Ιστορικά κέντρα αδειανά από μόνιμους κατοίκους, πλημμυρισμένα από τουρίστες. Ξενοίκιαστα σπίτια και δρόμοι παντού ολόιδιοι. Τόποι κατεστραμμένοι και μολυσμένοι από την εντατική εκμετάλλευση των πόρων τους. Αυτές είναι μερικές από τις επιπτώσεις του μαζικού τουρισμού στο περιβάλλον και τα αστικά κέντρα. Παρ’ όλα αυτά, υποστηρίζεται ευρέως ότι «ο τουρισμός αποτελεί πλουτοπαραγωγική πηγή», «ο τουρισμός φέρνει θέσεις εργασίας», «ο τουρισμός γεννά πλούτο».
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αν υπάρχει βιώσιμος τουρισμός, χρειάζεται να ξαναδούμε τις θεμελιώδεις δυναμικές αυτού του φαινομένου ξεκινώντας από μια νέα προοπτική, από μια νέα οικολογία, σύμφωνα με τη Sarah Gainsforth, ανεξάρτητη ερευνήτρια και δημοσιογράφο, συγγραφέα του βιβλίου «Υπερτουρισμός» (εκδ. Νεφέλη). Με αφορμή την κυκλοφορία του στα ελληνικά, σε μετάφραση του Παναγιώτη Ιωάννου, καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης, μιλήσαμε για την εξέλιξη του τουρισμού μέσα στα τελευταία χρόνια αλλά και για το αν τα ταξίδια μπορούν να είναι πραγματικά βιώσιμα και ηθικά.
Πώς και πότε σας γεννήθηκε η ιδέα να γράψετε τον «Υπερτουρισμό»;
«Τον έγραψα κατόπιν αιτήματος από τον εκδότη μου. Μαζί δουλέψαμε την ιδέα ενός σύντομου, απλού κειμένου για τις αρνητικές επιπτώσεις του τουρισμού. Την προηγούμενη χρονιά, το 2019 [το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε, στα ιταλικά, το 2020] είχα γράψει ένα βιβλίο για το Airbnb – για την αρχική προέλευσή του από τη Σίλικον Βάλεϊ, μια επένδυση εκατομμυρίων δολαρίων από επιχειρηματικά κεφάλαια: μια προέλευση που είχε επενδυθεί με έναν μύθο βασισμένο στα ψεύδη της κοινότητας και μιας παρακινητικής ρητορικής, με ένα αφήγημα αντίθετο από την παρασιτική και αμφιλεγόμενη φύση που έχει, σε μεγάλο μέρος, η λεγόμενη οικονομία του διαμοιρασμού. Μέσα από το αφήγημα των ατομικών λύσεων το Airbnb αυτοπαρουσιάζεται σαν την απάντηση στα προβλήματα στα οποία συντελεί. Είναι ένα σύστημα βασισμένο στη συνεχή δημιουργία νέων ευκαιριών για κέρδος, στην εμπορευματοποίηση της στέγασης και των πόλεων.
«Μέσα από το αφήγημα των ατομικών λύσεων το Airbnb αυτοπαρουσιάζεται σαν την απάντηση στα προβλήματα στα οποία συντελεί. Είναι ένα σύστημα βασισμένο στη συνεχή δημιουργία νέων ευκαιριών για κέρδος, στην εμπορευματοποίηση της στέγασης και των πόλεων.»
»Με τον “Υπερτουρισμό” θέλησα να διαψεύσω άλλα ψευδή ιδεολογικά αφηγήματα, για τον τουρισμό γενικά. Για δεκαετίες οι πολιτικοί στην Ιταλία επαναλάμβαναν ότι ο τουρισμός είναι “το πετρέλαιο της Ιταλίας”, αλλά όταν πραγματικά ακολουθείς τη ροή των χρημάτων βλέπεις ξεκάθαρα ότι τα κέρδη του πηγαίνουν μόνο σε λίγους (κυρίως σε ιδιοκτήτες ακινήτων που νοικιάζουν στο Airbnb και σε μεγάλους παίκτες της οικονομίας), ενώ η πλειονότητα του πληθυσμού επωμίζεται το γιγαντιαίο κόστος του – οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό. Ο τουρισμός έχει κατακτήσει τόσο κεντρική θέση στις αστικές οικονομίες στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού επειδή, ενάντια στο αφήγημα, δεν γεννά πλούτο, εξάγει και ιδιωτικοποιεί συλλογικό πλούτο μέσα από την εμπορευματοποίηση αγαθών και τόπων κοινής ωφελείας – κτιρίων, πόλεων, μνημείων, νησιών… των πάντων.»
