Από την εκπαιδευτικό, Μαρία Πατεράκη

Σε αυτό το κείμενο επιδιώκω να δω τη βία των ανήλικων ατόμων μέσα από τις αντιφάσεις του κόσμου των ενηλίκων, ο οποίος διαχρονικά υπόσχεται στα παιδιά έναν ασφαλή, δίκαιο κόσμο που ποτέ δε μπορεί να προσφέρει. Θα προσπαθήσω να μεταφέρω αυτή την οπτική, την οποία σίγουρα δεν υπερασπίζομαι ως τη μόνη και γενική αλήθεια. Χωρίς να απορρίπτω καμία άλλη που προσπαθεί να εξηγήσει αυτό το ανησυχητικό κοινωνικό φαινόμενο ούτε και τα δεδομένα τα οποία προκύπτουν από επιστημονικές έρευνες, βάζω στη συζήτηση το κομμάτι της ευθύνης που αναλογεί στα ενήλικα πρόσωπα, για την κανονικοποίηση της βίας και την εξοικείωσή μας με αυτή.

Παρακολουθώντας τις συζητήσεις για τα συνεχή φαινόμενα βίαιων συμπεριφορών που εκφράζονται από ανήλικα άτομα, πολύ συχνά, παρατηρώ ότι αξιοσημείωτο μέρος του ενήλικου κόσμου μιλά σα να πρόκειται για κάτι που είναι μακριά του. Αυτά που λέει, μοιάζουν σα να είναι – ή να θέλει να είναι – αποκομμένο από το φαινόμενο. Σα να μην έχει καμία σχέση με αυτό, σα να μην είχε ποτέ. Προσωπικά, διακρίνω μια δήλωση: «Δεν αναγνωρίζω τη δική μου ευθύνη». Θέλω να έχω λόγο, αλλά δεν θέλω ποτέ να δω πού και πώς συμβάλλω εγώ σε ένα φαινόμενο, ακούσια ή εκούσια, από όποια θέση κι αν βρίσκομαι, όποιον κοινωνικό ρόλο κι αν έχω.

Αποτελεί αγαπημένη συνήθεια των ανθρώπινων κοινωνιών να κατασκευάζουν υπεραπλουστευμένα αφηγήματα για να εξηγήσουν κοινωνικά φαινόμενα που δεν φυτρώνουν από το πουθενά, αλλά παράγονται από τις ίδιες. Έτσι, σήμερα, η κυρίαρχη εκδοχή για να εξηγήσουμε τα φαινόμενα βίας των ανηλίκων, είναι το διαδίκτυο. Η δαιμονοποίηση του διαδικτύου ως κύρια αιτία της βίαιης συμπεριφοράς των ανηλίκων, υπεραπλουστεύει το φαινόμενο υπονοώντας ίσως και ότι αν το διαδίκτυο δεν υπήρχε ή ήταν περιορισμένο, τα παιδιά και οι έφηβοι δεν θα ήταν βίαιοι. Την ίδια στιγμή, όμως, το διαδίκτυο αποτελεί ένα πεδίο όπου μπορεί να εκφραστεί κάθε είδους συμπεριφορά. Και αυτό συμβαίνει. Ανάμεσα σε αυτή την ποικιλομορφία συμπεριφορών και εκφράσεων υπάρχουν και κάποιες που είναι πιο δημοφιλείς, άρα και πιο ελκυστικές.

Πριν από λίγο καιρό μάθαμε για έναν Έλληνα, ενήλικο, youtuber που συνελήφθη με την κατηγορία ότι κακοποιούσε άτομα με αναπηρίες στις διαδικτυακές εκπομπές του. Με αφορμή αυτό το γεγονός, μάθαμε ότι το κοινό του πλήρωνε για να μπορεί να βλέπει τέτοια θεάματα. Ακόμα, μάθαμε ότι περίπου έναν χρόνο πριν, είχε συλληφθεί άλλος ενήλικας, μιμητής του youtuber, για παρόμοιες συμπεριφορές. Ρώτησα τα παιδιά στο σχολείο, αν γνώριζαν τον συγκεκριμένο άνθρωπο και τον ήξεραν όλα. Σε αυτό το σημείο αξίζει να πούμε ότι η εκμετάλλευση και η κακοποίηση των ατόμων με αναπηρία δεν είναι φαινόμενο που είδαμε πρώτη φορά στο διαδίκτυο. Ο τρόπος που διαχρονικά αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι με αναπηρία και η ένταξή τους στις κοινωνίες των «κανονικών» γίνεται πάντα με μια ηχηρή ή σιωπηρή παραδοχή ότι δεν είναι «κανονικοί». Αν κάποτε η κακοποίηση, η εκμετάλλευση, ο διασυρμός των γυναικών, των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, των ξένων, των αλλόθρησκων, των «άλλων», γινόταν με άλλους τρόπους, αυτό δεν απενοχοποιεί ούτε τις πράξεις, ούτε και τις ιδέες πάνω στις οποίες βασίζονται οι πράξεις. Αυτό που αποκαλούμε «πολιτισμό» έχει τεράστια ιστορία στην παραγωγή και εδραίωση τέτοιων ιδεών, για να ισχυριζόμαστε σήμερα ότι τις ανακαλύπτουμε από το διαδίκτυο.

