Το σπίτι και εργαστήριό της στο Κουκάκι προέρχεται από τη δεκαετία του ‘60 ή την εποχή του Μεσοπολέμου –υπάρχει μια διχογνωμία σχετικά με το έτος κατασκευής ανάλογα με την πηγή– σε κάθε περίπτωση όμως πρόκειται για μια από εκείνες τις παλιές αθηναϊκές μονοκατοικίες που εύκολα φαντάζεσαι ότι δεν φιλοξενούν μια συμβατική καθημερινότητα. Και πράγματι, έτσι είναι, γιατί εδώ η Μάρθα Φωκά δημιουργεί μερικές από τις πλέον αναγνωρίσιμες μάσκες της θεατρικής παραγωγής των τελευταίων χρόνων, με πρόσφατο δείγμα εκείνες που μεταμορφώνουν τρεις νέους άντρες σε ηλικιωμένες γυναίκες στην παράσταση του Κωνσταντίνου Ντέλλα «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα» στο Θέατρο Σταθμός, που παίρνει τη μία παράταση μετά την άλλη.

Αυτό το έργο γίνεται και η αφορμή για τη συνάντησή μας, με ένα τραπεζάκι στη μέση όπου απλώνονται μάσκες που για διαφορετικούς λόγους δεν βρήκαν τελικά τον δρόμο τους για τη σκηνή αλλά, αν μη τι άλλο, η Μάρθα δεν χρειάστηκε να αποχωριστεί – μια διαδικασία δύσκολη, όταν έχεις αφιερώσει τουλάχιστον 25 ώρες δουλειάς σε ένα γλυπτό: πρόσωπα με ξεκάθαρες εκφράσεις παγωμένες στο χρόνο, έκπληκτα, χαμογελαστά, αισθησιακά, αφού σε κάποιες περιπτώσεις θέλεις, όπως εξηγεί η δημιουργός, να δώσεις «άμα τη εμφανίσει μια κατεύθυνση στο κοινό, να καταλάβει ότι αυτός είναι, για παράδειγμα, ο κακός ή ο αφελής. Η μάσκα θέλει στερεότυπα, όσο κι αν προσπαθούμε να τα βγάλουμε από τη ζωή μας».

Η Μάρθα Φωκά στην προετοιμασία της παράστασης «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα». Photo: Παναγιώτης Λαμπής

Μάλιστα μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις, ειδικά στην αρχή της διαδρομής της, ήταν «να κάνω μια μάσκα που να μην είναι κωμική. Γιατί όταν είσαι πιο άπειρος στη γλυπτική, η υπερβολή που έχει η μάσκα σε πηγαίνει προς την κωμωδία. Εσύ ήθελες, ας πούμε, να κάνεις μια μάσκα για την Ερωφίλη και έβγαινε κωμική, οπότε πάμε πάλι απ’ την αρχή!».

Για να πάμε πραγματικά από την αρχή, επιστρέφουμε στα παιδικά χρόνια της στη Χίο, στον Βροντάδο, όπου ως μαθήτρια ένιωθε να πνίγεται από το σχολείο και την αίσθηση απομόνωσης στο νησί, «άνοιγες την πόρτα σου, έβλεπες τη φουρτούνα και έλεγες, έχει απαγορευτικό. Τώρα βέβαια πηγαίνω με πολλή χαρά στη Χίο, για διακοπές και για να δω τους γονείς και την αδερφή μου». Από τότε είχε στρέψει το βλέμμα της στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης όπου, εμπνευσμένη και από την εμπειρία της από ερασιτεχνική ομάδα του ΔΗΠΕΘΕ Βορείου Αιγαίου, έβλεπε τον εαυτό της στο μέλλον στο Τμήμα Θεάτρου, αν και ακόμα η θεατρική μάσκα δεν διαφαίνονταν πουθενά στον ορίζοντα.

Στη διάρκεια της φοίτησής της στο ΑΠΘ επέλεξε την κατεύθυνση της σκηνογραφίας-ενδυματολογίας, όπου η Τίνα Παραλή παρέδιδε μαθήματα θεατρικής μάσκας. «Τότε συνεργαζόταν με τον Σίμο Κακάλα, με πήρε ως βοηθό και μετά πήγε το πράγμα από μόνο του προς τα εκεί».

