Aπό την Αλίνα Χατζιδάκι
Οταν στο facebook εμφανίστηκαν κι άλλες επιλογές πέρα από το like για να αντιδρά κάποιος σε ένα ποστ, οι πρώτοι δύο άνθρωποι που μου έφτασαν τα μαντάτα με ενθουσιασμό ήταν η κόρη μου, που είναι 12,5 ετών και χαίρεται με κάτι τέτοιες τεχνολογικές επαναστάσεις, και μια πρώην συνάδελφος, ετών 41, που εμφανίστηκε στο timeline μου να αναγγείλει τα χαρμόσυνα νέα με μια ανάρτηση τόσο ενθουσιώδη που θα έλεγε κανείς ότι η προσωπική της ευτυχία ήταν απόλυτα εξαρτημένη από το αν μπορεί να σχολιάζει «έλεος» χωρίς να πληκτρολογεί και τα τέσσερα κουραστικά γράμματα. Η παιδιάστικη συμπεριφορά των ενηλίκων βέβαια στα κοινωνικά δίκτυα δεν είναι και κανένα νέο. Έχουν γίνει αρκετές μελέτες που την καταμαρτυρούν αλλά στην πραγματικότητα όποιος έχει σύνδεση στο ίντερνετ δεν χρειάζεται ούτε στατιστικό δείγμα ούτε βαρύγδουπες αναλύσεις από ψυχολόγους για να του εξηγήσουν αυτό που ήδη ξέρει. Οι ενήλικες στο δίκτυο παιδιαρίζουν, για μερικούς δικούς μου γνωστούς θα έλεγα ότι επιεικώς ξεμωραίνονται, και αυτό πλέον δεν κάνει σε κανέναν εντύπωση. Ή σχεδόν σε κανέναν.
Δεν ξέρω κατά πόσο ο ιντερνετικός παλιμπαιδισμός έχει να κάνει με ειλικρινή, αυθεντική ανάγκη να εκτονωθεί το παιδί που όλοι κρύβουμε μέσα μας ή με την αγωνία του να παραμείνει κανείς cool καθώς οι δεκαετίες περνούν ανενόχλητες από πάνω του. Και τα δύο ενδεχόμενα είναι πιθανά, έκαστο ανά περίσταση και πολλές φορές ταυτόχρονα. Στην περίπτωση του πρώτου όμως δεν γίνεται να μην αναρωτηθούμε τι στο καλό έκαναν οι ενήλικες στην προ facebook εποχή για να εκτονώσουν την παιδικότητά τους και αν σε τελική ανάλυση η καταπιεσμένη ψυχολογία τους το είχε τόσο πολλή ανάγκη, γιατί δεν έγιναν όλοι καταθλιπτικοί ή κατά συρροήν δολοφόνοι μη έχοντας τη διέξοδο ενός περιποιημένου «λολ, κλαίω». Για τη δεύτερη ανάγνωση, την υστερία να παραμείνει κάποιος relevant σε έναν κόσμο που κινείται όλο και πιο γρήγορα, δεν κρύβω ότι τα αισθήματά μου είναι πιο τρυφερά, γιατί όσο και να το κάνεις ο δονκιχωτισμός της αιώνιας νεότητας μαζί με την αγωνία της επίγνωσης ότι γερνάς μου προκαλεί συμπόνια, όπως κάθε αδιέξοδο. Παρ’ όλα αυτά, τα παλιά χρόνια τη σαραντάρα που φορούσε μαγιό Hello Kitty θα την κοροϊδεύαμε αλύπητα –με το να ποστάρει σήμερα αρκουδάκια που κρατάνε ταμπελίτσες «I love you» δεν είναι ακριβώς ότι γελοιοποιείται λιγότερο. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, γελοιοποιείται. Αν ο πόνος μας είναι να φαινόμαστε νέοι και χιπ, δεν βλάπτει να κρατάμε στο πίσω μέρος του κεφαλιού μας ότι στα social αυτό το κάνουμε μεταξύ μας, ήτοι ενήλικες μεταξύ ενηλίκων, γεγονός που σε συνάλλαγμα νεανικότητας δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Ερχόμενη σε επαφή κάθε μέρα με το λογαριασμό της τινέιτζερ κόρης μου (είπαμε, είναι 12,5, φυσικά και πέφτει λογοκρισία) μπορώ να καταθέσω ότι τα πιτσιρίκια που βλέπουν μεσήλικες να πασχίζουν να μείνουν στα πράγματα γράφοντας yolo ή swag ή bae και τα συναφή σε τελείως άκυρο πλαίσιο (π.