Και κάπου εδώ, πρέπει να αντιμετωπίσουμε και μια άλλη δύσκολη πραγματικότητα. Ότι στα πρόσωπα, τα οποία συνήθως χαίρουν θαυμασμού από μεγάλη μερίδα χρηστών του διαδικτύου, αποδίδεται ο όρος «influencer». Η/ο influencer είναι αυτή/-ος που επηρεάζει το κοινό του, παράγει νοήματα, τάσεις, δημιουργεί κοινότητες, fans και μπορεί να αποφασίσει σε ποια πλευρά της ιστορίας θα είναι. Το μέσο, λοιπόν, δίνει χώρο έκφρασης και αυτό από μόνο του δεν είναι πρόβλημα. Πρόβλημα είναι όταν δυσκολευόμαστε (;), αρνούμαστε (;), να κατανοήσουμε ότι χτίζοντας οτιδήποτε νέο σε θεμέλια που έως τώρα έχουν αποδειχθεί σαθρά, θα πάρουμε το ίδιο απογοητευτικό αποτέλεσμα.

Υπηρετώντας είκοσι χρόνια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, έχοντας πλούσια δράση στην κοινωνία των πολιτών, υλοποιώντας προγράμματα Διαμεσολάβησης Ομηλίκων και Ολοκληρωμένης Σεξουαλικής Εκπαίδευσης και επιδιώκοντας ασταμάτητα να επικοινωνώ με τις μαθήτριες και τους μαθητές μου στο σχολείο, με ποικίλες αφορμές, διαπιστώνω πόσο έχουν ενσωματώσει την ιδέα ότι οι κακοποιητικές, οι εξευτελιστικές, οι ηγεμονικές και οι απειλητικές συμπεριφορές είναι μια αναπόδραστη πραγματικότητα. Μια μοίρα που δεν έχουμε παρά να την αποδεχτούμε παθητικά ή να γίνουμε μέρος της για να μπορέσουμε να ζήσουμε καλά. Μια πραγματικότητα που αντιτίθεται σε όσα τους λέμε ότι πρέπει να είναι ή να γίνουν, γιατί εν τω μεταξύ, όσο προσπαθούμε να τους κάνουμε «καλά παιδιά» νομιμοποιούμε τη βία από όποια θέση επιρροής κι αν έχουμε στην κοινωνία. Έτσι, φτάνουμε να ακούμε όλο και πιο συχνά οι κακοποιητικές και οι βίαιες πράξεις που εκφράζονται από παιδιά, να συνοδεύονται από έναν λόγο που συχνά περιλαμβάνει τις λέξεις «απλά» και «για πλάκα». Η σοβαρότητα ενός βίαιου περιστατικού δεν υποβαθμίζεται τη στιγμή που το έφηβο άτομο που έχεις απέναντί σου θα σου πει τις λέξεις «απλά…για πλάκα». Έρχεται ήδη υποβαθμισμένη από τις πηγές που τη νοηματοδοτούν. Και τις πηγές νοηματοδότησης τις ελέγχει ο κόσμος των ενηλίκων. Μέσα στο σπίτι, μέσα στο σχολείο, μέσα από τις πολιτισμικές βιομηχανίες, μέσα στις εκκλησίες, μέσα από τον χώρο της πολιτικής και μέσα από οποιοδήποτε άλλο περιβάλλον λέει με έμμεσο ή άμεσο τροπο «απλά…για πλάκα» στα παιδιά, πριν το πουν αυτά.

