Κείμενο: Κορίνα Πετρίδη
Εικονογράφηση / Οπτικοποίηση δεδομένων: Γαλάτεια Ιατράκη
Η Δήμητρα Βαλανίδου ζει στην Ικαρία, όμως δεν έχει καταγωγή από το νησί. Πριν από οκτώ χρόνια, όταν εργαζόταν ως αρχιτέκτονας στο Βέλγιο, αποφάσισε μαζί με μία φίλη της να μετακομίσουν στην Ικαρία για λίγους μήνες και ίσως να δουλέψουν εκεί κάποια project μαζί.
Ήθελε να μείνει κάπου όπου οι ρυθμοί της καθημερινότητας θα είναι λιγότερο εξαντλητικοί. Σύντομα, η Δήμητρα αποφάσισε ότι θέλει να μείνει μόνιμα στο νησί. «Βρήκα ηρεμία εδώ και στον εαυτό μου και στους ανθρώπους γύρω μου και αυτό με κατέκλυσε και είπα ότι έτσι θέλω να ζω», λέει.
Παρότι στο νησί υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις σε υποδομές, στην Ικαρία η Δήμητρα αισθάνθηκε για πρώτη φορά κοντά στο ενδεχόμενο να κάνει οικογένεια.
Σήμερα, μαζί με τον σύζυγό της μεγαλώνουν δύο παιδιά. Όμως κανένα δεν γεννήθηκε στην Ικαρία. Το νησί διαθέτει νοσοκομείο με μία γυναικολόγο όμως, όπως λέει η Δήμητρα, «αν πάει κάτι στραβά και το μωρό χρειαστεί να μπει στη θερμοκοιτίδα, θα πρέπει την πρώτη ώρα της ζωής του να μεταφερθεί με αεροδιακομιδή στην Αθήνα».
Η Δήμητρα δεν είναι μεμονωμένη περίπτωση. Έρευνα που πραγματοποίησε το ανεξάρτητο δημοσιογραφικό ερευνητικό μέσο Solomon, έδειξε ότι δύο στις τρεις γυναίκες που ζουν στο Αιγαίο αναγκάζονται να φύγουν από το νησί τους για να γεννήσουν με ασφάλεια.
Ενώ η κυβέρνηση προτάσσει το δημογραφικό ως εθνική προτεραιότητα, οι μητέρες στο Αιγαίο καλούνται να αντιμετωπίσουν συστηματικά κενά όσον αφορά την πρόσβαση σε δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες υγείας και περιγεννητικής φροντίδας.
«Στον δεύτερο τοκετό, γέννησα χωρίς μαία και αναισθησιολόγο — μόνο με τη γυναικολόγο, λόγω έλλειψης προσωπικού στο νοσοκομείο. Ήταν τραυματική εμπειρία και δεν μπορώ να το ξεπεράσω έως και σήμερα» – Μαρτυρία μητέρας από τη Σαντορίνη.
Το Solomon μίλησε με εγκύους, μητέρες, μαίες, οργανώσεις και ειδικούς ψυχικής υγείας. Δημιούργησε ερωτηματολόγιο στο οποίο απάντησαν 262 γυναίκες από 40 διαφορετικά νησιά του Αιγαίου, οι οποίες γέννησαν μέσα σε ένα χρονικό διάστημα 35 ετών: από το 1990 μέχρι το 2025.
Από την έρευνα προέκυψε ότι:
- Το 65% των γυναικών χρειάστηκε να φύγει για να γεννήσει αλλού, κυρίως λόγω ελλείψεων σε υποδομές υγείας και υγειονομικό προσωπικό. Στα νησιά, η περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας επιβαρύνει επιπλέον ψυχολογικά τις μητέρες και τους νέους γονείς.
- Παρότι τόσο η εγκυμοσύνη, όσο και η λοχεία αποτελούν μία ιδιαίτερα ευάλωτη περίοδο σωματικά και ψυχολογικά, το 76% απάντησε πως κανένας επαγγελματίας υγείας δεν τους ρώτησε για τη συναισθηματική τους κατάσταση.
- Μετά τον τοκετό, μία στις δύο μητέρες ένιωθε αγχωμένη και ανήσυχη, ενώ τέσσερις στις δέκα αισθάνονταν μόνες και απομονωμένες.
