Κάποια στιγμή νιώθεις σαν να έχεις αφήσει πίσω σου τον ανθρώπινο πολιτισμό. Μετά το χωριό Παλαιόκαστρο, καθώς η βλάστηση του χαμηλότερου υψόμετρου -πλατάνια, βελανιδιές, καρυδιές, καστανιές- δίνει τη θέση της στο πυκνό ελατόδασος, η μια στροφή διαδέχεται την άλλη χωρίς ούτε ένα σπίτι στον ορίζοντα. Τελικά, περίπου μισή ώρα μετά, συναντάς την πινακίδα του χωριού που πριν από περίπου έναν χρόνο έγινε γνωστό σε ολόκληρη την Ελλάδα, ακόμα και εκτός των συνόρων της, για έναν ασυνήθιστο λόγο: ενώ αργοπέθαινε, όπως τόσα άλλα, τρεις πολύτεκνες οικογένειες ανταποκρίθηκαν σε μια αγγελία στο Ίντερνετ, μετεγκαταστάθηκαν εκεί και του έδωσαν το φιλί της ζωής.

Παρκάρω στην πλατεία της Φουρνάς Ευρυτανίας ένα μεσημέρι στις αρχές του καλοκαιριού. Αποφασίζω να αγνοήσω τις σαφείς οδηγίες που μου έχει δώσει η δασκάλα Παναγιώτα Διαμαντή για να βρω το δημοτικό σχολείο και απλά να ακολουθήσω τις παιδικές φωνές, οι οποίες όμως με οδηγούν στο προαύλιο του νηπιαγωγείου. Όπως μου εξηγούν οι εκπαιδευτικοί που συναντώ εκεί, τα παιδιά έχουν συγκεντρωθεί για να προετοιμαστούν για τη γιορτή επαναλειτουργίας του, αφού πρόσφατα, μετά από καιρό, υποδέχτηκε μια νέα μαθήτρια, την Ειρήνη. «Είμαστε πολύ χαρούμενοι που καταφέραμε να ανοίξουμε το νηπιαγωγείο» μου λέει η μαμά της, Χριστιάννα Παπαλεβιζοπούλου, η οποία με τον σύζυγό της, Κωνσταντίνο, και τα τέσσερα παιδιά τους (από εννέα χρονών έως ενός έτους) έγιναν τον Μάρτιο του 2025 η τρίτη οικογένεια που μετακόμισε στη Φουρνά, μετά το διαδικτυακό κάλεσμα της Παναγιώτας και του ιερέα του χωριού, πατέρα Κωνσταντίνου.

Στον δρόμο για τη Φουρνά Ευρυτανίας

Η Παναγιώτα γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα πολύ μεγαλύτερο και πιο κεντρικό χωριό, τη Μακρακώμη Φθιώτιδας. Στο μονοθέσιο δημοτικό της Φουρνάς ήρθε να διδάξει με απόσπαση πριν από περίπου δύο χρόνια. «Είχα τρεις μαθητές και την επόμενη χρονιά θα είχα έναν. Όταν τελείωνε το ωράριό μου, δεν έφευγα ήρεμη από το σχολείο. Δεν γινόταν να κλείσω τα μάτια μου στην ανάγκη εκείνου του παιδιού. Κάθε παιδί με ενδιαφέρει να το πλαισιώνω από όλες τις πλευρές, όχι μόνο γνωστικά. Τι σημασία έχει να μαθαίνει τις καταλήξεις των ρημάτων αν δεν έχει κανέναν συμμαθητή, κανέναν φίλο, και αν ξέρει ότι το σχολείο του μπορεί να κλείσει, οπότε θα χρειαστεί να κάνει κάθε μέρα χιλιόμετρα [για να το συνεχίσει σε άλλο χωριό];».

