Η Shukria Barakza είναι Αφγανή πολιτικός, δημοσιογράφος και εξέχουσα μουσουλμάνα φεμινίστρια. Ήταν η Πρέσβειρα του Αφγανιστάν στη Νορβηγία. Το 2002 ίδρυσε την εβδομαδιαία εφημερίδα Aina-E-Zan (Women’s Mirror) με έμφαση σε θέματα όπως η μητρική και η βρεφική θνησιμότητα, ζητήματα στα οποία το Αφγανιστάν αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες.

Έγινε μέλος της Λόγια Τζίργκα του 2003, ένα σώμα εκπροσώπων από όλο το Αφγανιστάν που προτάθηκε για να συζητήσει και να ψηφίσει το νέο σύνταγμα μετά την πτώση των Ταλιμπάν. Στις εκλογές του Οκτωβρίου 2004 εκλέχτηκε ως μέλος του Σώματος του Λαού ή της Wolesi Jirga, της κάτω Βουλής της Εθνοσυνέλευσης του Αφγανιστάν. Είναι μία από τις 71 γυναίκες από 249 βουλευτές και από τις λίγες γυναίκες βουλευτές που μιλούν για τα δικαιώματα των γυναικών, έχοντας αντιμετωπίσει επανειλημμένα  απειλές δολοφονίας για τις απόψεις της. Τον Νοέμβριο του 2014 τραυματίστηκε σε επίθεση αυτοκτονίας σε κονβόι στο οποίο ταξίδευε στην Καμπούλ.

Σήμερα, μετά από μια δραματική περιπέτεια,  επιτέλους βρίσκεται ασφαλής στην Βρετανία και αφηγείται στην Mail τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν την κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν:

«Η ψυχή μου είχε φθάσει στο στόμα μου…»

«Σφηνωμένη  στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του φίλου μου, με το πρόσωπό μου καλυμμένο με  νικάμπ και κρατώντας στα χέρια  το διαβατήριο μιας φίλης,  κράτησα την αναπνοή μου καθώς ο στρατιώτης των Ταλιμπάν έριξε  το φως του φακού του στα μάτια μου. Πλησίαζαν μεσάνυχτα και στον ορίζοντα μπορούσα να δω τα φώτα του διεθνούς αεροδρομίου της Καμπούλ, Hamid Karzai.  Εκεί ήταν η ελπίδα μου για να είμαι ασφαλής, αλλά μόνο αν μπορούσα να ξεπεράσω ένα ακόμη σημείο ελέγχου που αποτελούνταν από μέλη ενός καθεστώτος που με κυνηγούσαν επί μια εβδομάδα.

Αν με έβρισκαν, δεν είχα καμία αμφιβολία ότι θα με σκότωναν. Μέχρι στιγμής, ο σύζυγός μου και εγώ είχαμε περάσει από δύο σημεία ελέγχου χωρίς πρόβλημα, με τη βοήθεια φίλων που μας βοήθησαν να παρουσιαστούμε ως οικογένεια που κατευθυνόταν σε ένα κοντινό νοσοκομείο. Τώρα, αυτό ήταν διαφορετικό. Ερευνώντας  τα έγγραφά μας, ο στρατιώτης μας ρωτούσε για μια ώρα -τόσο μου φάνηκε αν και στην πραγματικότητα μάλλον δεν ήταν περισσότερο από ένα λεπτό- προτού μας κάνει σινιάλο να περάσουμε. Η ψυχή μου είχε φθάσει στο στόμα μου. Χρειάστηκαν τόσα πολλά για να φτάσουμε ως εδώ. Μόλις μια εβδομάδα νωρίτερα, είχα φτάσει στο ίδιο αεροδρόμιο χωρίς καμία σκέψη παρά μόνο να πάρω μια κανονική πτήση προς την Τουρκία για μια σειρά ιατρικών ραντεβού.