- Το 51% των συμμετεχουσών είπε πως κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου σκέφτηκε να απευθυνθεί σε ειδικό ψυχικής υγείας, όμως μόνο το 30% πράγματι το έκανε. Εκείνες που τελικά δεν απευθύνθηκαν είπαν ότι αισθάνονταν ότι μπορούν να τα καταφέρουν μόνες τους αλλά και ότι οι υπηρεσίες αυτές δεν ήταν εύκολα προσβάσιμες – ήταν πολύ μακριά ή πολύ ακριβές.

Περιορισμένη πρόσβαση στο σύστημα υγείας
Ο Δημήτρης Μουντάκης είναι μαιευτής στο Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου από το 1991. Υποστηρίζει ότι το νοσοκομείο δεν ήταν ποτέ επαρκώς στελεχωμένο και εξοπλισμένο, ενώ εκτιμά ότι αυτή τη στιγμή λειτουργεί με το 70% του προσωπικού που χρειάζεται.
Μέχρι και σήμερα, πολλές γυναίκες από τη Λέρο αποφασίζουν να γεννήσουν αλλού, προκειμένου να είναι βέβαιες ότι θα λάβουν τη φροντίδα που μπορεί να χρειαστούν εάν προκύψει κάτι έκτακτο.
Το νοσοκομείο λειτουργεί με μία μόνο αναισθησιολόγο. Όταν διαφαίνεται ότι ένας τοκετός θα είναι δύσκολος και η αναισθησιολόγος απουσιάζει, το προσωπικό του νοσοκομείου δεν θα αναλάβει τη γυναίκα. Σκάφος του Λιμενικού θα την μεταφέρει στην Κάλυμνο, που βρίσκεται μία ώρα μακριά από το νησί, και διαθέτει μεγαλύτερο και πληρέστερα εξοπλισμένο νοσοκομείο.
«Αν κάτι πάει στραβά ή αν βλέπουμε κάτι που δεν μας αρέσει, πρέπει να φύγει η γυναίκα, να πάει σε κεντρικό νοσοκομείο. Δεν μπορούμε εδώ να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες», λέει ο Μουντάκης.
Όμως ακόμη και η μεταφορά ενός ασθενούς σε άλλο νησί δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση και εξαρτάται από έναν ανεξέλεγκτο παράγοντα: τον καιρό.
«Εδώ, όταν έχει κακοκαιρία, ξεκινάμε τις προσευχές», λέει.
«Δεν υπάρχει καμία δομή στο νησί, ούτε για τις μητέρες των παιδιών που εισάγονται στη μονάδα νεογνών. Χρειαζόμαστε ψυχολογική υποστήριξη —το περισσότερο κλάμα της ζωής μου ήταν τότε» – Μαρτυρία μητέρας από τη Χίο.
To 2023, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα Συστήματα και τις Πολιτικές Υγείας, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δημοσίευσαν έκθεση για την κατάσταση της υγείας στην Ελλάδα.
Η έκθεση αναδεικνύει το πρόβλημα της περιορισμένης πρόσβασης στο σύστημα υγείας: το 2022, η Ελλάδα είχε το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ σε μη ικανοποιούμενες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης (9% έναντι 2,2% στην ΕΕ), λόγω κόστους, απόστασης ή χρόνου αναμονής.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις νησιωτικές και απομακρυσμένες περιοχές, όπου η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας παραμένει ιδιαίτερα δύσκολη.
Το 2023, ο τότε υπουργός Υγείας Μιχάλης Χρυσοχοΐδης εξήγγειλε ότι «αυτή θα είναι η τετραετία της υγείας». Όμως, τουλάχιστον για το Αιγαίο, τα ευρήματα της έρευνας αναδεικνύουν μία διαφορετική εικόνα.
Από τις 262 γυναίκες που συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο του Solomon, 169 γυναίκες απάντησαν ότι χρειάστηκε να γεννήσουν αλλού. Εξ αυτών:
- το 34% απέδωσε την απόφασή του στην έλλειψη νοσοκομείου ή μαιευτηρίου στο νησί που διέμενε,
- το 26% είπε πως δεν γέννησε στο νησί του λόγω ελλείψεων στο υγειονομικό προσωπικό: το νησί μπορεί να μην είχε γυναικολόγο, μαία ή αναισθησιολόγο,
- τo 17% γέννησε αλλού λόγω ανεπαρκειών σε υποδομές και υπηρεσίες (π.χ. έλλειψη θερμοκοιτίδας).
