Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που ήταν της άποψης ότι αν είναι να κάνεις κάτι πρέπει να το κάνεις τέλεια, αλλιώς να μην το κάνεις καθόλου. Μεγάλωσα πιστεύοντας ότι η ανάγκη να είμαι τέλεια σε κάθε τι με το οποίο καταπιάνομαι, ευθύνεται για το γεγονός ότι έχω μια σχετικά επιτυχημένη καριέρα (παρόλες τις δυσκολίες). Αλλά μεγάλωσα. Είμαι 36 χρονών, σπουδάζω full time ενώ παράλληλα δουλεύω full time και γράφω και το πρώτο μου μυθιστόρημα… Για να είμαι ειλικρινής, μεγάλωσα και είμαι διαρκώς εξαντλημένη — αλλά δεν ξέρω πώς να σταματήσω.

Μέχρι που τις προάλλες έπεσα πάνω σε ένα post της ψυχολόγου Βάσσιας Σαραντοπούλου που περιέγραφε τα προβλήματα που δημιουργεί η τελειομανία. Και αναγνώρισα τον εαυτό μου. Οπότε αποφάσισα να μιλήσω στη Βάσσια, μήπως αναγνωρίσεις κι εσύ τον εαυτό σου και αποφασίσουμε να αφήσουμε τις μεγάλες προσδοκίες από τους εαυτούς μας, αμφότερες.

M.C.: Μεγαλώσαμε σε μια κουλτούρα που δοξάζει τον workaholισμό και την τελειομανία. Είναι τελικά κακό να είμαστε τελειομανείς;

Β. Σ.: Κοίτα, τελειομανία δεν σημαίνει ότι είμαι πάντα τέλειος. Η τελειομανία είναι το άγχος που νιώθουμε όταν πιστεύουμε ότι αυτό που κάνουμε δεν είναι ποτέ αρκετό. Η βαθειά τοξική πεποίθηση ότι δεν είμαστε αρκετοί και ότι οι άλλοι είναι πιο άξιοι από μας. Ότι ακόμα κι αν δίνουμε 9 φορές στις 10, αν δεν προσφέρουμε κι άλλη μία, οι προηγούμενες φορές ακυρώνονται. Πολύ ματαιωτικό, όπως καταλαβαίνεις. Και πάνω σε αυτή την πιθανότητα ματαίωσής μας βασίζεται και η εργασιομανία μας: εξαντλούμαστε εξαιτίας του φόβου ότι ανά πάσα στιγμή όλες οι επιτυχίες μας μπορούν να σβηστούν από ένα λάθος.

Αλλά η τελειομανία δεν αφορά μόνο τους εργαζόμενους-εργασιομανείς. Μεγάλη μερίδα τελειομανών ανήκει στους γονείς με γονεϊκή εξουθένωση (που βασανίζονται από ενοχές ότι κάνουν λάθη), στους ελεύθερους επαγγελματίες (που σηκώνουν μόνοι τους στις πλάτες τους τα βάρη της επιχείρησής τους), στους γιατρούς και νοσοκόμους (που νιώθουν ότι ποτέ δεν προσφέρουν αρκετά). Η τελειομανία είναι μία στάση ζωής που έχει ποτίσει βαθιά μέσα μας και λίγο πολύ όλοι παρουσιάζουμε συμπτώματα.

M. C. : Χρησιμοποίησες τη λέξη “τοξική”. Είναι τοξική η τελειομανία;

Β. Σ.: Η τελειομανία σαν στάση ζωής έχει κάτι θετικό: το γεγονός ότι βλέπουμε τον εαυτό μας να βελτιώνεται. Αλλά υπάρχει υγιής τελειομανία — και υπάρχει και τοξική. Η τοξική πλευρά της μπορεί να μας κάνει δυστυχισμένους/ αγχωμένους/ απελπισμένους/ εξαντλημένους/ μόνους.

Στην τοξική τελειομανία, συναντάμε ανθρώπους που:

  • Δυσκολεύονται να πάρουν αποφάσεις (ποια είναι η τέλεια απόφαση;;;)

  • Έχουν πολλές απαιτήσεις από τον εαυτό τους και από τους άλλους

  • Φοβούνται τα λάθη και τις αποτυχίες σε βαθμό που “παγώνουν” μπροστά σε κάτι καινούργιο

  • Ψάχνουν τον τέλειο σύντροφο, αλλά απογοητεύονται μόλις αρχίζουν να βλέπουν τις ατέλειές του

  • Ζουν μέσα σε υπερβολικό άγχος και το “αναμάσημα” αρνητικών σκέψεων, στην προσπάθειά τους να προλάβουν κάποιο λάθος

