Σε κάθε θεατρική παράσταση, ταινία, τηλεοπτική σειρά, ενώ οι προβολείς εστιάζουν στους ηθοποιούς, στα παρασκήνια εμπνέεται και δημιουργεί ακούραστα μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων οι οποίοι μπορεί να παίζουν εξίσου σημαντικό, αν όχι σημαντικότερο, ρόλο. Αυτή τη φορά, λοιπόν, στρέφουμε τα φώτα στη Μαγιού Τρικεριώτη, την ενδυματολόγο και σκηνογράφο που, στη διεθνή καριέρα που έχει χτίσει με έδρα το Λονδίνο, συνεχίζει να δίνει χώρο και χρόνο και σε ελληνικές παραγωγές.
Έχει ντύσει τους ηθοποιούς και του David Cronenberg (Viggo Mortensen, Léa Seydoux, Kristen Stewart, «Crimes of the Future», 2022) και του Αλέξανδρου Αβρανά (Jim Carrey, Marton Csokas, Charlotte Gainsbourg, «Dark Crimes», 2016) και των Μιχαήλ Μαρμαρινού και Λευτέρη Βογιατζή στο θέατρο. Έχει σχεδιάσει τα σκηνικά και για βρετανικές παραστάσεις και για ελληνικές, όπως το «Πάρτι της ζωής μου» (2023) της Ελένης Ράντου με τα διαδοχικά sold-out. Αφορμή της συνέντευξής μας έγινε η συνεργασία της ως ενδυματολόγου με τη βιβλική δραματική σειρά «House of David», που γυρίστηκε στην Ελλάδα από την Argonauts Productions του Παναγιώτη Παπαχατζή, για να αφηγηθεί την άνοδο της βιβλικής μορφής του Δαυίδ, ο οποίος τελικά γίνεται ο πιο ξακουστός και δοξασμένος βασιλιάς του Ισραήλ.
Ένα δημιουργικό ταξίδι στο 1.000 π.Χ.
Τι έχετε αποκομίσει μέχρι σήμερα από την εμπειρία της συνεργασίας σας με το «House of David»;
«Υπήρξε ένα πραγματικό σχολείο για το πώς μια διεθνής παραγωγή μπορεί να αναπνεύσει μέσα από την ελληνική δημιουργικότητα. Είναι σπάνιο να βλέπεις Έλληνες επικεφαλής σε τόσο μεγάλα τμήματα –φωτογραφία (Σίμος Σαρκετζής), κοστούμια (Μαγιού Τρικεριώτη), σκηνικά (Δημήτρης Zιάκας)– να λειτουργούν δίπλα σε διεθνείς συνεργάτες· αυτό δημιούργησε ένα απίστευτα ζωντανό περιβάλλον, όπου το πάθος και η πειθαρχία συναντιούνται.
»Η συνεργασία μου με τους Αργοναύτες και τον Πάνο Παπαχατζή υπήρξε για άλλη μια φορά εξαιρετική. Οι Αργοναύτες δημιούργησαν ένα πλαίσιο εμπιστοσύνης και επαγγελματισμού, που μας επέτρεψε να δουλέψουμε δημιουργικά και με αληθινή συνοχή. Ο Πάνος αντιλαμβάνεται βαθιά τη σημασία της ομάδας και επενδύει πραγματικά στους ανθρώπους του· εκτιμώ πάντα την εμπιστοσύνη που μου δείχνει, και το αποτέλεσμα το αποδεικνύει κάθε φορά».
«Μου λείπουν τα κοστούµια εποχής», είχατε πει σε παλαιότερη συνέντευξή σας. Τι απολαµβάνετε περισσότερο στον σχεδιασµό κοστουµιών για το «House of David»;
«Η αλήθεια; Μου λείπει η αυθάδεια του παρελθόντος – αυτό το θράσος της ύλης να επιµένει να επιβιώνει αιώνες. Στο “House of David” βρήκα ένα παρελθόν τόσο µακρινό, που µου επέτρεψε να το εφεύρω ξανά. Σαν να µου είπαν: “Δείξε µας πώς θα έμοιαζε το 1000 π.Χ., αν το είχες σχεδιάσει εσύ”».
«Μου λείπει η αυθάδεια του παρελθόντος – αυτό το θράσος της ύλης να επιµένει να επιβιώνει αιώνες. Στο “House of David” βρήκα ένα παρελθόν τόσο µακρινό, που µου επέτρεψε να το εφεύρω ξανά. Σαν να µου είπαν: “Δείξε µας πώς θα έμοιαζε το 1000 π.Χ., αν το είχες σχεδιάσει εσύ”».
