Με πολυετή πορεία στη διεθνή σκηνή, η Lia Hide δεν φοβάται να πειραματιστεί, να ρισκάρει και να εκτεθεί. Ο ήχος της ισορροπεί ανάμεσα στην avant-pop, το dark art pop και την ποιητική performance, και έτσι η τραγουδοποιός, performer και μουσικός παιδαγωγός από την Αθήνα μάς συστήνει το «Aristophobia Nervosa», το πρώτο ελληνόφωνο άλμπουμ της καριέρας της, που διεκδικεί θέση στα φετινά Grammy® στην κατηγορία Spoken Word Poetry Album.
Με αφορμή αυτή τη διεθνή διάκριση και λίγο πριν από την εμφάνισή της στο φεστιβάλ «Η Μουσική είναι Γυναίκα», μιλά στο Marie Claire για τη δύναμη της γλώσσας, τον φόβο της αριστείας και τη θέση της γυναίκας στον σύγχρονο κόσμο.
Το νέο σου άλμπουμ Aristophobia Nervosa κυκλοφορεί σε συνεργασία με το Institute for Experimental Arts και αποτελεί μια ιδιαίτερη στιγμή για την ελληνική γλώσσα στα GRAMMYs®. Πώς νιώθεις που το έργο σου εκπροσωπεί την Ελλάδα σε μια τόσο σημαντική διεθνή σκηνή;
Την αλήθεια; Κούραση νιώθω! Η χώρα μας τον τελευταίο καιρό με έχει εξαντλήσει, όσο αγαπώ τα μέρη της, τις γεύσεις, τον αέρα και τις θάλασσες, τους καθημερινούς ανθρώπους και τα καλοκαίρια, τόσο με εξοντώνει καθημερινά όλο αυτό το δύσκολο που ζούμε.
Θέλω τόσο πολύ να φωνάξω ότι κάνουμε όμορφα πράγματα εδώ και ευτυχώς, με πολύ κόπο, κάποια βγαίνουν προς τα έξω, και μετά διαβάζω τις ειδήσεις, ή κυκλοφορώ στην Αθήνα και σκοτεινιάζει το βλέμμα μου.
Επικεντρώνομαι, όμως, στα όμορφα. Το Ινστιτούτο ούτως ή άλλως εκπροσωπεί την Ελλάδα στο εξωτερικό, εδώ και καιρό, με δράσεις, συναυλίες, προβολές και συμμετοχές, οπότε έμοιαζε φυσικό και επόμενο να συνεργαστούμε, και χαίρομαι που συνεισφέρω κι εγώ στην προώθηση του spoken word/poetry, ως εξαγώγιμο μουσικό είδος, πλέον.
Η μουσική σου κινείται ανάμεσα σε avant-pop, dark pop και πειραματικές φόρμες. Πώς διατηρείς την ισορροπία ανάμεσα στην ποίηση, την αφήγηση και τον ήχο;
Σε μένα φαίνεται φυσικό και επόμενο, απόλυτα ταιριαστό και καθημερινό, αλλά καταλαβαίνω ότι αυτό που είναι για τον καλλιτέχνη «σπίτι του» στον ακροατή μπορεί να μοιάζει με εξωτικό νησί.
Ένας από τους λόγους που με ώθησε στον ποιητικό λόγο και την αφήγηση ήταν η έλλειψη ευκαιριών να παίξουμε μουσική στην Ελλάδα. Ένιωσα, λανθασμένα, ότι δεν υπήρχε λόγος, ότι δεν θέλει ο κόσμος να ακούσει αυτό που τραγουδάω σε μια ξένη γλώσσα. Οπότε, μου φάνηκε πιο φυσιολογικό να τους μιλήσω, στην γλώσσα μας.
Αυτό που στην ουσία συμβαίνει είναι ότι ο κόσμος αλλάζει κι αλλάζουν και το κοινό και οι ακροατές, αλλάζουν τα φεστιβάλ, κάποια πεθαίνουν, κάποια γεννιούνται, κάποιοι σε ξέρουν, κάποιοι καθόλου, και πρέπει κάθε φορά να τους πάρεις από το χέρι να συστηθείς και χαίρομαι που συστήθηκα, στον ελληνικό στίχο, λέγοντας όλα μου τα παθήματα, τα τραύματα, τα φαντάσματα και τις αγάπες με αυτή την μορφή.