«Είχα τρεις μαθητές και την επόμενη χρονιά θα είχα έναν. Όταν τελείωνε το ωράριό μου, δεν έφευγα ήρεμη από το σχολείο. Δεν γινόταν να κλείσω τα μάτια μου στην ανάγκη εκείνου του παιδιού. Κάθε παιδί με ενδιαφέρει να το πλαισιώνω από όλες τις πλευρές, όχι μόνο γνωστικά. Τι σημασία έχει να μαθαίνει τις καταλήξεις των ρημάτων αν δεν έχει κανέναν συμμαθητή, κανέναν φίλο, και αν ξέρει ότι το σχολείο του μπορεί να κλείσει;», Παναγιώτα Διαμαντή, εκπαιδευτικός

Από τους πρώτους μήνες στη Φουρνά η Παναγιώτα διαπίστωσε «πόσο ωραίος είναι ο τόπος, πόσο χαμηλό το κόστος ζωής, πόσο χαλαρά και με πόση ασφάλεια ζει ο κόσμος». Σκέφτηκε λοιπόν ότι αυτός ο τρόπος ζωής θα μπορούσε όχι απλά να ταιριάξει σε κάποιες οικογένειες αλλά να γίνει η σανίδα σωτηρίας τους. Παρόμοιες σκέψεις έκανε και ο πατέρας Κωνσταντίνος, ο οποίος μάλιστα έχει παιδιά και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Λίγο πριν από τον Δεκαπενταύγουστο του 2024, λοιπόν, «εν μέσω παρακλήσεων στην Παναγία» όπως θυμάται ο ιερέας, μοιράστηκε με την εκπαιδευτικό τον προβληματισμό του «ότι το χωριό σβήνει και η Πολιτεία δεν κάνει τίποτα».

Τότε αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Αφού επικοινώνησαν με τη Μητρόπολη και με άλλους φορείς για να δουν τι θα μπορούσε να παρέχει ο καθένας, δημοσίευσαν στο διαδίκτυο την αγγελία που πλέον πρέπει να έχουμε διαβάσει όλοι στην Ελλάδα: «Ζητούνται οικογένειες από χωριό της Ευρυτανίας κοντά στο Καρπενήσι. […] Παρέχεται δωρεάν σπίτι και δουλειά (τουλάχιστον για τον σύζυγο) και εννοείται βοήθεια με τα πρώτα έξοδα από όλο το χωριό!».

Στο δημοτικό σχολείο της Φουρνάς Ευρυτανίας

«Ξαφνικά είχαμε 20.000 κοινοποιήσεις, 20.000 σχόλια, χίλιες κλήσεις μέσα στο πρώτο εικοσιτετράωρο και μια λίστα με πάνω από εκατό οικογένειες που ενδιαφέρονταν» θυμάται η Παναγιώτα. Όταν μάλιστα έτυχε να διαρρεύσει το κινητό του πατέρα Κωνσταντίνου στα social media, η κατάσταση βγήκε εκτός ελέγχου. «Την ημέρα του Αγίου Φανουρίου μετά τη λειτουργία, στις δέκα και τέταρτο το πρωί, κοίταξα τη συσκευή και είχα 36 κλήσεις και πάνω από 20 μηνύματα. Φαντάζεσαι τι έγινε το βράδυ!» λέει. Πολλές οικογένειες που τηλεφωνούσαν με πραγματικό ενδιαφέρον να μετακομίσουν στη Φουρνά αντιμετώπιζαν «προβλήματα διαβίωσης», ενώ άλλες «με την ασφάλεια των παιδιών τους. Παλιά λέγανε: να φύγεις από το χωριό να πας να μεγαλώσεις τα παιδιά σου σε ένα καλύτερο μέρος. Τώρα έχουν αντιστραφεί τα πράγματα. Λένε: να πας σε ένα ήσυχο μέρος να τα μεγαλώσεις ωραία».

«Παλιά λέγανε: να φύγεις από το χωριό να πας να μεγαλώσεις τα παιδιά σου σε ένα καλύτερο μέρος. Τώρα έχουν αντιστραφεί τα πράγματα. Λένε: να πας σε ένα ήσυχο μέρος να τα μεγαλώσεις ωραία», πατέρας Κωνσταντίνος

