Σε έναν κόσμο που έχει αναγάγει την αδύνατη σιλουέτα σε απόλυτο σύμβολο υγείας και αυτοελέγχου, μια νέα δανέζικη επιστημονική μελέτη έρχεται να ανατρέψει τις μέχρι τώρα αντιλήψεις. Τα ευρήματα της έρευνας προκαλούν εντύπωση: το να είναι κάποιος λιποβαρής ή ακόμη και στο κατώτερο όριο του «φυσιολογικού» βάρους ενδέχεται να είναι πιο επικίνδυνο για την υγεία από το να είναι υπέρβαρος.
Η μελέτη, που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της European Association for the Study of Diabetes (EASD) τον Σεπτέμβριο του 2025, βασίστηκε σε δεδομένα από περισσότερα από 85.000 άτομα που παρακολουθήθηκαν για διάστημα πέντε ετών. Αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς, τα άτομα με Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI) μεταξύ 25 και 35 –δηλαδή στην κατηγορία του υπέρβαρου ή της ήπιας παχυσαρκίας– δεν παρουσίασαν αυξημένο κίνδυνο θανάτου σε σύγκριση με εκείνους που βρίσκονταν στο ανώτερο άκρο του φυσιολογικού (23–24,9).

Αντίθετα, η ομάδα με BMI κάτω από 22,5 εμφάνισε σημαντικά υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας. Ακόμα πιο ανησυχητικά είναι τα στοιχεία για τα λιποβαρή άτομα (BMI <18,5), τα οποία διέτρεχαν σχεδόν τριπλάσιο κίνδυνο θανάτου σε σύγκριση με άτομα στο ανώτερο φυσιολογικό βάρος. Τα ευρήματα αυτά θέτουν σοβαρά ερωτήματα γύρω από τη χρησιμότητα του BMI ως αποκλειστικού δείκτη αξιολόγησης της υγείας.
Ο Δείκτης Μάζας Σώματος, αν και ευρέως χρησιμοποιούμενος, είναι ένας απλός μαθηματικός υπολογισμός που συσχετίζει το βάρος με το ύψος. Δεν λαμβάνει υπόψη του κρίσιμους παράγοντες όπως η κατανομή του λίπους, η μυϊκή μάζα, η ποιότητα διατροφής, οι ορμονικές ισορροπίες, ή οι μεταβολικοί δείκτες (όπως το σάκχαρο, η πίεση και η χοληστερίνη). Έτσι, ένα άτομο με υψηλό BMI αλλά καλή μεταβολική υγεία μπορεί να είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από κάποιον λεπτότερο, αλλά με κακή θρέψη, χρόνιες φλεγμονές ή άλλες αδιάγνωστες παθήσεις.

Η έρευνα αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει μια αυξανόμενη επιστημονική τάση που προτείνει μια πιο εξατομικευμένη, ολιστική προσέγγιση στη διαχείριση του βάρους και της υγείας. Το επίκεντρο μετατοπίζεται από τη ζυγαριά σε άλλους δείκτες όπως:
- η σωματική σύσταση (αναλογία μυών-λίπους),
- η ενεργειακή και λειτουργική κατάσταση του οργανισμού,
- η ποιότητα ζωής και η ψυχική ευεξία,
- καθώς και η αντοχή του σώματος στις καθημερινές απαιτήσεις.
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι η παχυσαρκία είναι αθώα. Υπάρχουν αποδεδειγμένοι κίνδυνοι, ιδίως όταν συνοδεύεται από καθιστική ζωή, κακή διατροφή και μεταβολικό σύνδρομο. Όμως, η απλοϊκή εξίσωση «αδύνατος = υγιής» και «παχύτερος = άρρωστος» δεν αντικατοπτρίζει πλέον την επιστημονική πραγματικότητα.
Το πιο ισχυρό μήνυμα που προκύπτει από τη μελέτη είναι πως η υγεία δεν έχει πάντα το «ιδανικό» μέγεθος. Δεν μπορούμε –και δεν πρέπει– να αξιολογούμε την ευεξία κάποιου μόνο από την εξωτερική του εμφάνιση ή έναν αριθμό στον δείκτη βάρους. Η νέα αυτή γνώση μάς καλεί να απομακρυνθούμε από τα κοινωνικά στερεότυπα, να σταματήσουμε να τιμωρούμε τα σώματά μας και να στραφούμε προς μια περισσότερο συμπονετική, επιστημονικά τεκμηριωμένη και εξατομικευμένη φροντίδα της υγείας μας.