Από τη Μάρα Θεοδωροπούλου
Μπορεί ο Τζακ του «Τιτανικού» να τον καθιέρωσε ως αιώνιο ρομαντικό σύμβολο, όμως ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο έχει επιλέξει συνειδητά να ξεφύγει από την εικόνα του καρδιοκατακτητή, τουλάχιστον στη μεγάλη οθόνη. Μπορεί η αληθινή του ζωή να θυμίζει αρκετά αυτή του επίσης διάσημου ρόλου του, Τζέι Γκάτσμπι, με θαλαμηγούς και ελίτ παρέες, αλλά οι χαρακτήρες που υποδύεται είναι ηττημένοι άντρες, με αδυναμίες και αυτοκαταστροφικές τάσεις. Στον «Λύκο της Wall Street» ήταν ένας γυαλιστερός απατεώνας που κατέρρεε υπό το βάρος της ίδιας του της απληστίας, στην «Επιστροφή» (που του χάρισε το πολυπόθητο Οσκαρ) ένας μισοπεθαμένος κυνηγός που σέρνεται στο χιόνι για να εκδικηθεί, και στους «Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού» ένας αξιολύπητος και ασυγχώρητος συζυγοκτόνος. Στην καινούρια ταινία του, «Μια μάχη μετά την άλλη», συνεχίζει αυτή την παράδοση, ενσαρκώνοντας τον Μπομπ Φέργκιουσον, έναν κατά τύχη ήρωα και απρόθυμο επαναστάτη. Ο ίδιος παραδέχεται ότι αυτό που τον τράβηξε στο ρόλο ήταν η αυθεντικότητά του. «Ίσως η ανθρωπιά του χαρακτήρα, με έναν περίεργο τρόπο», λέει. «Έχεις έναν κάθε άλλο παρά τέλειο πρωταγωνιστή που κάνει τις πιο απρόβλεπτες επιλογές».
«Μου άρεσε η ιδέα κάποιου που νομίζεις ότι θα γίνει ο ήρωας, που θα αναστήσει το παρελθόν του και θα χρησιμοποιήσει τα επαναστατικά του εργαλεία. Όμως, ο πραγματικός του ηρωισμός έγκειται στο ότι συνεχίζει ασταμάτητα για να προστατέψει την κόρη του».
Αυτές οι επιλογές είναι απόρροια της απεριόριστης αγάπης του Μπομπ για την κόρη του, Γουίλα (που υποδύεται η πρωτοεμφανιζόμενη Τσέις Ινφίνιτι, σε μια ερμηνεία που τη συστήνει αυτομάτως ως μέλλουσα σταρ). Στο «Μια μάχη μετά την άλλη», μια ομάδα Αμερικανών πρώην επαναστατών ενώνει τις δυνάμεις της, 16 χρόνια μετά την τελευταία αποτυχημένη αποστολή της, για να προστατεύσει την έφηβη κόρη δύο μελών (του Μπομπ και της Περφίντια, που παίζει με ορμή οδοστρωτήρα η Τεϊάνα Τέιλορ) από τον εθνικιστή Συνταγματάρχη που την έχει βάλει στο μάτι (Σον Πεν, φαβορί για πολλά βραβεία φέτος). Αρχικά ο Μπομπ μοιάζει να κινείται στο γνωστό κινηματογραφικό μοτίβο του ανθρώπου που επιστρέφει στη δράση για να σώσει την κατάσταση. Ομως ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Πολ Τόμας Αντερσον και ο Ντι Κάπριο αντέστρεψαν αυτό το κλισέ. «Ο χαρακτήρας εξελίχθηκε καθώς προχωρούσε η ταινία. Βρεθήκαμε μπροστά σε ένα πολύ δραματικό σημείο καμπής και πήραμε πραγματικές αποφάσεις επιτόπου». Η ταινία δεν μιλά για έναν θριαμβευτή σωτήρα, αλλά για έναν (μονίμως μαστουρωμένο) άντρα που σκοντάφτει, αποτυγχάνει και παρ’ όλα αυτά συνεχίζει. «Μου άρεσε η ιδέα κάποιου που νομίζεις ότι θα γίνει ο ήρωας, που θα αναστήσει το παρελθόν του και θα χρησιμοποιήσει τα επαναστατικά του εργαλεία. Όμως, ο πραγματικός του ηρωισμός έγκειται στο ότι συνεχίζει ασταμάτητα για να προστατέψει την κόρη του».

Ο Ντι Κάπριο δεν υπερβάλλει: ανάμεσα στις κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις, τα θεαματικά κυνηγητά με αυτοκίνητα και τις πολλές μάχες του τίτλου, υπάρχει κάτι συγκινητικό στον πυρήνα της ταινίας και αυτό είναι η σχέση του Μπομπ με την κόρη του, που βρίσκεται στην εφηβεία. «Μου αρέσει αυτή η εικόνα της καθημερινότητας που βρίσκουμε τον Μπομπ και τη Γουίλα στην αρχή», λέει. «Δεν είναι ένα ουτοπικό σκηνικό. Πρόκειται για έναν πατέρα αποκομμένο από την κόρη του. Ενώ τα έχει κάνει θάλασσα ως πατέρας, βρίσκεται ξαφνικά σε μια τρελή συνθήκη να προσπαθεί να τη σώσει». Το χτίσιμο αυτής της σχέσης ήταν σημαντικό να βγει ακατέργαστο και ρεαλιστικό.