Για να διαχειριστούν τον αναπάντεχο όγκο των αιτημάτων, να βοηθήσουν τις οικογένειες που θα υποδέχονταν να ορθοποδήσουν, αλλά και να καθοδηγήσουν άλλα χωριά που ενδιαφέρονταν να κάνουν το ίδιο στον τόπο τους (πρόσφατα ανακοινώθηκε ότι «υιοθετούν» ένα ακόμα χωριό από την Ήπειρο), ίδρυσαν μια ΑΜΚΕ, τη Νέα Ζωή στο Χωριό. Με τη βοήθεια χορηγιών, εξασφάλισαν επιδότηση ενοικίου, μερική επιδότηση της θέρμανσης, επαγγελματική αποκατάσταση τουλάχιστον για έναν από τους δύο γονείς, δωρεάν διαδικτυακά μαθήματα αγγλικών και προετοιμασίας για τις πανελλήνιες εξετάσεις, μαθήματα ρομποτικής και ποδοσφαίρου για τα παιδιά. Εξασφάλισαν επίσης όλα τα σχολικά είδη και -από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και το Ινστιτούτο Prolepsis– σχολικά γεύματα, που παρασκευάζονται στον ξενώνα του χωριού. Πριν από λίγους μήνες εγκαινίασαν και την Κοινωνική Ντουλάπα Αλληλεγγύης, όπου ο καθένας μπορεί να προμηθευτεί δωρεάν, ή να χαρίσει, ρούχα και αξεσουάρ.

«Έχουν έρθει μέσα ενημέρωσης από την Αμερική, τη Γερμανία, τη Γαλλία, για να δούνε πώς το στήνουμε όλο αυτό» λέει η Παναγιώτα. «Ας μην ξεχνάμε ότι έχουν γίνει και αλλού προσπάθειες, όπως τα “1 euro houses” στην Ιταλία, που έλεγαν: πάρε ένα σπίτι με ένα ευρώ, φτιάξε το και μείνε. Ο κόσμος δεν πήγε γιατί λείπει η ψυχή, λείπει το να γνωρίζει ότι εκεί που θα πάει θα βρει κάποιον να τον βοηθήσει». Η Νέα Ζωή στο Χωριό, πλαισιώνοντας τις οικογένειες και κοινωνικοοικονομικά, όπως εξηγεί η εκπαιδευτικός, δεν αντιμετωπίζει μόνο την ερήμωση της υπαίθρου αλλά και το δημογραφικό: στην ύπαιθρο το ζευγάρι μπορεί να επιβιώσει ακόμα και με ένα μόνο εισόδημα, οπότε ίσως αποφασίσει να αποκτήσει (ένα ακόμα) παιδί.

Ο πατέρας Κωνσταντίνος. Η εκπαιδευτικός Παναγιώτα Διαμαντή στην είσοδο του σχολείου.

Τα κριτήρια με τα οποία επιλέχθηκαν οι υποψήφιες για μετεγκατάσταση οικογένειες ήταν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες βιοπορισμού και παράλληλα οι γονείς να έχουν προοπτικές, σύμφωνα με το εργασιακό προφίλ τους, να συνεισφέρουν στην οικονομία της Φουρνάς, η ο οποία βασίζεται κυρίως στην ξυλεία (στο παρελθόν, όπως εξηγεί η Παναγιώτα, υπήρχε επίσης γεωργία και κτηνοτροφία, «ακόμα και σιτάρι καλλιεργούσαν στα 850 μέτρα υψόμετρο», αλλά πλέον οι κάτοικοι του χωριού έχουν απομακρυνθεί από τη γη).

«Έχουν έρθει μέσα ενημέρωσης από την Αμερική, τη Γερμανία, τη Γαλλία, για να δούνε πώς το στήνουμε όλο αυτό. Ας μην ξεχνάμε ότι έχουν γίνει και αλλού προσπάθειες, όπως τα “1 euro houses” στην Ιταλία, που έλεγαν: πάρε ένα σπίτι με ένα ευρώ, φτιάξε το και μείνε. Ο κόσμος δεν πήγε γιατί λείπει η ψυχή, λείπει το να γνωρίζει ότι εκεί που θα πάει θα βρει κάποιον να τον βοηθήσει». Παναγιώτα Διαμαντή

