Στο δέκατο πέμπτο βιβλίο των Μεταμορφώσεων του Οβίδιου, ο Πυθαγόρας περιγράφει ένα σύμπαν σε αδιάκοπη ροή: «Bλέπεις πώς οι νύχτες απλώνονται προς την αυγή, και πώς η εκτυφλωτική λάμψη διαδέχεται το σκοτάδι· και ο ουρανός δεν έχει το ίδιο χρώμα όταν όλα τα πλάσματα αναπαύονται μεσ’ στο λήθαργο της νύχτας» (15.186–98). Στη φαντασιακή του σύλληψη, φως και σκοτάδι δεν παρουσιάζονται ως δυνάμεις σε αντιπαράθεση, αλλά ως ένα ρευστό συνεχές, όπου το ένα στοιχείο διαχέεται στο άλλο.

Το Luminous Strays, η εμβυθιστική εγκατάσταση της Έφης Σπύρου, δίνει υλική υπόσταση σε αυτή την ιδέα, διερευνώντας ζητήματα ορατότητας και απόκρυψης, ταυτότητας και αποξένωσης, του ενσαρκωμένου και του εφήμερου. Αποτελούμενη από επτά υφαντά, αναρτημένα σε διαφορετικά ύψη μέσα σε έναν σκοτεινό, εκκλησιαστικό χώρο, η εγκατάσταση οδηγεί τον θεατή σε μια εμπειρία μεταμόρφωσης, η οποία ενεργοποιείται μέσα από την αλληλεπίδραση φωτός και σκότους. Τα έργα συνδυάζουν μαύρο ύφασμα με ταινία υψηλής ανακλαστικότητας, παραπέμποντας ταυτόχρονα στην παραδοσιακή υφαντική τέχνη και στη σύγχρονη ψηφιακή εικόνα. Παραμένουν σχεδόν αόρατα στο γυμνό μάτι, ώσπου να ενεργοποιηθούν μέσω φωτογραφικής έκλαμψης ή κατευθυνόμενου φωτισμού. Από το φως αναδύονται πλάσματα, σύμβολα και μορφές· όχι ως σταθερές φιγούρες, αλλά ως φευγαλέες παρουσίες που μας προσκαλούν να αναρωτηθούμε: τι βλέπουμε, με ποιον τρόπο και προς ποιο σκοπό.

Η εγκατάσταση της Σπύρου έχει ως πυρήνα την προσωπική της σχέση με την αρχαιολογική κληρονομιά του Ακράγαντα και τις λαϊκές παραδόσεις της Σικελίας· ένα τοπίο διαμορφωμένο από αρχαίους μύθους, φυσικά σύμβολα και τελετουργικές μνήμες. Κατά τη διάρκεια της έρευνας που προηγήθηκε της δημιουργίας των υφαντών, η καλλιτέχνις ανέδειξε την ιστορία του Ακράγαντα ως έναν χωροχρόνο, μέσα στον οποίο διαφορετικοί λαοί διασταυρώνονταν και αντάλλασσαν αγαθά, ιδέες και πρακτικές. Ιδρυμένος ως ελληνική αποικία τον 6ο αιώνα π.Χ., ο Ακράγαντας πέρασε από ρωμαϊκές, βυζαντινές, αραβικές και νορμανδικές κατακτήσεις που διαμόρφωσαν σε σημαντικό βαθμό τον πολιτισμικό ιστό της πόλης. Σε συνάρτηση με τις σύγχρονες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις, το έργο υπερβαίνει τα δυαδικά σχήματα — Ελληνικό/μη Ελληνικό, Ανατολή/Δύση, τοπικό/ξένο — και προσκομεί μια πολυεπίπεδη κατανόηση της ταυτότητας, αναδεικνύοντας υβριδικές και συχνά αφανείς πραγματικότητες.

Μέσα από αυτό το πρίσμα, τα ελάφια και τα σκυλιά που παίζουν αδιάκοπα, η δακρυσμένη Μέδουσα, ο δικέφαλος αετός με το πρόσωπο γάτας και τη σπειροειδή σπονδυλική στήλη, το ανεστραμμένο σύμβολο της βασίλισσας, το γονατισμένο λιοντάρι που τυλίγεται με αμπελόφυλλα και ο γρύπας που ξεπροβάλλει μέσα από φυλλώματα δεν προέρχονται από το κεντρικό εικονογραφικό αρχείο της τοπικής αρχαιολογίας, αλλά από τις παρυφές του — από αχνές χαράξεις, περιφερειακά μοτίβα και διασκορπισμένα θραύσματα.