Στη διάρκειά της έρευνάς σας για τον «Υπερτουρισμό» ποια ανακάλυψη σας εντυπωσίασε, ή σας σόκαρε, περισσότερο;
«Πιθανότατα το κομμάτι για τον τρόπο διαχείρισης του Κολοσσαίου στις τελευταίες δεκαετίες. Θα νόμιζε κάποιος ότι επωφελείται σημαντικά από το γεγονός ότι αποτελεί το δημοφιλέστερο μνημείο στον κόσμο. Αλλά στην πραγματικότητα, σύμφωνα με ασαφείς και παλιές συμφωνίες, που ανάγονται στη δεκαετία του ’90, η διαχείριση των πωλήσεων των εισιτηρίων γινόταν από ιδιώτες αναδόχους που κρατούσαν το 70% των κερδών. Μόλις το 30% πήγαινε στο κράτος, το οποίο επίσης πλήρωνε για τη συντήρηση του μνημείου και της περιοχής, επομένως τελικά όλα τα κέρδη καταλήγουν σε ιδιώτες.
»Και όταν εξετάζεις τις συνθήκες των εργαζόμενων στον πολιτιστικό τομέα, ξαφνιάζεσαι: τον Οκτώβριο του 2019 μια κολεκτίβα επαγγελματιών του παρουσίασαν τα αποτελέσματα μιας δημοσκόπησης για τις συνθήκες εργασίας στον χώρο. Πάνω από τους μισούς που έδωσαν συνέντευξη, πολλοί με πτυχία και διδακτορικά, αμείβονταν με λιγότερα από 8 ευρώ την ώρα. (Ένας υπάλληλος καθαριότητας στην Ιταλία συνήθως κερδίζει 10 ευρώ την ώρα.) Σχεδόν το 40% των συμμετεχόντων έβγαζαν λιγότερα από 5.000 ευρώ τον χρόνο – κάτω από το όριο φτώχειας. Ο πιο κοινός τύπος σύμβασης ήταν αυτός που χρησιμοποιείται σε υπηρεσίες όπως οι σχολικές καντίνες και η καθαριότητα. Αλλά το ένα τέταρτο των εργαζόμενων που έδωσαν συνέντευξη δεν είχαν καν σύμβαση, αλλά άλλου είδους διακανονισμούς – ευκαιριακή εργασία, με εφημερίες, με μισθούς πείνας, χωρίς καμία εξασφάλιση, χωρίς καμία εγγύηση, χωρίς διακοπές ή αναρρωτικές άδειες, αδήλωτη εργασία ή «εθελοντική» εργασία.
»Αν λοιπόν αυτές είναι οι συνθήκες εργασίας σε έναν από τους πιο σημαντικούς τομείς του τουρισμού, της πολιτιστικής κληρονομιάς, πώς γίνεται ο τουρισμός να είναι το «πετρέλαιο» της Ιταλίας; Διόλου παράξενα, πάρα πολλοί μεταναστεύουν. Στον τομέα της εστίασης τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Και όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να επιβιώσουν στις πόλεις που λειτουργούν χάρη στη δική τους δουλειά, καθώς ο τουρισμός έχει ανεβάσει το κόστος στέγασης και ζωής.»
«Τον Οκτώβριο του 2019 μια κολεκτίβα επαγγελματιών του πολιτιστικού τομέα παρουσίασαν τα αποτελέσματα μιας δημοσκόπησης για τις συνθήκες εργασίας στον χώρο. Πάνω από τους μισούς που έδωσαν συνέντευξη, πολλοί με πτυχία και διδακτορικά, αμείβονταν με λιγότερα από 8 ευρώ την ώρα.»
