Τον Οκτώβριο του 2006 το συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Δερματολογίας έγινε στη Ρόδο. Ήταν τα χρόνια που οι γιατροί και οι πελάτες τους άρχιζαν να ανακαλύπτουν τις αισθητικές επεμβάσεις και ένιωθα ο πιο τυχερός άνθρωπος του πλανήτη που ήμουν προσκεκλημένη να παρακολουθήσω τις εξελίξεις. Το highlight ήταν το δείπνο της τελευταίας ημέρας με τον τότε πρόεδρο της Ακαδημίας, τον Έλληνα καθηγητή Ανδρέα Κατσάμπα. Φυσικά τον ρώτησα το αυτονόητο: τι πρέπει να κάνει μια γυναίκα για να μείνει νέα; «Θα σου πω τι εφαρμόζω με τη σύζυγό μου (σ.σ.: που τον συνόδευε και ήταν όμορφη σαν ζωγραφιά). Βάζει την αλοιφή με ισοτρετινοΐνη των 4 ευρώ από τότε που τη γνώρισα και της κάνω ενέσεις μπότοξ. Το μπότοξ είναι σαν το αντηλιακό, πρέπει να το χορηγούμε για να προλάβει τις ρυτίδες της έκφρασης προτού ακόμη σχηματιστούν. Στις κόρες μου θα το ξεκινούσα από τα 20 τους».

Αν και ήμουν ήδη στα 35, δεν τον άκουσα. Κράτησα όμως τα λόγια του. Τα έγραψα στα περιοδικά, τα είπα στις φίλες μου, τα επιβεβαίωσα με αμέτρητους Έλληνες και ξένους γιατρούς, αλλά πάνω μου μπότοξ δεν τολμούσα. Οι τελευταίες επιφυλάξεις μου κατέρρευσαν όταν έγινα 44 και είδα τις ρυτίδες στο μεσόφρυο να βαθαίνουν σαν χαρακιές ενώ συγχρόνως πείστηκα για την ασφάλειά του από το επιχείρημα ότι το ίδιο φάρμακο χορηγείται σε πολλαπλάσιες δόσεις σε παιδιά με νευρολογικές παθήσεις. Οπότε το δοκίμασα. Ενθουσιάστηκα. Το δέρμα μου έγινε τόσο λείο και λαμπερό όσο ποτέ. Κοίταζα τον καθρέφτη και ήμουν ευτυχισμένη. Προσπαθούσα να κάνω μορφασμούς και απολάμβανα το ανέκφραστο αποτέλεσμα. Το εφέ βέβαια χανόταν μετά από τέσσερις μήνες. Μετρούσα τις ημέρες να περάσουν άλλοι δύο μήνες και στους έξι ξαναπήγαινα. Ηταν το ναρκωτικό μου, η μόνη τοξίνη που μπορούσε να μου δώσει χαρά.

Όπως συμβαίνει με όλους τους εθισμούς, σταδιακά το αίσθημα της ευφορίας άρχισε να μειώνεται. Έκανα τις ενέσεις μου δύο φορές το χρόνο και ενώ περίμενα να νιώσω το τράβηγμα και την ηδονή στο μαρμαρωμένο μέτωπό μου, δεν γινόταν τίποτα. Ήμουν απαρηγόρητη. «Έλα να κάνουμε επαναληπτικό», μου έλεγε η δερματολόγος μου. Πήγαινα. Αφού προσπαθούσαμε με δεύτερη συνεδρία, κάτι έδειχνε να γίνεται, όχι όμως τίποτα σπουδαίο. Όσες μονάδες και να μου έβαζε, το πάγωμα των πρώτων χρόνων δεν γύριζε πίσω. Πέρυσι ήταν η τελευταία φορά που το αποπειράθηκα. Πάλι δεν έπιασε, όμως μετά από αυτή τη ματαίωση δεν είχα κουράγιο ούτε για επανάληψη να πάω. Θύμωσα, απογοητεύτηκα και τελικά το πήρα απόφαση, αφού δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς. Εγώ και το μπότοξ τελειώσαμε. Εννοείται ότι έψαξα να μάθω τι παθαίνει ο οργανισμός ώστε σταματά να αντιδρά στην τοξίνη. Προφανώς αναπτύσσει αντισώματα. Ο,τι κι αν ίσχυε, το βέβαιο ήταν ότι δεν μπορούσα να το αλλάξω.