Ανάμεσα στους υποψηφίους ήταν η Βασιλική Εμμανουήλ με τον σύζυγό της, Στέφανο, και τα έξι παιδιά τους, ηλικίας από 14 έως δύο ετών. Παλαιότερα η οικογένεια είχε μεταναστεύσει στη Γερμανία, όπου όμως ο μεγαλύτερος γιος, Βαγγέλης, υπέστη bullying. «Στη Β’ δημοτικού του έβγαλαν ακόμα και μαχαίρι» λέει η μητέρα του. Τότε είχαν γυρίσει στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στα δυτικά προάστια της Αθήνας. Ο Στέφανος άρχισε να δουλεύει σε σουπερμάρκετ, αλλά έκαναν ξανά την εμφάνισή τους τα οικονομικά προβλήματα που τους είχαν οδηγήσει αρχικά στο εξωτερικό («ο Στέφανος έπρεπε να κάνει δύο δουλειές για να βγάζει χίλια ευρώ»). Στο μεταξύ ο Βαγγέλης συνέχισε να υποφέρει από εκφοβισμό και στο νέο, αθηναϊκό σχολείο. Είχαν αποφασίσει να επιστρέψουν στη Γερμανία, σε άλλη περιοχή αυτή τη φορά, όταν δημοσιεύτηκε η αγγελία της Φουρνάς. Αν και αρχικά αμφέβαλλαν για την αξιοπιστία της, επικοινώνησαν με την Παναγιώτα και τον πατέρα Κωνσταντίνο και, λίγες μέρες αργότερα, ήταν καθ’ οδόν για τη Φουρνά – τουλάχιστον για να δουν το χωριό.

Στη διαδρομή η Βασιλική απογοητεύτηκε από τις πολλές στροφές: «Λέω στον Βαγγέλη, αγάπη μου, ας πούμε στον πάτερ “ευχαριστώ πολύ” και ας φύγουμε». Φτάνοντας εκεί όμως, ενώ «ήταν να καθίσουμε μισή ώρα και να φύγουμε, μείναμε 6,5 ώρες». Στο τέλος ο γιος του πατέρα Κωνσταντίνου, που πηγαίνει στην ίδια τάξη με τον Βαγγέλη, του πρότεινε να γίνουν φίλοι στο Instagram. Αλλά ο Βαγγέλης του απάντησε: «Σε είκοσι μέρες θα είμαι εδώ». «Ήθελα να κάνει εκείνος την επιλογή, που είχε περάσει τόσα» θυμάται η Βασιλική. Όταν μετακόμισαν οικογενειακώς στο χωριό, το φθινόπωρο του 2024, «το λέω αυτό και ανατριχιάζω: γύρισε ο γιος μου και μου είπε, επιτέλους, είμαι ελεύθερος, δεν φοβάμαι για τη ζωή μου».

Όταν μετακόμισαν οικογενειακώς στο χωριό, το φθινόπωρο του 2024, «το λέω αυτό και ανατριχιάζω: γύρισε ο γιος μου και μου είπε, επιτέλους, είμαι ελεύθερος, δεν φοβάμαι για τη ζωή μου», Βασιλική Εμμανουήλ, νέα κάτοικος Φουρνάς Ευρυτανίας

«Στον αγιασμό τον Σεπτέμβριο του 2023 με είχαν πιάσει τα κλάματα από λύπη. Σκεφτόμουν, για πόσο ακόμα θα κάνω αγιασμό;» θυμάται ο πατέρας Κωνσταντίνος. Έναν χρόνο αργότερα, το προαύλιο είχε αρχίσει να γεμίζει ξανά από παιδιά. «Έβαλα ξανά τα κλάματα, αλλά από χαρά. Λέω, σε ευχαριστώ, Θεέ μου».

Το καλοκαίρι του 2024, πριν από την εγκατάσταση της πρώτης οικογένειας, όλες οι βαθμίδες εκπαίδευσης (και το γυμνάσιο και λύκειο) είχαν συνολικά εννέα μαθητές. Χάρη στις τρεις οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στη Φουρνά στους μήνες που ακολούθησαν, ο πληθυσμός των παιδιών κάθε ηλικίας έφτασε τα 23. Οι πρώτοι που χάρηκαν από το ζωντάνεμα του χωριού είναι «οι παππούδες 80, 85 χρονών. Μας λένε: άνοιξε η καρδιά μου, βγαίνω στο μπαλκόνι μόνο και μόνο για να ακούσω τη φασαρία [από τις φωνές των παιδιών]» σύμφωνα με την Παναγιώτα.