Μέχρι τότε, το μεγαλύτερο μέρος του Αφγανιστάν ήταν στα χέρια των Ταλιμπάν, αλλά η Καμπούλ ήταν ισχυρή. Μια μέρα πριν το προγραμματισμένο ταξίδι μου, είχα γράψει σε αυτήν την εφημερίδα για την απελπισία μου που   η γενέτειρά μου είχε πέσει  στα χέρια του βίαιου και αιμοβόρου καθεστώτος των Ταλιμπάν, αλλά και την ελπίδα μου ότι η πρωτεύουσά της θα αντισταθεί. Ήμουν αποφασισμένη  να μείνω. Στη συνέχεια, όμως, όλα άλλαξαν. Λίγες στιγμές αφού έφτασα στο αεροδρόμιο εκείνο το καυτό απόγευμα της Κυριακής του  Αυγούστου, έμαθα ότι η Καμπούλ είχε καταληφθεί. Η πτήση μου ακυρώθηκε και γρήγορα έγινε σαφές ότι οι Ταλιμπάν με έψαχναν. Ως πρώην βουλευτής και γνωστή αγωνίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών, ήμουν κοντά στην κορυφή της λίστας των Ταλιμπάν με υποψήφιους στόχους δολοφονίας για πολλά χρόνια και πολλές  απόπειρες είχαν γίνει σε βάρος μου.

Αυτό που ακολούθησε ήταν έξι ημέρες τρόμου κατά τη διάρκεια των οποίων αντιμετώπισα ένοπλους  Ταλιμπάν, έτρεχα και κρυβόμουν  για τη ζωή μου και μεταφερόμουν μυστικά από το ένα σπίτι στο άλλο  για να μη με εντοπίσουν.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, εν τω μεταξύ, πολιτικοί προσπαθούσαν με ζήλο να ξεκλειδώσουν τα γρανάζια της γραφειοκρατίας για να μπορέσουν να μεταφέρουν εμένα και τον σύζυγό μου -ούτε ένα χρόνο δεν έχουμε παντρεμένοι-σε πτήση προς την Αγγλία και την ασφάλεια.

Η θέα έξω από το παράθυρό μου τις τελευταίες ημέρες είναι απόδειξη της τύχης μου: ένας επίπεδος, γκρίζος αγγλικός ουρανός και ένας χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων ξενοδοχείου. Αυτή είναι η θέα από το ξενοδοχείο κοντά στην Οξφόρδη όπου μπήκα σε καραντίνα με την άφιξή μου στο Ηνωμένο Βασίλειο πριν από δύο εβδομάδες. Ο σύζυγός μου και εγώ ήμασταν περιορισμένοι στο μικρό δωμάτιο του ξενοδοχείου μας και μας άφηναν να βγαίνουμε  για 15 λεπτά την ημέρα για να πάρουμε καθαρό αέρα, αλλά και πάλι εμείς το αισθανόμαστε σαν ελευθερία.

Μου φαίνεται αδιανόητο ότι έκλεισα την εξώπορτα του σπιτιού μου στην Καμπούλ, το μέρος όπου για χρόνια μεγάλωνα τα παιδιά μου από τον πρώτο μου γάμο -έχω πέντε παιδιά, ηλικίας μεταξύ δέκα και 23 ετών- χωρίς να ξέρω ούτε κατά διάνοια ότι δεν θα επέστρεφα. Έφυγα από το σπίτι με μια βαλίτσα με τα απαραίτητα για λίγες μέρες, όσο υπολόγιζα ότι θα έλειπα. Ήξερα τότε ότι, τουλάχιστον, η οικογένειά μου ήταν ασφαλής: με το μέλλον της χώρας μου να φαίνεται ζοφερό, είχα πάρει τη δύσκολη απόφαση να στείλω τη μητέρα και τα παιδιά μου στην Αγγλία.