Το τελευταίο κεφάλαιο του «Υπερτουρισμού» αναφέρεται στην πανδημία. Πώς έχει αλλάξει ο τουρισμός έκτοτε και ποιον ρόλο έπαιξε η εμπειρία του Covid-19 στον τρόπο και τη συχνότητα που ταξιδεύουμε;
«Δυστυχώς, ο τουρισμός επέστρεψε με μεγαλύτερη ένταση. Η πανδημία απλά επιτάχυνε την ανάπτυξή του και τις διαδικασίες ιδιωτικοποίησης στις οποίες βασίζεται.
»Ο τουρισμός είναι προβληματικός γιατί αποτελεί έκφραση του καπιταλισμού. Δεν κριτικάρω τον τουρισμό ως μια προσωπική επιθυμία για ταξίδι και γενική ευεξία, για μάθηση και γνωριμία με διαφορετικούς ανθρώπους, κουλτούρες και μέρη, δηλαδή ως πολιτισμική ανταλλαγή και πηγή ευχαρίστησης. Τον κριτικάρω ως βιομηχανία που τροφοδοτείται από κρατικές πολιτικές και επενδύσεις υποτίθεται σαν ένα μέσο οικονομικής ανάπτυξης, το οποίο όμως έχει ως αποτέλεσμα την εμπορευματοποίηση τόπων και εμπειριών, την κατανάλωση προορισμών. Όλα αυτά εντάθηκαν μετά την πανδημία, ως συνέπεια της αποκατάστασης της προηγούμενης τάξης. Η πανδημία θα μπορούσε να οδηγήσει σε αλλαγές στο σύστημα, αλλά τα ιδιωτικά συμφέροντα που διακυβεύονται είναι υπερβολικά πολλά. Αυτά τα συμφέροντα –για παράδειγμα, των ομίλων που διαχειρίζονται ιδιωτικοποιημένες παραλίες στην Ιταλία, οι οποίες είναι άδειες φέτος το καλοκαίρι λόγω των ιδιαίτερα υψηλών τιμών τους– εμποδίζουν τις αληθινές αλλαγές, που απαιτείται να γίνουν επειγόντως για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
«Ιδιωτικά συμφέροντα εμποδίζουν τις αληθινές αλλαγές, που απαιτείται να γίνουν επειγόντως για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.»
»Και ναι, κάτι έχει αλλάξει στο πώς και πού ταξιδεύουμε: τα ορεινά μέρη της Ιταλίας βιώνουν μια τουριστική άνθηση, με συνωστισμό και μη βιώσιμες συνέπειες. Η κλιματική αλλαγή στη Μεσόγειο, που είναι ο κορυφαίος τουριστικός προορισμός στον κόσμο αλλά και επίκεντρο της κλιματικής αλλαγής, σημαίνει ότι η νότια Ευρώπη χάνει τουρίστες, τους οποίους κερδίζει ο βορράς. Μια πρόσφατη μελέτη εκτιμά μείωση του τουρισμού στα ελληνικά νησιά του Ιονίου κατά μέσο όρο κατά 9% και αύξηση στη Δυτική Ουαλία, στη Βρετανία, κατά 16%, αν επαληθευτεί το σενάριο της παγκόσμιας ανόδου της θερμοκρασίας κατά 4 βαθμούς Κελσίου μεταξύ του 2019 και του 2100. Επομένως δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε να βασιζόμαστε στον τουρισμό, που τροφοδοτεί την κλιματική κρίση. Πρέπει να στρέψουμε τις οικονομίες της νότιας Ευρώπης μακριά του, προάγοντας άλλους τομείς της οικονομίας. Διαφορετικά, δεν θα υπάρξει δεύτερη “ανάκαμψη” όπως αυτή από τον Covid-19.»

