Μπορεί ο Πικάσο να είχε δηλώσει ότι «μου πήρε τέσσερα χρόνια να μάθω να ζωγραφίζω σαν τον Ραφαήλ και μια ζωή να μάθω να ζωγραφίζω σαν παιδί», αλλά ο Θεόφιλος δεν έχασε ποτέ την παιδική ματιά του. Ωστόσο ό,τι συνιστούσε δημιουργικό πλεονέκτημα για τον λαϊκό ζωγράφο είχε προσωπικό κόστος, καθώς όσο ζούσε δεν έπαψε ποτέ να θεωρείται ο «σαλός» με τις φουστανέλες, τις οποίες επέμενε να φοράει, και να υφίσταται τη χλεύη και την περιθωριοποίηση.

Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στη Βαρειά της Λέσβου, κάπου γύρω στο 1870, από έναν τσαγκάρη και μια αγιογράφο. Στα δεκαοκτώ του έφυγε για τη Σμύρνη, όπου εργάστηκε ως θυροφύλακας στο Ελληνικό Προξενείο.

Στα τέλη του 19ου αιώνα ταξίδεψε στον Βόλο και το Πήλιο, όπου πέρασε σχεδόν τη μισή του ζωή κάνοντας τοιχογραφίες σε σπίτια και μαγαζιά (κάποιες από τις οποίες διασώζονται έως σήμερα). Επέστρεψε στη Λέσβο το 1827 – μετά το επεισόδιο σε ένα καφενείο, όπως λέγεται, όπου ενώ ζωγράφιζε σκαρφαλωμένος σε μια σκάλα κάποιοι τον έριξαν κάτω «για πλάκα».

Διὰ σχηνοίου σκάλα ἀναβιβαζόμενος ὁ Ἐρωτόκριτος χαιρετῶν τὴν ἀρετοῦσσαν. Φυσικές χρωστικές σε βαμβακερό ύφασμα, 118,5 cm x 74 cm. Μουσείο Έργων Θεόφιλου, Μυτιλήνη. Wikipedia/Public Domain

Πίσω στο γενέθλιο νησί του, συνέχισε να ζωγραφίζει τοίχους, σε σπίτια, μαγαζιά και ναούς, αλλά οι συγχωριανοί του δεν καταδέχονταν να τον πληρώσουν με τίποτα περισσότερο από ένα πιάτο φαΐ και ένα ποτήρι κρασί. Ένας λόγος που δεν επιβιώνουν μέχρι σήμερα κάποιες τοιχογραφίες του είναι γιατί καταστράφηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη από τους ιδιοκτήτες των χώρων που τις φιλοξενούσαν.

Μάλλον ούτε εκείνοι ούτε ο ίδιος μπορούσαν τότε να φανταστούν ότι σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον θα αποτελούσαν έργα ανεκτίμητης αξίας. Ότι οι ζωγραφιές του Θεόφιλου, κατόπιν σύστασης του Φώτη Κόντογλου και του Γιώργου Γουναρόπουλου,  θα αναδεικνύονταν διεθνώς από τον τεχνοκριτικό και εκδότη Στρατή Ελευθεριάδη (Τεριάντ) και πως το 1961 θα παρουσιάζονταν σε μια μεγάλη έκθεση στο Μουσείο του Λούβρου. Μέχρι τότε ο Θεόφιλος ήταν τριάντα χρόνια νεκρός. Είχε πεθάνει από το 1934 στη Μυτιλήνη, ενδεχομένως από τροφική δηλητηρίαση.

Πίσω στο γενέθλιο νησί του, συνέχισε να ζωγραφίζει σε σπίτια, μαγαζιά και ναούς, αλλά οι συγχωριανοί του δεν καταδέχονταν να τον πληρώσουν με τίποτα περισσότερο από ένα πιάτο φαΐ και ένα ποτήρι κρασί.

