Η εγκυμοσύνη συχνά περιγράφεται ως μια περίοδος ελπίδας, προσμονής και ονείρων. Τι συμβαίνει, όμως, όταν αυτή η προσμονή μετατρέπεται σε απώλεια; Το περιγεννητικό πένθος – η βαθιά θλίψη που βιώνει μια γυναίκα όταν η κύηση διακόπτεται για οποιονδήποτε λόγo– παραμένει ένα θέμα που σπάνια αγγίζουμε δημόσια, παρότι αφορά πολλές γυναίκες.
Πίσω από τις στατιστικές, οι οποίες είναι ελάχιστες για αυτό το ζήτημα, υπάρχουν ιστορίες σιωπηλής οδύνης, συναισθηματικής απομόνωσης και ενός πόνου που η κοινωνία συχνά δεν ξέρει πώς να αναγνωρίσει.
Τα συντριπτικά στοιχεία και η μη αναγνώριση του περιγεννητικού πένθους
Το περιγεννητικό πένθος αποτελεί μία από τις πλέον υποτιμημένες και σιωπηλές μορφές απώλειας, παρά τη σφοδρή συναισθηματική και ψυχολογική επίδραση που έχει στις γυναίκες και στις οικογένειές τους. Πρόκειται για μια εμπειρία που, αν και συχνή παγκοσμίως, παραμένει περιθωριοποιημένη από τη δημόσια συζήτηση και την κοινωνική αναγνώριση.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), πάνω από 130 εκατομμύρια παιδιά γεννιούνται ετησίως, και περίπου 6,3 εκατομμύρια περιγεννητικοί θάνατοι σημειώνονται ανά έτος. Περίπου το 15-20% των γυναικών που διανύουν το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης βιώνουν τη συνθήκη του περιγεννητικού θανάτου, με τη συνολική συχνότητα εμφάνισης του φαινομένου να κυμαίνεται μεταξύ του 15-27% για τις γυναίκες 25 έως 29 ετών. Το ποσοστό αυτό εκτοξεύεται στο 75% για τις γυναίκες που είναι μεγαλύτερες των 45 ετών. Για την Ελλάδα, η συχνότητα των περιγεννητικών και εμβρυϊκών θανάτων είναι ένα σύνθετο ζήτημα, και η ακριβής καταγραφή του παρουσιάζει δυσκολίες, καθώς δεν καταγράφονται από την ΕΛΣΤΑΤ.
«Κι όμως, πίσω από αυτούς τους αριθμούς υπάρχουν προσωπικές ιστορίες γυναικών που καλούνται να διαχειριστούν το πένθος χωρίς υποστήριξη και με φτωχή ή ανύπαρκτη πληροφόρηση για όσα συμβαίνουν ή πρόκειται να ακολουθήσουν», τονίζει η κοινωνική λειτουργός και υποψήφια διδάκτωρ στον τομέα της Ανθρωπολογίας της Υγείας, Μαρία Παπαλαμπροπούλου.
Η ίδια διεξάγει τα τελευταία πέντε χρόνια έρευνα σχετικά με την περιγεννητική και εμβρυική απώλεια, τον θάνατο, δηλαδή, ενός εμβρύου από την αρχή της εγκυμοσύνης, κατά τη διάρκεια της, κατά τη διαδικασία του τοκετού ή κατά τη διάρκεια των πρώτων 28 ημερών της ζωής του βρέφους και επιβεβαιώνει αυτό που μας είπαν στη συνέχεια οι τρεις γυναίκες, με τις οποίες μιλήσαμε για το θέμα – «το πένθος της απώλειας μιας εγκυμοσύνης και ενός εμβρύου είναι πολυδιάστατο».
Γέννησε φυσιολογικά το νεκρό παιδί της
Η Δανάη, 39 ετών, μοιράζεται την οδυνηρή της εμπειρία για την απώλεια της κόρης της, στον πέμπτο μήνα της κύησης. Μια ιστορία για την υπογονιμότητα, τον αόρατο πόνο της περιγεννητικής απώλειας, την ιατρική αμέλεια και την εκκωφαντική σιωπή ενός περιβάλλοντος που αρνείται να δει και να ακούσει.
