Από τη Μάρα Θεοδωροπούλου
Στην τρίτη σεζόν της σειράς του ΗΒΟ «The White Lotus» (στην Ελλάδα προβάλλεται από το Vodafone TV), η Νατάσα Ρόθγουελ και η Έιμι Λου Γουντ κάνουν βουτιά σε έναν κόσμο όπου ο επίγειος παράδεισος και το αναπόφευκτο χάος συνυπάρχουν, δηλαδή σε κάθε γωνιά του πολυτελούς ταϊλανδέζικου θερέτρου που φιλοξενεί τους φετινούς ήρωες. Εκτός της οθόνης, οι δύο ηθοποιοί είναι το ίδιο έξυπνες και αστείες με τη δημοφιλή σειρά. Η Ρόθγουελ επιστρέφει στο «The White Lotus» ως Μπελίντα μετά την αξιοσημείωτη εμφάνισή της στην πρώτη σεζόν, ενώ η Γουντ, γνωστή από το «Sex Education», φέρνει στο ρόλο της Τσέλσι τη φρέσκια ενέργειά της στο απρόβλεπτο σύμπαν του δημιουργού Μάικ Γουάιτ. Συζητούν μαζί μας για τα στοιχεία που κάνουν μια σάτιρα πετυχημένη, τις υπαρξιακές κρίσεις των πλουσίων και το πώς η χλιδή δεν αποτελεί τελικά υποκατάστατο της αληθινής ικανοποίησης.
Λίγοι ηθοποιοί έχουν την ευκαιρία να επιστρέψουν στη σειρά. Πώς ήταν η αλλαγή τοποθεσίας για σένα, Νατάσα, σε σχέση με τη Χαβάη;
Νατάσα Ρόθγουελ: «Όντως είναι λίγο σπάνιο να έχεις την ευκαιρία να επιστρέψεις. Και, ναι, ήταν πολύ διαφορετικά. Στην πρώτη σεζόν ήμασταν μέσα στην πανδημία και χαιρόμασταν που δουλεύαμε και δημιουργούσαμε τέχνη. Ο Μάικ είναι τόσο ευχάριστος συνεργάτης. Ήταν μια ωραία ανάπαυλα από το χάος που υπήρχε στον κόσμο τότε. Ομοίως και τώρα, ένιωσα ότι το να πάω στην Ταϊλάνδη ήταν μια ωραία ανάπαυλα από το χάος που επικρατεί. Αγαπώ τα ταξίδια. Είμαι κόρη στρατιωτικού και ταξίδευα σε όλη την παιδική μου ηλικία. Μου αρέσει πολύ να ανακαλύπτω νέες κουλτούρες και να μαθαίνω καινούρια πράγματα, οπότε ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να δουλέψω εκεί. Οι άνθρωποι ήταν πολύ φιλόξενοι και η ιστορία τόσο συναρπαστική και περιπετειώδης».
«Αγαπώ τα ταξίδια. Είμαι κόρη στρατιωτικού και ταξίδευα σε όλη την παιδική μου ηλικία. Μου αρέσει πολύ να ανακαλύπτω νέες κουλτούρες και να μαθαίνω καινούρια πράγματα», Νατάσα Ρόθγουελ
Έιμι, πώς ήταν να είσαι καινούρια στο καστ, ήταν πολιτισμικό σοκ;
Έιμι Λου Γουντ: «Ήμουν τεράστια φαν της σειράς. Εννοώ τεράστια. Για να καταλάβετε, έχω καπέλα με ατάκες από το “White Lotus”. Ήταν η πρώτη φορά που παίζω σε μια σειρά της οποίας ήμουν ήδη θαυμάστρια και ήταν μια μοναδική, συναρπαστική, αλλά και τρομακτική εμπειρία. Με βοήθησε πολύ το γεγονός ότι όλοι αυτοί οι φιλοξενούμενοι βρίσκονται εκεί επειδή θέλουν την εμπειρία αυτού του υπερπολυτελούς resort. Μπορείς να καυχηθείς ότι έκανες διακοπές εκεί. Αλλά η Τσέλσι δεν έχει καταλάβει γιατί βρίσκεται εκεί. Δεν ξέρει τι θα πει “The White Lotus”, οπότε κι εγώ υιοθέτησα αυτή την οπτική. Δεν το πολυσκεφτόμουν, απλώς το ζούσα. Αλλά μετά έβλεπα τη Νατάσα και έλεγα: “Α, η Μπελίντα!”. Πρέπει να απομακρυνθείς από τη λογική της σειράς ως φαινόμενο, γιατί αλλιώς δεν μπορείς να πεις την ιστορία. Ωστόσο, αμέσως μπαίνεις σε μια φούσκα, αφού ζεις και κάνεις γυρίσματα μαζί με όλους τους ηθοποιούς. Είναι σαν ένας μικρός κόσμος όπου πρέπει να βρεις γρήγορα ποια είναι η θέση σου εκεί γιατί στην πραγματικότητα δεν φεύγεις ποτέ. Αποκτάς έναν ρυθμό πιο γρήγορα από τις άλλες δουλειές, νομίζω, γιατί εδώ δεν κάναμε διαλείμματα, ζούσαμε μέσα σε αυτό συνεχώς. Γίνεται σπίτι σου πολύ γρήγορα».
