• Η Ειρήνη Μακρή, που γεννήθηκε στην Καρδίτσα και όταν ήταν μικρή ήθελε να γίνει χασάπης, σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός, αλλά και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, απ’ όπου αποφοίτησε το 2014. Ιδρυτικό μέλος της ομάδας θεάτρου Cfor Circus από το 2008, σκηνοθετεί την παράσταση που ανοίγει το Φεστιβάλ Αθηνών, Οι Μεταμορφώσεις του Οβίδιου, στο 260 της Πειραιώς.

  • Ποια είναι η αγαπημένη σου από τις ιστορίες του Οβίδιου;
    Η ιστορία της Δάφνης και του Απόλλωνα είναι ο λόγος που κάνω αυτή την παράσταση. Με ακολουθεί τέσσερα χρόνια τώρα, από τη στιγμή που τη διάβασα και όσο τη μελετάω τόσο περισσότερα μου δίνει. Με αφορά πολύ προσωπικά το θέμα των προσωπικών ορίων και της αυτοδιάθεσης, σε όλες τις εκφάνσεις των προσωπικών σχέσεων, όπως επίσης και η φύση της διπλής οπτικής μιας ιστορίας. Ο Απόλλων λέει μια διαφορετική ιστορία από τη Δάφνη. Ο Οβίδιος με φοβερή μαεστρία καταφέρνει, αναπτύσσοντας την εκδοχή του ενός, να φωτίσει την εκδοχή του δευτέρου. Ήταν, επίσης, η ιστορία που μας ταλάνισε περισσότερο, όσον αφορά στη βία που ασκείται στη Δάφνη και στο κατά πόσο η ίδια είναι ένα θύμα που δε γινόταν παρά να μεταμορφωθεί.
  • Η ίδια η μεταμόρφωση δε είναι ένα κομμάτι μαγικό. Η περιγραφή της στιγμή προς στιγμή και η ομορφιά τόσο της αφήγησης όσο και της τελικής εικόνας είναι κάτι που με συγκινεί βαθιά. Όπως, επίσης, και το γεγονός ότι μου είναι αδύνατο να μην διακρίνω ότι υπάρχουν “Δάφνες” ανάμεσά μας, τις οποίες είναι πολύ εύκολο να προσπεράσουμε, δεν τους έχουμε γράψει ιστορίες ούτε τραγούδια ούτε έχουν γίνει κομμάτια τέχνης στα χέρια κάποιου γλύπτη, επειδή η πραγματική μεταμόρφωση δε συνοδεύεται από τη μαγεία.

Τι σημαίνει για σένα μεταμόρφωση;
Μεταμόρφωση είναι η ανάγκη για επιβίωση. Είναι η κατάσταση στην οποία περιέρχεται ένας οργανισμός όταν φτάσει στο ανώτατο, δικό του όριο βίας ή απόσχισης από τον ίδιο του τον εαυτό. Όταν, δηλαδή, τίποτα πια δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει με τον ίδιο τρόπο. Το πιο χαρακτηριστικό και οικείο παράδειγμα μεταμόρφωσης είναι αυτό της προνύμφης σε πεταλούδα. Το ένα στάδιο διαδέχεται το άλλο, κάθε προηγούμενο δεν είναι επαρκές, δεν χωράει τον οργανισμό. Πρόκειται για μια πάλη επιβίωσης. Για να το αναγάγω στην ανθρώπινη κλίμακα, θα έλεγα μάλλον ότι είναι η διαδικασία που συμβαίνει όταν κανείς φτάσει στο κρίσιμο σημείο, το σημείο της αποκτήνωσης, το μη περαιτέρω. Η στιγμή όπου τα πράγματα πραγματικά δεν δύνανται να υπάρξουν με τον ίδιο τρόπο πια. Υπό φυσιολογικές συνθήκες οι άνθρωποι μεταμορφωνόμαστε ομαλά και συνεχόμενα.  Και είναι μια παθητική  διαδικασία. Τη μεταμόρφωση την παθαίνεις και είναι πιο ευδιάκριτη, όταν γίνεται ραγδαία. Σε περιπτώσεις, δηλαδή, όπου ο άνθρωπος μεταμορφώνεται για να συνεχίσει να υπάρχει έστω για μια μέρα ακόμη ή όταν η ίδια η κοινωνία μεταμορφώνει αυτόματα τα θύματά της σε ό,τι είναι πιο βολικό για το κοινό αίσθημα κάθε φορά. Παραδείγματος χάριν, ένα αγόρι ή ένα κορίτσι που έχει υπάρξει θύμα βιασμού είναι πιθανόν να μεταμορφωθεί σε αγρίμι ή σε κάτι μη θελκτικό για να μπορέσει να επιβιώσει. Αντίστοιχα μια βίαιη κοινωνικά πράξη, όπως μια δολοφονία σε κοινή θέα, που ταράζει το κοινωνικό σύνολο, εύκολα μπορεί να μεταμορφώσει το θύμα είτε σε θύτη είτε σε σύμβολο αγώνα.