Μπορούσα όμως να αλλάξω εγώ. Αν και δεν το επέλεξα, έγινα μέλος μιας νέας φυλής γυναικών, των botox detox. Και ενώ φοβόμουν γι’ αυτήν που θα δω στον καθρέφτη, τελικά απλώς έβλεπα εμένα. Είχα βέβαια το «11» στο μεσόφρυο, τις ρυτίδες κατά μήκος του μετώπου και τις γραμμές στο πόδι της χήνας. Ωστόσο δεν είδα να συμβαίνει αυτό που απειλείται, ότι όταν σταματήσεις το μπότοξ φαίνεσαι 20 χρόνια μεγαλύτερη και κρεμάς από τη μία ημέρα στην άλλη. Νομίζω ότι οι ρυτίδες μου επέστρεψαν εκεί που τις άφησα στα 44, σαν να μην τις επιδείνωσε η δεκαετία που μεσολάβησε, σαν να είχε πατήσει pause το ρολόι της γήρανσης. Η διαφορά είναι ότι τα σημάδια της ηλικίας που τότε μου φαίνονταν τρομακτικά τώρα δεν με ενοχλούν πια, ούτε καν τα βλέπω. Και αναρωτιέμαι πώς έφτασα σε αυτό το σημείο της ωριμότητας εγώ που ήμουν ο ορισμός της ματαιοδοξίας. Συμφιλιώθηκα με την ιδέα; Αποδέχτηκα τη μοίρα των ανθρώπων; Αλλαξε η φάση της ζωής μου και τώρα πια δεν με νοιάζει να κρύβω χρόνια; Τότε είχα παιδιά στο δημοτικό, τώρα πηγαίνουν πανεπιστήμιο, νομίζω ότι δικαιούμαι να έχω όσες ρυτίδες θέλω. Μπορεί βέβαια να ευθύνεται και η ορμονική ανακατάταξη της κλιμακτηρίου. Με λιγότερα οιστρογόνα στο αίμα, με βασανίζει λιγότερο η αγωνία να επιβεβαιώνομαι ως γυναίκα.

Έκανα μια μικρή επανάσταση. Εναντίον του εαυτού μου κυρίως, γιατί εγώ είμαι ο αυστηρότερος κριτής του, ίσως και ο μοναδικός. Είχα την απαίτηση να είμαι τέλεια σε όλα, να έχω κάθε τρίχα των μαλλιών στη θέση της και φυσικά αψεγάδιαστη και ατσαλάκωτη επιδερμίδα. Αλλά και επανάσταση εναντίον ενός συστήματος που δεν επιτρέπει στις γυναίκες να μεγαλώνουν. Αυτό που γράφει η Λένα Διβάνη στο Εργαζόμενο Αγόρι, το ότι στη μητριαρχική κοινωνία του βιβλίου οι άνδρες είναι εκείνοι που αναγκάζονται «να παλεύουν με τα μπότοξ» για να μείνουν νέοι, με σόκαρε. Σε εκείνους οι ρυτίδες στο πόδι της χήνας δίνουν αέρα Ιντιάνα Τζόουνς. Σε εμάς χαλάνε το μακιγιάζ και πρέπει να σιδερωθούν. Όχι, δεν θέλω να είμαι το θύμα των κοινωνικών προτύπων. Θέλω να αποφασίζω εγώ για το σώμα μου. Ας καταπίνουν οι άνδρες τις μονάδες βοτουλινικής τοξίνης μαζί με τις επαναληπτικές τους δόσεις.

