Η ψυχαναλύτρια και συγγραφέας Galit Atlas εξερευνά στο βιβλίο της Η κληρονομιά του τραύματος (εκδόσεις Κέλευθος) τον αόρατο τρόπο με τον οποίο το τραύμα, τα μυστικά και οι σιωπές μεταδίδονται από γενιά σε γενιά διαμορφώνοντας την ψυχική μας ζωή. Μέσα από ιστορίες θεραπευομένων αλλά και δικές της οικογενειακές εμπειρίες, φωτίζει το πώς το ασυνείδητο κουβαλά μνήμες που δεν μας ανήκουν πλήρως. Η Atlas μίλησε στο ελληνικό Marie Claire για το συλλογικό και διαγενεακό τραύμα, τη σχέση πολιτισμού και Ιστορίας, με την επούλωση και τη δυνατότητα της αγάπης να υπερνικούν το σκοτάδι.

Τι σας οδήγησε να γράψετε το Emotional Inheritance; Ηταν κάτι που παρατηρήσατε στους θεραπευόμενούς σας ή μια προσωπική κλωστή που τραβήξατε από την οικογενειακή σας ιστορία;

Το Emotional Inheritance ήταν ένα άρθρο που έγραψα για τους New York Times το 2015 με θέμα τα οικογενειακά μυστικά. Η ιστορία εστίαζε σε έναν θεραπευόμενό μου, τον Νόα (ψευδώνυμο), ο οποίος ήρθε στη θεραπεία παλεύοντας με επαναλαμβανόμενες παρεισφρητικές σκέψεις για ένα φανταστικό δίδυμο αδελφό που πίστευε ότι είχε και είχε πεθάνει. Το άρθρο, που αργότερα έγινε κεφάλαιο στο βιβλίο, περιγράφει πώς δουλέψαμε μαζί για να επεξεργαστούμε τόσο τον εσωτερικό του κόσμο όσο και αυτά που ανακαλύψαμε σχετικά με τα μυστικά της οικογένειάς του.
Αρχικά, τόσο ο Νόα όσο και εγώ θεωρούσαμε ότι η ιστορία του ήταν ασυνήθιστη. Ωστόσο, αμέσως μετά τη δημοσίευση, άρχισα να λαμβάνω μηνύματα από ανθρώπους που ισχυρίζονταν ότι είχαν παρόμοιες εμπειρίες. Συνειδητοποίησα ότι η ψυχαναλυτική βιβλιογραφία μας δεν μιλά αρκετά για το πώς μεταφέρουμε μυστικά μέσα στις οικογένειες, ιδιαίτερα αυτά που σχετίζονται με το τραύμα και τη «συναισθηματική κληρονομιά» που περνά από γενιά σε γενιά. Όλες αυτές οι εμπειρίες, που συχνά μοιάζουν παράξενες ή μυστηριώδεις, δημιουργούνται μέσω του βαθιού ασυνείδητου δεσμού μεταξύ των ανθρώπων, της προσκόλλησής μας ο ένας στον άλλον, με αποτέλεσμα να περνάνε μηνύματα χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε. Στο βιβλίο μοιράζομαι δικές μου οικογενειακές ιστορίες, όπως και ιστορίες άλλων θεραπευομένων, που δείχνουν τους πολλούς τρόπους με τους οποίους εμφανίζεται και μεταδίδεται το διαγενεακό τραύμα.

Ρωτώ συχνά: ποιος διάλεξε το όνομά σας και γιατί; Υπάρχει κάποια ιστορία ή νόημα συνδεδεμένο με αυτό; Ένα όνομα φέρει συναισθήματα, τις ελπίδες των γονιών για το παιδί, το ποιος θα γίνει ή ποιος θα ήθελαν να γίνει.