Η μουσική είναι η φυσική εξέλιξη. Αυτό που κάνω τόσα χρόνια, κάθε δίσκος είναι ένα βήμα παραπέρα από εκεί που ήταν ο προηγούμενος, και ο επόμενος που ήδη είναι σκαριά θα είναι ακόμα πιο.. περίεργος!
Έχεις ήδη στο ενεργητικό σου πέντε άλμπουμ, μουσική για το θέατρο και τον χορό, διεθνείς περιοδείες, αλλά και έντονη παρουσία σε φεστιβάλ στην Ευρώπη, την Αμερική και πρόσφατα στην Κίνα. Πώς νιώθεις βλέποντας το έργο σου να ξεπερνά τα σύνορα της Ελλάδας;
Μεγάλη χαρά και οικειότητα. Νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια να παίζω έξω από ό,τι εδώ. Κατ’ αρχάς, έχω παίξει πιο πολύ έξω από ότι στην Ελλάδα, και ναι, είναι πιο εύκολο να δημιουργηθεί μία περιοδεία π.χ. στα Βαλκάνια από το να κλείσω μια συναυλία στην Θεσσαλονίκη. Η αλήθεια είναι πως όσο και να θέλεις να το πάρεις επάνω σου, ότι παίζεις έξω, όταν το κάνεις συνειδητοποιείς πόσο απέραντος είναι ο κόσμος και πόσο μικροί είμαστε εμείς, οπότε όσο μεγάλες είναι η χαρά και η έξαρση, άλλο τόσο είναι και η ευθύνη και το άγχος.
View this post on Instagram
Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε εν μέρει με ένα κινητό τηλέφωνο, κάτι που έδωσε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην αφήγηση. Πόσο σημαντικός ήταν για σένα ο πειραματισμός με το μέσο και την αισθητική του ήχου;
Από τη μία, σε ένα κινητό, από την άλλη σε ένα από τα μεγαλύτερα, σημαντικότερα και αρτιότερα εξοπλισμένα αθηναϊκά στούντιο και -για να περηφανευτώ- με έναν από τους καλύτερους ηχολήπτες στην χώρα, τον Θάνο τον Καλέα, οποίος έκανε και δυνατή αυτή την πειραματική, ερωτική σχέση των ήχων. Από την στιγμή που πλέον έχουμε να τα βάλουμε και με το ΑΙ στην μουσική, για μένα ο πειραματισμός είναι ανάσα ζωής, χωρίς αυτήν δεν υπάρχει εξέλιξη, και αυτό έμαθα από τα πρώτα μου μαθήματα στην μουσική τεχνολογία, στα φοιτητικά μου χρόνια.
Ο τίτλος «Aristophobia Nervosa» αναφέρεται σε μια φανταστική «φοβία προς όσους διακρίνονται». Πιστεύεις ότι η κοινωνία σήμερα «πολεμά» την καλλιτεχνική ή διανοητική διαφορετικότητα;
Σίγουρα. Η κοινωνία σήμερα φοβάται τη διαφορετικότητα, συγκλονιστικό δεν είναι; Αντί να τρέχουμε με τα χίλια προς τα εμπρός νιώθω πως πάμε με την όπισθεν. Και αυτή η όπισθεν είναι που φέρνει και την φοβία μου: φοβάμαι τους ανθρώπους που ευτελίζουν την έννοια της «αριστείας», που κοτσάρουν αυτό το επίθετο για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους φέιγ βολάν, που δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον στην ουσία της παιδείας, παρά μόνο στα λαμπιόνια των τίτλων και των εντυπώσεων.