Στα κοστούμια του «House of David», σε ποια αναλογία επικρατούν από τη µία η προσπάθεια για πιστότητα στην αναπαράσταση, από την άλλη η ελευθερία του αυτοσχεδιασµού που, ενδεχοµένως, δίνει η µεγάλη χρονική απόσταση;
«Αν δεν γνωρίζεις πού ήταν τα όρια, δεν µπορείς και να τα σπάσεις. Η έρευνα µου λέει τι υπήρχε. Η φαντασία µου αποφασίζει τι θα υπήρχε, αν είχα βάλει εγώ το χέρι µου στην ιστορία».

Οι συνθήκες των ελληνικών τοποθεσιών των γυρισµάτων του «House of David», όπως το µεσογειακό φως, η θερµοκρασία, ποιον ρόλο παίζουν στον σχεδιασµό και την κατασκευή των κοστουµιών;
«Σημαντικό. Το ελληνικό φως δεν κάνει χάρες. Αποκαλύπτει. Ζητά υφάσµατα που αναπνέουν, πατρόν που αντέχουν, κοστούµια που ιδρώνουν µε αξιοπρέπεια. Ακόµα και αν “κλέβουµε” σε λεπτοµέρειες για να κρατάµε τους ηθοποιούς δροσερούς στον καύσωνα ή ζεστούς στο κρύο. Επηρεάζουν λοιπόν με τον ίδιο τρόπο που επηρεάζει και το αν οι ήρωες ιππεύουν άλογα ή γαϊδουράκια, αν πληγώνονται ή δολοφονούνται. Και ναι, το χώµα αφήνει ίχνη στο φόρεµα. Ευτυχώς».
«Το ελληνικό φως δεν κάνει χάρες. Αποκαλύπτει. Ζητά υφάσµατα που αναπνέουν, πατρόν που αντέχουν, κοστούµια που ιδρώνουν µε αξιοπρέπεια. Ακόµα και αν “κλέβουµε” σε λεπτοµέρειες για να κρατάµε τους ηθοποιούς δροσερούς στον καύσωνα ή ζεστούς στο κρύο».
Στα κοστούμια εποχής δουλεύετε µε τα υλικά που ήταν διαθέσιµα τότε ή µπορεί και ένα πιο σύγχρονο υλικό να δώσει ένα ικανοποιητικό αποτέλεσµα;
«Αν είναι να φτιάξεις έναν κόσµο, ξεκινάς από την αλήθεια της ύλης. Για να δηµιουργήσουµε αυτό τον κόσµο, ταξιδέψαµε σε πολλές χώρες αναζητώντας µεγάλη ποικιλία υφασµάτων και δερµάτων. Ράψαμε και κεντήσαμε στο χέρι ακόµα και σε σηµεία που η κάµερα δεν είδε ποτέ, ώστε να μη φαίνεται κανένα σηµάδι ραπτοµηχανής, ώστε να δώσουμε µια αυθεντική αίσθηση αρχαιότητας και μια τρισδιάστατη ιστορία».
Και μέσα από ποια διαδικασία τούς δίνετε το εφέ του παλιοκαιρισµένου;
«Λες στο ύφασµα µια ιστορία: Από πού πέρασες; Πόσες φορές πλύθηκες; Πού πληγώθηκες, πού σκοτώθηκες; Ποιος σε έραψε ξανά όταν µεγάλωσε το παιδί που σε φορούσε; Μια αφήγηση µε λάσπη, ιδρώτα, και µία δόση λυρισµού σκαλίζεται σε ένα κοστούµι, σαν να έχει ήδη ζήσει».
Αν η ιστορία του «House of David» είναι συµβολικά η νίκη του µικρού και ανίσχυρου επί του γίγαντα, ποιο είναι, για εσάς, το σηµαντικότερο µήνυµά της στη σύγχρονη εποχή;
«Το µικρό απέναντι στο γιγάντιο. Η σφεντόνα απέναντι στον θόρυβο. Το σχέδιο απέναντι στο σύστηµα. Οι πλέον τρανταχτές νίκες έρχονται από εκεί που δεν περιµένουµε».

Ένα παιδικό βασίλειο γεμάτο τέχνη
Για να πάμε στην αφετηρία της καλλιτεχνικής διαδρομής της, πρέπει να ταξιδέψουμε στον χρόνο πιο πίσω κι από τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο του Κεντ και τη μαθητεία της στο Bristol Old Vic. Να φτάσουμε μέχρι τα παιδικά της χρόνια όταν, ως κόρη της ποιήτριας Τζένη Μαστοράκη και του εκδότη Βαγγέλη Τρικεριώτη, μεγάλωνε, όπως μας λέει, «σε ένα σπίτι γεµάτο λέξεις και σιωπές, αλλά και ανάµεσα στα ράφια του βιβλιοπωλείου Πρωτοπορία (όταν δεν βοηθούσε στο ταµείο να δίνει ρέστα)».