Γιατί νομίζετε ότι το κοινό απολαμβάνει τόσο πολύ σειρές στις οποίες οι πλούσιοι είναι κακοί και υποφέρουν;
Ν.Ρ.: «Νομίζω ότι η απάντηση βρίσκεται μέσα στην ερώτηση: πλούσιοι που είναι κακοί και υποφέρουν. Είναι μια σειρά που δεν κριτικάρει αυτούς που βρίσκονται σε χειρότερη θέση, αλλά τους πιο ισχυρούς. Σίγουρα έχει πλάκα να βάζεις την ελίτ στο στόχαστρο με τόσο διασκεδαστικούς και ενδιαφέροντες τρόπους».
Ε.Λ.Γ.: «Μας αρέσει να βλέπουμε το κάρμα να κάνει τη δουλειά του. Ο Μάικ είναι εξπέρ στο να διαβάζει τους ανθρώπους – τις κακές πλευρές μας, αυτές που κρύβουμε. Αλλά πίσω από όλα αυτά υπάρχουν μικρές σπίθες ελπίδας και αισιοδοξίας γιατί ο Μάικ είναι στην πραγματικότητα ένα εξαιρετικά αισιόδοξο άτομο, κάτι που με εξέπληξε πολύ όταν τον γνώρισα. Νομίζω ότι η σειρά είναι φοβερά έξυπνη και καυστική. Μετά συναντάς τον Μάικ και είναι πολύ ενθουσιώδης και αισιόδοξος. Νομίζω ότι απλώς διασκεδάζει με το να είναι πονηρός και να κάνει τους κακούς ανθρώπους να περνούν άσχημα».
«Ήμουν τεράστια φαν της σειράς. Για να καταλάβετε, έχω καπέλα με ατάκες από το “White Lotus”. Ήταν η πρώτη φορά που παίζω σε μια σειρά της οποίας ήμουν ήδη θαυμάστρια και ήταν μια μοναδική, συναρπαστική, αλλά και τρομακτική εμπειρία», Έιμι Λου Γουντ
Η σειρά διαδραματίζεται σε πολυτελείς τοποθεσίες, αλλά δείχνει ότι ακόμα κι αν βρίσκονται στον παράδεισο, οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεφύγουν από τα προβλήματά τους. Τι βρήκατε πιο ενδιαφέρον στον τρόπο που η σειρά αντιπαραβάλλει την εξωτερική πολυτέλεια με την εσωτερική δυσαρέσκεια;
Ν.Ρ.: «Νομίζω ότι αυτό θυμίζει τη γνωστή φράση “όπου κι αν πας, πάντα κουβαλάς τον εαυτό σου”. Και πιστεύω ότι, ειδικά όταν ταξιδεύεις στο εξωτερικό, σε μια χώρα που είναι τόσο ομοιογενής και νιώθεις ξένος, βλέπεις τον εαυτό σου πιο έντονα. Θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα στην Ιαπωνία, αισθανόμουν σαν να φορούσα πουά σε ένα πάρτι με ρίγες. Όταν βρίσκεσαι σε τόσο έντονη αντίθεση με το περιβάλλον σου, βλέπεις τον εαυτό σου πιο καθαρά. Και νομίζω ότι το να γνωρίζεις πραγματικά τον εαυτό σου είναι μια πρόκληση, αλλά και ένα από τα πιο ελκυστικά στοιχεία του να ταξιδεύεις σε άλλες χώρες. Όλοι οι χαρακτήρες περνούν από αυτό το ταξίδι αυτογνωσίας, προσπαθώντας να συμφιλιώσουν αυτό που βλέπουν με αυτό που θέλουν να γίνουν και να εκμηδενίσουν την απόσταση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο εαυτούς. Πολλές φορές είναι ενδιαφέρον να παρακολουθείς αυτή τη διαδικασία. Αξίζει να αλλάξω για να φτάσω εκεί που θέλω; Θα με σκοτώσει η αλήθεια; Προκύπτουν πολλά υπαρξιακά ερωτήματα. Όλο αυτό μεγεθύνεται γιατί το resort απαγορεύει την τεχνολογία, οπότε δεν μπορείς να αποδράσεις από τον εαυτό σου, πρέπει να αντιμετωπίσεις αυτό που πραγματικά είσαι».