Είσαι γνωστή για τις έντονες και συχνά κοινωνικά ευαίσθητες θεματικές των στίχων σου, όπως η ενηλικίωση και η κοινωνική αδικία. Πόσο προσωπική είναι η μουσική σου και τι ελπίζεις να μεταφέρεις στο κοινό σου μέσα από αυτήν;
Πραγματικά θα ήθελα να είναι ο κόσμος καλύτερος, δίκαιος, και ειρηνικός – μία ουτοπία, δηλαδή. Νομίζω ότι αυτό που μεταφέρεται τελικά μέσα από την τέχνη μου, είναι η ελπίδα πως αν πιάσουμε όλοι τα χέρια, και κοιταχτούμε με καθαρό βλέμμα, πει ο ένας στον άλλον, «κι εγώ πονάω, κι εγώ αντέχω, κι εμένα με σπάσανε, αλλά αν με αγαπήσεις θα κολλήσω», ε, τότε θα γίνει ο κόσμος λίγο καλύτερος. Αυτό προσπαθώ να κάνω με την μουσική μου, και αυτό προσπαθούμε να κάνουμε στις εμφανίσεις μας.

Στις 4 Οκτωβρίου θα εμφανιστείς στο φεστιβάλ «Η Μουσική είναι Γυναίκα». Ποια είναι η σημασία τέτοιων διοργανώσεων και τι να περιμένει το κοινό από τη live παρουσία σου;
Σίγουρα αυτό που θα δει ο κόσμος στο θέατρο Μικρός Κεραμεικός, δεν το έχει ξαναδεί από εμάς, μιας και τέτοιες εμφανίσεις, σε μικρά σκοτεινά θέατρα, τις συνηθίζουμε στο εξωτερικό, στην Ευρώπη κυρίως, Ιταλία, Ουγγαρία, Γαλλία. Η πολύτιμη βοήθεια των προσκλήσεων για συμμετοχή σε φεστιβάλ είναι ζωτικότατης σημασίας για μας, αφενός μας κάνει να νιώθουμε ικανοί και ορατοί, αφετέρου μας δίνουν το έναυσμα να δημιουργήσουμε κάτι αντίστοιχο και ταιριαστό με τη διοργάνωση, να είμαστε δημιουργικοί και σε αυτό το κομμάτι: στην οπτικοποίηση της ζωντανής μας εμφάνισης, τα βίντεό μας, τα φώτα, τα κοστούμια, όλα πρέπει να είναι ένα statement, και αυτό το αγαπάμε πολύ και ανυπομονούμε.
Πώς βλέπεις το μέλλον της ελληνικής μουσικής σκηνής στο εξωτερικό και ποια είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σου σχέδια μετά την περιοδεία και την προώθηση του Aristophobia Nervosa;
Αναπόφευκτα η ελληνική μουσική θα βγει προς τα έξω, μιας και όλοι πια νιώθουμε να ασφυκτιούμε εδώ. Το εξωτερικό είναι μονόδρομος. Νομίζω πως τα καταφέρνουμε καλά, όσοι καλλιτέχνες το προσπαθούμε, αν σκεφτεί κανείς πόσο ακριβό «σπορ» είναι η μουσική. Τα δικά μας σχέδια είναι μια περιοδεία στην Ευρώπη, προσπαθούμε για κάποιες εμφανίσεις στην Κίνα -μακάρι να συμβούν σύντομα- και παράλληλα, ετοιμάζουμε τον καινούριο δίσκο, με μουσικές που γράψαμε τον καιρό που μείναμε στην Βουλγαρία, έπειτα από πρόσκληση του Culture Moves Europe – μια δουλειά που πραγματικά ανυπομονώ να κυκλοφορήσουμε. Αλλά η Αριστοφόβια δεν έχει πει όσα ήθελε ακόμα. Έρχονται πολύ σημαντικά νέα – συνεργασία για παγκόσμια κυκλοφορία και διανομή σε βινύλιο από πολύ γνωστή εταιρία audiophile της Αυστρίας, έρχεται βιβλίο, έρχεται και κάτι κινηματογραφικο. Έχουμε πολλά ακόμα να πούμε με αυτό το δίσκο, επιφυλάσσομαι…