Το βιβλίο σας εστιάζει κυρίως στην Ιταλία, αλλά διαβάζοντάς το βρήκα πολλές ομοιότητες με την Ελλάδα. Ποια είναι η άποψή σας για τα ελληνικά προβλήματα από τον υπερτουρισμό;
«Νομίζω ότι η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική από την Ιταλία – ίσως να είναι ακόμα χειρότερη. Το συζήτησα με τον Παναγιώτη Ιωάννου, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης: ήταν δική του ιδέα η μετάφραση του βιβλίου στα ελληνικά και νιώθω ευγνωμοσύνη απέναντί του. Έχει επισκεφτεί την Ιταλία, ιδιαίτερα τη Νάπολη, πολλές φορές, και έχει δει πολλές ομοιότητες στις διαδικασίες που διαμορφώνουν τις χώρες μας. Το Ρέθυμνο στην Κρήτη, όπου ζει, έχει γίνει μια πόλη τουριστών, μου είπε. Από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο, μόνο τουρίστες έχουν δικαίωμα να ζουν εκεί. Διαφορετικά, η πόλη είναι ουσιαστικά νεκρή. Στο παρελθόν ήταν μια φοιτητούπολη, όπου ζούσαν έως και έξι χιλιάδες φοιτητές. Σήμερα ο αριθμός τους έχει μειωθεί στο ένα τρίτο. Είναι αδύνατον να νοικιάσεις ένα σπίτι για όλο τον χρόνο, ενώ για όσους έχουν μόνο έναν μισθό αυτός δεν αρκεί για να καλύψει ούτε καν το νοίκι. Έτσι έχει η κατάσταση σε όλο και περισσότερες πόλεις της Νότιας Ευρώπης. Δεν μπορούμε να ζήσουμε σε αυτές πλέον, εκτός αν κληρονομήσουμε ένα σπίτι. Αλλά ακόμα και τότε, ζούμε σε πόλεις τουριστών.
»Εκατομμύρια άνθρωποι (το πλουσιότερο μέρος του πληθυσμού του κόσμου) ταξιδεύει κάθε χρόνο χάρη στις ευκαιρίες που δίνει η αγορά. Ο υπερτουρισμός είναι η άμεση συνέπεια των απεριόριστων παροχών της βιομηχανίας του τουρισμού, λόγω ευνοϊκών πολιτικών. Η ανάπτυξη του τουρισμού είναι επίπτωση της μεταμόρφωσης του συστήματος παραγωγής και εργασίας, των τεχνολογικών, ψηφιακών καινοτομιών και των κρατικών πολιτικών που τον βλέπουν σαν τη βασική κινητήριο δύναμη της ανάπτυξης της οικονομίας, ιδιαίτερα στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Ο τουρισμός αυξάνεται γιατί προάγεται ενεργά από κρατικές επενδύσεις, καθώς και ιδιωτικές πρωτοβουλίες που δημιουργούν “προορισμούς”. Είναι μια σύγχρονη μορφή αποικιοκρατίας – ή μάλλον αυτό-αποικιοκρατίας από χώρες του ευρωπαϊκού νότου, που προάγουν ενεργά τον εξευγενισμό [gentrification] ως κρατική πολιτική: προωθούν πόλεις και άλλους “προορισμούς” έτσι ώστε να προσελκύσουν πληθυσμούς με μεγαλύτερο πλούτο και κινητικότητα, καθώς και ιδιωτικά κεφάλαια που κατόπιν εξάγουν αξία (χρήματα) από πολιτιστικούς και φυσικούς τοπικούς πόρους μέσα από μια διαδικασία απαλλοτρίωσης και υλικής καταστροφής αυτών των πόρων.