«Ένας άντρας τελείως αποκομμένος από τον σύγχρονο κόσμο φυσικά και θα τσακωθεί με την κόρη του. Δεν την καταλαβαίνει, αλλά έχουν μόνο ο ένας τον άλλον».
«Ξέραμε ότι ο πυρήνας της ταινίας ήταν το ταξίδι της Γουίλα,» συνεχίζει. Αντί για πρόβες με την κλασική έννοια, ο σκηνοθέτης οργάνωσε αυτοσχεδιαστικά εργαστήρια. «Ο Πολ δεν κάνει οντισιόν με τον παραδοσιακό τρόπο. Εσύ τρως βραδινό, εκείνη κάνει το μάθημα καράτε της, αυτοσχεδιάζουμε. Εκεί γεννήθηκε το χάσμα γενεών των χαρακτήρων. Εκείνος ήπιε το προηγούμενο βράδυ, εκείνη έχει γίνει η μητρική φιγούρα. Έχει κινητό κρυφά από εκείνον. Ένας άντρας τελείως αποκομμένος από τον σύγχρονο κόσμο φυσικά και θα τσακωθεί με την κόρη του. Δεν την καταλαβαίνει, αλλά έχουν μόνο ο ένας τον άλλον».
Το κοινό δεν έχει συνηθίσει τον ηθοποιό σε ρόλο πατέρα (είναι μόλις η δεύτερη φορά που το κάνει μετά το «Μην κοιτάς πάνω») και μπορεί αυτή η εξέλιξη να υπενθυμίζει το αλύπητο πέρασμα του χρόνου, αλλά τουλάχιστον εκείνος το καταδιασκεδάζει.
Στο «Μια μάχη μετά την άλλη» δίνει μία από τις καλύτερες και πιο αστείες ερμηνείες της καριέρας του, χρησιμοποιώντας την ανεπάρκεια του χαρακτήρα του για να διαπρέψει στην αγνή κωμωδία, μετασχηματίζοντας τα δείγματα που είχε δείξει στην κλασική πλέον σκηνή του «Λύκου της Wall Street» σε κάτι πιο ολοκληρωμένο και οργανικό. «Περιμένεις ότι αυτός ο τύπος θα έχει τεράστιες κατασκοπευτικές ικανότητες, αλλά δεν θυμάται καν ένα σύνθημα. Είναι μια έξυπνη ανατροπή, ένας ήρωας με ελαττώματα», σχολιάζει, προσθέτοντας ότι για τον ίδιο ήταν απελευθερωτική η διαδικασία. Κάνει μάλιστα ειδική μνεία στις αναφορές του, με εμφανέστερη εκείνη του «Μεγάλου Λεμπόφσκι».
«Είναι μια έξυπνη ανατροπή, ένας ήρωας με ελαττώματα»,
«Δεν θα ήμουν ειλικρινής αν δεν έλεγα ότι, φυσικά, ο The Dude ήταν μια επιρροή, σε σύγχρονο πλαίσιο, για το χαρακτήρα μου. Σκεφτόμουν, επίσης, τον Αλ Πατσίνο στη “Σκυλίσια Μέρα”, ειδικά την εμμονή του να επιστρέψει για να σώσει το πρόσωπο που αγαπά». Κάπως έτσι ο Μπομπ ισορροπεί ανάμεσα στην καταστροφή και την αποφασιστικότητα, με τον Ντι Κάπριο να απολαμβάνει εμφανώς κάθε στιγμή που βρίσκεται στην οθόνη. Την αγάπη του για την ταινία μαρτυρά και η ασυνήθιστα έντονη συμμετοχή τού κατά τα άλλα ακριβοθώρητου σταρ στο press tour, από podcasts και εμφανίσεις-έκπληξη σε προβολές μέχρι βιντεάκια για το αν είναι Team Conrad ή Team Jeremiah στο «The Summer I Turned Pretty».

Ο Ντι Κάπριο μεγάλωσε μαζί μας, μπροστά στα μάτια μας, και σίγουρα δεν είναι πια ο κινηματογραφικός ποπ Ρωμαίος. Τόσο η προσωπική ζωή όσο και η δημόσια εικόνα του ενισχύουν ακόμη περισσότερο μια νέα ταυτότητα. Ζει στη λάμψη του Χόλιγουντ χωρίς να κρύβει το πόσο ωραία περνάει, αλλά ούτε να θυσιάζει τη σοβαρότητα της οικολογικής του δράσης (έχει επενδύσει εκατομμύρια στην προστασία των ωκεανών και στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής). Οι σχέσεις του με μοντέλα παραμένουν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αλλά ο ίδιος συνεχίζει να κάνει διακοπές με τη μαμά και τους παιδικούς του φίλους, ανάμεσά τους τον Τόμπι ΜακΓουάιρ και τον Λούκας Χάας. Δουλεύει με τους κορυφαίους του χώρου (η επόμενη ταινία του τον βρίσκει και πάλι με τον Μάρτιν Σκορσέζε, με συμπρωταγωνίστρια την Τζένιφερ Λόρενς), διασκεδάζει χωρίς να απολογείται και εξακολουθεί να μαγνητίζει ακόμα το κοινό. Ίσως γιατί δείχνει ξανά και ξανά ότι, όπως ακριβώς ο Μπομπ, οι πιο δυνατοί ήρωες δεν είναι τέλειοι. Είναι απλώς εκείνοι που συνεχίζουν να προχωρούν.



