Σνομπάρισμα τέλος! Όπου και να πάω μου αρέσει! ανακοινώνει στην παρέα μας η άλλοτε δύσκολη ταξιδιώτισσα και μας αποκαλύπτει ότι απήλαυσε τη βόλτα στο Αιγάλεω, όπου είχε πάει γκρινιάζοντας και με μαύρα γυαλιά ηλίου για να μην τυχόν και πέσει πάνω σε γνωστούς. Γελάμε. Απέκτησε χιούμορ.
Αλλά ξέρω πως έχει δίκιο. Έχω πάει κι εγώ στο Αιγάλεω, βόλτα με το μετρό, καθώς και στον Κορυδαλλό και τη Νίκαια, μέρη που γνώριζα μόνο από απερίγραπτα παραπονιάρικα λαϊκά τραγούδια, και μου άρεσαν όλα, ζήλεψα την ησυχία, τα δέντρα, τους πεζόδρομους, τα μαγαζιά. Έβγαζα φωτογραφίες σαν ευτυχισμένη τουρίστρια, όπως και ήμουν, έστω για τη διάρκεια ενός απογεύματος.
Τα τραγούδια συχνά εστιάζουν στο παράπονο όταν κάνουν μια απλή βόλτα σε γειτονιές, κι όταν ταξιδεύουν σε επαρχιακές πόλεις έχουν στα μπαγκάζια τους μελαγχολία, από το Διδυμότειχο μπλουζ βορείως, μέσω Κατερίνης και του τραίνου που περιμένεις, Λαρίσης και Τρικάλων που επίσης περιμένουν κάποιον αρχάγγελο τις Κυριακές, κι έτσι ως την πρωτεύουσα όπου μπορείς επιτέλους να πάψεις να περιμένεις και να ριχτείς στη δράση. Θυμάμαι τη σιωπή και την πλήξη των επαρχιακών πόλεων σε περάσματα στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, ειδικά το χειμώνα με την απόκοσμη ησυχία και την ακινησία των κλαδεμένων δέντρων στους έρημους δρόμους. Όταν έμενα λίγο παραπάνω κι έβρισκα μια ρουτίνα λίγων ημερών, είχα την εντύπωση ότι με κυνηγούσε διαρκώς ένα είδος ενοχής, μια άχαρη Ερινύα για σφάλματα απροσδιόριστα, μάλλον για το γεγονός ότι ερχόμουν από την πρωτεύουσα όπου η ζωή ήταν πιο ενδιαφέρουσα και την περνούσαμε στο κέντρο των πραγμάτων.
Θυμάμαι τη σιωπή και την πλήξη των επαρχιακών πόλεων σε περάσματα στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, ειδικά το χειμώνα με την απόκοσμη ησυχία και την ακινησία των κλαδεμένων δέντρων στους έρημους δρόμους.
Κι ύστερα πόλεις και γειτονιές άρχισαν σιγά- σιγά να αλλάζουν. Δεν το καταλάβαμε αμέσως, ίσως ακόμα δυσκολευόμαστε να το ομολογήσουμε. Πόλεις και γειτονιές πέρασαν τη φάση της πληκτικής επαρχίας. Πέρασαν και τη φάση της αφόρητης και υποχρεωτικά ομοιόμορφης και μιμητικής ασχήμιας. Τώρα ζουν κάτι άλλο, διάγουν βίο νέο που δεν ξέρω πώς να τον ονομάσω ακριβώς, μην τον ματιάσουμε κιόλας. Τώρα συμβαίνει το εξής πολύ απλό, έχουν γίνει όλες όμορφες. Ακόμα και οι άσχημες πόλεις, οι διάσημες για την ασχήμια τους, έχουν γίνει ωραίες.
Πώς γίνεται αυτό; Δεν θα το πίστευα αν δεν τύχαινε να επισκεφτώ το Ηράκλειο, μια πόλη όπου είχα χαθεί πριν μερικές δεκαετίες ψάχνοντας να βρω το Μουσείο, προσπαθώντας να περάσω απέναντι, γυρίζοντας συνέχεια ζαλισμένη στα ίδια θορυβώδη στενά και μη κατορθώνοντας να φτάσω στο λιμάνι. Όταν ξαναπήγα, πολύ προκατειλημμένη, φοβισμένη από την πρώτη εμπειρία, ήταν σαν μαγικό χαλί, όλα σε έναν πεζόδρομο που σε οδηγεί από το κέντρο στο ενετικό φρούριο μέσω όλων των μνημείων, κι η θάλασσα είναι μπροστά σου διαρκώς και μπορείς να καθήσεις να ξεκουραστείς ανά πάσα στιγμή, και να θαυμάσεις σε βάθος το παρελθόν και τα απομεινάρια του. Δεν έχει βέβαια αλλάξει η πόλη γύρω γύρω, στενοί δρόμοι, πεζοδρόμια, τείχη από πολυκατοικίες, αλλά οι τουρίστες δεν χρειάζεται να το ζήσουν αυτό όπως παλιά, κι οι κάτοικοι έχουν μια διέξοδο για τη σχόλη τους, τις συναντήσεις και την αναψυχή τους.