Αλλά ήμουν αποφασισμένη να αντιμετωπίσω ό, τι και να ερχόταν, έχοντας πίστη στους στρατιώτες της Καμπούλ που είχαν κρατήσει τους Ταλιμπάν μακριά μέχρι τότε. Ωστόσο, αυτή η πίστη άρχισε να κλονίστηκε απ΄όταν ακόμη πήγαινα προς το αεροδρόμιο. Η κίνηση ήταν τόσο πολλή,  που μια διαδρομή  που κανονικά θα διαρκούσε 20 λεπτά κράτησε τρεις ώρες, ενώ από το αυτοκίνητο έβλεπα μεγάλες ουρές έξω από τις τράπεζες. Η σκηνή που αντίκρισα στο αεροδρόμιο ήταν ακόμη πιο απίστευτη. Το πλήθος ήταν ασύλληπτο και ανάμεσα στον κόσμο είδα πολλούς από τους πρώην συναδέλφους μου – μέλη του κοινοβουλίου, κυβερνήτες επαρχιών και υπουργούς. Ήμουν η μόνη με αποσκευές: αυτοί οι άνθρωποι είχαν πάει όλοι εκεί χωρίς την παραμικρή προετοιμασία. “Τι συμβαίνει;”, ρώτησα. Ένας από αυτούς έβγαλε το τηλέφωνό του και μου έδειξε φωτογραφίες των Ταλιμπάν στις πύλες της Καμπούλ. “Η πόλη έπεσε”, απάντησε».

Επτά ημέρες ανάμεσα σε ζωή και θάνατο

«Κοίταξα με τρόμο τα πλάνα των τανκς που έμπαιναν στην πόλη και των ανδρών που κράδαιναν  πολυβόλα. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν να φτάσω στην Τουρκία. Το μαραθώνιο ταξίδι στο αεροδρόμιο, σε συνδυασμό με μια μεγάλη ουρά για τεστ Covid, είχε ως αποτέλεσμα να χάσω την αρχική μου πτήση, αλλά – μετά από απεγνωσμένες προσπάθειες- ο σύζυγός μου και εγώ καταφέραμε να βρούμε θέσεις σε μια άλλη, που είχε προγραμματιστεί να απογειωθεί νωρίς το βράδυ.

Καθώς μπήκαμε στο αεροπλάνο και καθίσαμε στις θέσεις μας προσπάθησα να κοντρολάρω τον εκνευρισμό μου. Τουλάχιστον γλιτώναμε από τα νύχια των Ταλιμπάν. Στην πραγματικότητα, ήταν μόνο η αρχή του εφιάλτη. Την τελευταία στιγμή, ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων χωρίς εισιτήρια  μπήκε στο  αεροπλάνο. Αρνούμενος να απογειωθεί, ο πιλότος κατέβηκε από το αεροπλάνο, σβήνοντας τα φώτα και τον εξαερισμό, αφήνοντάς μας όλους στο σκοτάδι.

Κανείς από εμάς δεν ήξερε τι να κάνει, αλλά με τους Ταλιμπάν να περιφέρονται στην πόλη, φάνηκε ότι ήταν πιο ασφαλές να περάσουμε τη νύχτα στο αεροσκάφος. Ήταν φρικτό. Τουλάχιστον 500 από εμάς στριμωχτήκαμε σε ένα αεροπλάνο που έπρεπε να μεταφέρει λίγο παραπάνω από τους μισούς. Σε σειρές καθισμάτων για τρεις επιβάτες κάθονταν από πέντε άτομα που στριμώχνονταν μαζί, ενώ άλλοι κάθονταν κάτω  στους διαδρόμους. ΄Ηταν απόλυτο σκοτάδι, με αποπνικτική ζέστη και δεν είχαμε τίποτα να φάμε ή να πιούμε.

Αλλά τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμη: καθώς καθόμουν στο κάθισμά μου και προσπαθούσα να αναπνεύσω μέσα στην αποπνικτική ζέστη, στο τηλέφωνό μου ήρθε ένα μήνυμα  από έναν φίλο και η εικόνα που έστειλε με ανατρίχιασε ως το μεδούλι μου. Ήταν μια φωτογραφία που έδειχνε στρατιώτες με όπλα έξω από το σπίτι μου. “Shukria”, έγραφε, “οι Ταλιμπάν είναι στο σπίτι σου”.