Επηρεασμένη τόσο από τις παραδοσιακές πρακτικές υφαντικής όσο και από σύγχρονες ψηφιακές μεθόδους κατασκευής εικόνων, η απεικόνιση της Σπύρου εντείνει την αίσθηση αποξένωσης των θεμάτων της, ενώ ταυτόχρονα ενεργοποιεί τη διαδικασία οικειοποίησής τους. Καθώς οι θεατές κινούνται γύρω από αυτά τα υβριδικά ψηφιδωτά, οι μορφές τους μεταβάλλονται: ορισμένα στοιχεία εμφανίζονται με ευκρίνεια, ενώ άλλα με αφαίρεση, ανάλογα την οπτική γωνία από την οποία τα παρατηρεί ο θεατής. Στην αναζήτηση διαφορετικών σημείων στον χώρο που να αναδεικνύουν τα έργα, οι θεατές συμμετέχουν σε αυτό που γίνεται αντιληπτό, συνθέτοντας έτσι την ίδια την παρουσία τους. Δημιουργούν έναν ρυθμό μέσα από τα θραύσματα, όπου το νόημα δεν είναι σταθερό αλλά χτίζεται αργά μέσα από την κίνηση, την προσοχή και τη σχέση. Η εμπειρία της εγκατάστασης ξεδιπλώνεται όχι ως γραμμική ερμηνεία, αλλά ως περιφορά.

Παράλληλα με τα εικονιστικά στοιχεία, μία από τις επιφάνειες της εγκατάστασης περιλαμβάνει στίχους από το Sussuri Luna, ένα ποίημα του Ιταλού ποιητή Salvatore Indelicato από τη συλλογή Gocce d’amore, έργο που διερευνά θέματα αγάπης, νοσταλγίας και στιγμιαίων συνδέσεων. Η συγκεκριμένη επιφάνεια αποτελείται εξ ολοκλήρου από λέξεις που επέλεξε η Σπύρου από το ποίημα χωρίς μετάφραση. Εδώ, οι λέξεις υπερβαίνουν το κείμενο, λειτουργώντας ως οπτικά στοιχεία καθ’ αυτά—ως εικόνα. Γίνονται ταυτόχρονα μέσο και μήνυμα. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα υφαντά, το Sussuri Luna ξεδιπλώνεται γραμμικά—οριζόντια και κάθετα—δημιουργώντας έναν ρυθμό που εισάγει μια πιο δομημένη, σχεδόν γεωμετρική κατεύθυνση στον χώρο. Όταν κανείς σταματάει να επικεντρώνεται στο νόημα των λέξεων και αρχίζει να μελετάει την οπτική τους παρουσία, οι λέξεις εμφανίζονται ως αυτόνομες μορφές που αιωρούνται στο κενό. Εδώ, η ατομικότητα και το πολιτισμικό υπόβαθρο των θεατών τίθενται προσωρινά σε αναστολή, οι γραμμές μεταξύ ξένου και οικείου σβήνουν.