Περιγράφετε το τραύμα ως κάτι που ταξιδεύει σιωπηλά από γενιά σε γενιά. Πώς μπορούν οι γυναίκες να αναγνωρίσουν πότε κουβαλούν πληγές που δεν τους ανήκουν ολοκληρωτικά;

Αυτό είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό ερώτημα γιατί εμείς οι γυναίκες, ειδικά, τείνουμε να κουβαλάμε συναισθηματικό υλικό που δεν μας ανήκει. Μέρος της πολιτιστικής έμφυλης ταυτότητάς μας είναι να βάζουμε στην άκρη τις δικές μας ανάγκες και τα συναισθήματά μας ώστε να αναλαμβάνουμε εκείνα των άλλων. Αυτό μας καθιστά πιο επιρρεπείς στο να κουβαλάμε πληγές που δεν είναι δικές μας. Το πρώτο βήμα για να αναγνωρίσουμε τη συναισθηματική κληρονομιά είναι να αντιληφθούμε αυτή την ασυνείδητη πράξη. Πολλές αναγνώστριες μου λένε ότι το ίδιο το πλαίσιο, η απλή επίγνωση αυτής της ιδέας, τους έδωσε αυτό που αποκαλούν «aha moment» – μια αποκαλυπτική στιγμή κατανόησης που τους επέτρεψε να ανοίξουν την πόρτα της προσωπικής τους ιστορίας και να συνδέσουν γεγονότα που συνέβησαν στους γονείς τους με τη δική τους ψυχολογία. Για τις γυναίκες, αυτές οι συνδέσεις σχετίζονται συχνά με τις εμπειρίες και τα τραύματα των μητέρων και των γιαγιάδων τους και με το πώς αυτά επηρεάζουν και διαμορφώνουν την ταυτότητά τους.

Η «συναισθηματική κληρονομιά» είναι μόνο πόνος; Δεν περιλαμβάνει επίσης δύναμη, ανθεκτικότητα και αγάπη που μας μεταδίδονται από την οικογένεια;

Απολύτως. Το τραύμα μεταδίδεται, αλλά μαζί του περνούν και η ανθεκτικότητα και η ίαση. Ως δεύτερη ή τρίτη γενιά απογόνων, η ίδια μας η ύπαρξη αποδεικνύει ότι η επιβίωση είναι δυνατή, και αυτή τη γνώση τη φέρουμε πάντα μέσα μας. Αν και οι άνθρωποι έρχονται συχνά στη θεραπεία για να αντιμετωπίσουν τα αρνητικά κομμάτια της συναισθηματικής τους κληρονομιάς, η κληρονομιά μας περιλαμβάνει και πολλά θετικά στοιχεία που λάβαμε από τους προγόνους μας: την ικανότητά τους να αγαπούν, να δημιουργούν, να επιβιώνουν και να ανθούν.

Στο βιβλίο μοιράζομαι δικές μου οικογενειακές ιστορίες, όπως και ιστορίες άλλων θεραπευομένων, που δείχνουν τους πολλούς τρόπους με τους οποίους εμφανίζεται και μεταδίδεται το διαγενεακό τραύμα.

Πολλοί άνθρωποι γύρω μας μοιάζει να αναζητούν «θεραπείες-εξπρές». Η ψυχανάλυση, ωστόσο, έχει άλλους ρυθμούς. Τι είναι αυτό που την κάνει το κατάλληλο εργαλείο για να απεμπλακεί κανείς από το οικογενειακό τραύμα που κληρονόμησε;