Σε κάποιες περιπτώσεις θέλεις, όπως προσθέτει η Μάρθα, να δώσεις «άμα τη εμφανίσει μια κατεύθυνση στο κοινό, να καταλάβει ότι αυτός είναι, για παράδειγμα, ο κακός ή ο αφελής. Η μάσκα θέλει στερεότυπα, όσο κι αν προσπαθούμε να τα βγάλουμε από τη ζωή μας».

Μια ακόμα καθοριστική μαθητεία υπήρξε ένα εργαστήρι που έκανε στην Ιταλία. «Ένα workshop φανταστικό, στην Πάδοβα, με τον Donato Sartori [mask maker, φίλο και συνεργάτη του Dario Fo], φοβερή έμπνευση για εμένα». Εκεί έμαθε και βασικά πράγματα για την κατασκευή μιας θεατρικής μάσκας, ας πούμε ότι η επιφάνειά της πρέπει να είναι λεία για να μην μπερδεύεται το μάτι από τις φωτοσκιάσεις ή ότι «ο μασκοποιός δεν πρέπει να δίνει όλη την πληροφορία για τον χαρακτήρα αλλά να αφήνει και στον ηθοποιό την ελευθερία να προσθέσει πράγματα».

Φωτογραφία της παράστασης «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα». Photo: Παναγιώτης Λαμπής

Όταν τη ρωτάω πόσοι γλύπτες μάσκας υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα, θυμάται τον Μάνο Ποντικάκη – παλαιότερα ήταν και η δασκάλα της, Τίνα Παραλή, η οποία όμως πλέον, όπως προσθέτει, έχει αφοσιωθεί στη γλυπτική. Πολλοί ακόμα γλύπτες και σκηνογράφοι δημιουργούν και μάσκες παράλληλα με άλλες δραστηριότητες, αλλά όχι τόσο εξειδικευμένα. Ωστόσο η ζήτηση για θεατρική μάσκα φαίνεται να αυξάνεται ολοένα τα τελευταία χρόνια.

Στο παρελθόν, όπως εξηγεί η Μάρθα, την έβλεπες «σε πολύ συγκεκριμένα θεάματα, κυρίως στην Επίδαυρο». Σταδιακά, μέσα και από τις παραστάσεις του Σίμου Κακάλα, άρχισε να μπαίνει σε περισσότερα θέατρα και να επιτελεί περισσότερες λειτουργίες, να μην είναι απλά «ένα αξεσουάρ που φοράει ο ηθοποιός για να καλύψει το πρόσωπό του. Γιατί πέρα από τους πρακτικούς σκοπούς της, για παράδειγμα σε παραστάσεις όπου λίγοι ηθοποιοί πρέπει να καλύψουν πολλούς ρόλους, είναι και μέρος της δραματουργίας. Θέλεις η αίσθηση του θεατή να μην είναι 100% ρεαλιστική, το θέαμα να γίνεται λίγο πιο απόκοσμο. Είναι ένα πολύ ισχυρό συναίσθημα όταν στο τέλος της παράστασης βγαίνουν οι μάσκες και έχεις ξεχάσει ότι από κάτω υπήρχαν οι συγκεκριμένοι ηθοποιοί. Δηλαδή όταν πετυχαίνει η μεταμόρφωση, είναι μαγικό. Η μάσκα είναι πυρηνικό κομμάτι του θεάτρου, ανέκαθεν ήταν».

«Είναι ένα πολύ ισχυρό συναίσθημα όταν στο τέλος της παράστασης βγαίνουν οι μάσκες και έχεις ξεχάσει ότι από κάτω υπήρχαν οι συγκεκριμένοι ηθοποιοί. Δηλαδή όταν πετυχαίνει η μεταμόρφωση, είναι μαγικό. Η μάσκα είναι πυρηνικό κομμάτι του θεάτρου, ανέκαθεν ήταν».