Θα μπορούσες να βάλεις τις καλλιτεχνικές επιδιώξεις τις ομάδας C for Circus σε λίγες γραμμές;
Δύσκολα. Κι αυτό κυρίως γιατί ο καθένας από μας τοποθετείται διαφορετικά σ’ αυτό και αυτό είναι το χαρακτηριστικό του C. for Circus. Οπότε θα τοποθετηθώ κι εγώ προσωπικά. Βασική καλλιτεχνική επιδίωξη είναι να παίζουμε μαζί. Ο τρόπος με τον οποίο πορευόμαστε στο θέατρο, για μένα αποτελεί τρόπο ζωής. Και καλώς ή κακώς δεν έχουμε συγκεκριμένους καλλιτεχνικούς στόχους, αυτοί διαμορφώνονται και αλλάζουν τόσο συχνά όσο κι εμείς οι ίδιοι, γι’ αυτό και η καλλιτεχνική μας ταυτότητα δεν είναι κάτι εύκολα προσδιορίσιμο, αλλά νομίζω ότι περισσότερο ταυτίζεται με το “ομού”, με τη σύμπραξη και την ενέργεια αυτής της συνύπαρξης πάνω στη σκηνή. Θέλουμε να μπορούμε να μιλάμε γι’ αυτά που μας φλέγουν, για τη βία, την εξουσία, τη συνύπαρξη ή το αναπόφευκτο του θανάτου και για τα αντίδοτά τους. Πιο πρακτικός στόχος είναι να συνεχίσουμε να έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε έστω μια δική μας παραγωγή ετησίως, χωρίς εκπτώσεις, απερίσπαστοι από άλλες δουλειές, που αρκετές φορές γίνονται για λόγους βιοποριστικούς. Αυτή είναι η δική μου προοπτική, έτσι ώστε να μπορώ να ονειρεύομαι και να συμπορεύομαι μ’ αυτούς τους ανθρώπους για άλλα τόσα χρόνια.


Μεταμορφώσεις του Οβίδιου, Πειραιώς 260, από 30/05 έως 02/06/2019

Στις παραστάσεις σας φτιάχνετε τη μουσική σας. Ποια είναι η σχέση σου με τη μουσική, πως ξεκίνησε και πως εξελίσσεται;
Στις παραστάσεις δημιουργούμε τη δική μας μουσική, γιατί η μουσική μας ενώνει και ως ανθρώπους, ως παρέα. Συνειδητοποιήσαμε νωρίς ότι συνομιλούσαμε πολύ εύκολα μέσω της μουσικής κι αυτό συμβαίνει τόσο αβίαστα και με τόσο πάθος που δεν ετέθη σχεδόν ποτέ ζήτημα να μην πειραματιστούμε με δική μας μουσική ή ενορχήστρωση σε κάποια παράσταση. Η σχέση μου με τη μουσική παιδεία μετράει πια πάνω από είκοσι χρόνια. Ξεκίνησα να παίζω πιάνο όταν ήμουν επτά χρονών και όταν γνώρισα τους C. for Circus άρχισα να πειραματίζομαι και με άλλα μουσικά όργανα. Ήταν ζήτημα ανάγκης και χαράς. Χρειαζόμασταν κιθάρες για να παίζουμε μουσική; Κάποιοι από μας μάθαιναν κιθάρα. Είχαμε αχρησιμοποίητο ακορντεόν; Το φέρναμε σε πρόβα. Και σιγά-σιγά πειραματιζόμασταν με διαφορετικά όργανα και ήχους. Πάνω κάτω όλοι ξέρουν να παίζουν κάποιο μουσικό όργανο και σχεδόν πάντα περνούσε από χέρι σε χέρι. Προσωπικά, πιο αναπάντεχα μπήκε στο παιχνίδι το τρομπόνι, με το οποίο ασχολούμαι τα τελευταία χρόνια και είναι ένα όργανο που κερδίζει έδαφος σταθερά.
Το κομμάτι που με ιντριγκάρει τελευταία και στο οποίο με εμπνέει πολύ η Βαλέρια Δημητριάδου, είναι αυτό της σύνθεσης μουσικής, κυρίως για το θέατρο. Είναι ένα πεδίο παντελώς άγνωστο με τρομερό ενδιαφέρον, το οποίο ευελπιστώ να μπορέσω να μελετήσω κάποια στιγμή σοβαρά. Αυτή η “σοβαρότητα” βέβαια έχει αποτελέσει πολλές φορές τροχοπέδη στο να ασχοληθώ πιο ενεργητικά με τη μουσική.