Για μια στιγμή, μόλις που μπορούσα να αναπνεύσω. Ξαφνικά, έπρεπε να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα: οι Ταλιμπάν είχαν έρθει για μένα. Το μόνο που μπορούσα να κάνω τώρα ήταν να φύγω. Ούτε που μπορούσα να διανοηθώ πόσο δύσκολο θα ήταν αυτό. Το επόμενο πρωί, αφού είχαμε  μείνει κολλημένοι στο μικροσκοπικό κάθισμα του αεροπλάνου για 14 ώρες, ο σύζυγός μου και εγώ ξέραμε πια ότι έπρεπε να φύγουμε από το αεροπλάνο. Δεν επρόκειτο να πάει πουθενά και μετά από  σχεδόν 24 ώρες χωρίς νερό ή φαγητό, ήμασταν σχεδόν λιπόθυμοι.

Έβαλα επιπλέον ρούχα, προσπαθώντας να μεταμφιεστώ όσο καλύτερα μπορούσα, φορώντας πρώτα μια μάσκα προσώπου, μετά ένα μαντήλι, στη συνέχεια ένα ανδρικό μαντήλι στην κορυφή της αμπάγια μου και μια μακρυμάνικη ρόμπα τύπου καφτάνι που με κάλυψε από την κορυφή ως τα νύχια.

Βγήκαμε στο χάος. Οι Ταλιμπάν είχαν καταλάβει τον κύριο τερματικό σταθμό, που ήταν πλέον ερείπιο, με σπασμένα τζάμια και λεηλατημένα καταστήματα. Πυροβολισμοί διαπερνούσαν  τον νυχτερινό αέρα και παντού υπήρχαν μαχητές των Ταλιμπάν. Ένας από αυτούς με κοίταξε κατευθείαν. Με είχε αναγνωρίσει παρά τη  μεταμφίεσή μου; Με έπιασε πανικός, κατέφυγα σε μια τουαλέτα, όπου ζάρωσα σε μια γωνία ενώ προσπαθούσα απεγνωσμένα να επικοινωνήσω με οποιονδήποτε θα μπορούσε να βοηθήσει. Κάθε κλήση πήγαινε σε τηλεφωνητή. Ήμουν σε απόγνωση και τότε μου ήρθε μια τελευταία σκέψη: Η  Ντέμπι Έιμπραχαμς ήταν Βρετανίδα βουλευτής με την οποία είχα γίνει φίλη μέσω της δουλειάς μας για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν είχαμε γνωριστεί ποτέ, αλλά την εμπιστεύτηκα. Και εκείνη είχε τηλεφωνητή, αλλά της άφησα ένα μήνυμα που την παρακαλούσα να με βοηθήσει.

“Θέλουμε να πάμε προς τους Βρετανούς”, της είπα. “Απλώς ενημερώστε τον αμερικανικό στρατό για να μας αφήσουν να περάσουμε, οι Ταλιμπάν είναι εδώ”.

Κρατώντας την ανάσα μου, βγήκα στο κτίριο του τερματικού σταθμού για να βρω τον άντρα μου. Το σχέδιό μας ήταν να προσπαθήσουμε να φτάσουμε στο στρατιωτικό συγκρότημα των ΗΠΑ, αλλά μέσα σε λίγα λεπτά είδα έναν Ταλιμπάν να έρχεται κατευθείαν προς εμάς με ένα πολυβόλο. Αυτό που συνέβη στη συνέχεια ξετυλίχθηκε σε δευτερόλεπτα: έσπασε τα χέρια του συζύγου μου με τον υποκόπανο του όπλου του,  μετά με χτύπησε στα πόδια  και σήκωσε το όπλο του για να με πυροβολήσει. Ευτυχώς, ένα πλήθος  ξαφνικά συγκεντρώθηκε εκεί που ήμαστε και μέσα στην αναμπουμπούλα καταφέραμε με κάποιο τρόπο να ξεφύγουμε. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να τρέξουμε, παρόλο που το πόδι μου είχε τραυματισθεί πολύ. Δεν είχαμε πουθενά να πάμε. Υπήρχε κίνδυνος πίσω μας, και κίνδυνος μπροστά. Απλώς έπρεπε να φύγουμε από την περίμετρο του αεροδρομίου.