Στο πλήθος των ναΐφ, απόλυτα αναγνωρίσιμων εικόνων που μας άφησε ο αυτοδίδακτος και εκκεντρικός καλλιτέχνης, καθημερινοί άνθρωποι συναντιούνται με ήρωες από διάφορες εποχές της ελληνικής ιστορίας, από την αρχαιότητα μέχρι την Επανάσταση του ’21, μέσα στα τοπία της Λέσβου, τους ελαιώνες και τη θάλασσα και τα παραδοσιακά κτίσματα. «Ο κόσμος που έκλεινε μέσα του ο Θεόφιλος», θα έγραφε ο Οδυσσέας Ελύτης, «και που με τόσο αφιλόκερδο πάθος ζητάει να εξωτερικευθεί ήταν εξαιρετικά πλούσιος, ήταν προπάντων αγνός και αφελής, τέτοιος, που ζει μέσα στη ζωηρή παιδική φαντασία και ξετυλίγεται στα όνειρα των απλών και ταπεινών ανθρώπων».

Σήμερα οι ελαιώνες που τον ενέπνευσαν αγκαλιάζουν ένα μεγάλο μέρος του έργου του, στο Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά, πλάι σε εκείνο του ευεργέτη του, το Μουσείο Τεριάντ. Η εμπειρία μιας επίσκεψης εκεί ίσως μάς κάνει να δούμε εντελώς διαφορετικά τη βιογραφία του, όπως συνέβη στον Τσαρούχη (σύμφωνα με τη μαρτυρία του που κατέγραψε ο συγγραφέας Στέλιος Σκοπελίτης και που παραθέτει ένα άρθρο του ΑΠΕ-ΜΠΕ): «Για μια στιγμή σκέφτηκα τη ζωή του, την πίκρα να μη σε καταλαβαίνουν, τη φτώχεια, την πείνα, την απλυσιά. Όμως άμα είδα τα έργα του κατάλαβα ότι έζησε σε ένα ακατάπαυστο πνευματικό πανηγύρι και τα βάσανα της ζωής είναι τίποτα, είναι πενταροδεκάρες γι’ αυτόν που έζησε αληθινά και μπόρεσε να καταλάβει το μεγαλείο της ζωής. Οι ειρωνείες του κόσμου, οι κλεψιές των εμπόρων και των φιλότεχνων, η κάθε είδους αδικία εξαφανίζονται μπροστά στην υπέρτατη δικαιοσύνη της αρμονίας».

Μέγα ἀρτοποιείον Γεωργίου Παναγιώτου Κοντου Ἐκ Θεσσαλίας τῆς Πρωτευοὐσης Λαρίσσης. [Υλικά και διαστάσεις άγνωστα.] Μουσείο Θεόφιλου, Μυτιλήνη. Wikipedia/Public Domain
«Θεόφιλος Sold»

Η Όλια Λαζαρίδου σκηνοθετεί την παράσταση «Θεόφιλος Sold», σε κείμενο του Σαμσών Ρακά, στο Θέατρο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (Πειραιώς 256, Ταύρος), έως τις 28 Απριλίου 2024. Η παράσταση, εμπνευσμένη από τη ζωή του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, δανείζεται στοιχεία λαϊκού θεάματος και τσίρκου και είναι προσιτή σε κοινό κάθε ηλικίας. Ερμηνεύουν δύο νέες ηθοποιοί, η Αιμιλιανή Σταυριανίδου και η Αριάδνη Κωσταντακοπούλου. Περισσότερες πληροφορίες και προπώληση εισιτηρίων: www.ticketservices.gr

Φωτογραφία της παράστασης «Θεόφιλος sold».

Συντελεστές:

Κείμενο: Σαμσών Ρακάς. Σκηνοθεσία: Όλια Λαζαρίδου. Παίζουν: Αιμιλιανή Σταυριανίδου, Αριάδνη Κωσταντακοπούλου. Σκηνικά – κοστούμια: η ζωγράφος Κατερίνα Γιάννακα. Φωτισμός: Θωμάς Οικονομάκος. Συμπαραγωγή: «Fougaro Artcenter» στο Ναύπλιο και της ΝΕΡΑ ΕΙΔΑ ΑΜΚΕ.

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below