Είδα τον Οθέλλο της ομάδας Kursk σε σκηνοθεσία του Χάρη Φραγκούλη κι ενθουσιάστηκα, όχι μόνο με τη σκηνοθεσία, αλλά και με τις θαυμάσιες ερμηνείες των ηθοποιών: Ο λαχανιασμένος κι ενθουσιώδης σαν πιστό σκυλί για το αφεντικό του υπασπιστής του Οθέλλου Κάσσιος (Ανδρέας Κωνσταντίνου), ο χαριτωμένα υστερικός άρχοντας Βραβάντιος (Άγγελος Παπαδημητρίου), ο κίτρινος από ζήλια Ιάγος (Ανδρέας Κοντόπουλος), η ατρόμητη Δυσδαιμόνα (Σοφία Κόκκαλη) κι αυτός ο αξέχαστος Οθέλλος, φωτεινός και ταυτόχρονα γεμάτος σκοτάδι (Γιάννης Παπαδόπουλος). Αναζήτησα τον Χάρη Φραγκούλη και μιλήσαμε για όλη αυτή την οργή και την ενέργεια που ξεχειλίζει από τη σκηνή στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης.

Ανδρέας Κοντόπουλος (Ιάγος), Γιάννης Παπαδόπουλος (Οθέλλος)

Μου άρεσε ο τρόπος που χειρίστηκες το χιούμορ που υπάρχει στο έργο. Αυτή παράσταση ανεβαίνει πάντα σαν βαρύγδουπο δράμα.
Υπάρχει χιούμορ στο έργο και το πρόβλημα δεν είναι το πώς θα το διαχειριστείς, αλλά το ότι είναι τόσο βαθειά εντυπωμένη η εικόνα ενός βάρους για τον Οθέλλο, μιας σοβαροφάνειας, που αν αφαιρεθούν, το έργο σου φαίνεται τρομερά ανοίκειο. Κι όμως το έργο είναι μια βαθειά φάρσα.  Πριν διαβάσω τη μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη που χρησιμοποιήσαμε στην παράστασή μας, διάβασα δύο διασκευές παραστάσεων που ανέβηκαν στην Αθήνα. Και από τις δύο έλειπε ο ρόλος του κωμικού. Στην πραγματικότητα παίζει σε τέσσερις σκηνές. Βρίθει το κωμικό στοιχείο. Το τραγικό της υπόθεσης ξεκινά από μία φάρσα, από δύο κωλόπαιδα, τον Ροδερίγο και τον Ιάγο –σκέψου ο Ιάγος που είναι ο μεγαλύτερος είναι 28 χρονών, τον έχει βάλει να το λέει ο Σαίξπηρ επί σκηνής. Αυτοί οι δύο κάνουν πλάκα, ξυπνάνε τον Βραβάντιο, τον πατέρα της Δυσδαιμόνας με φωνές («Θα κάνεις μουλάρια ξαδέρφες, φοράδες ανιψιές, το προβατάκι σου στο γαμάει ένα μαύρο κριάρι», του λένε), όπως όταν ήμασταν εμείς 14 και χτυπάγαμε κουδούνια και τρέχαμε). Κι όλο αυτό καταλήγει σε αίμα. Ο Οθέλλος είναι μία φάρσα που καταλήγει σε ένα πηγάδι υπαρξιακό.

Δεν περίμενα να γελάσω στον Οθέλλο, βρήκα την ανάγνωσή σου πολύ αναζωογονητική.
Ζούμε μέσα στη σοβαροφάνεια κι αυτή η σοβαροφάνεια προέρχεται από ένα βαθύ φόβο. Βγάζει ο Σαίξπηρ τον κωμικό στη σκηνή και τον βάζει να λέει βλακείες. Έτσι είναι το θέαμα, λαϊκό κι έτσι είναι και η ζωή, τα έχει όλα. Αν περπατάς και κλαις, θα γλιστρήσεις πάνω σε μια μπανάνα και φας τα μούτρα σου. Και θα γλιστρήσεις γιατί ο ζηλιάρης άνθρωπος δεν βλέπει μπροστά του. Ο Σαίξπηρ βάζει συνέχεια τον Οθέλλο να λέει «Δεν βλέπω καλά, αυτοί είναι; Δεν βλέπω, ο Κάσσιος είναι αυτός που έφυγε από τη γυναίκα μου;» Ε, επόμενο είναι να σκοντάφτει πάνω στα λεμόνια. Αυτό δεν είναι γκανγκ,  προέρχεται από μία λεπτή ανάγνωση… Όταν ένας συγγραφέας βάζει τέτοια λεπτότητα, τόσο χιούμορ και τόσο βάθος σε ένα έργο, το θεωρώ τρομερή προδοσία, εγκληματικό, να το παίρνεις και να το τεμαχίζεις. Στεναχωριέμαι όταν βλέπω τον Σαίξπηρ να αντιμετωπίζεται με σοβαροφάνεια, να γίνεται φολκλόρ. Ο Οθέλλος είναι ένα έργο γεμάτο χιούμορ, αίμα και δάκρυα, όπως όλα τα έργα του. Δυστυχώς τις κωμωδίες του τις ανεβάζουμε κωμικές και τις τραγωδίες τραγικές, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο.  Το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας για παράδειγμα, που ανεβαινει συνήθως κωμικά,  είναι το πιο σκοτεινό, βαθύ, αιμάτινο έργο του, εκατό φορές πιο σκοτεινό από τον Οθέλλο, με το ερωτικό στοιχείο στην πιο άγρια, την πιο διεστραμμένη μορφή του.