Σταθήκαμε τυχεροί. Ενώ οι φρουροί ζητούσαν από τους ανθρώπους να δείχνουν  τα πρόσωπά τους, ο σύζυγός μου τους είπε ότι ήμουν άρρωστη και ήταν απόλυτη ανάγκη να πάω σπίτι. Αυτή η παράκληση, και το κουτσό μου πόδι, φάνηκε να είναι αρκετή για να τους πείσει να μας αφήσουν να περάσουμε. Στην Καμπούλ, οι Ταλιμπάν πήγαιναν πόρτα-πόρτα, έψαχναν σπίτια και αυτό που ακολούθησε ήταν πέντε μέρες κόλασης καθώς πηγαίναμε από το ένα καταφύγιο στο άλλο κάθε λίγες ώρες. Εν τω μεταξύ, οι προσπάθειές μου να εξασφαλίσω ασφαλή αποχώρηση -δραπέτευση ουσιαστικά-  έμπλεκαν στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, η μία μετά την άλλη. Άλλοτε φώναζα, άλλοτε έκλαιγα, όπως μιλούσα στον ένα τηλεφωνητή μετά τον άλλο. Ένιωθα σαν να έκλειναν οι τοίχοι γύρω μου.

Κάθε ώρα περίπου μαθαίναμε νέες αναφορές για θηριωδίες: όσοι είχαν συνεργαστεί με ξένες πρεσβείες ή την διεθνή στρατιωτική δύναμη ξυλοκοπούνταν και πυροβολούνταν.  Μέχρι την Πέμπτη, τρεις ατέλειωτες  και τρομακτικές  νύχτες αφού είχαμε φύγει από το αεροδρόμιο, είχα αρχίσει πια να χάνω τις ελπίδες μου. Τότε, επιτέλους, φάνηκε κάποια ελπίδα.

Ο Τομ Τάγκεντχατ ένας άλλος Βρετανός βουλευτής που είχε υπηρετήσει στο Αφγανιστάν, μου έδωσε τον αριθμό επικοινωνίας ενός Βρετανού στρατιώτη που ήταν μέρος ενός άτυπου δικτύου που συντόνιζε τις προσπάθειες διάσωσης. Του έστειλα μήνυμα αμέσως. “Γίνεται σφαγή στις πύλες”, μου απάντησε ο στρατιώτης. “Οι άνθρωποι συνθλίβονται μέχρι θανάτου. Μπορώ να διευκολύνω μέσω του συστήματός μας. Όχι με πρωτόκολλο αλλά θα το κάνω  ως χάρη”.

Πέρασε ακόμη ένα τεταμένο 24ωρο και, στη συνέχεια, πήρα ένα τηλεφώνημα από έναν Αμερικανό στρατιώτη. Μου είπε να του στείλω μια φωτογραφία μου και να πάω σε μια τοποθεσία κοντά στο αεροδρόμιο. Υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας, κάτι που σήμαινε επιπλέον ελέγχους στο δρόμο, αλλά δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο.