Η παιδική ηλικία σας ήταν γεμάτη με βιβλία, λογοτεχνία αλλά και θέατρο. Πώς επηρέασε τη μετέπειτα καλλιτεχνική διαδρομή σας;
«Στα παιδικά µου χρόνια, σαν κάτι απολύτως φυσικό στήθηκε ένας ολόκληρος εκδοτικός οίκος µε κουβέντες στο σαλόνι και πολλή δουλειά. Και το σχεδόν συνοµήλικό µου βιβλιοπωλείο από υπόγειο έγινε επίγειο και μέχρι να γίνω 12 χρονών, γιγάντιο στα µάτια µου τότε.
»Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον γεµάτο με βιβλία, με τον ήχο της γραφοµηχανής της µαµάς µου σαν αδιάκοπη µουσική. Στο σπίτι µας, οι άνθρωποι του θεάτρου είχαν µέγεθος ανθρώπινο. Αλλά η µαγεία του θεάτρου βρισκόταν στα διαλείµµατα της “κανονικότητας”, όταν η µαµά έλεγε το σπάνιο “ναι” σε µια θεατρική µετάφραση. Τότε, με εκείνη να διορθώνει µε ακρίβεια κάθε λέξη, εγώ είχα την τύχη να βρεθώ σε πρόβες και σε παρασκήνια, δειλά σιωπηλή, να βλέπω πως η µαγεία είναι συνεργασία, επιµονή και λεπτοµέρεια. Η τηλεόραση και ο κινηµατογράφος ήταν άπιαστα. Κάπως σαν να ανήκαν γεωγραφικά σε έναν θείο µου κάπου πολύ πολύ µακριά, που τον έλεγαν Λος Άντζελες, όπου ακόµα και τα τηλεφωνήµατα ήταν δύσκολα.
«Η µαγεία του θεάτρου βρισκόταν στα διαλείµµατα της “κανονικότητας”, όταν η µαµά έλεγε το σπάνιο “ναι” σε µια θεατρική µετάφραση. Τότε, με εκείνη να διορθώνει µε ακρίβεια κάθε λέξη, εγώ είχα την τύχη να βρεθώ σε πρόβες και σε παρασκήνια, δειλά σιωπηλή, να βλέπω πως η µαγεία είναι συνεργασία, επιµονή και λεπτοµέρεια».
»Από εκεί κάπου ξεπρόβαλα, να σπουδάσω θέατρο και σκηνογραφία με πυξίδα τον λόγο, το κείµενο, πιστή στο να καταλάβω πρώτα τη γλώσσα πριν να χτίσω τον κόσµο, στο ότι εικόνα χωρίς βάθος δεν έχει µέλλον. Παρ’ ολ’ αυτά, στο πρώτο τρίμηνο στο πανεπιστήµιο ζήλεψα τη θεατρική παιδεία µε την οποία έρχονταν οι συµµαθητές µου. Σαν να είχαν συµπληρώσει ήδη, κρυφά, µήνες σπουδών».

Ανάμεσα σε κόσμους
Στη δηµιουργία ενός θεατρικού σκηνικού, ποιες είναι συνήθως οι πηγές έµπνευσής σας; Έχετε νιώσει, ιδιαίτερα στο ελληνικό θέατρο, οι περιορισµοί στο budget να σας οδηγούν σε συµβιβασµούς στη σκηνογραφία ή βρίσκετε πάντα τον τρόπο να υλοποιήσετε ένα όραµα;
«Η έµπνευση έρχεται από το κείµενο, τη µουσική, τη γεωµετρία της σκηνής ή του χώρου. Το budget είναι πάντα µικρό, ακόµα και όταν είναι µεγάλο, αλλά γίνεται όχηµα φαντασίας. Καμιά φορά φυσικά είναι σαν κακός συνεργάτης: σε περιορίζει, σε εκνευρίζει – αλλά σε ωθεί να βρεις λύσεις. Οι µικρές παραγωγές κρύβουν µεγάλη γενναιοδωρία».