Η ψυχανάλυση είναι μια αργή διαδικασία που δρα σε βάθος. Αποδέχεται ότι όλοι ερχόμαστε στη θεραπεία με την επιθυμία να γνωρίσουμε κάτι καλύτερα, αλλά και με τον τρόμο τού να γνωρίσουμε κάτι πραγματικά. Αυτό ισχύει για κάθε μορφή συναισθηματικής διερεύνησης και, ειδικά, για τη διαγενεακή δουλειά. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο όταν εστιάζουμε στις προηγούμενες γενιές είναι ότι, ως παιδιά, πιστεύουμε ότι θέλουμε να γνωρίσουμε τους γονείς μας, αλλά στην πραγματικότητα αντιστεκόμαστε στο να τους γνωρίσουμε πραγματικά. Δεν θέλουμε πάντα να μάθουμε τον εσωτερικό τους κόσμο ή τι τους έχει συμβεί. Στην παιδική ηλικία αυτό συμβαίνει γιατί τους χρειαζόμαστε δυνατούς για να μας φροντίζουν. Ακόμη και αργότερα στη ζωή πολλοί άνθρωποι φοβούνται να πλησιάσουν τις αδυναμίες και τα τραύματα των γονιών τους – και αυτό γίνεται το κύριο εμπόδιο για να κατανοήσουν τη δική τους συναισθηματική κληρονομιά. Αυτό που κάνει μοναδική τη δουλειά που κάνει ένας ψυχαναλυτής είναι ότι σέβεται τις άμυνές μας και τους δικούς μας ρυθμούς. Ξεδιπλώνουμε σταδιακά το ασυνείδητο, στρώμα-στρώμα, και ρωτάμε τι μπορούμε να αντέξουμε να μάθουμε και τι είναι πολύ επώδυνο για να το πλησιάσουμε. Αυτή η βαθύτερη προοπτική προσφέρει το δρόμο προς μια πραγματική αλλαγή, όχι απλώς μια γρήγορη ή προσωρινή λύση.

Η συγγραφή του βιβλίου πρέπει να ήταν ένα ταξίδι από μόνη της. Ανακαλύψατε κάτι απροσδόκητο για τη δική σας ιστορία καθώς το γράφατε;

Στο Emotional Inheritance λέω ότι η έρευνα είναι πάντα «me-search». Αυτό σημαίνει ότι κάθε διανοητική διερεύνηση είναι και μια συναισθηματική αναζήτηση που ξεκινά συνήθως από ένα προσωπικό, συναισθηματικό σημείο. Η συγγραφή του βιβλίου υπήρξε για μένα ένα βαθιά συγκινησιακό ταξίδι. Σε κάθε κεφάλαιο ανακάλυπτα κάτι για τη δική μου ζωή – είτε για μένα την ίδια, είτε για την οικογένειά μου.
Για παράδειγμα, δεν είχα ποτέ σκεφτεί βαθιά το γεγονός ότι και οι δύο γονείς μου είχαν χάσει αδέλφια σε νεαρή ηλικία. Το γνώριζα συνειδητά, αλλά δεν είχα επεξεργαστεί τι σήμαινε αυτό για τη σχέση τους και για την οικογένειά μας. Σε ένα κεφάλαιο μιλάω για την έννοια του Unthought known, αυτά που γνωρίζουμε για την οικογένεια, αλλά δεν μας επιτρέπεται να τα σκεφτούμε ή να μιλήσουμε γι’ αυτά και μένουν σε ένα απομονωμένο μέρος του νου μας. Αυτό το κεφάλαιο βασίζεται στη δική μου οικογενειακή ιστορία και περιγράφει μια θεραπευόμενη που ήρθε στη θεραπεία γιατί πέθανε ο αδελφός της. Σε κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι η εμπειρία της ήταν ίδια με εκείνη που είχε ζήσει η μητέρα μου και ότι στην οικογένειά μας δεν μας επιτρεπόταν ποτέ να μιλήσουμε γι’ αυτό, για να μην τη στενοχωρήσουμε. Περιγράφω πώς η συνειδητοποίηση ότι «θεραπεύω τη δική μου πληγωμένη μητέρα» επηρέασε τη θεραπευτική διαδικασία. Θυμάμαι ότι τελειώνοντας κάθε κεφάλαιο έλεγα «Αυτό ήταν το πιο δύσκολο κεφάλαιο», μόνο για να νιώσω το ίδιο στο επόμενο. Σε κάθε κεφάλαιο άγγιζα το δικό μου πόνο και στην πραγματικότητα ένα κομμάτι μου υπάρχει σε κάθε θεραπευόμενο που περιγράφω.