Ακόμα και όσοι ήταν αρχικά επιφυλακτικοί με το κάλεσμα που απεύθυνε η Νέα Ζωή στο Χωριό, το αγκάλιασαν, σύμφωνα με την εκπαιδευτικό γιατί κατάλαβαν ότι «με τέτοιες δράσεις η δουλειά δεν μοιράζεται αλλά πολλαπλασιάζεται». Όπως, ας πούμε, από τις επιχειρήσεις που ανοίγουν οι νέοι κάτοικοι. Η Βασιλική και ο Στέφανος ένιωσαν αμέσως τόσο άνετα, που προτού ακόμα κλείσουν έναν χρόνο άνοιξαν το δικό τους εστιατόριοκαφέ, το «Λίγο απ’ όλα», σε κεντρικό δρόμο του χωριού. Η Βασιλική πήρε μια επιδότηση για νέες γυναίκες από τον ΟΑΕΔ και βρήκε τον χώρο -που κάποτε είχε λειτουργήσει ως ταβέρνα, αργότερα ως ταχυδρομείο και τα τελευταία χρόνια ήταν σε αχρηστία- «από έναν πολύ καλό παππού».

Την ημέρα της συνέντευξής μας στο εστιατόριο, όλοι εργάζονται πυρετωδώς για τα εγκαίνιά του, στα μέσα Ιουνίου. «Όταν φτιάχνω μακαρόνια με κιμά, παστίτσιο, γεμιστά ή οτιδήποτε άλλο για τα παιδιά, βάζω μια κατσαρόλα ακόμα για το πιάτο ημέρας» εξηγεί η Βασιλική. Μπορεί όμως κάποιος να το επισκεφτεί οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας, για έναν καφέ ή ένα σπιτικό γλυκό, όπως το νόστιμο, χειροποίητο τσιζκέικ που βγάζει στο τραπέζι. Ο Στέφανος και η Βασιλική σκοπεύουν να το λειτουργούν με βάρδιες, ώστε ο ένας από τους δυο να προσέχει τα παιδιά. Αν και τουλάχιστον τα μεγαλύτερα «πλέον δεν τα βλέπεις ποτέ στο σπίτι!» λέει η Βασιλική. «Είμαι υπερπροστατευτική μαζί τους, αλλά εδώ δεν φοβάμαι ότι θα χτυπήσουν ή ότι θα τα πάρει κάποιος. Ούτε καν κινητά δεν έχουν μαζί τους».

«Στον αγιασμό τον Σεπτέμβριο του 2023 με είχαν πιάσει τα κλάματα από λύπη. Σκεφτόμουν, για πόσο ακόμα θα κάνω αγιασμό;» θυμάται ο πατέρας Κωνσταντίνος. Έναν χρόνο αργότερα, το προαύλιο είχε αρχίσει να γεμίζει ξανά από παιδιά. «Έβαλα ξανά τα κλάματα, αλλά από χαρά. Λέω, σε ευχαριστώ, Θεέ μου».

«Είναι πολύ ελεύθερα εδώ και πάρα πολύ όμορφα» μου λέει ο δευτερότοκος, 12χρονος γιος της, Δημήτρης, σε ένα σύντομο πέρασμα, προτού εξαφανιστεί μετά το σχόλασμα με τους φίλους του. «Τον χειμώνα βγαίνουμε κάποιες φορές να παίξουμε με τα χιόνια. Τώρα παίζουμε στην πλατεία και κάνουμε βόλτες με τα ποδήλατά μας. Εδώ μπορείς να πάρεις μια ανάσα, είναι πολύ πιο ήρεμα», προσθέτει ο Δημήτρης. «Βλέπεις τη θέα, όχι τα κτίρια της πόλης». Όταν ρωτάω ένα άλλο από τα καινούρια παιδιά, τον πρωτότοκο, 9χρονο γιο της Χριστιάννας, Νικόλα, τι του αρέσει περισσότερο στη Φουρνά, απαντά αμέσως: «Η φύση. Το δάσος. Εδώ είναι όλα πράσινα».