«Ειδικά όταν ταξιδεύεις στο εξωτερικό, σε μια χώρα που είναι τόσο ομοιογενής και νιώθεις ξένος, βλέπεις τον εαυτό σου πιο έντονα. Θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα στην Ιαπωνία, αισθανόμουν σαν να φορούσα πουά σε ένα πάρτι με ρίγες», Νατάσα Ρόθγουελ
Ε.Λ.Γ.: «Είναι αυτή η εσωτερική επιθυμία που περιγράφει ο Έκχαρτ (σ.σ.: Τόλε). Αυτοί οι χαρακτήρες απλώς επιθυμούν. Δεν ξέρουν πραγματικά τι θέλουν. Απλώς θέλουν. Και έτσι δεν γεμίζουν ποτέ, δεν ικανοποιούνται ποτέ. Αποκτούν κάτι και αμέσως προχωρούν στο επόμενο. Ετσι αυτή η δυσφορία διογκώνεται. Η Τζάκλιν (σ.σ.: η ηθοποιός που υποδύεται η Μισέλ Μόναχαν) είναι εξαιρετικό παράδειγμα ανθρώπου που αυτοσαμποτάρεται. Φαινομενικά έχει την τέλεια ζωή, είναι ερωτευμένη, είναι διάσημη ηθοποιός, αλλά νιώθει τρομερή μοναξιά και δεν μπορεί να συνδεθεί με τις φίλες της γιατί ο εγωισμός της στέκεται εμπόδιο. Η Μπελίντα και η Τσέλσι, όμως, δεν έχουν αυτή την απληστία και γι’αυτό σαμποτάρονται από άλλους ανθρώπους, κατά κάποιον τρόπο. Όλοι οι υπόλοιποι σαμποτάρουν τους εαυτούς τους».
Η σειρά είναι σάτιρα, αλλά το κοινό μοιάζει να την παίρνει πολύ σοβαρά. Εχει σκοπό να είναι αστεία, αλλά θεωρείται πως κάνει μια βαθιά δήλωση για το σκοτάδι της ανθρώπινης φύσης. Συμφωνείτε με αυτό;
Ν.Ρ.: «Η σάτιρα και η πραγματικότητα δεν είναι πια τόσο παράλληλες όπως ήταν παλιά. Νιώθω ότι οι άνθρωποι καθημερινά βλέπουν πόσο γελοία είναι η πραγματική ζωή κι έτσι δεν με εκπλήσσει καθόλου το ότι, όταν οι άνθρωποι μπαίνουν στο επικίνδυνο μονοπάτι της ψυχαγωγικής απόδρασης, αρχίζουν να πιστεύουν ότι αυτό που βλέπουν περιέχει περισσότερη αλήθεια απ’ ό,τι φαντασία. Αλλά όταν ανοίγεις την τηλεόραση αυτές τις μέρες, νιώθεις ότι όλα είναι σάτιρα. Δεν νομίζω, λοιπόν, ότι φταίνε εντελώς για το ότι δεν κατάλαβαν την πλάκα εξαρχής».
«Αυτοί οι χαρακτήρες απλώς επιθυμούν. Δεν ξέρουν πραγματικά τι θέλουν. Απλώς θέλουν. Και έτσι δεν γεμίζουν ποτέ, δεν ικανοποιούνται ποτέ. Αποκτούν κάτι και αμέσως προχωρούν στο επόμενο. Ετσι αυτή η δυσφορία διογκώνεται», Έιμι Λου Γουντ
Ε.Λ.Γ.: «Αυτό που λατρεύω στον Μάικ είναι ότι δεν είναι σνομπ. Του αρέσουν πολύ τα ριάλιτι και βλέπεις στοιχεία τους στη σειρά αυτή. Είναι καλλιτέχνης και το γούστο του είναι τόσο πληθωρικό, που νομίζω ότι η σειρά είναι πραγματικά ένα μείγμα (διαφορετικών πραγμάτων) και γεμάτη αντιθέσεις. Γιατί αυτός είναι ο Μάικ. Είναι γεμάτος αντιφάσεις και γι’ αυτό είναι τόσο ενδιαφέρων και έξυπνος. Θυμάμαι να παρακολουθώ την πρώτη σεζόν και να σκέφτομαι, “Α, θα βάλω αυτή σειρά για την οποία μιλάνε όλοι”. Και μετά σκέφτηκα, “Τι είναι αυτό; Ω Θεέ μου!”, γιατί υπήρχε ένας υπόγειος διάλογος στις σκηνές του δείπνου όπου οι άνθρωποι δεν έλεγαν ακριβώς αυτό που εννοούσαν και ένιωθες την ένταση. Αυτά ήταν πάντα τα αγαπημένα μου σημεία. Αλλά μετά υπήρχαν και κωμικές σκηνές. Νομίζω ότι απλά ο Μάικ σκεφτόταν ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Εχει πλάκα να ζεις αυτή την παραβίαση των παραδοσιακών κανόνων».