Το Φεστιβάλ Αθηνών είναι η μεγαλύτερη γιορτή αυτής της πόλης. Εσύ πως το βιώνεις;
Ως μια περίοδο καλλιτεχνικής άνοιξης για την πόλη, αλλά και για την ομάδα. Η συμμετοχή μας στο Φεστιβάλ Αθηνών ήρθε σε μια περίοδο ωρίμανσης και μεταμόρφωσης της ομάδας και αποτελεί μια πολύ μεγάλη ώθηση στην πίστη μας να βλέπουμε ότι μας αναλογεί ένα κομμάτι του καλλιτεχνικού διαλόγου.
Κάτω από τις πολλές στρώσεις κούρασης και άγχους για την περάτωση της παράστασης, είμαι τρομερά ενθουσιασμένη που συμμετέχουμε σε μια τόσο μεγάλη διοργάνωση, που φιλοξενεί μεγάλους καλλιτέχνες και η οποία μας παρέχει αυτή τη στιγμή πολλές διευκολύνσεις που δεν έχουμε όταν κάνουμε μια δική μας παραγωγή. Μας δίνεται η δυνατότητα να δουλέψει όλη η ομάδα μαζί, μετά από χρόνια, συγκεντρωμένη μόνο στο καλλιτεχνικό έργο, μας παρέχεται ένας μεγάλος χώρος, το σκηνικό που ονειρευόμασταν, η συνεργασία με ανθρώπους που εκτιμούμε και θαυμάζουμε και η συνομιλία με άλλες παραγωγές που έχουν τις ίδιες αγωνίες και τις ίδιες δυσκολίες μπροστά στην ολοκλήρωση του οράματος και τη συμμετοχή στον θεσμό. Η χρηματοδότηση είναι σαφώς ένας πολύ σημαντικός παράγοντας, αλλά αυτή η μεγάλη συνάντηση είναι ο πιο ουσιαστικός.

Παίζεις και σκηνοθετείς. Πότε σε δυσκολεύει αυτό και πότε σε απελευθερώνει;
Με αρκετά μεγάλο φόβο ανέλαβα να σκηνοθετήσω- σε συνεργασία με τον Παύλο Παυλίδη- σ’ αυτό το εγχείρημα, κυρίως λόγω της σκέψης ότι πρόκειται για μια εγκεφαλική διαδικασία. Ως ηθοποιός καλούμαι να διοχετεύσω την ενέργειά μου σε πολύ συγκεκριμένο κανάλι, τα εμπόδια και τα αδιέξοδα είναι, επίσης, συγκεκριμένα και πολύ πιο προσωπικά. Αντιθέτως, στο κομμάτι της σκηνοθεσίας ο στόχος είναι προς το παρόν έξω από μένα. Στόχος είναι η ιστορία, η αφήγηση και η σκηνική αποτύπωση. Στην προκειμένη αυτό λειτούργησε ιδιαίτερα προωθητικά και με ενεργοποιεί ακόμη. Δεν μου αφήνει κανένα περιθώριο στασιμότητας ή προσωπικού βυθίσματος. Μια ολόκληρη κατασκευή και μια ολόκληρη ομάδα περιμένει να δοκιμαστεί πάνω στη σκηνή κι αυτό είναι άμεσα εξαρτώμενο από τον σκηνοθέτη. Βιώνω τη σκηνοθεσία ως διδασκαλία και προπόνηση της ομάδας.
Πάνω στη σκηνή αυτό αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα σε σχέση με τους κανόνες της αφήγησης, διότι αναπόφευκτα γνωρίζω πού θέλω να οδηγήσω τη σκηνική αποτύπωση. Επίσης, η ευθύνη της μετάδοσης, ακόμα και τη στιγμή που βρίσκομαι πάνω στη σκηνή, βαραίνει περισσότερο από τη δική μου προσωπική ερμηνεία κι αυτό είναι αποκαλυπτικά απελευθερωτικό και απενοχοποιητικό. Ελλοχεύει βέβαια ο κίνδυνος να μην είμαι σε φόρμα, να ξεσυνηθίσω στην έκθεση, μια δυσκολία υπαρκτή. Έξω από τη σκηνή  πολλά τραγούδια λες.
Προς μεγάλη μου ανακούφιση, στη συγκεκριμένη απόπειρα, αυτά τα δύο λειτούργησαν αρκετά ισορροπημένα, σχεδόν αλληλοσυμπληρούμενα, λόγω της συνσκηνοθεσίας και της εμπιστοσύνης που έχω στον Παύλο.