Στον σχεδιασµό κοστουµιών, η μετάβαση από το θέατρο στις τηλεοπτικές και κινηµατογραφικές παραγωγές ποιες ιδιαίτερες προκλήσεις είχε για εσάς;
«Είναι διαφορετικά επαγγέλµατα: για τη µικρή σκηνή πρέπει να σκεφτείς θεατρικά, για την κάµερα πρέπει να σκεφτείς πώς γράφει το ύφασµα. Η κάµερα βλέπει άλλα πράγµατα από το κοινό του θεάτρου. Οδηγεί το βλέµµα στη λεπτοµέρεια. Πρέπει να είσαι οπλισµένος µε υποµονή και µαθηµατικά. Στην τηλεόραση, µια ριγέ πτυχή µπορεί να σε εκθέσει. Στο θέατρο, µπορεί να σε απογειώσει. Άλλο ένστικτο, άλλη υπομονή και άλλη γεωµετρία. Αλλά και τα δύο, στο τέλος, µιλούν για το πώς να πεις µια ιστορία».
«Η κάµερα βλέπει άλλα πράγµατα από το κοινό του θεάτρου. Οδηγεί το βλέµµα στη λεπτοµέρεια. Πρέπει να είσαι οπλισµένος µε υποµονή και µαθηµατικά. Στην τηλεόραση, µια ριγέ πτυχή µπορεί να σε εκθέσει. Στο θέατρο, µπορεί να σε απογειώσει».
Συνεργασίες που εμπνέουν
Η ιδιοσυγκρασία του ηθοποιού που θα τον υποδυθεί ποιον ρόλο παίζει στον σχεδιασµό ενός κοστουµιού; Ποιοι ηθοποιοί µε τους οποίους έχετε συνεργαστεί σάς έχουν εµπνεύσει περισσότερο, π.χ. από το στυλ, την προσωπικότητα, τον τρόπο που κινούνται;
«Είµαι εξαιρετική stalker. Ψάχνω φωτογραφίες, βίντεο, παρατηρώ όπως παρατηρείς κάποιον που θα ερωτευτείς. Κίνηση, σώµα, ρυθμό, πώς περπατά, πώς στέκεται, πού σταµατά. Αν δεν τα καταλάβω, δεν µπορώ να δημιουργήσω κοστούμι. Το κοστούμι πρέπει να υπακούει τον ηθοποιό. Η συνεργασία το απογειώνει. Αλλιώς είναι µεταµφίεση, όχι ρόλος.
»Πολλές φορές δεν υπάρχει η πολυτέλεια να γνωρίζω ποιος θα υποδυθεί έναν ρόλο μέχρι να σχεδιάσω το κοστούµι και αυτό ανεβάζει το επίπεδο δυσκολίας, χρειάζεται ελιγµούς. Όµως είναι µεγάλη χαρά όταν σχεδιάζεις για τον ίδιο ηθοποιό που εξελίσσεται σε ένα ρόλο, όπως έγινε µε τη δεύτερη σεζόν του “House of David”. Γνωρίζαµε πολύ καλά τα σώµατα, τις κινήσεις, τους ήρωες και συνεχίσαµε να χτίζουµε µαζί µε τους ηθοποιούς. Είναι μεγάλη χαρά επίσης όταν γίνεται στα fitting δηµιουργική συζήτηση, που πολύ συχνά επικεντρώνεται στα παπούτσια. Υπάρχουν πολλές ιστορίες κοστουµιών που ενηλικιώθηκαν µέσα από τα fitting. Δεν θα ξεχάσω όταν παρουσίασα στην Kristen Stewart [στο «Crimes of the Future»] ένα µεταλλικό λιλά. Μου είπε ότι το µοβ είναι το χρώµα που σιχαίνεται. Και µετά έσκασε στα γέλια λέγοντας πως το φορούν οι psycho, άρα ήταν τέλειο για τη σκηνή!».

Μόδα και στερεότυπα
Ποια είναι η προσωπική σας σχέση µε τη µόδα; Η επαγγελµατική διαδροµή σας την έχει επηρεάσει µέσα στα χρόνια;
«Η µόδα είναι σαν την ξαδέρφη που δεν βλέπεις συχνά αλλά αγαπάς. Δεν την ακολουθώ – την παρατηρώ και τη θαυµάζω. Και όταν τη χρειαστώ, τη συµβουλεύοµαι, της δανείζοµαι έναν ώµο, ένα κόψιµο, ένα ύφος. Και της επιστρέφω πάντα το ρούχο καθαρό».
«Δεν θα ξεχάσω όταν παρουσίασα στην Kristen Stewart [στο «Crimes of the Future»] ένα µεταλλικό λιλά. Μου είπε ότι το µοβ είναι το χρώµα που σιχαίνεται. Και µετά έσκασε στα γέλια λέγοντας πως το φορούν οι psycho, άρα ήταν τέλειο για τη σκηνή!»