«Γέννησα φυσιολογικά το νεκρό παιδί μου». Με αυτή την ευθύτητα, επιλέγει να μιλά για την απώλεια του παιδιού της. Όχι από έλλειψη συναισθήματος, αλλά ως ασπίδα προστασίας απέναντι σε έναν κόσμο που συχνά αμήχανος, τραυματίζει με την περιέργεια ή την αδιαφορία του.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, η τέταρτη εξωσωματική της, αυτή τη φορά με δότρια ωαρίων, έμοιαζε να φέρνει την ελπίδα. Μια «πολύτιμη εγκυμοσύνη» όπου όλα κυλούσαν «περίφημα», με τις εξετάσεις να δείχνουν άριστες. Μέχρι που η ίδια άρχισε να νιώθει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Η διαίσθησή της, η αγωνία της για ένα «περίεργο υγρό» που είδε, προσέκρουσε αρχικά στην απόρριψη. «Είσαι μάλλον υπερβολική, αλλά μπορούμε να το ψάξουμε», της είπε ο γιατρός που την παρακολουθούσε σε άλλη πόλη, τον οποίο εμπιστευόταν περισσότερο από τους γιατρούς της δικής της. Όμως η Δανάη επέμενε. Η επίσκεψη σε έναν ιδιώτη γιατρό στην πόλη της, αποκάλυψε διαστολή και την ανάγκη για άμεση περίδεση τραχήλου στο τοπικό νοσοκομείο: αυτή ήταν η αρχή του εφιάλτη που θα ζούσε η Δανάη για τον επόμενο μήνα.
Έλλειψη επικοινωνίας, απογοήτευση, φόβος, αμφισβήτηση, ιατρικά λάθη, μοναξιά, κλάμα, απερίγραπτος πόνος. Καθυστερήσεις, αμφισβήτηση των ιδιωτικών εξετάσεών της, ένας διευθυντής μαιευτικής/γυναικολογικής κλινικής στο δημόσιο φορέα να της ανακοινώνει ότι οι πιθανότητες να ζήσει το μωρό ήταν κάτω από 10%, και μετά την επέμβαση, ασαφείς οδηγίες για κλινική ανάπαυση στο σπίτι και όχι στο νοσοκομείο. «Έγιναν τόσα λάθη», αναγνωρίζει.
Τώρα που ξέρει καλύτερα, αμφισβητεί την απόφαση να μην παραμείνει στο νοσοκομείο: «Ποια η σκοπιμότητα εκείνης της περίδεσης, τελικά, με τόσο χαμηλά ποσοστά επιτυχίας, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων; Γιατί παρέλειψαν να μου κάνουν εξετάσεις πριν από το εξιτήριο; Γιατί δεν με διαφύλαξαν από πιθανούς κινδύνους;»

Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν ένας εφιάλτης αντιφατικών ιατρικών γνωμοδοτήσεων για πιθανή λοίμωξη και αντικρουόμενες θεραπείες, με την ίδια να παλεύει «με νύχια και με δόντια» να πείσει τους ανθρώπους γύρω της να την ακούσουν. Έπρεπε να φύγουν για μια εξειδικευμένη κλινική σε μεγαλύτερη πόλη, αλλά δεν την άκουγαν.
«Το μόνο που ήθελα από τους “ανθρώπους μου” ήταν να με ακούσουν και να με εμπιστευτούν» εξομολογείται. «Από ανθρώπους που είχα ανάγκη… ένιωσα ότι δεν τους είχα δίπλα μου και η απογοήτευση αυτή ήταν οδοστρωτήρας».
Μια απλή φράση, «Είμαι εδώ για σένα, σε ό,τι αποφασίσεις», δεν ήρθε ποτέ από τους ανθρώπους της.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε ραγδαία. Η επίσκεψη επανελέγχου στον ίδιο γιατρό που της έκανε την περίδεση, θα ήταν μια απλή επίσκεψη ρουτίνας, αλλά δυο μέρες μετά η Δανάη συνέχιζε να νιώθει ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά.