Η θέα από το χωριό

Πριν από τη Φουρνά, η Χριστιάννα και ο Κωνσταντίνος ζούσαν με τα τέσσερα παιδιά τους στο Λαγονήσι. Παρόλο που εργάζονταν και οι δύο (η Χριστιάννα σε σουπερμάρκετ, ο Κωνσταντίνος σε εταιρεία διανομών) δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα. Όταν ο σπιτονοικοκύρης τους πούλησε το σπίτι, δεν μπορούσαν με τίποτα να βρουν καινούριο με προσιτό νοίκι. Επισκέφτηκαν για πρώτη φορά το χωριό τον Φεβρουάριο του 2025. «Το είδαμε χιονισμένο, υπέροχο τοπίο!» θυμάται η Χριστιάννα. Αφού πήραν την απόφαση να έρθουν, όπως προσθέτει, «περνάμε πολύ όμορφα. Οι άνθρωποί του μας αγκάλιασαν από την πρώτη στιγμή. Στην πόλη δεν σου λένε ούτε “καλημέρα”. Εδώ ανοίγεις την πόρτα και σου μιλάει όλος ο κόσμος».

«Είναι πολύ ελεύθερα εδώ και πάρα πολύ όμορφα. Τον χειμώνα βγαίνουμε κάποιες φορές να παίξουμε με τα χιόνια. Τώρα παίζουμε στην πλατεία και κάνουμε βόλτες με τα ποδήλατά μας. Εδώ μπορείς να πάρεις μια ανάσα, είναι πολύ πιο ήρεμα», Δημήτρης, 12 ετών, γιος Βασιλικής Εμμανουήλ

«Με το που έφτασε το φορτηγό με τα πράγματα, μπορεί να πέρασαν και πέντε οικογένειες να μας αφήσουν πράγματα» συμφωνεί η Βασιλική. «Μα να πιούν τα παιδιά μια πορτοκαλάδα, μα να μας φέρουν φρέσκα αυγά, κρέας. Μέχρι σήμερα, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα κάποιος θα φέρει μέλι για τα παιδιά».

Οι προκλήσεις δεν λείπουν, βέβαια. Ο σύζυγος της Χριστιάννας, Κωνσταντίνος, περιμένει να βγάλει άδεια ταξί για να εργαστεί ως οδηγός στο χωριό. Αν και είναι μάλλον περισσότερο η αναμονή παρά το βιοποριστικό πρόβλημα που πιέζει την οικογένεια, αφού η Χριστιάννα έχει ήδη ξεκινήσει δουλειά, στον ξενώνα, και όπως λέει: «Εδώ και δέκα ευρώ να έχεις στην τσέπη, μπορείς να βγάλεις δύο μέρες. Στην Αθήνα ένα δεκάρικο δεν σου έφτανε ούτε για βενζίνη: κάθε μέρα έκανα πενήντα χιλιόμετρα για να πηγαίνω τα παιδιά στο σχολείο και τις υποχρεώσεις». Επίσης ο Νικόλας «αναπολεί τους φίλους και τις δασκάλες του. Είχαμε εντάσεις. Αλλά τώρα έχει αρχίσει να στρώνει η κατάσταση».

Άποψη της Φουρνάς

Καμία από τις γυναίκες που μετακόμισαν στη Φουρνά δεν αναφέρουν τη μοναξιά ως πρόβλημα – κάθε άλλο. Είναι, άλλωστε, ένα χωριό με πολλούς νέους ανθρώπους πλέον. Ωστόσο η Παναγιώτα εστιάζει στις ελλείψεις στις υποδομές από τις οποίες υποφέρει μεγάλο μέρος της ελληνικής υπαίθρου. Κάποιες αντιμετωπίζονται με σωστό προγραμματισμό. Για παράδειγμα, όπως εξηγεί η εκπαιδευτικός, τον χειμώνα πρέπει να έχεις πάντα πετρέλαιο στη δεξαμενή, «γιατί το βυτιοφόρο μπορεί να έρχεται μία φορά στις δεκαπέντε μέρες». Ή να αγοράζεις ό,τι χρειάζεσαι από το σουπερμάρκετ όποτε έχεις την ευκαιρία να πας στο Καρπενήσι («αν και στο χωριό υπάρχει παντοπωλείο για μια έκτακτη ανάγκη»). Χρήσιμο είναι επίσης «να μαστορεύεις λίγο», όπως εξηγεί η εκπαιδευτικός, προσθέτοντας: «Αυτά όμως σε κάνουν και πιο αυτάρκη. Και έξυπνο στο να προβλέπεις. Γιατί στην πόλη τα έχεις όλα έτοιμα και σκέφτεσαι: και να μείνω έξω από το σπίτι, θα καλέσω κλειδαρά. Και να τρυπήσει το παπούτσι μου, θα αγοράσω καινούρια. Αλλά οι δεξιότητες που έχουν εδώ τα παιδιά είναι καταπληκτικές».