Το Solomon απέστειλε ερωτήματα στο Υπουργείο Υγείας σε σχέση με την προσβασιμότητα στο σύστημα υγείας αλλά και για τα προγράμματα του Υπουργείου που αφορούν στην περιγεννητική φροντίδα, αλλά δεν έλαβε απάντηση.
Άγχος και στρες για τους νέους γονείς
Μεταξύ 2022-2023 η Φαιναρέτη, Μη Κυβερνητική Οργάνωση που δραστηριοποιείται στον τομέα της περιγεννητικής φροντίδας, υλοποίησε το «Πρόγραμμα Υποστήριξης Εγκύων και Νέων Γονέων Κατοίκων Μικρών Νησιών» με χρηματοδότηση της Γενικής Γραμματείας Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής.
Ένα από τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η οργάνωση μετά το πέρας του προγράμματος ήταν ότι «η έλλειψη υπηρεσιών περιγεννητικής φροντίδας και εξειδικευμένων επαγγελματιών υγείας προκαλεί άγχος και στρες στους μελλοντικούς και νέους γονείς».
Αυτό, επισημαίνει η οργάνωση, έχει ως αποτέλεσμα η εγκυμοσύνη να «συνοδεύεται από έντονο άγχος, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις επειγουσών ιατρικών/μαιευτικών καταστάσεων».
Τον Φεβρουάριο του 2025, η τότε υπουργός του Υπ. Οικογένειας και Κοινωνικής Συνοχής συναντήθηκε με τον υφυπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Στέφανο Γκίκα. Στη συνάντηση αποφασίστηκε τα δύο Υπουργεία να υπογράψουν ένα μνημόνιο συνεργασίας με στόχο τη διαμόρφωση πολιτικών για τη στήριξη της οικογένειας και την προστασία της μητρότητας στα νησιά.
Μερικά από τα υπό συζήτηση μέτρα ήταν η δημιουργία σχολών γονέων, η θέσπιση πολιτικών καταπολέμησης του στίγματος της ψυχικής νόσου, καθώς και η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση σχετικά με θέματα προγεννητικής εκπαίδευσης και προετοιμασίας για τον τοκετό και τη γονεϊκότητα.
«Εγκαινιάζουμε μια κοινή πρωτοβουλία για άντληση ευρωπαϊκών πόρων και προγραμμάτων για την υποστήριξη της γονεϊκότητας στα νησιά», είχε πει η τότε Υπουργός. Ωστόσο, στο πλαίσιο της έρευνας, εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικογένειας και Κοινωνικής Συνοχής είπε στο Solomon ότι μέχρι στιγμής δεν έχει υπογραφεί κάτι.
Το κοινωνικό στίγμα
Η Θεανώ Γκέσογλου είναι ψυχίατρος και ψυχοθεραπεύτρια με εξειδίκευση στην περιγεννητική ψυχιατρική. Λέει ότι οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της περιγεννητικής περιόδου έχουν «πολύ μεγάλη ανάγκη από ιδιαίτερη φροντίδα» και αυτό γιατί οι αλλαγές που συντελούνται κατά τη διάρκεια αυτής της περίοδου, και ειδικά του πρώτου λοχειακού τριμήνου, είναι τεράστιες.
Η επιστημονική έρευνα δείχνει ότι η επιλόχειος κατάθλιψη επηρεάζει περίπου το 14% του πληθυσμού, ενώ σπανιότερα μπορεί να εκδηλωθούν συμπτώματα επιλόχειου ψύχωσης (1 ανά 1.000 γεννήσεις). Όμως οι μητέρες που τελικά θα απευθυνθούν σε ειδικό ψυχικής υγείας αποτελούν, για μια σειρά από λόγους, μειοψηφία.
«Το σώμα μου δεν το αισθανόμουν δικό μου για τουλάχιστον ένα χρόνο, σχεδόν όσο διήρκησε ο θηλασμός. Η κύηση και η μητρότητα εξαναγκάζουν σχεδόν την πλήρη παράδοση του σώματος και της ψυχής, κάτι που ο σύντροφός μου προσπάθησε πολύ να καταλάβει, αλλά δεν είναι εύκολο. Προέκυψε απόσταση και, κατά συνέπεια, μοναξιά και πολύ άγχος» – Μαρτυρία μητέρας από τη Σύρο.