Ως παιδιά, πιστεύουμε ότι θέλουμε να γνωρίσουμε τους γονείς μας, αλλά στην πραγματικότητα αντιστεκόμαστε στο να τους γνωρίσουμε πραγματικά. Δεν θέλουμε πάντα να μάθουμε τον εσωτερικό τους κόσμο ή τι τους έχει συμβεί. Στην παιδική ηλικία αυτό συμβαίνει γιατί τους χρειαζόμαστε δυνατούς για να μας φροντίζουν.

Πώς επηρεάζουν ο πολιτισμός και η Ιστορία τον τρόπο με τον οποίο οι οικογένειες μεταδίδουν τόσο το τραύμα όσο και την επούλωσή του;

Η πολιτισμική μετάδοση διαφέρει ανάλογα με το πόσο ένας πολιτισμός επιτρέπει να μιλήσουμε για τραυματικά γεγονότα. Ιστορικά, ορισμένοι πολιτισμοί άφηναν περισσότερο χώρο για επεξεργασία, ενώ σε άλλους η συζήτηση για τραύματα ήταν εντελώς απαγορευμένη. Η τάση είναι να κρατούμε το τραύμα αποκομμένο, απωθημένο και να θέλουμε «να προχωρήσουμε». Συχνά κρατιέται ως μυστικό και στο βιβλίο αποκαλώ αυτά τα μυστικά «φαντάσματα» -τ α φαντάσματα της ιστορίας μας, του ανείπωτου. Αυτό που χρειαζόμαστε ως άτομα και ως πολιτισμοί είναι η δυνατότητα να πενθούμε, αντί να ενεργοποιούμαστε από τα τραύματα του παρελθόντος και να αναζητούμε εκδίκηση ή να καταρρέουμε.

Στην κλινική σας πρακτική έχετε παρατηρήσει διαφορές στον τρόπο με τον οποίο γυναίκες από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα κουβαλούν τη συναισθηματική τους κληρονομιά;

Το βιβλίο μου έχει εκδοθεί σε 27 γλώσσες και μίλησα με ανθρώπους από πολλές χώρες για να κατανοήσω πώς ο πολιτισμός επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται, επεξεργάζεται και μεταδίδεται το τραύμα. Παρατηρώ ένα κοινό στοιχείο στις γυναίκες παντού: όλες κουβαλούμε το βάρος της ευθύνης. Όλες υποστηρίζουμε και φροντίζουμε άλλους με κάποιον τρόπο και συχνά δεν μας επιτρέπεται να πενθήσουμε τις δικές μας απώλειες, είτε πρόκειται για ανθρώπους, είτε για ευκαιρίες, είτε για όνειρα. Παρά τις πολιτισμικές διαφορές, οι ομοιότητες είναι εντυπωσιακές.
Είναι ξεκάθαρο επίσης ότι όταν ολόκληρο το σύστημα βρίσκεται σε κρίση -είτε πρόκειται για την οικογένεια, είτε για την κοινωνία- συνήθως η γυναίκα γίνεται ο «φορέας» ή το «σύμπτωμα», αυτό που στην ψυχολογία ονομάζουμε «identified patient» (ταυτισμένος ασθενής), εκείνη δηλαδή που κρατάει και εκφράζει τον πόνο για όλη την οικογένεια. Οι γυναίκες είναι εκείνες που «φαίνονται» ή ακόμη και αρρωσταίνουν σωματικά ή ψυχικά σηκώνοντας το βάρος ακόμη και εις βάρος του εαυτού τους. Αυτό το μοτίβο διαπερνά όλους τους πολιτισμούς.

