Από τη Μάρα Θεοδωροπούλου
Ο Τζουντ Λο ήταν ένα πραγματικό golden boy προτού ο όρος αποκτήσει δυσάρεστες συνδέσεις με finance bros: ο ξανθός γόης με την αριστοκρατική εμφάνιση που έπαιζε σε ρομαντικά δράματα και ψυχολογικά θρίλερ κατακτώντας εξώφυλλα περιοδικών, κόκκινα χαλιά και, φυσικά, γυναίκες. Από τον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ» και το «Closer» έως το «Cold Mountain» και το «Alfie» και από το θρυλικό λονδρέζικο παρεάκι Primrose Hill Set έως τις θυελλώδεις σχέσεις του (με την πρώτη σύζυγό του Σάντι Φροστ και την πρώην αρραβωνιαστικιά του Σιένα Μίλερ), ο ακαταμάχητος ηθοποιός ενσάρκωσε ιδανικά την επιθυμία και το στυλ της Cool Britannia. Πλέον 52 ετών, δείχνει να έχει βρει την πιο ενδιαφέρουσα φάση της καριέρας του. Εχει παίξει τον δρα Γουάτσον και τον Αλμπους Ντάμπλντορ, τον νέο Πάπα και τον Καρένιν και παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να εκπλήσσει με τις επιλογές του. Στη νέα και ήδη επιτυχημένη σειρά του Netflix «Black Rabbit» μοιράζεται την οθόνη με τον Τζέισον Μπέιτμαν («Ozark») σε μια ιστορία που συνδυάζει θρίλερ και δράμα, γεμάτη σασπένς και συναισθηματική ένταση.
Υποδύονται δύο αδέλφια που συστήνονται μέσα από τη σύγκρουση των κόσμων τους. Ο Τζέικ Φρίντκεν (Λο) βλέπει το προφίλ του στο χώρο του νεοϋορκέζικου nightlife να ανεβαίνει όλο και πιο πολύ, χάρη στο καινούριο του εστιατόριο. Εκεί, στη διάρκεια μιας πριβέ εκδήλωσης (μια λαμπερή βραδιά γεμάτη μοντέλα, πανάκριβα ρολόγια και σαμπάνιες), το σκηνικό θυμίζει το γνωστό κλισέ πλούτου και υπερβολής, μέχρι τη στιγμή που εισβάλλουν στο πάρτυ δύο μασκοφόροι ληστές, μετατρέποντας τη γιορτή σε χάος. Στον αντίποδα βρίσκεται ο Βινς (Μπέιτμαν), ο αντισυμβατικός αλλά αποτυχημένος και εθισμένος στον τζόγο μεγάλος αδελφός που προσπαθεί να πουλήσει οικογενειακά υπάρχοντα για να ξεχρεώσει, πέφτει θύμα ληστείας και καταλήγει μπλεγμένος με δύο τοκογλύφους που δουλεύουν για έναν επικίνδυνο μαφιόζο. Χωρίς λεφτά και με παλιά χρέη να βαραίνουν, ο Βινς αναγκάζεται να στραφεί στον αδελφό του κι έτσι ο Τζέικ μπαίνει στη δίνη ενός κυκλώνα που απειλεί να τους καταπιεί και τους δύο.
«Ήμασταν πολύ τυχεροί να συμμετάσχουμε από νωρίς ως παραγωγοί και δουλέψαμε με μια ομάδα σεναριογράφων που μας έδωσε χώρο να προτείνουμε ιδέες. Η δυναμική τους ήταν πάντα στον πυρήνα της ιστορίας,» λέει ο Λο. Και πράγματι, η ένταση της αδελφικής σχέσης είναι αυτή που δίνει στη σειρά το στίγμα της. Ο ίδιος εξηγεί: «Από την πρώτη στιγμή που αρχίσαμε να παίζουμε, νιώθαμε άνετα. Είχαμε ένα χάρτη και ένα πολύ καλό σενάριο. Άρεσε και στους δυο μας να πιέζει ο ένας τον άλλον. Όσο αντέχει η σχέση τις δοκιμασίες, τόσο μεγαλώνει». Ο Μπέιτμαν, με τον οποίο μοιράζεται σχεδόν κάθε σκηνή, μοιάζει καταγοητευμένος από τον συμπρωταγωνιστή του: «Ρισκάροντας να τον φέρω σε δύσκολη θέση, είναι από αυτούς τους ανθρώπους με τους οποίους μπορείς να είσαι όλη μέρα, ό,τι διάθεση κι αν έχεις. Αυτό είναι πολύτιμο χάρισμα όταν πρέπει να παίξεις σκηνές όπου ουρλιάζει ο ένας στον άλλον».

