του;

«Όταν ήμουν παιδί, η μητέρα μου εργαζόταν σε ένα φυσικό καταφύγιο στο νησί Χαράκα, κοντά στις ακτές του Ελσίνκι. Πέρασα μεγάλο μέρος της παιδικής ηλικίας μου εκεί, παρακολουθώντας βιολόγους, χημικούς και άλλους φυσικούς επιστήμονες να εργάζονται. Ήταν μια πρώτη, συναρπαστική ματιά στον κόσμο των επιστημών. Επίσης είχαμε μια μικρή ξύλινη καλύβα βαθιά μέσα στο δάσος, όπου η οικογένειά μου ακόμα περνά τις διακοπές και τα Σαββατοκύριακά της. Ήταν σε αυτά τα δύο τοπία –το νησί και το δάσος– που έμαθα να παρατηρώ, να αφουγκράζομαι και να σέβομαι τον φυσικό κόσμο γύρω μου. Ακόμα και τώρα, όποτε σκέφτομαι να μετακομίσω, το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να ελέγχω αν υπάρχουν βιβλιοθήκη και δάσος σε κοντινή απόσταση. Είναι, για μένα, θεμελιώδη για μια καλή ζωή.

»Ανέκαθεν η φύση είχε ουσιαστική σημασία στη ζωή μου και όταν ήρθε η στιγμή να διαλέξω τι θα σπούδαζα διχάστηκα για καιρό ανάμεσα στις φυσικές επιστήμες και τη λογοτεχνία. Η τελική απόφαση καθορίστηκε από τη βιβλιογραφία των εξετάσεων, που για την εισαγωγή στη συγκριτική λογοτεχνία περιλάμβανε το “Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα” του Μπουλγκάκοφ. Μόλις το άνοιξα είχα κάνει την επιλογή μου, καθώς καμία έκδοση για τη γεωλογία δεν θα μπορούσε να με συγκινήσει ή να με συναρπάσει εξίσου.

«Όποτε σκέφτομαι να μετακομίσω, το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να ελέγχω αν υπάρχουν βιβλιοθήκη και δάσος σε κοντινή απόσταση. Είναι, για μένα, θεμελιώδη για μια καλή ζωή.»

»Αλλά ποτέ δεν έφθινε ο ενθουσιασμός μου για τον φυσικό κόσμο. Όταν έφτασα στις σπουδές μου σε ένα σημείο όπου μπορούσα να επιλέξω ερευνητικά ενδιαφέροντα, άρχισα να εξερευνώ το πώς η επιστημονική σκέψη είχε διαμορφώσει τη λογοτεχνία και πώς η λογοτεχνία θα μπορούσε, από την άλλη, να φωτίσει τις επιστήμες. Από μικρή ήξερα επίσης ότι ήθελα να προσεγγίσω την επιστήμη μέσα από τη μυθοπλασία. Όταν άρχισα να γράφω τα “Έμβια Όντα”, κατά κάποιον τρόπο έκλεισε ο κύκλος: έπιασα τον εαυτό μου να κατοικεί και στους δύο κόσμους, στο φανταστικό βασίλειο της λογοτεχνίας και στην αναλυτική σφαίρα της επιστήμης. Στο μεταίχμιό τους νιώθω σήμερα, περισσότερο από οπουδήποτε, σαν στο σπίτι μου.

»Για μένα, τα “Έμβια Όντα” είναι επίσης μια έκφραση της αγάπης μου για τη φύση και της επιθυμίας να την προστατεύσω. Είναι μια ιστορία όχι μόνο για το παρελθόν και τα εξαφανισμένα πλάσματα που δεν μπορούμε πλέον να συναντήσουμε αλλά και για τη στενή σύνδεση της ζωής των ανθρώπων με αυτά και με άλλα είδη. Αν το βιβλίο παρακινήσει έστω και έναν αναγνώστη να δει διαφορετικά τα ζώα γύρω του, ή να σκεφτεί τον πλούτο των διασυνδέσεων ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων και εκείνον που μας υπερβαίνει, θεωρώ πως θα είναι μια σπουδαία ανταμοιβή».

Σχέδιο αρκτικού τοπίου στη Βερίγγειο Θάλασσα, με σκάφος εξερευνητών στο βάθος, 1875. Photo: The Print Collector/Heritage Images via Getty Images

Η αληθινή ιστορία του Άσπσιερ, που εξελίχθηκε σε καταφύγιο για πτηνά χάρη στους αδερφούς Γκρένβαλ, είναι μια αχτίδα αισιοδοξίας στο βιβλίο. Μας υπενθυμίζει τη δύναμή μας αν όχι να σώσουμε τον πλανήτη, τουλάχιστον να παίξουμε έναν μικρό ρόλο στην προστασία του. Γενικά είστε αισιόδοξη ή απαισιόδοξη σε θέματα όπως η εξαφάνιση ειδών;

«Παραδόξως, τα επτά χρόνια που αφιέρωσα στη συγγραφή για την εξαφάνιση ειδών με έκαναν πιο αισιόδοξη για το μέλλον. Όταν άρχισα να διαβάζω τα ημερολόγια των εξερευνητών του 18ου αιώνα, συνειδητοποίησα ότι συναντούσαν νέα είδη με περιέργεια αλλά χωρίς ανησυχία, δεν είχαν καμία αίσθηση της ευαλωτότητας της φύσης. Για εκείνους που συνάντησαν για πρώτη φορά τη θαλάσσια αγελάδα του Στέλερ, ο κόσμος ήταν μια τάξη που είχε δημιουργήσει ο Θεός – ένα αμετάβλητο σύστημα που ήταν πέρα από τις δικές μας δυνάμεις να αλλάξουμε.