Η Σπύρου μας καλεί να παραμείνουμε ανοιχτοί στο άγνωστο: η κίνηση αναμέσα στα υφαντά του Luminous Strays γίνεται μια αργή και ήσυχη αντίσταση στην τάση μας να προκαθορίζουμε και να επιβάλλουμε νοήματα και ταυτότητες—είτε σε οντότητες πέρα από τη δική μας μορφή είτε σε λέξεις πέρα από τη δική μας γλώσσα. Θα μπορούσε κανείς να ανακαλέσει στοχαστές όπως η Όλγα Τοκαρτσούκ, η οποία οραματίζεται το Transfugium—έναν ετεροτοπικό χώρο όπου οι άνθρωποι παραιτούνται από την κυριαρχία τους στη φύση. Για να εισέλθει κανείς σε αυτόν τον χώρο, πρέπει να υποβληθεί σε μια μεταμόρφωση—μια μεταβολή μεταξύ ειδών που αλλάζει την ταυτότητα του είδους του και υπονομεύει την ανθρωποκεντρική τάξη. Μέσα στο Transfugium, ο άνθρωπος υπάρχει μόνο ως μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου. «Θυμήσου τον Οβίδιο», γράφει η Τοκαρτσούκ, «οι Μεταμορφώσεις ποτέ δεν βασίζονταν σε μηχανικές διαφορές. Το ίδιο ισχύει και για τη μεταφυγάγωση: τονίζει τις ομοιότητες… Ο κόσμος είναι ένας.» Η Τοκαρτσούκ ανταποκρίνεται στην επιτακτική ανάγκη για μια νέα γλώσσα αφήγησης—μια γλώσσα που παρουσιάζει τους ανθρώπους και τον κόσμο γύρω τους ως μέρος ενός συνεχούς, όπου οι σχέσεις και οι αλληλοσυνδέσεις αντικαθιστούν τις διαιρέσεις.

Στο πνεύμα της οβιδιανής μεταμόρφωσης, το Luminous Strays προτείνει την ανθρώπινη κατάσταση ως ένα γίγνεσθαι, μια συνεχής αποκάλυψη του εαυτού σε σχέση με τους άλλους και τον κόσμο, ποτέ απώλεια του εαυτού, αλλά άνοιγμα στη πολλαπλότητα. Μέσα στην πολυπολιτισμική πραγματικότητα του Ακράγαντα και πέρα από αυτήν, η Σπύρου αποδεικνύει πως η ανάδειξη του «Άλλου» δεν αποτελεί μια πράξη αντίθεσης, αλλά μια πράξη αναγνώρισης και ενδοσκόπησης της θέσης μας· ένας μεταβαλλόμενος χώρος όπου οι νύχτες απλώνονται προς την αυγή, η εκτυφλωτική λάμψη διαδέχεται το σκοτάδι· και ο ουρανός δεν έχει το ίδιο χρώμα.

Εγκαίνια: 10 Οκτωβρίου 2025, 18:00

Χώρος: Convento Chiaramontano dei Francescani Minori, Αγκριτζέντο, Σικελία- Ιταλία 

Κείμενο: Δανάη Παρλαμά Pertejo

CREDITS:

Καλλιτέχνης: Έφη Σπύρου, Οργανισμός: RUNONART A.M.K.E., Σύνθεση/Σχεδιασμός ήχου: Δημήτρης Τσούκας, Οπτική ταυτότητα: Typical Organisation, Φωτογραφία: Μαρία Σιόρμπα

Με την οικονομική υποστήριξη και υπό την αιγίδα του Fondazione Agrigento 2025

Ομάδα παραγωγής: Άρτεμις Παναγιωτίδου, Αθηνά Αλκίνη, Ίρις Ηλίας Παπαϊωάννου Deco, Μαργιάνα Μαρούγκα

Ευχαριστίες: 3M G. Astypaliotis & Sia EE, Αφες Ουστάβασιδου, Άγκατα Δαρλάση, Αλέκος Ρούπας, Ανδρέας Χριστοφόρου, Χρήστος Τσιοπαννής, Δαμόνας Καλαμίτσης, Δημήτρης Κώστας, Δημήτρης Νέγκας, Ντόρις Λαμπρινοπούλου, Ελίζα Σόρογκα, Έρη Δημητριάδη, Εύα Ράπτη, Κώστας Μανούσης, Λουκάς Χαψής, Μαρία Μανέτα, Νικολέτα Δημόπουλου, Παντελής Χάνδρης, Σπυρίδουλα Σπύρου, Θοδωρής Χιώτης, Carmello Roccaro, Elvira Mangione, Paolo Marzano, Roberto Bruccoleri, Virginie Berre

Συσκευασία έργων τέχνης: Artlock, Μεταφορά έργων τέχνης: John Transport

Ευχαριστίες: Marghe Orlando, Laura Vento, Andrea Saieva, Simonetta Trovato, Meno Foundation, Roberto Albergoni, Carla D’Amico, MUDIA Museo Diocesano Agrigento

Τιμητική αναφορά: Ποιητής Salvatore Indelicato

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below