Πρόσθεσε, δε, ότι η φυσική τους χημεία τούς επέτρεψε να υποδυθούν αδέλφια που μαλώνουν με ένταση, αλλά αγαπιούνται με μεγαλύτερη ένταση. Για τον Λο, αυτή η αδελφική σχέση αποτελεί το πιο ουσιαστικό κομμάτι της σειράς. «Υπάρχει ένας οικογενειακός δεσμός. Δεν είναι οι καλύτεροι φίλοι ή δύο άνθρωποι που μόλις γνωρίστηκαν μεταξύ τους. Γνωρίζονται μια ζωή, κι αυτό είναι που τους κρατάει μαζί, ακόμη κι όταν φτάνουν στα άκρα», σχολιάζει. «Υπάρχει, βέβαια και ένα κοινό τραύμα από το παρελθόν τους που αποκαλύπτεται. Μόλις το μάθεις, καταλαβαίνεις γιατί έχουν αυτή την επιπλέον προστασία και σύνδεση μεταξύ τους».
Και στην αληθινή ζωή, η οικογένεια βρίσκεται στο επίκεντρο του σύμπαντος του Λο, όπου τα παιδιά που απέκτησε με τη Φροστ ακολουθούν τα ίδια βήματα με τους γονείς τους στη μόδα και την υποκριτική (ο 28χρονος Ράφερτι και η 24χρονη Αϊρις είναι μοντέλα και ανερχόμενοι ηθοποιοί, o 23χρονος Ρούντι μοντέλο και μουσικός). Εχει, επίσης, δύο κόρες, 16 και 10 χρόνων, από σχέσεις του, καθώς και δύο παιδιά με την τωρινή σύζυγό του Φιλίπα Κόαν, την οποία παντρεύτηκε το 2019. Περιγράφει την πατρότητα ως ευλογία, ενώ απολαμβάνει να δίνει συμβουλές (όταν του ζητηθεί, όπως ξεκαθαρίζει) στα μεγαλύτερα παιδιά του που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στο χώρο της σόουμπιζ. Συνειδητά έχει κρατήσει τα ανήλικα παιδιά του μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, έχοντας ζήσει έξαλλα νεανικά χρόνια στα 90s με τα ταμπλόιντ να καταγράφουν το κάθε του βήμα και το κάθε του λάθος.

Στο «Black Rabbit» o Λο εκτελεί και χρέη παραγωγού, κάτι που έχει κάνει ελάχιστες φορές στο παρελθόν, αλλά πλέον του εξασφαλίζει ότι θα έχει λόγο σε δημιουργικό επίπεδο και του επιτρέπει να διαλέγει πιο προκλητικούς ρόλους, πέρα από την εικόνα του «όμορφου αγοριού» που τον ακολουθεί από την αρχή της καριέρας του. «Σε προσωπικό επίπεδο (η παραγωγή) μου δίνει την ελευθερία να συμμετάσχω σε projects που δεν θα έρχονταν αλλιώς στο δρόμο μου, γιατί όταν σε προσλαμβάνουν ως ηθοποιό περιμένεις απλώς να σου δίνονται ρόλοι με βάση την αντίληψη και την εικόνα που έχουν τρίτοι για σένα». Απόδειξη, δύο από τους καλύτερους αλλά λιγότερο γνωστούς ρόλους του τα τελευταία χρόνια, στο συζυγικό δράμα «The Nest» με την Κάρι Κουν και στην αστυνομική περιπέτεια «The Order». Στη μικρή οθόνη η ενασχόλησή του με την παραγωγή τού έδωσε καινούριο αέρα. «Είναι μια υπέροχη εμπειρία. Ως παραγωγός, μου αρέσει να βλέπω κάτι που πιστεύω να υλοποιείται. Να βοηθάω να μαζευτεί η σωστή ομάδα, να χτίζω οικογένεια. Είναι σημαντικό να ηγείσαι με καλή διάθεση και να μην ανέχεσαι βλάκες. Ή, ακόμη καλύτερα, να μην τους έχεις προσλάβει εξαρχής».
Κι αν η καριέρα του μοιάζει με αστερισμό, με τις αρχικές εκρήξεις λάμψης να έχουν οδηγήσει σε μια μόνιμη ακτινοβολία, η γοητεία του πλέον δεν έχει να κάνει μόνο με την εμφάνιση. Στο πρόσωπό του διακρίνει κανείς την ωριμότητα, την εμπειρία και την αυτοπεποίθηση να δείχνει αληθινός – όχι τέλειος. Σε μια εποχή που οι γυναίκες θέλουν να βλέπουν χαρακτήρες με πολυπλοκότητα και άνδρες που δεν κρύβουν τις αδυναμίες τους, ο Τζουντ Λο βρίσκει ξανά τη θέση του. Στον Τζέικ του «Black Rabbit» καθρεφτίζεται ένας άνδρας που κουβαλά το παρελθόν του σαν φορτίο, αλλά συνεχίζει να παλεύει. Είναι μια αντανάκλαση και του ίδιου του ηθοποιού που τον υποδύεται.