Επίσπευσε μια επίσκεψη σε έναν άλλο ιδιώτη γιατρό ο οποίος επιβεβαίωσε τους φόβους της σε αντίθεση με τον προηγούμενο ο οποίος την «ακύρωνε»: δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου αμνιακό υγρό, τα ράμματα της περίδεσης είχαν φύγει. «Έχεις αργήσει πάρα πολύ», της είπε, «μπορεί να το χάσεις στο δρόμο». Ακολούθησε μια τραυματική διακομιδή με ασθενοφόρο στην εξειδικευμένη κλινική. Εκεί, παρά την εξαιρετική φροντίδα του δικού της νέου γιατρού, η Δανάη βίωσε έναν ακόμα «πόλεμο» με την προϊσταμένη των μαιών, η οποία προσπάθησε να την αποτρέψει από το να δει και να κρατήσει την ήδη νεκρή κόρη της, αλλά και από το να προχωρήσει στην αποτέφρωσή της, την οποία η ίδια επιθυμούσε.
Η βασική μου ανάγκη ήταν να με ακούσουν και να με εμπιστευτούν αλλά δυστυχώς αυτό δεν συνέβη.
«Ούρλιαζα και φώναζα ότι είναι δικαίωμα μου να δω το παιδί μου», θυμάται. Τελικά, της έφεραν την κόρη της για ελάχιστα λεπτά. «Αυτά τα δύο λεπτά που είδα το κοριτσάκι μου ήταν πάρα πολύ σημαντικά και τα κρατάω σαν να είναι η καλύτερη-χειρότερη ανάμνηση που μπορώ να έχω για να μπορώ να συνεχίσω». Για να αντέξει, λέει στον εαυτό της ότι «απαγορευόταν» να την κρατήσει περισσότερο, αλλιώς δεν θα μπορούσε να προχωρήσει.
Η επιστροφή στη μικρή κοινωνία της πόλη της, ήταν σαν να μηδένισε κάθε πρόοδο. Ευτυχώς είχε την δυνατότητα να περάσει την «λοχεία» της μακριά από αδιάκριτα βλέμματα και αμήχανες συζητήσεις.
Αυτός ο θάνατος είναι αόρατος για όλο τον κόσμο, αλλά όχι για την ίδια.
Η σχέση με τον σύζυγό της, που για σοβαρούς επαγγελματικούς λόγους έλειπε στο εξωτερικό, δοκιμάστηκε επίσης σκληρά. «Είναι πολύ δύσκολο να νιώθεις ότι είσαι μόνη και ότι δεν ακούγεσαι, γιατί η περίοδος της εγκυμοσύνης είναι από μονή της πολύ στρεσσογόνα πόσο μάλλον η απώλειας του παιδιού σου».
Η Δανάη, που αρχικά δεν επιθυμούσε την εξωσωματική, αλλά την υιοθεσία, νιώθοντας πίεση κυρίως από τα στερεότυπα της κοινωνίας, παλεύει σήμερα με την «τρομακτική μοναξιά αυτού το πένθους.
«Αναζητώ βοήθεια, σε μια χώρα που μόνο από δική μας πρωτοβουλία μπορούμε να βρούμε, όσες έχουμε την οικονομική δυνατότητα, να μιλήσουμε σε ένα ειδικό, που θα μας καταλάβει χωρίς πρέπει και μη, θα μας ακούσει για αυτό που είμαστε και ζήσαμε, αληθινά».
Ωστόσο, νιώθει τυχερή μέσα στην ατυχία της γιατί είχε την δυνατότητα να το κάνει. «Όμως, άλλες γυναίκες τι θα κάνουν; Δεν είμαστε όλες ίσες στον πόνο;», αναρωτιέται.