Σε μια εποχή παγκόσμιας αβεβαιότητας -από την πανδημία έως τους πολέμους- όλοι ζούμε με συλλογικό τραύμα. Πώς συνδέεται αυτό με τις προσωπικές και οικογενειακές ιστορίες που περιγράφετε;

H ψυχολόγος Γιολάντα Γκάμπελ, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, εισήγαγε τον όρο «ραδιενέργεια του τραύματος» (radioactivity of trauma) για να περιγράψει τις καταστροφικές συνέπειες της κοινωνικοπολιτικής βίας. Τραυματικά γεγονότα, ακόμη κι αν δεν μας συνέβησαν άμεσα, μας επηρεάζουν βαθιά. Γινόμαστε μάρτυρες της βίας, και αυτό επηρεάζει το σώμα και τον ψυχισμό μας. Όπως και το προσωπικό τραύμα, έτσι και το κληρονομημένο συλλογικό τραύμα μπορεί να μας αφήσει πιο ευάλωτους, «πυροδοτημένους», εύθραυστους. Αλλά μπορεί και να μας δυναμώσει ενισχύοντας την πεποίθηση ότι μπορούμε να επουλωθούμε και να ανακάμψουμε. Παρατήρησα ότι κατά την περίοδο του COVID μερικοί θεραπευόμενοί μου που συνήθως ήταν πιο αγχώδεις και προέρχονταν από οικογένειες με διαγενεακό συλλογικό τραύμα έγιναν οι πιο ανθεκτικοί. Συζητήσαμε πώς το γεγονός ότι οι οικογένειές τους επιβίωσαν από φρικτές τραγωδίες τούς έδωσε την αίσθηση ότι θα επιβίωναν και αυτοί, ότι ενώ συμβαίνει κάτι πολύ κακό η επιβίωση είναι δυνατή. Πιστεύω ότι αυτό ισχύει και σήμερα. Η έννοια του διαγενεακού τραύματος μας δίνει ελπίδα ότι ακόμη και όταν ο κόσμος σκοτεινιάζει (όπως στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), η ίαση, η επανόρθωση και η αλλαγή είναι εφικτές. Η Ιστορία μάς διδάσκει ότι οι άνθρωποι τείνουν να διορθώνουν την πορεία τους, να βρίσκουν τρόπους να διαχειριστούν καταστροφικές ορμές και να δίνουν προτεραιότητα στην αγάπη, στη συμπόνια και τη δημιουργικότητα.

Όπως και το προσωπικό τραύμα, έτσι και το κληρονομημένο συλλογικό τραύμα μπορεί να μας αφήσει πιο ευάλωτους, «πυροδοτημένους», εύθραυστους. Αλλά μπορεί και να μας δυναμώσει ενισχύοντας την πεποίθηση ότι μπορούμε να επουλωθούμε και να ανακάμψουμε.

Για τις αναγνώστριες που ίσως δεν έχουν πρόσβαση στη θεραπεία, ποια απλά βήματα ή πρακτικές μπορούν να τις βοηθήσουν να αρχίσουν να σπάνε τους κύκλους του πόνου;