«Ο τουρισμός είναι μια σύγχρονη μορφή αποικιοκρατίας – ή μάλλον αυτό-αποικιοκρατίας από χώρες του ευρωπαϊκού νότου, που προάγουν ενεργά τον εξευγενισμό [gentrification] ως κρατική πολιτική»
»Η γη ιδιωτικοποιείται, χτίζεται και παραδίδεται στον τουρισμό σε ολοένα αυξανόμενους ρυθμούς στην περιοχή της Μεσογείου. Στην Απουλία, στη νότια Ιταλία, η κυβέρνηση προάγει την κατασκευή ιδιωτικών θέρετρων πολυτελείας με γήπεδα γκολφ σε μια περιοχή με λιγοστό νερό, που πλήττεται όλο και συχνότερα από πυρκαγιές. Επομένως, το θέμα είναι βαθιά πολιτικό. Υπάρχει επίσης το θέμα της προσωπικής ευαισθητοποίησης: πάρα πολλοί τουρίστες δεν γνωρίζουν ή δεν ενδιαφέρονται για την καταστροφή για την οποία ευθύνεται η βιομηχανία του τουρισμού. Αλλά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι ατομικές επιλογές και ευθύνες για να αποσπάσουν την προσοχή από το βασικό πρόβλημα: το νεοφιλελεύθερο πολιτικό πλαίσιο, που προάγει τον τουρισμό ως μέσο εξαγωγής κεφαλαίου από τη γη».
Μπορείτε να φανταστείτε ένα μέλλον χωρίς υπερτουρισμό και τις συνέπειές του ή είστε, γενικά, απαισιόδοξη;
«Βασικά είμαι αρκετά απαισιόδοξη διότι, ρεαλιστικά μιλώντας, ο τουρισμός θα συνεχίσει να αυξάνεται παγκοσμίως. Αλλά αυτή δεν είναι δικαιολογία για να μην κάνουμε τίποτα. Πρέπει να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για την αναδιανομή του πλούτου και την προστασία του περιβάλλοντός μας, αστικού και φυσικού. Και αν δω τις πολλές προσπάθειες αντίστασης που πραγματοποιούνται από πολίτες, τις πολλές επιτροπές και κολεκτίβες που αγωνίζονται για την προστασία του περιβάλλοντος, τότε γίνομαι πιο αισιόδοξη.
»Στη Ρώμη, όπου ζούσα μέχρι πέρυσι, υπάρχουν εκατοντάδες ομάδες πολιτών και ακτιβιστές που αγωνίζονται για τη διατήρηση πράσινων περιοχών και δημόσιων πόρων εναντίον της ιδιωτικοποίησης της πολιτιστικής κληρονομιάς και ούτω καθεξής. Είμαι σίγουρη ότι το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης: υπάρχει μια βαθιά πολιτική, συλλογική ευφυΐα που μπορεί να παίξει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη διεκδίκηση πολιτικών για την αποανάπτυξη του τουρισμού.
«Υπάρχει μια βαθιά πολιτική, συλλογική ευφυΐα που μπορεί να παίξει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη διεκδίκηση πολιτικών για την αποανάπτυξη του τουρισμού.»
»Υπάρχει και ένα ακόμα σημείο που θέλω να επισημάνω: από τη στιγμή που γίνεται προφανής η καταστροφή από τον μαζικό τουρισμό (όπως η ερήμωση κεντρικών περιοχών μιας πόλης, που μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια έχουν χάσει τους μισούς κατοίκους τους), κερδίζει έδαφος ένα άλλο αφήγημα, που στοχεύει στην αποφυγή του προβλήματος: χρειαζόμαστε “ποιοτικό” τουρισμό, λένε. Αυτό είναι εντελώς λάθος: “ποιοτικός” τουρισμός σημαίνει απλά πιο ακριβός τουρισμός, τουρισμός πολυτελείας, που ευθύνεται για ένα μεγάλο μέρος της καταστροφής που έχει προκαλέσει αυτή η βιομηχανία σε όρους κατανάλωσης πόρων και εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Δεύτερον, υπάρχουν πάρα πολλοί τουρίστες γιατί η βιομηχανία του τουρισμού, στην οποία επενδύονται χρήματα, πρέπει να ελεγχθεί με κανόνες. Το πρόβλημα αφορά τους κανόνες, όχι την ποιότητα του τουρισμού».