Από τότε που σταμάτησα να κάνω μπότοξ σταμάτησα να στενοχωριέμαι για τις ρυτίδες. Θεωρώ τόσο μεγάλο δώρο το ότι είμαι εδώ, είμαι καλά και έχω την τύχη να μεγαλώνω, ώστε το μόνο που με νοιάζει για το δέρμα μου είναι η υγεία του. Η αλήθεια είναι ότι λίγους μήνες μετά το τελευταίο αποτυχημένο μπότοξ, όταν το πρόσωπό μου δεν ήταν πια υπό τη χαλαρωτική επήρεια της τοξίνης, εμφάνισε μια πάθηση που με ανησύχησε: ροδόχρου νόσο. Αν και πουθενά δεν έχει καταγραφεί στατιστικός συσχετισμός της διακοπής του μπότοξ με την εκδήλωση της ασθένειας, διάβασα ότι η δράση του λειτουργεί ηρεμιστικά στην επιδερμίδα, με αποτέλεσμα να προλαμβάνονται φλεγμονώδη ξεσπάσματα όπως αυτά της ροδόχρου.

Έζησα ένα θρίλερ για αρκετούς μήνες. Ήμουν μονίμως αναψοκοκκινισμένη, σχεδόν ερυθρόδερμη, και οι κρέμες, ακόμα και το αντηλιακό που έβαζα μέχρι τότε, πυροδοτούσαν την κατάσταση. Δεν υπήρχε εξήγηση. Οι θεραπείες που δοκίμασα δρούσαν διεγερτικά αντί να κατευνάζουν. Προμηθεύτηκα πράσινα φον ντε τεν, κονσίλερ και πούδρες που εξουδετέρωναν την κοκκινίλα ώστε να μπορώ τουλάχιστον να κυκλοφορήσω. Αναζητούσα παντού συμβουλές, τις διασταύρωνα μεταξύ τους και τις δοκίμαζα εις μάτην, ώσπου η απελπισία με έριξε σε ένα διεθνές γκρουπ ομοιοπαθούντων στο Facebook. Εκεί βρήκα λύση. Με δύο αλοιφές από το φαρμακείο και ένα σαμπουάν του σούπερ μάρκετ το πρόβλημα θεραπεύτηκε. Τώρα πια το δέρμα μου έχει ηρεμήσει, δεν χρειάζεται ειδική ρουτίνα και αν ξεχαστώ και βάλω την πράσινη πούδρα, γίνομαι άσπρη σαν πανί. Επιπλέον, καθώς επί τόσους μήνες εφάρμοζα κατά γράμμα τις οδηγίες του γκρουπ, απέκτησα την καλή συνήθεια να κάνω καθαρισμό και περιποίηση πρωί και βράδυ χωρίς να βαριέμαι ή να το αναβάλλω. Η επιδερμίδα μου ποτέ δεν ήταν τόσο ευχαριστημένη και καλοθρεμμένη όσο τώρα που μείναμε οι δυο μας χωρίς μπότοξ.

Η ταλαιπωρία ωστόσο ήταν τόση ώστε πολλές φορές είπα στο πρόσωπό μου στον καθρέφτη «δεν με πειράζουν οι ρυτίδες, κάνε ό,τι θες, μόνο σε παρακαλώ σταμάτα να καις και να πονάς». Ήταν πραγματικά η στιγμή που εκτίμησα το δέρμα γι’ αυτό που μου αξίζει σήμερα και όχι για εκείνο που υπήρξε κάποτε. Θα ξαναέκανα μπότοξ; Δεν νομίζω. Δεν θέλω να είμαι η γυναίκα που υποτάσσει το σώμα της σε οποιοδήποτε καλούπι. Σιγά-σιγά θα περάσω στην επόμενη πίστα, θα υπερασπιστώ το δικαίωμα του φύλου μας στην αραίωση των μαλλιών. Γιατί και πάλι, αυτό που παρουσιάζεται ως καταδίκη για εμάς, για εκείνους είναι απλώς στη φύση τους. Και, το χειρότερο, ούτε τα γκρουπ του Facebook δεν έχουν λύση στην τριχόπτωση.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below