«Εδώ και δέκα ευρώ να έχεις στην τσέπη, μπορείς να βγάλεις δύο μέρες. Στην Αθήνα ένα δεκάρικο δεν σου έφτανε ούτε για βενζίνη: κάθε μέρα έκανα πενήντα χιλιόμετρα για να πηγαίνω τα παιδιά στο σχολείο και τις υποχρεώσεις», Χριστιάννα Παπαλεβιζοπούλου, νέα κάτοικος Φουρνάς Ευρυτανίας

Για άλλες ελλείψεις δεν αρκεί η επινοητικότητα και η μαστοριά των κατοίκων ενός χωριού για να καλυφθούν, έστω προσωρινά. Μέχρι στιγμής η Φουρνά μετρά ήδη πέντε μήνες χωρίς αγροτικό γιατρό. Η θέση προκηρύχθηκε μερικές εβδομάδες μετά την αποχώρηση του τελευταίου και από τις αρχές της άνοιξης δεν έχει καλυφθεί. Το πλησιέστερο κέντρο υγείας είναι το Νοσοκομείο Καρπενησίου, που απέχει τουλάχιστον 50 λεπτά οδήγησης «με ηλιοφάνεια, όχι με βροχή. Σκεφτείτε ότι για ένα πολύ επείγον περιστατικό το ασθενοφόρο χρειάζεται δύο ώρες για να έρθει να παραλάβει τον ασθενή και να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο» εξηγεί η Παναγιώτα, ενώ ο πατέρας Κωνσταντίνος επισημαίνει: «Τα ίδια δικαιώματα που έχει κάποιος στην κεντρική πλατεία του Καρπενησίου έχει και ένας άνθρωπος που ζει μόνος του στα Άγραφα». (Μετά τη συνέντευξή μας, τον Ιούλιο, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επισκέφτηκε με κυβερνητικό κλιμάκιο τη Φουρνά και δεσμεύτηκε για τη στελέχωση του ιατρείου μέχρι τον Σεπτέμβριο.)

Τα πιο σκοτεινά σενάρια, ωστόσο, φαίνεται να απέχουν έτη φωτός από την καλοκαιρινή ημέρα που επισκέπτομαι το χωριό, όταν τα μαγιάτικα τριαντάφυλλα βρίσκονται σε πλήρη άνθηση στις αυλές και τα παρτέρια (η άνοιξη φτάνει πιο αργά στα βουνά της Ευρυτανίας), με φόντο το ελατόδασος, που λαμποκοπά μετά τη χτεσινή βροχή. Στην επιστροφή μου από τη Φουρνά, τρεις αλεπούδες διασχίζουν τον δρόμο, σε διαφορετικά σημεία του, προτού χαθούν ξανά ανάμεσα στα δέντρα. Θυμάμαι τα λόγια της Χριστιάννας: «Ακούς τα πουλιά, πίνεις καθαρό νερό κατευθείαν από την πηγή». Στη νέα της ζωή, ακόμα και υποχρεώσεις που γεμίζουν τους κατοίκους της πόλης με στρες, από την κίνηση, τα καυσαέρια, την ηχορύπανση, τη δυσκολία στο παρκάρισμα, της φαίνονται σαν ταξίδια αναψυχής. Πηγαίνει στο Καρπενήσι για ψώνια, μου λέει, και «απολαμβάνω την υπέροχη διαδρομή».

Η Παναγιώτα Διαμαντή με μαθητή της

Info

neazoistoxorio.com, Facebook, Instagram

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below