»Η ιδέα της εξαφάνισης καθαυτή εμφανίστηκε μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν οι παλαιοντολόγοι άρχισαν να ξεθάβουν τα οστά των παράξενων, εξαφανισμένων πλασμάτων – μαμούθ, δεινοσαύρων και πτερόσαυρων. Οι ερευνητές της εποχής αιφνιδιάστηκαν: πού είχαν πάει εκείνα τα πλάσματα; Κάποιοι πίστευαν ότι ακόμα περιπλανιούνταν σε απομονωμένες ερημιές. Ο Τόμας Τζέφερσον έφτασε σε σημείο να οργανώσει μια αποστολή στα σύνορα της Αμερικής αναζητώντας ζωντανά μαμούθ. Σταδιακά έγινε σαφές ότι δεν είχε απομείνει κανένα, ενώ ακόμα αργότερα ήρθε η κατανόηση ότι οι ανθρώπινες ενέργειες θα μπορούσαν να ωθήσουν και άλλα είδη στην καταστροφή.

«Όταν άρχισα να διαβάζω τα ημερολόγια των εξερευνητών του 18ου αιώνα, συνειδητοποίησα ότι συναντούσαν νέα είδη με περιέργεια αλλά χωρίς ανησυχία, δεν είχαν καμία αίσθηση της ευαλωτότητας της φύσης.»

»Η εκπαίδευσή μου στις ανθρωπιστικές επιστήμες με δίδαξε να εξετάζω ένα φαινόμενο μέσα στο πολιτισμικό και ιστορικό πλαίσιό του. Ωστόσο μόνο όταν άρχισα να γράφω για ένα ζώο που είχε εξαφανιστεί αιώνες πριν αντιλήφθηκα ότι η κατανόηση του δικού μας αντίκτυπου στη φύση είναι σχετικά πρόσφατη. Πολλές από τις κοινωνικές και οικονομικές δομές μας κατασκευάστηκαν πριν από αυτήν και, δεδομένου το πόσο ριζικά άλλαξε η οπτική μας για τον κόσμο, η βραδύτητα με την οποία ανταποκρινόμαστε στην κρίση της βιοποικιλότητας μπορεί να αντικατοπτρίζει όχι μόνο την αδιαφορία αλλά και την ειλικρινή έκπληξή μας.

»Ταυτόχρονα, αυτή η κατανόηση κουβαλάει τεράστια ευθύνη – και εξίσου τεράστιες δυνατότητες. Τώρα που αναγνωρίζουμε πόσο μη βιώσιμα είναι τα παλιά συστήματά μας έχουμε την ευκαιρία να φανταστούμε μια καλύτερη κοινωνία. Σε καμία περίπτωση δεν είναι αδύνατη μια αλλαγή προς το καλύτερο: ήδη οι επιστήμονες έχουν χαράξει ξεκάθαρες διαδρομές για να αναχαιτίσουμε την απώλεια της βιοποικιλότητας. Αυτό που λείπει είναι η πολιτική βούληση για δράση».

«Η κατανόηση του δικού μας αντίκτυπου στη φύση είναι σχετικά πρόσφατη. Πολλές από τις κοινωνικές και οικονομικές δομές μας κατασκευάστηκαν πριν από αυτήν και, δεδομένου το πόσο ριζικά άλλαξε η οπτική μας για τον κόσμο, η βραδύτητα με την οποία ανταποκρινόμαστε στην κρίση της βιοποικιλότητας μπορεί να αντικατοπτρίζει και την ειλικρινή έκπληξή μας.»

Μετά τα «Έμβια Όντα», ετοιμάζετε κάποιο άλλο βιβλίο;

«Έχω βυθιστεί στον κόσμο του επόμενου μυθιστορήματός μου, με αφετηρία μια από τις πιο παράξενες επιστημονικές απάτες του 19ο αιώνα. Στην καρδιά του βρίσκεται ένα ερώτημα που μοιάζει πιο επιτακτικό από ποτέ: τι κάνει πραγματικά αξιόπιστη μια πληροφορία; Αυτή η απάτη ξετυλίχθηκε γύρω από τα ζώα, δίνοντάς μου την ευκαιρία να επιστρέψω σε ένα από τα πράγματα που με συναρπάζουν: στη σύνθετη και συχνά δύσκολη σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους, την επιστήμη και τον κόσμο των ζώων.

»Μόλις έχω αρχίσει την έρευνα για τη συγγραφή του και, ενώ δεν ξέρω ακόμα πού θα οδηγήσει αυτό το ταξίδι, είμαι σίγουρη ότι θα είναι συναρπαστικό. Ήδη έχω ανακαλύψει τόσο απίστευτα πρόσωπα και ιστορίες στα αρχεία, που δυσκολεύομαι να πιστέψω στην τύχη μου. Κάτι άλλο υπέροχο είναι ότι προσκλήθηκα να γράψω το επόμενο μυθιστόρημά μου ως ερευνήτρια/συγγραφέας απασχολούμενη στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Ελσίνκι. Έτσι η συνεργασία μου με επιστήμονες έγινε, με έναν θαυμαστό τρόπο, μέρος της καθημερινής συγγραφής μου».

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below