Ντυμένη με ένα μαύρο νικάμπ -που κάλυπτε  όλο μου το πρόσωπο εκτός από τα μάτια μου- εγώ και ο σύζυγός μου μπήκαμε σε ένα αυτοκίνητο με τρεις φίλους που είχαν προσφερθεί να λειτουργήσουν ως κάλυψη. Το πόδι μου, ακόμα πρησμένο από τα χτυπήματα των Ταλιμπάν, φαινόταν αρκετά πειστικό για να δικαιολογήσει μια μετάβαση στο «νοσοκομείο», ενώ στην τσάντα μου είχα το διαβατήριο μιας φίλης μου. Αυτή η σύντομη διαδρομή μου φάνηκε σαν ένα από τα μακρύτερα ταξίδια της ζωής μου, καθώς περάσαμε  από τρία σημεία ελέγχου πριν, τελικά, φθάσουμε στο σημείο συνάντησής μας.

Εκεί, αφού αποχαιρετίσαμε κλαίγοντας τους φίλους μας, το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να περιμένουμε. Πέρασαν δύο αγωνιώδεις ώρες. Στη συνέχεια, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, έφτασε ένας Αφγανός πολίτης για να μας πει ότι είχε σταλεί να μας συνοδεύσει μέσα στο σκοτάδι σε ένα αμερικανικό στρατιωτικό συγκρότημα. Επιτέλους, μετά από σχεδόν μια εβδομάδα που κρυβόμασταν, ήμασταν ασφαλείς. Μόνο ένα εμπόδιο υπήρχε: δεν είχαμε ακόμη τα αναγκαία έγγραφα που θα μας επέτρεπαν να πετάξουμε.

Χωρίς αυτά, δεν μπορούσαμε να πάμε πουθενά. Την υπόλοιπη νύχτα κοιμήθηκα με διακοπές σε ένα ράντζο  που μου έδωσε ένας στρατιώτης  μέχρι που, καθώς ξημέρωνε, έλαβα το email που περίμενα. Επιτέλους,  ο σύζυγός μου και εγώ είχαμε δικαίωμα να πετάξουμε. Μπήκαμε σε ένα γεμάτο στρατιωτικό αεροπλάνο το μεσημέρι, αλλά μόνο όταν οι τροχοί άφησαν τον διάδρομο απογείωσης, επέτρεψα στον εαυτό μου να αναπνεύσει ελεύθερα. Και τότε έκλαψα. Ανακούφιση, ναι, αλλά και σπαραγμός. Μέσα σε λίγες μέρες, είχα χάσει τα πάντα: το σπίτι μου, τη δουλειά μου, την ευρύτερη οικογένειά μου, αλλά και κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό. Καθώς το απέραντο, ορεινό έδαφος της πατρίδας μου περνούσε από κάτω μου έκλαιγα για τον χαμό της χώρας μου. Δύο δεκαετίες σκληρής δουλειάς και αγώνα είχαν εξαφανιστεί -μια μαχαιριά στην καρδιά.

Τα ξημερώματα της 23ης Αυγούστου, το αεροπλάνο προσγειώθηκε  στο RAF Brize Norton στο Oxfordshire και, πολλές ώρες αργότερα, φτάσαμε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που θα ήταν το σπίτι μας για τις επόμενες 12 ημέρες. Το μέλλον μας τώρα είναι αβέβαιο. Έχουμε φίλους για να μείνουμε, αλλά προς το παρόν ξέρω μόνο ότι θέλω να σφίξω τα παιδιά μου στην αγκαλιά μου και να περπατήσω στους δρόμους ως ελεύθερη γυναίκα, χωρίς φόβο. Δεν ξέρω πότε ή αν θα ξαναδώ τη χώρα μου, αλλά έχω καθήκον απέναντι σε όσους έχουν μείνει πίσω. Πολλοί βρίσκονται σε θανάσιμο κίνδυνο, στο έλεος ενός ζοφερού και ανελέητου νέου καθεστώτος. Εν τω μεταξύ ο σύζυγός μου κι εγώ, ζούμε μέρα με τη μέρα, χωρίς σχέδιο προς το παρόν. Η καρδιά μου είναι ραγισμένη, αλλά ξέρω πόσο τυχερή  είμαι που  εγώ και τα αγαπημένα μου πρόσωπα είμαστε ασφαλείς».

 

πηγή: protothema.gr

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below