Ανδρέας Κωνσταντίνου (Κάσσιος)

Φύγαμε από το Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης και μυρίζαμε λεμόνι. Ήθελες η παράσταση να έχει μία μυρωδιά, μία γεύση;
Υπάρχει μία διαλεκτική στην τέχνη. Κάνεις κάτι και ξέρεις γιατί το κάνεις. Πράγμα που δεν ισχύει ούτε στη ζωή ούτε στην τέχνη. Μπορώ να σου πω χίλια πράγματα γιατί υπάρχουν λεμόνια στη σκηνή. Ας πούμε γιατί υπήρχε η σκέψη για ένα μαύρο γυάλινο πάτωμα (που δεν πραγματοποιήθηκε λόγω παράλληλης παράστασης στον ίδιο χώρο). Και θα έσκαγαν τα λεμόνια και θα γινόταν το πάτωμα ένας σκοτεινός ουρανός γεμάτος αστέρια, θα ήταν φανταστικό. Μου αρέσει πολύ το κίτρινο με το μαύρο. Ύστερα, η γεύση του λεμονιού είναι για μένα η γεύση της ζήλειας, της πίκρας, της αγάπης, που είναι και εκρηκτική και απωθητική . Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν είναι αλήθεια. Ή μάλλον είναι και την ίδια στιγμή δεν είναι. Υπάρχει μία συζήτηση ακαδημαϊκή και μία συζήτηση καλλιτεχνική. Γιατί λεμόνια; Μπορώ να σου πω χίλια πράγματα. Γιατί άσπρος Οθέλλος; Μπορώ να σου πω άλλα τόσα. Το ίδιο και για το σιντριβάνι και για τα νερά.

Ήταν έντονο το στοιχείο του νερού στην παράσταση, είναι η αλήθεια.
Μα είναι έντονο μέσα στο ίδιο το έργο. «Ήταν άπιστη σαν το νερό», λέει ο Οθέλλος, «μπορούμε να λέμε αυτά τα πλάσματα δικά μας, αλλά δεν μπορώ να την πιάσω, όπως δεν μπορείς να πιάσεις το νερό». Είμαστε φτιαγμένοι από νερό, είμαστε ρευστοί. Το αντίθετο του θεσμού, που είναι ακίνητος είναι ο άνθρωπος, ο οποίος είναι νερό. Γι’ αυτό και πάντα ο θεσμός θα στέκεται πάντα εναντίον του. Κι όταν λέω θεσμός δεν εννοώ τους νόμους ή το να έχει κάποιος ένα κρατικό αξίωμα, είναι κάτι βαθύτερο, εσωτερικό. Όλα αυτά υπάρχουν μέσα στο έργο και είναι μέρος μιας ακαδημαϊκής συζήτησης το να τα αναλύσουμε. Το γιατί ένας καλλιτέχνης επιλέγει κάτι, ούτε αυτός το ξέρει. Δε λειτουργεί έτσι η καλλιτεχνική δημιουργία. Είναι ένα πάρε-δώσε που κάτι επιλέγεις και κάτι σε επιλέγει. Το γιατί επιβεβαιώνεται από το σώμα εκ των υστέρων κι όχι από το μυαλό εκ των προτέρων.  Ξέρεις γιατί ζεις; Γιατί ερωτεύεσαι; Μπορείς να βρεις και να πεις χιλιάδες απαντήσεις, αλλά στην παραγματικότητα δεν ξέρεις. Κι αυτό είναι υπέροχο.

Άγγελος Παπαδημητρίου (Βραβάντιος, πατέρας της Δυσδαιμόνας), Γιάννης Παπαδόπουλος (Οθέλλος)