Μπορούμε να συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε τα ταξίδια χωρίς ο καθένας μας να συντελεί στις αρνητικές συνέπειες του τουρισμού; Πώς σάς έχει επηρεάσει προσωπικά η έρευνά σας στον τρόπο που ταξιδεύετε;
«Πρόσφατα ένας καλός φίλος πρότεινε καλοκαιρινές διακοπές σε “ελληνικό νησί” και συνειδητοποίησα ότι δεν μου άρεσε καθόλου η ιδέα. Δεν θα ήθελα να είμαι μία από τους χιλιάδες που, απλά, καταναλώνουν αυτά τα μέρη – και, επίσης, καθώς επισκέφτηκα τα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες πριν από δεκαπέντε χρόνια, νομίζω ότι θα με έθλιβε να δω τις αλλαγές που έφερε ο τουρισμός. Από την άλλη, δεν καταδικάζω τις προσωπικές επιλογές: το πρόβλημα του υπερτουρισμού είναι συστημικό και πολιτικό. Μπορούμε να επιλέξουμε να μη συνεισφέρουμε σε αυτό. Αναμφίβολα υπάρχουν πιο βιώσιμοι τρόποι να ταξιδέψεις – να αποφεύγεις το Airbnb, τα ταξίδια με αεροπλάνο, τις κρουαζιέρες και το σκι σε πίστες με τεχνητό χιόνι, για παράδειγμα.
»Πιστεύω όμως επίσης ότι πρέπει να στρέψουμε την προσοχή από τον τουρισμό στη γενική ποιότητα ζωής μας, στην πρόσβαση, στην καθημερινότητά μας, στις δημόσιες υπηρεσίες και στην πολιτιστική κληρονομιά όπως είναι οι βιβλιοθήκες, τα κολυμβητήρια, τα πάρκα, οι πολιτιστικοί χώροι και γενικά οι δημόσιοι χώροι, η προσιτή στέγαση και ούτω καθεξής: ό,τι μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής μας και να μειώσει την ανάγκη μας να αποζημιωθούμε με διακοπές. Όλα αυτά ιδιωτικοποιούνται: ο καπιταλισμός μάς στερεί όλο και περισσότερες από αυτές τις δυνατότητες, μεταμορφώνοντας την ίδια τη ζωή σε μια εμπειρία με καρτελάκι τιμής.
«Πρέπει να στρέψουμε την προσοχή από τον τουρισμό στη γενική ποιότητα ζωής μας, στην πρόσβαση, στην καθημερινότητά μας, στις δημόσιες υπηρεσίες και στην πολιτιστική κληρονομιά όπως είναι οι βιβλιοθήκες, τα κολυμβητήρια, τα πάρκα, οι πολιτιστικοί χώροι και γενικά οι δημόσιοι χώροι, η προσιτή στέγαση και ούτω καθεξής»
»Στην Ιταλία, το Airbnb συνεργάστηκε με μια τοπική πρωτοβουλία στον νότο για να προωθήσει τη ζωή σε μια μικρή πόλη σαν “εμπειρία”. Ανάμεσα στα αξιοθέατα ήταν το “να μιλάς στον γείτονά σοu” και “να πίνεις έναν καπουτσίνο στο μπαρ”. Υποθέτω ότι αυτά γοητεύουν τους ανθρώπους που ζουν σε μέρη όπου έχει εξαφανιστεί κάθε ίχνος κοινότητας, από την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Επομένως, θεωρώ ότι το βασικό που χρειαζόμαστε είναι να από-εμπορευματοποιήσουμε όλες τις σφαίρες της καθημερινής ζωής. Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι να έρθουμε ξανά σε επαφή με ανθρώπους, με μέρη και με τον εαυτό μας, που δεν περιλαμβάνουν τον τουρισμό. Υπάρχουν καλοί τρόποι να ταξιδεύουμε και μπορεί να υπάρξουν καλύτεροι τρόποι να απολαμβάνουμε και να σεβόμαστε το μέρος όπου κατοικούμε, το μέρος που ο τουρισμός, ως έκφραση του καπιταλισμού, κάνει όλο και πιο αβίωτο.»