Το ταξίδι μιας θεατρικής μάσκας αρχίζει από τις πρώτες συζητήσεις της Μάρθας με τους υπόλοιπους συντελεστές μιας παράστασης: «Όταν είναι πιο δραματουργικός ο ρόλος της συνήθως συνεργάζομαι με τον σκηνοθέτη, ενώ όταν είναι εικαστικός, με τον ενδυματολόγο και τον σκηνογράφο. Για μια μάσκα-εικαστικό κομμάτι της παράστασης συνήθως έρχονται πολύ συγκεκριμένες αναφορές στις οποίες πρέπει να πατήσω. Αν εξυπηρετεί κυρίως δραματουργικούς σκοπούς σε γενικές γραμμές έχω μεγάλη δημιουργική ελευθερία, μπορώ να παίξω από τον ρεαλισμό μέχρι τον φουλ σουρεαλισμό». Σε όλη τη διάρκεια της κατασκευής παραμένει σε επαφή με τους εκάστοτε συνεργάτες της, όμως υπάρχει πάντα η πιθανότητα, όταν τελικά η μάσκα φορεθεί από τον ηθοποιό στην πρόβα, να μην ταιριάξει για οποιονδήποτε λόγο στην παράσταση και να πρέπει η Μάρθα να τη δουλέψει ξανά.

Mάσκες που για διαφορετικούς λόγους δεν βρήκαν τελικά τον δρόμο τους για τη σκηνή αλλά, αν μη τι άλλο, η Μάρθα Φωκά δεν χρειάστηκε να αποχωριστεί – μια διαδικασία δύσκολη, όταν έχεις αφιερώσει τουλάχιστον 25 ώρες δουλειάς σε ένα γλυπτό.

Στη διαδικασία κατασκευής χρησιμοποιεί πηλό στο πρόπλασμα ή γλυπτό, έπειτα φτιάχνει το καλούπι από γύψο και, στο τέλος, τη μάσκα από στρώσεις γάζας. «Μετά επεξεργάζεσαι τη μάσκα με στόκο και τη βάφεις από πάνω. Βέβαια πλέον υπάρχουν και άλλα υλικά, όπως ρητίνες, κάποια πιο ανθεκτικά από τον πηλό, γιατί αν μια παράσταση συνεχίζεται για καιρό επιστρέφουν συχνά-πυκνά οι μάσκες για να τις επιδιορθώσουμε».

Για να σχεδιάσει μια μάσκα για την οποία δεν έχει πολύ συγκεκριμένες οδηγίες, «ξεκινάω από το θεατρικό κείμενο, παράλληλα με τις πρόβες γιατί κι αυτό που παίρνεις από τον ηθοποιό, ενώ δουλεύει τον ρόλο του χωρίς τη μάσκα, σου δίνει πληροφορία και έμπνευση. Αλλά είναι και οι δικές σου αναφορές. Για παράδειγμα στις “Γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα” εγώ φτιάχνω μια μάσκα με αναφορά τη γιαγιά μου, ο ηθοποιός δουλεύει με αναφορά τη δική του και θα το βρούμε στη μέση – συνήθως, συντονιζόμαστε. Επίσης ενώ σχεδιάζω μια μάσκα φαντάζομαι τον χαρακτήρα να κινείται με έναν συγκεκριμένο τρόπο, αλλά όταν τη φορέσει ο ηθοποιός θα δει κάτι άλλο και θα κινηθεί διαφορετικά. Αυτό είναι πολύ ωραίο, γιατί γίνεται μια ομαδική δουλειά που ανοίγει νέους δρόμους. Το ψάξιμο δεν τελειώνει ποτέ».

Σκέφτομαι ότι στις «Γριές» οι ηθοποιοί μιλούν εξίσου με το σώμα και το στόμα τους και δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά αφού, όπως εξηγεί η Μάρθα, «το θέατρο με μάσκα είναι ένα άλλο είδος, για να εκπαιδευτεί ένας ηθοποιός να παίξει πρέπει να δουλέψει πάρα πολύ το σώμα του, να το ξετινάξει, να ιδρώσει. Όταν υπάρχει μάσκα, αν χαλαρώσεις για δυο λεπτά και είσαι εκτός χαρακτήρα θα φανεί, ενώ χωρίς αυτήν μπορεί κάπως να το έσωζες. Όταν το σώμα δεν είναι σε ένα συνεχές ζωντάνεμα η μάσκα αρχίζει να φαίνεται άψυχη, οπότε την προδίδεις, την καις.