Χρειάζεται να συνυπολογίζουμε ότι αναφερόμαστε σε ανθρώπους που βρίσκονται στο προεφηβικό και στο εφηβικό στάδιο της ζωής τους και παράλληλα με όλους τους κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, επιδρά και η βιολογία ως έναν βαθμό. Αναφέρομαι στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, η οποία έχει σημαντικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων σε αυτές τις ηλικίες. Την ίδια στιγμή, αυτή η ηλικιακή περίοδος χαρακτηρίζεται από τάση για αυτονομία και μίμηση μιας εκδοχής της ενηλικότητας η οποία περιλαμβάνει την απόλαυση προνομίων χωρίς τις αντίστοιχες ευθύνες. Μεγαλύτερη σημασία, φαινομενικά τουλάχιστον, έχει η αποδοχή από συνομήλικα άτομα, με την επιρροή από αυτά να αξιολογείται ως πολύ σημαντική, αλλά και η αναζήτηση προτύπων στα πρόσωπα ενηλίκων, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι οι γονείς.

Συνθέτοντας λοιπόν αυτό το δύσκολο παζλ που οδηγεί στη μεγάλη εικόνα, μέσα από την οποία ελπίζουμε για απαντήσεις, συναντάμε κάτι που ήδη ξέρουμε. Είμαστε έλλογα πλάσματα (και αυτό επικαλούμαστε για να αυτοτοποθετηθούμε στην κορυφή της ιεραρχίας των ειδών) και μπορούμε να κάνουμε επιλογές. Ποιες επιλογές, όμως, μπορούμε να έχουμε οι οποίες παράλληλα να είναι και ρεαλιστικές; Αυτό που, εμπειρικά, μπορώ να απαντήσω, συνεισφέροντας σε αυτό το πολύ δύσκολο ερώτημα, είναι να βοηθήσουμε τα παιδιά και τους νέους ανθρώπους να επεξεργαστούν το δικό τους σήμερα. Αυτό προϋποθέτει να ακούμε περισσότερο για το δικό τους σήμερα και να μιλάμε λιγότερο για το δικό μας χθες (το οποίο συνήθως πολύ επιπόλαια εξιδανικεύουμε). Νομίζω ότι το μόνο ρεαλιστικό που μπορούμε να πετύχουμε είναι να βοηθήσουμε τα παιδιά να έχουν επιλογές. Για να έχουν επιλογές, χρειάζεται να τις δημιουργήσουν μέσα από την κριτική σκέψη. Ποιες και ποιοι μπορούν και πρέπει να τα βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση; Ο κόσμος των ενηλίκων.

Το βήμα, όμως, που πρέπει να γίνει προηγουμένως, και δε μπορεί να παραληφθεί, είναι να δούμε ποιες και ποιοι είμαστε εμείς. Να δούμε ποιες είναι οι πεποιθήσεις μας και η δράση μας στον ιδιωτικό και στον δημόσιο βίο μας. Γιατί, αν είμαστε αυτές και αυτοί που οι στάσεις, οι αντιλήψεις μας και οι δράσεις μας ενθαρρύνουν βίαιες και κακοποιητικές συμπεριφορές, επικυρώνουν και τιμούν ιδέες που διαχωρίζουν τους ανθρώπους σε αυτούς που αξίζουν περισσότερο και σε αυτούς που αξίζουν λιγότερο, τότε θα γυρνάμε γύρω από τον άξονά μας. Το είδος μας ήδη μετράει χιλιάδες χρόνων που προσπαθεί να φέρει το νέο, το καθαρό, το φρέσκο, το ελπιδοφόρο, χρησιμοποιώντας ως βάση της συνταγής ό,τι έχει λερώσει στο παρελθόν παρόμοιες προσπάθειες. Μπορεί να χρειάζεται να αλλάξουμε τις πρώτες ύλες, τελικά.

Στους νέους ανθρώπους έχουμε δώσει μια υπόσχεση που αθετούμε όλο και περισσότερο. Τους είπαμε ότι θα φροντίσουμε για την αξιοπρέπειά τους, μια αξία που έχει τις ρίζες της στον Διαφωτισμό που επηρέασε τη σκέψη του δυτικού κόσμου και θεωρητικά άλλαξε την πορεία των κοινωνιών που δήλωσαν ότι την αποδέχονται. Κάπου εκεί αρχίζει να χάνεται το σήμα. Κάτι δε μπόρεσε ποτέ και δε μπορεί ακόμα να φτάσει σε εμάς, ώστε να μπορέσει να φτάσει και στους νεότερους ανθρώπους, τους οποίους σήμερα βάζουμε στο μικροσκόπιο, σα να πρόκειται για ξένα σώματα, για μυθικά πλάσματα. Σα να πρόκειται γι’ αυτούς που θα καταστρέψουν ό,τι ευλαβικά φτιάξαμε, έχοντας μάλιστα και την απόλυτη βεβαιότητα ότι είναι ό,τι καλύτερο έχουμε. Δεν είναι και αυτό προσπαθούν να μας πουν.

H Μαρία Πατεράκη είναι εκπαιδευτικός στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below