χ., «για ποτάκι σήμερα με τα κορίτσια, yolo»), για να το θέσω κομψά, δεν εντυπωσιάζονται για καλό. Για να το θέσω με περισσότερη ακρίβεια, είναι περίπου το αντίστοιχο του κράματος γέλιου και ντροπής που νιώθαμε οι της γενιάς μου όταν στα σίριαλ του Δαλιανίδη οι πρωταγωνιστές έλεγαν «Πω, δικέ μου, καράφλιασα» και δεν ξέραμε πώς να κρυφτού- με διακριτικά κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ, δεδομένου ότι οπωσδήποτε δεν ήταν 1983 και δεν καράφλιαζε πλέον κανείς για τουλάχιστον μία πενταετία. Ναι, το νεανικό κοινό που θέλουμε να μας θεωρήσει μέλος του είναι σκληρό, πάντα ήταν. Και όσο πιο απελπισμένα προσπαθούμε να μείνουμε στα πράγματα τόσο εκείνα μας σπρώχνουν μακριά τους. Τελευταίο παράδειγμα με την κόρη μου, ίσως βαριέστε αλλά άμα δεν το πω θα σκάσω, η περίπτωση ενός καθηγητή που έχει πιάσει τόσο το σφυγμό της νεολαίας ώστε τουλάχιστον δύο φορές στο 45λεπτο θα τονίσει την παράδοση του μαθήματος εκεί που νομίζει λέγοντας «Ομιτζί» και κοιτάζοντας τα παιδιά με νόημα. Τα παιδιά, πάλι, κοιτάζονται μεταξύ τους ασκαρδαμυκτί και μάλλον απορούν πότε θα σκάσει και ο Μάρκος Σεφερλής να κλείσει το γκαγκ με το γνωστό «Καλό, ε;»
Και μετά είναι τα emoji, αυτή η μάστιγα. Ενήλικες, μορφωμένοι άνθρωποι επιλέγουν να επικοινωνούν μεταξύ τους γρήγορα, οριακά αποτελεσματικά και μάλλον τεμπέλικα χρησιμοποιώντας εικονίδια που δείχνουν από το γνωστό smiley μέχρι την καούκα του Ντόναλντ Τραμπ. Τίποτα κακό με λίγη ανάλαφρη ανοησία, θα πει κανείς, μόνο που όταν μια παιδαριώδης εικονογράφηση γίνεται το βασικό σου εκφραστικό μέσο δεν γίνεται να μην αναρωτηθείς για την αξία του περιεχομένου που αφήνεις πίσω σου. Όπως πολύ εύστοχα γράφει ο Observer, το πρόβλημα δεν είναι η συντομία ή το χιούμορ αλλά ότι γι’ αυτό υπάρχουν τα memes, που είναι σύντομα, έχουν πλάκα και άμα θες τα φτιάχνεις μόνος σου. Αντίθετα, το να αφήνεις μελιτζάνες και τριάντα καρδούλες κάτω από αναρτήσεις άλλων δεν δείχνει αίσθηση χιούμορ αλλά άρνηση να συμφιλιωθείς με την ηλικία σου. Πράγμα όχι κακό απαραίτητα, αρκεί να μη συμβαίνει ερήμην σου. Στην πραγματικότητα είναι το ίδιο το μέσο που επιτρέπει ή ακόμα και προκαλεί αυτό τον παλιμπαιδισμό. Η κοινωνική δικτύωση θέλει συνέχεια τροφή και δεν γίνεται να την ταΐζεις μόνο ποιότητα, τουλάχιστον όχι αν είσαι από αυτούς που νομίζουν ότι μια μέρα χωρίς πέντε αναρτήσεις είναι μια χαμένη μέρα –και κάπως έτσι το ψηφιακό junk γίνεται μέρος του feed μας. Όχι τυχαία, σιγά-σιγά οι ένοχες απολαύσεις μας, αυτά που κάποτε δεν θα ομολογούσαμε ούτε στον Τζακ Μπάουερ και θα κρύβαμε οπωσδήποτε από το δημόσιο προφίλ μας, γίνονται δημοσιεύσεις. Στην αρχή ως ειρωνικό σχόλιο, ένα κλείσιμο του ματιού, ένας Ρέμος εκεί που μέχρι στιγμής πόσταρες μόνο PJ Harvey, και μετά ντεκλαρέ, ειδικά αν ο Ρέμος νίκησε κατά κράτος την ποιότητα σε like. Για να είμαι ειλικρινής, τη σημερινή κατάσταση του facebook, όπου όλοι ανεβάζουν ό,τι τους κατέβει, τη βρίσκω απείρως πιο ενδιαφέρουσα από την ξιπασμένη αρχική εποχή που ακόμα και άτομα που δεν ξέρουν να κλίνουν τα δικατάληκτα ανέβαζαν ποστ με εστέτ μουσικές και φωτογραφίες σαν ψηφιακές Μαντάμ Σουσούδες. Είναι λοιπόν γεγονός ότι τα emoji, τα χαζά hashtags, οι ατελείωτες σέλφι με ύφος μοντέλου της συμφοράς, η συλλογή like και κάθε προεφηβικής λογικής ψηφιακή συμπεριφορά δεν έχουν πλέον ηλικία. Ανήκουν σε όλους, όσο άκυρα κι αν χρησιμοποιούνται –όπως ακριβώς και η μόδα. Ναι, είμαστε ενήλικες και μπορούμε να μιλάμε όπως θέλουμε, να φοράμε ό,τι θέλουμε, να επικοινωνούμε όπως θέλουμε, αρκεί να μη μας νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι για την εικόνα μας –και αυτή η αδιαφορία είναι μάλλον η βασική μας διαφορά με τους έφηβους όχι μόνο στην ψυχή αλλά και το σώμα. Αυτή η δημοκρατικότητα όμως δεν χαρακτηρίζει την ιδιοσυγκρασία της ποπ κουλτούρας; Μερικοί την κάνουν καλύτερα, μερικοί όχι και τόσο αλλά όποιος θέλει να βουτήξει στη δεξαμενή της είναι ευπρόσδεκτος. Και αν επιπλεύσει, καλώς.