Το πρώτο βήμα είναι η κατανόηση του ίδιου του πλαισίου: να αναγνωρίσουμε ότι το τραύμα μπορεί να μεταβιβαστεί από γενιά σε γενιά και ότι πράγματα που δεν μας συνέβησαν -ή που ίσως ούτε καν γνωρίζαμε- μπορούν να διαμορφώσουν το ποιοι είμαστε. Όταν κοιτάξουμε κατάματα τον πόνο της οικογένειάς μας, αντί να τον αποστρεφόμαστε, συχνά ανακαλύπτουμε πώς μας έχει επηρεάσει. Δεν μιλάω μόνο για τον πόνο που βιώσαμε άμεσα, αλλά και για εμπειρίες που είχαν οι γονείς μας, ακόμη και προτού γεννηθούμε – πράγματα που ίσως δεν γνωρίζαμε ή δεν μας επιτρεπόταν να συζητάμε στην οικογένεια. Η διακοπή του κύκλου ξεκινά με την αναγνώρισή του: τι συνέβη στους γονείς και τους παππούδες μου; Πώς ζουν μέσα μου οι εμπειρίες τους; Τι επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά στην οικογενειακή μας ιστορία;
Ενθαρρύνω τους ανθρώπους να συλλέξουν πληροφορίες, να μιλήσουν με συγγενείς για τα γεγονότα του παρελθόντος, να κάνουν δύσκολες ερωτήσεις. Ένας δρόμος διερεύνησης της συναισθηματικής μας κληρονομιάς είναι μέσα από τα ονόματά μας. Τα ονόματα είναι ουσιαστικό μέρος της ταυτότητας. Ρωτώ συχνά: ποιος διάλεξε το όνομά σας και γιατί; Υπάρχει κάποια ιστορία ή νόημα συνδεδεμένο με αυτό; Ένα όνομα φέρει συναισθήματα, τις ελπίδες των γονιών για το παιδί, το ποιος θα γίνει ή ποιος θα ήθελαν να γίνει. Υπάρχει βαθύ νόημα στο να δίνεται το όνομα κάποιου που πέθανε κάτω από τραγικές συνθήκες – ενός παιδιού ή κάποιου που αυτοκτόνησε ή δολοφονήθηκε. Συχνά αυτό εκφράζει την επιθυμία όχι μόνο να αναβιώσει ό,τι χάθηκε, αλλά και να επανορθωθεί το παρελθόν και να επουλωθεί το τραύμα. Γι’ αυτό ρωτώ: ποια είναι η ιστορία πίσω από το όνομά σας; Ποιο είναι το νόημά του; Ποιος σας έδωσε το όνομά σας;

Ποιο είναι το επιμύθιο που θα θέλατε να θυμούνται, ιδίως οι αναγνώστριες, μετά την ανάγνωση του Emotional Inheritance;

Αυτό που δεν γνωρίζεις έχει τη δύναμη να ελέγχει τη ζωή σου. Η γνώση είναι δύναμη, και η αλλαγή είναι εφικτή.

Η Galit Atlas, PhD, είναι ψυχαναλύτρια και κλινική επόπτρια σε ιδιωτικό γραφείο στη Νέα Υόρκη. Είναι µέλος του διδακτικού προσωπικού του Μεταδιδακτορικού Προγράµµατος Ψυχοθεραπείας και Ψυχανάλυσης του Πανεπιστηµίου της Νέας Υόρκης, του Εθνικού Εκπαιδευτικού Προγράµµατος και του Τετραετούς Προγράµµατος Εκπαίδευσης Ενηλίκων του Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχοθεραπείας της Νέας Υόρκης. Έχει γράψει το The Enigma of Desire: Sex, Longing, and Belonging in Psychoanalysis και, σε συνεργασία µε τον Lewis Aron, το Dramatic Dialogue: Contemporary Clinical Practice, έχει επιµεληθεί το When Minds Meet: The Work of Lewis Aron και έχει γράψει πολυάριθµα άρθρα και κεφάλαια βιβλίων που επικεντρώνονται στο φύλο και στη σεξουαλικότητα. Το δηµοσίευµά της στους New York Times µε τίτλο «A Tale of Two Twins» [«Ιστορία δύο διδύµων»] κέρδισε το βραβείο Gradiva το 2016. Ως σηµαίνουσα µορφή του τοµέα της σχεσιακής ψυχανάλυσης, έχει λάβει το βραβείο έρευνας André François, καθώς και το βραβείο έρευνας της Βορειοαµερικανικής Εταιρείας ∆ραµατοθεραπείας (NADTA). ∆ιδάσκει και δίνει διαλέξεις σε όλες τις ΗΠΑ αλλά και διεθνώς.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below