Όταν ξαναπήγα στο Ηράκλειο, πολύ προκατειλημμένη, φοβισμένη από την πρώτη εμπειρία, ήταν σαν μαγικό χαλί, όλα σε έναν πεζόδρομο που σε οδηγεί από το κέντρο στο ενετικό φρούριο μέσω όλων των μνημείων, κι η θάλασσα είναι μπροστά σου διαρκώς.
Αυτή η πόλη ήταν για μένα αποκάλυψη, κι ύστερα ακολούθησαν κι άλλες. Ονόματα που άλλοτε προκαλούσαν ειρωνεία, έγιναν προορισμοί εκδρομών. Λίγοι πεζόδρομοι, λίγα διατηρημένα κτίρια, λίγα καφενεία, εστιατόρια, τραπεζάκια έξω. Όπου και να ταξιδέψεις έχεις κάτι να θαυμάσεις, να ανακαλύψεις, να απολαύσεις και να μάθεις, ακόμα και στο μικρότερο χωριό υπάρχει ένα είδος επανεκτίμησης του εαυτού του που κάπως το αναδεικνύει και σου προσφέρει τη βασική αξία κάθε δημόσιου χώρου: λίγο περίπατο, λίγη θέα, λίγη ιστορία, λίγη ξεκούραση. Τριγυρίζεις, κουράζεσαι, κάθεσαι στην πλατεία, έρχεται το νερό. Έρχεται ο κατάλογος. Και τις περισσότερες φορές γύρω σου σφύζουν από ζωή τα τραπέζια κι από νιάτα. Αγόρια και κορίτσια κάθονται μαζί και γελάνε, και πειράζονται, και φλερτάρουν, και ξαναγελάνε. Καμία σχέση με τις βόλτες στα καφενεία πριν από λίγες δεκαετίες, που ήταν γεμάτα βλοσυρούς άντρες, οι οποίοι σε έγδυναν με τα μάτια έτσι και τολμούσες να διαβείς το κατώφλι.
Χρειαζόταν κάποτε ηρωισμός για να βγουν οι γυναίκες σε καφενείο, μόνες ή με τις φίλες τους, να καθήσουν και να συζητήσουν άνετα γύρω από ένα τραπέζι. Θυμάμαι πόσο μας άρεσε το καφενείο Πικαντίλυ στην Πανεπιστημίου, ένας χώρος μοναδικά μεγάλος, που πια δεν βρίσκεις σε όλη την Αθήνα ανάλογο, αλλά μπαίναμε μέσα κρατημένες από το χέρι, για να δίνουμε κουράγιο η μία στην άλλη με τις φίλες μου, νιώθοντας πολύ τολμηρές και διεκδικητικές. Φυσικά ήταν αδύνατον να χαλαρώσουμε και να κάνουμε σαν να μη συμβαίνει τίποτα, τα σκανδαλισμένα βλέμματα μας τύλιγαν σα δίχτυ που σε ακινητοποιεί. Δύσκολο να φανταστεί κανείς σήμερα μια τέτοια κατάσταση. Η ζωή στις πόλεις έχει αλλάξει, ο ελεύθερος χρόνος έχει καταλάβει το χώρο του, οι γυναίκες είναι παντού, και πουθενά δεν τις στραβοκοιτάζουν.
Χρειαζόταν κάποτε ηρωισμός για να βγουν οι γυναίκες σε καφενείο, μόνες ή με τις φίλες τους, να καθήσουν και να συζητήσουν άνετα γύρω από ένα τραπέζι.
Και καθώς οι πόλεις αποφάσισαν να περιποιηθούν έστω ένα μικρό κομμάτι η καθεμία για τη βόλτα, την ομορφιά, την Ιστορία και την απόλαυση, άλλαζαν οι συνήθειες των ανθρώπων, σα να έπρεπε να υποδεχτούν το νέο τους απόκτημα με άλλα μυαλά. Στα ανοίγματα τα κορίτσια απλώθηκαν, οι κυρίες ξαναγνωρίστηκαν, ξεκίνησε και κάτι σαν αντίστροφη πορεία, σα να λιγόστεψαν οι άντρες. Οι γυναίκες φτιάχνουν λέσχες ανάγνωσης, χορωδίες, ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες, παρακολουθούν διαλέξεις, γράφονται σε σεμινάρια πάσης φύσεως, κι όπου και να βρεθούν παρατηρούν ότι είναι οι περισσότερες. Στους ερασιτεχνικούς θιάσους ανεβάζουν συνεχώς το «Οκτώ γυναίκες κατηγορούνται» επειδή δεν έχουν άντρες, ή τη «Γυναικοκρατία», ψάχνουν έργα με όσο το δυνατόν λιγότερους αντρικούς ρόλους, έως καθόλου. Μια ιδέα θα ήταν να γράφαμε ένα δικό μας, άκουσα ένα απόγευμα να λέει μια κοπέλα στη μεγάλη κοριτσοπαρέα της, απλωμένη σε κεντρικό καφενείο της Λειβαδιάς. Ελπίζω να το κάνουν. Σαράντα κορίτσια αντί για σαράντα παλικάρια, σε αναίμακτες κατακτήσεις.