  • Διαβάζω στο βιογραφικό σου ότι μικρή ήθελες να γίνεις χασάπης. Λίγο ακραία επιλογή. Έχει να κάνει με σκληρότητα χαρακτήρα, με έλλειψη φόβου, με τι άραγε;
    Με δυσκολεύει πολύ αυτή η ερώτηση, πρώτη φορά μπαίνω στη διαδικασία να την απαντήσω. Μια εκδοχή είναι πως έχει να κάνει με τ’ ότι μεγάλωσα σε μια οικογένεια με παππούδες κτηνοτρόφους, οπότε από πολύ μικρή αναγκάστηκα να εξοικειωθώ με τις εικόνες αυτής της ζωής. Έχω, παρόλ’ αυτά, την αίσθηση πως δεν έχει να κάνει με σκληρότητα χαρακτήρα ή με έλλειψη φόβου. Είναι λίγο άδικο να θεωρήσουμε ότι ένας χασάπης δε φοβάται. Αυτό που εντοπίζω στον τρόπο που σχετίζομαι μ’ αυτό, είναι ότι μπορώ εύκολα να αποστασιοποιηθώ από την ίδια την πράξη. Όταν ήμουν μικρή μπορούσα να πάρω την απαιτούμενη απόσταση από το ζώο που ετοιμαζόταν να πάει για σφαγή -τώρα πια όχι τόσο- μπορούσα να ασχοληθώ με το κρέας ως κομμάτι αυτόνομο και όχι ως κομμάτι ενός ζώου κι αυτό ήταν κάτι που έκανα και όσο έτρωγα κρέας. Οποιαδήποτε αντίθετη σκέψη με έφερνε σε αδιέξοδο. Οπότε, ναι, παραδόξως δεν τρώω κρέας τα τελευταία χρόνια, παρότι μπορώ να το μαγειρέψω για φίλους. Με γοητεύει η αίσθηση του ωμού κρέατος, το χρώμα και η υφή, όχι όμως η μυρωδιά, σε καμία περίπτωση, κι αυτή είναι και ο λόγος που δεν το τρώω. Επίσης, η τέχνη του χασάπη προϋποθέτει να μπορείς να εξασκείς το skill της κοπής του κρέατος σε πολλές διαφορετικές ποιότητες και εκφάνσεις. Απαιτεί για το ίδιο πράγμα διαφορετική τεχνική, άλλη δύναμη και πολύ συγκεκριμένη μεταχείριση. Θέλει τέχνη και λεπτομέρεια, είναι σαν να κάνεις χειρουργική επέμβαση. Στο βιογραφικό μου παρέλειψα να πω ότι μετά απ’ αυτό ήθελα να γίνω χειρουργός, γιατί θα συγχεόταν μάλλον με περίεργο τρόπο. Όμως η λεπτομέρεια στην τομή και η ίδια η ανατομία με συναρπάζει. Η τελευταία φορά που πήρε χώρο μέσα μου σοβαρά η προοπτική να δοκιμάσω να μάθω την τέχνη του χασάπη, ήταν το καλοκαίρι πριν μπω στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below