Η Θεανώ Γκέσογλου αναφέρει ότι περίπου 6 με 7 στις 10 γυναίκες δεν θα αναζητήσουν βοήθεια. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο: το 70% των συμμετεχουσών δεν απευθύνθηκε σε ειδικό ψυχικής υγείας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή μετά τον τοκετό, παρότι περισσότερες από τις μισές σκέφτηκαν να το κάνουν.
Ένας από τους λόγους που δεν αναζητούν βοήθεια, λέει η Γκέσογλου, είναι το στίγμα. Η αφήγηση γύρω από το «θαύμα της μητρότητας» εμποδίζει πολλές γυναίκες να μοιραστούν πιο δυσάρεστα συναισθήματα γύρω από την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα.

Από το σύνολο των γυναικών που απάντησαν στο ερωτηματολόγιο του Solomon ότι δεν απευθύνθηκαν σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας, το 50% είπε ότι θεωρούσε ότι «μπορεί να τα καταφέρει μόνη της», ενώ ένα 6% απάντησε ότι φοβήθηκε ότι θα κριθεί από τον/την σύντροφο ή άλλα μέλη της οικογένειας.
Συστημικά κενά σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας
Όμως, πέρα από το κοινωνικό στίγμα, από τις απαντήσεις προκύπτουν και τα συστημικά κενά γύρω από το κομμάτι της περιγεννητικής φροντίδας:
- τέσσερις στις δέκα μητέρες (42%) απάντησαν πως ο λόγος που δεν απευθύνθηκαν σε ειδικό ψυχικής υγείας ήταν επειδή οι υπηρεσίες αυτές δεν ήταν προσβάσιμες – είτε λόγω απόστασης, είτε λόγω κόστους.
- δύο στις δέκα (19%) είπαν ότι δεν έλαβαν βοήθεια γιατί δεν υπήρχε κάποιος άλλος να κρατήσει το παιδί.
Οι μαρτυρίες που κατέγραψε το Solomon είναι ενδεικτικές της απομόνωσης και της δυσφορίας που βιώνουν πολλές γυναίκες, ιδιαίτερα μετά τον τοκετό.
Μητέρα από τη Σαντορίνη έγραψε στη φόρμα: «Αισθανόμουν πλήρως μόνη […] Κοινωνικές υπηρεσίες μηδέν ενώ χρήματα για ιδιωτική ψυχολογική υποστήριξη δεν περισσεύουν».
Αντίστοιχα, μητέρα από τη Ρόδο έγραψε: «Έλεγα απλώς στον εαυτό μου να κάνει υπομονή, να περάσει και αυτή η μέρα και μετά ένιωθα ενοχές, μοναξιά και ότι δεν έχω καθόλου τον έλεγχο».
Η συστημική φύση του ζητήματος, ωστόσο, εδράζεται και αλλού: το 76% των συμμετεχουσών στην έρευνα απάντησε πως κανένας επαγγελματίας υγείας δεν τις ρώτησε για τη συναισθηματική τους κατάσταση.
Η Θεανώ Γκέσογλου σχολιάζει ότι δεν έχει παγιωθεί ακόμα μία πρακτική όπου οι επαγγελματίες υγείας θα ρωτήσουν μία γυναίκα πώς αισθάνεται, αν κοιμάται καλά, αν έχει βοήθεια μέσα στο σπίτι, αν υπάρχουν στιγμές που απελπίζεται. Υπογραμμίζει ότι για να απευθύνει κανείς αυτές οι ερωτήσεις, δεν χρειάζεται να είναι ψυχίατρος. Αντιθέτως, θα ήταν χρήσιμο να ενσωματωθούν σε ένα πλαίσιο φροντίδας, όπως συμβαίνει με τις λοιπές ιατρικές εξετάσεις.
Η παρούσα δημοσίευση αποτελεί μέρος διασυνοριακής δημοσιογραφικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε Μεγάλη Βρετανία, Ιταλία, Ουγγαρία και Ελλάδα. Η έρευνα υλοποιήθηκε με την υποστήριξη του JournalismFund Europe και δημοσιεύτηκε αρχικά στο wearesolomon.com.