  • Μπερδεύουν το σημαντικό με το ασήμαντο, καθώς όλα θα πρέπει να γίνουν στον ίδιο βαθμό τελειότητας

  • Δεν εμπιστεύονται εύκολα τους ανθρώπους γύρω τους (καθώς κανείς δεν ξέρει να κάνει τις δουλειές τόσο καλά όσο αυτοί)

  • Βλέπουν τα πράγματα υπό το πρίσμα του “Ή είμαι άψογος ή είμαι αποτυχία”

  • Δεν χαίρονται τη ζωή τους και τις επιτυχίες τους γιατί “πάντα θα μπορούσαν να είναι καλύτερες”

  • Συγκρίνονται συνεχώς με άλλους και τους βλέπουν ανταγωνιστικά

  • Παρουσιάζουν μία “ατσαλάκωτη” εικόνα προς τα έξω


Στην
υγιή τελειομανία από την άλλη, βρίσκουμε ανθρώπους που ενώ προσπαθούν να βελτιώσουν τον εαυτό τους και έχουν πάθος γι’ αυτό που κάνουν, είναι ταυτόχρονα οκ με το να κάνουν λάθη και δεν κρίνουν αυστηρά τον εαυτό τους (ή τους άλλους).

M.C.: Από που πηγάζει τελικά αυτή η ανάγκη μας να είμαστε τέλειοι;

Β.Σ.: Ένα μεγάλο κομμάτι παίζουν τα παιδικά μας χρόνια. Τραυματικές εμπειρίες και αγχωτικά γεγονότα (αρρώστιες, θάνατος, διαζύγιο, φυσικές καταστροφές) μπορεί να ταράξουν την αίσθηση της ασφάλειας ενός παιδιού, και να σχεδιάσει ένα δικό του κόσμο όπου η ασφάλεια επανέρχεται όταν είναι “τέλειο”. Μπορεί επίσης να υπήρχε χαοτική ατμόσφαιρα μέσα στην οικογένεια, χωρίς κανόνες ή με πολλές αλλαγές και νέα πρόσωπα μέσα στο σπίτι. Μπορεί οι γονείς να ήταν υπερβολικά αυστηροί και συναισθηματικά απόμακροι, να ήταν οι ίδιοι τελειομανείς και να κουβαλούσαν ανεκπλήρωτες ανάγκες και όνειρα, τα οποία “φόρτωναν” στα παιδιά.

Στην τελική, η τελειομανία είναι μία κραυγή απόγνωσης για αποδοχή από τους άλλους, που ευελπιστούμε ότι τελικά θα δούνε την πραγματική μας αξία και θα μας επαινέσουν.

M.C.: Μπορούμε στ’ αλήθεια να ξεπεράσουμε την τελειομανία μας;

Β.Σ.: Φυσικά και μπορούμε. Οι συμπεριφορές της τελειομανίας (έλεγχος, εμμονή, αποφυγή ρίσκου και αποφάσεων, σύγκριση με άλλους, οργάνωση, κτλ) είναι μηχανισμός άμυνας ενάντια στην εσωτερική επικριτική φωνή μας που λέει ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί. Αυτές οι συμπεριφορές χρησιμοποιούνται τόσο συχνά που μοιάζουν μέρος της προσωπικότητάς μας. Αλλά δεν είναι απαραίτητα. Μόλις συνειδητοποιήσουμε ότι μπορούμε να καλλιεργήσουμε αποδοχή για τον εαυτό μας χωρίς να ετεροκαθοριζόμαστε, τότε μπορούμε να σταματήσουμε να εξαντλούμαστε από την τελειομανία μας.

Η αναγνώριση των χαρακτηριστικών της τελειομανίας βοηθάει. Από κει και πέρα, είναι μια σειρά από αλλαγές που μπορούμε να κάνουμε στον τρόπο σκέψης μας: πώς θέτουμε ρεαλιστικούς στόχους, πώς να μένουμε στο παρόν (το mindfulness βοηθάει πολύ), πώς να επαναφέρουμε ισορροπία μεταξύ δουλειάς και προσωπικής ζωής, πώς να δίνουμε εποικοδομητική κριτική, πώς να σχετιζόμαστε με άλλους.

M.C.: Και όλα αυτά πώς θα τα κάνω μόνη μου; Έχω και δουλειές.

Β.Σ.: Δεν χρειάζεται να τα κάνεις μόνη σου. Η ψυχοθεραπεία βοηθάει πάρα πολύ, το journaling επίσης, τα βιβλία (όπως το βιβλίο της Μπρενέ Μπράουν “Ευτυχώς δεν είμαι τέλειος”), τα σεμινάρια. Λύσεις υπάρχουν. Μην το πολυσκέφτεσαι ποια είναι η τέλεια λύση.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below