Ο σχεδιασµός κοστουµιών, σύγχρονων ή εποχής, µπορεί να λειτουργήσει ως ένα εργαλείο σχολιασµού έµφυλων στερεοτύπων;
«Φυσικά. Όπως όλα τα εργαλεία της αφήγησης. Το σώµα πάνω στη σκηνή –ή στην οθόνη– δεν είναι ποτέ ουδέτερο. Το πώς ντύνεται, πώς αποκαλύπτεται ή καλύπτεται, πώς κινείται, πώς το κοιτούν, όλα αυτά είναι σχόλιο. Όχι πάντα ηχηρό, αλλά πάντα παρόν».

Κάτι σαν μέλλον
Στη συνεργασία σας µε τον David Cronenberg στο «Crimes of the Future», πάνω σε ποια βάση δουλέψατε τα κοστούµια, πέρα από το αισθητικό σύµπαν του ίδιου του σκηνοθέτη φυσικά, αφού µιλάµε για µια sci-fi ταινία χωρίς ιστορικές ή άλλες αναφορές;
«Το παρελθόν δεν υπήρχε στην ταινία. Ούτε το µέλλον µε την κλασική έννοια. Οπότε έπρεπε να σχεδιάσω κάτι… µετέωρο. Αλλά αν θα άφηνα µία φορά έναν άλλο κόσµο να µε καταπιεί χωρίς αντίσταση, αυτός θα ήταν ο κόσμος του Cronenberg και της αιώνιας production designer του, Carol Spier. Όπως και έγινε. Η εµπιστοσύνη τους μού έδωσε χώρο να φτιάξουµε κάτι εξωανθρώπινο. Και, ναι, ήµουν fan πριν ξεκινήσουµε. Όπως σχολίασε και ο ίδιος όταν του το είπα: “It helps”».
«Αν θα άφηνα µία φορά έναν άλλο κόσµο να µε καταπιεί χωρίς αντίσταση, αυτός θα ήταν ο κόσμος του Cronenberg και της αιώνιας production designer του, Carol Spier. Όπως και έγινε. Η εµπιστοσύνη τους μού έδωσαν χώρο να φτιάξουµε κάτι εξωανθρώπινο».
Η είσοδος της τεχνητής νοηµοσύνης στις τηλεοπτικές και κινηµατογραφικές παραγωγές τι εκτιµάτε ότι θα αλλάξει στον σχεδιασµό κοστουµιών µέσα στα επόµενα χρόνια;
«Το AI είναι απλώς ένα νέο ψαλίδι. Δεν θα αντικαταστήσει τον άνθρωπο – τουλάχιστον όχι τον καλλιτέχνη που σκέφτεται δραµατουργικά. Το θέµα είναι ποιος το κρατάει. Να ξέρεις πότε να το χρησιµοποιήσεις και πότε να το αγνοήσεις. Όπως κάθε νέο εργαλείο, θέλει γνώση, όχι φόβο, και να κρατάς γερά τα ηνία. Και µία δόση ειρωνείας. Αν όχι, αλλάζουµε επάγγελµα».
Δείτε το τρέιλερ του «House of David»:
Συντελεστές της σειράς «House of David»
Ιδέα: Jon Erwin. Σκηνοθεσία: Jon Erwin, Jon Gunn, Alexandra La Roche, Michael Nankin. Διευθυντής φωτογραφίας: Σίμος Σαρκετζής. Art director: Δημήτρης Ζιάκας. Ενδυματολόγος: Μαγιού Τρικεριώτη. Ηχολήπτης: Νίκος Μπουγιούκος. Διευθυντής παραγωγής: Θανάσης Θαλασσινός. Παραγωγή: Amazon MGM Studios, Wonder Project, Nomadic Pictures και Argonauts Productions, Kingdom Story Company, Lionsgate Television. Executive Producers: Jon Erwin, Jon Gunn, Jonathan Lloyd Walker, Justin Rosenblatt, Chad Oakes και Michael Frislev. Ειδικός Σύμβουλος της Wonder Project: Dallas Jenkins. Παραγωγός: Παναγιώτης Παπαχατζής. Associate producer: Μαρία Λασκαρίδου. Line producers: Γιάννης Καραντάνης, Ελένη Τσατσούλα. Με την υποστήριξη του Ε.Κ.Κ.Ο.ΜΕ.Δ.-Creative Greece. Παίζουν: Michael Iskander, Ali Suliman, Ayelet Zurer, Stephen Lang, Martyn Ford, Indy Lewis, Yali Topol Margalith, Ethan Kai, Sam Otto, Oded Fehr, Louis Ferreira, Davood Ghadami, Ashraf Barhom, Alexander Uloom, Aury Alby.
Info