«Το θέατρο με μάσκα είναι ένα άλλο είδος, για να εκπαιδευτεί ένας ηθοποιός να παίξει πρέπει να δουλέψει πάρα πολύ το σώμα του, να το ξετινάξει, να ιδρώσει. Όταν υπάρχει μάσκα, αν χαλαρώσεις για δυο λεπτά και είσαι εκτός χαρακτήρα θα φανεί, ενώ χωρίς αυτήν μπορεί κάπως να το έσωζες».

Όπως καταλήγει η δημιουργός: «Οι “Γριές” θα ήταν μια εντελώς διαφορετική παράσταση αν δεν έπαιζαν τρεις νέοι άντρες». Όχι μόνο γιατί «είναι και οι τρεις τους ένας κι ένας και δούλεψαν φοβερά» αλλά επιπλέον επειδή γενικά «είναι βοηθητικό το σώμα να έχει ενέργεια, διαφορετικά δεν θα μπορέσει να υποστηρίξει τη μάσκα».

Οι ηθοποιοί της παράστασης, Μανούσος Γεωργόπουλος, Πλάτωνας Γιώργος Περλέρος και Μιχάλης Αναγνώστου, έχουν την εκρηκτική ενέργεια ενός ροκ σταρ – οι ερμηνείες τους συνδυάζονται με τη σκηνοθεσία του Κωσταντίνου Ντέλλα και την πρωτότυπη μουσική του Αλέξανδρου Κτιστάκη σε μια εμπειρία όπου τα όρια ανάμεσα στο θέατρο και σε μια συναυλία γίνονται εξαιρετικά δυσδιάκριτα. Ίσως αυτή η περιγραφή να ακούγεται αταίριαστη για ένα έργο με τρεις ηλικιωμένες γυναίκες, καταπονημένες μάλιστα από τη σκληρή ζωή που έζησαν. Αλλά, στην πράξη, αισθάνεσαι ότι παρακολουθείς ένα παραμύθι, όπου οι ηρωίδες, από την ανδροκρατούμενη κοινωνία της περιφέρειας της Θεσσαλίας του παρελθόντος, έχουν χάσει την ανθρώπινη υπόστασή τους και επέστρεψαν σαν στοιχειά, να μας αποκαλύψουν όλη τη δύναμη που έκρυβαν μέσα τους.

Στο εργαστήριο της Μάρθας Φωκά παίρνει μορφή ολόκληρος ο όγκος της δουλειάς που κρύβει μια θεατρική μάσκα, καθώς βλέπεις να στριμώχνονται στα ράφια του καλούπια, εκμαγεία και μάσκες που τελικά απορρίφθηκαν.

Info

«Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», μέχρι 9 Μαΐου στο Θέατρο Σταθμός, κάθε Τετάρτη & Πέμπτη στις 21:15, Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο, Αθήνα, τηλ. 210 5230267, stathmostheatro.gr. Προπώληση εισιτηρίων: www.more.com

Ταυτότητα παράστασης

Έρευνα, δραματουργική επεξεργασία, σκηνοθεσία: Κωσταντίνος Ντέλλας. Ερμηνεύουν: Μανούσος Γεωργόπουλος, Πλάτωνας Γιώργος Περλέρος, Μιχάλης Αναγνώστου. Ηχητικό περιβάλλον, πρωτότυπη μουσική: Αλέξανδρος Κτιστάκης. Επιμέλεια κίνησης: Μαρίζα Τσίγκα. Κατασκευή μάσκας: Μάρθα Φωκά. Κοστούμια: Κωνσταντίνα Μαρδίκη. Βοηθός σκηνοθέτη: Μαντώ Κατσούγκρη. Φωτογραφίες promo: Παναγιώτης Λαμπής. Σχεδιασμός αφίσας, flyer: Μουτζούρα. trailer: Δημήτρης Βάλλας, Life of Film Production. Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο, Θεσσαλικό Θέατρο, Experimenta Art Company ΑΜΚΕ

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below