Με ξάφνιασε όχι τόσο το γεγονός ότι ο Οθέλλος σου είναι λευκός, αλλά το ότι μοιάζουν τόσο με τη Δυσδαιμόνα σου, στα χρώματα, στην κοψιά.
Φυσικά και μοιάζουν. Από την αρχή, μόλις τη βλέπει της λέει «Ωραίε μου πολεμιστή». Αυτή είναι η βαθειά εντύπωση που σου έλεγα: ο Οθέλλος είναι αγροίκος, η Δυσδαιμόνα αθώα, ο Ιάγος ο κακός που την εξαπατά. Ας διαβάσουμε λίγο το έργο, ας δούμε τι λέει. Η Δυσδαιμόνα λέει ότι θέλει να φύγει από το σπίτι της, να κάνει μια βίαιη εξέγερση, να πάει με το καράβι στον πόλεμο, μαζί του… Έρχεται κι έχει αίμα, την έχει χτυπήσει, και της λέει η Αιμιλία, «Μα τι κάνεις, φύγε». Κι εκείνη απαντά «Μ’ αρέσουνε και τα μαλώματά του. Μιλάμε για ένα άτομο που είναι σαν μια ηρωίδα του Ζουλάφσκι, που βλέπει μπροστά της τοίχο και λέει «Κάτσε να πάω δίπλα που είναι ακόμη πιο παχύς και πιο μεγάλος» κι ύστερα βλέπει άλλον γεμάτο καρφιά και λέει «Σε αυτόν θα πάω». Χίλιες φράσεις μέσα στο έργο υπογραμμίζουν την τόση δύναμή της, το βάθος, την παραφορά της. Δεν έχει μέτρο. Της ζητάει ο άλλος να ξεκολλήσει με τον Κάσσιο, να σταματήσει να του ζητά να τον συγχωρέσει κι εκείνη επιμένει. Είναι ένα πρόσωπο που κάθε κύτταρό της εκπέμπει ότι θέλει να πάει στα άκρα. Ε, αυτό το πρόσωπο έχει μείνει στην εντύπωση του κόσμου ως παθητικό. Και μετά μιλάμε για τη θέση της γυναίκας… Όλες τις γυναίκες του Σαίξπηρ, την Ιουλιέτα, τη Λαίδη Μάκμπεθ, έχουμε συνηθίσει να τις βλέπουμε κάπως,  παθητικές . Όταν ο Δούκας της Βενετίας ζητά εξηγήσεις από τον Οθέλλο για τη σχέση του με τη Δυσδαιμόνα, εκείνος απαντά «Φέρτε τη Δυσδαιμόνα να μιλήσει για μένα». Κι όταν τη συναντά στη δεύτερη πράξη , δεν της λέει «αγάπη μου», «μωρό μου», της λέει «Ωραίε μου πολεμιστή!». Κι όταν λέει την Ιστορία του, δεν λέει «Αυτά είπα και με ερωτεύτηκε», λέει, «Αυτά είπα κι εκείνη ήθελε να γίνει σαν κι εμένα».  Δεν ήθελα η Δυσδαιμόνα στην παράστασή μας να είναι, ούτε παθητική, ούτε γλυκούλα. Το λένε όλοι, το λέει ο Ιάγος όταν ο Ροδερίγος του λέει ότι είναι αγιασμένη: «Αν ήταν αγιασμένη, δεν θα είχε ερωτευτεί τον Μαύρο».  «Εγώ από τα 7 μου σκοτώνω», λέει ο Οθέλλος. Ποιος ερωτεύεται έναν φονιά; Από όποια άποψη κι αν το πάρεις η Δυσδαιμόνα τού μοιάζει. Γι’ αυτό και δεν προσπαθεί να αποφύγει το θάνατό της. Είναι ένα πλάσμα παράφορο. Αλλά όχι, έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε το έργο με όρους της κοινωνίας γύρω μας: η γυναίκα η καημένη, που αν δεν είναι καημένη θα είναι πουτάνα. Αυτή είναι η αφήγηση της ελληνικής κοινωνίας: ο αγροίκος και το γλυκούλι, το τρυφερό, το λουλουδάκι, που αν δεν είναι λουλουδάκι, είναι  πουτάνα.  Ή το ένα ή το άλλο, που στην πραγματικότητα είναι το ίδιο ή ίδια φτωχή ψυχική τοποθέτηση, η ίδια έλλειψη κόπου, η ίδια έλλειψη φαντασίας.

Αγαπάω πολύ τις παραστάσεις που βγαίνεις από το θέατρο και δεν λες ένα απλό μου άρεσε, θέλεις να τις συζητήσεις, δεν πας σπίτι σου να κοιμηθείς, αλλά πας να πιεις, πας μια βόλτα γιατί έχεις εισπράξει όλη αυτή την ενέργεια και θέλεις κάτι να την κάνεις.
Αυτό είναι το θέμα, να βγαίνει κανείς από την παράσταση και να νιώθει τους μυς του πιο δυνατούς.

*Η ομάδα Kursk δημιουργήθηκε το 2012. Προηγούμενες παραστάσεις:
Woyzeck στο Απλό Θέατρο,
Η προσευχή της κοπέλας που έπεσε μέσα στο πηγάδι και δεν θέλει να πεθάνει στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων,
Ο Άρντεν πρέπει να πεθάνει στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων και στο Θέατρο Τέχνης (Φεστιβάλ Αθηνών 2015),
Lenz στο Bios.

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below