Συχνά βασανίζεται από ενοχές για την απώλεια, παρότι ο γιατρός της ήταν σαφής: «η περίδεση ήταν ιατρικό λάθος. Εξήγησε ότι υπήρχε ανατομικό πρόβλημα και η επέμβαση δεν έπρεπε να γίνει, αφού η περίπτωσή της δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις. Όμως, αυτή η ξεκάθαρη τοποθέτηση συγκρούεται με την ανάμνηση του χειρουργού που, μόλις μιάμιση μέρα πριν, την διαβεβαίωνε ότι όλα ήταν υπό έλεγχο». Αυτή η αντίφαση, μαζί με τη συνειδητοποίηση ότι η ευθύνη για το λάθος δεν είναι δική της, είναι αυτό που την στοιχειώνει.
Τις πρώτες δέκα μέρες μετά την απώλεια, σκέφτηκε την αυτοκτονία. «Αλλά αγαπάω τόσο πολύ τη ζωή τελικά», μας λέει. Σήμερα, αν και δυσκολεύεται να νιώσει χαρά, έχει βρει μια νέα, ωμή δύναμη. «Έχω αλλάξει, έχω γίνει καταπέλτης πια».
Αν συναντούσε μια γυναίκα με παρόμοια εμπειρία, θα της έλεγε: «Σε καταλαβαίνω. Αν θέλεις να μιλήσεις, είμαι εδώ… Είναι η κατάλληλη στιγμή για να είσαι εσύ μόνο για εσένα και όσοι δεν στέκονται δίπλα σου με τον τρόπο που θες, να τους κάνεις πέρα. Να είσαι ο εαυτός σου και να μην μπεις σε κανένα στερεότυπο».
Ο αγώνας της Δανάης για να δώσει φωνή στον πόνο της και να βρει αναγνώριση για την περιγεννητική απώλεια που βίωσε, δεν σταματά. Είναι μια κραυγή ενάντια στην αόρατη φύση αυτού του τραύματος και μια έκκληση προς την κοινωνία, τους γιατρούς και τις οικογένειες να σταθούν με πραγματική συμπαράσταση δίπλα σε κάθε γυναίκα που πενθεί. Είναι επίσης ένας αγώνας για το δικαίωμα κάθε γυναίκας σε αξιοπρεπή προγεννητική και περιγεννητική φροντίδα στα δημόσια νοσοκομεία.
Απέβαλε στον 8ο μήνα και μετά χώρισε
Η Γεωργία έχασε το αγοράκι της στις 34 εβδομάδες κύησης, λόγω αληθούς κόμπου στον ομφάλιο λώρο. Λίγους μήνες μετά, ήρθε και ο χωρισμός με τον σύντροφό της. Έναν χρόνο μετά, μοιράζεται με το Marie Claire τη διαδρομή της μέσα από το πένθος, τη μοναξιά, τη θλίψη αλλά και τη δύναμη.
«Όλα τα συναισθήματά μου ήταν “μαυρισμένα”. Υπήρχε ένα μόνιμο βάρος μέσα μου, ότι δεν τα κατάφερα. Ένιωθα πως δεν με καταλαβαίνει κανείς και πως δεν θα γίνω ποτέ μητέρα. Είχα συνέχεια στο μυαλό μου το μωρό όταν μου το έφεραν να το δω στο κουνάκι. Το αγοράκι μου! Όλοι γύρω μου ήταν σοκαρισμένοι, παγωμένοι, κλαμμένοι. Δεν είχαν λόγια παρηγοριάς. Μόνο σιωπή. Η παρουσία της οικογένειάς μου, όμως, ήταν το κουράγιο και η δύναμή μου. Χωρίς αυτούς δεν ξέρω πώς θα είχα σταθεί όρθια.
Το πένθος δεν φεύγει ποτέ… απλώς μαθαίνεις να ζεις με αυτό. Ο χρόνος δεν γιατρεύει – μόνο απαλύνει. Όσο περνούσε ο καιρός, ήταν πολύ δύσκολο να αποδεχτώ αυτό που συνέβη. Πήρα μια πρώτη “ανάσα” όταν είχαμε τα αποτελέσματα από τις εξετάσεις και φάνηκε ότι δεν έφταιγα εγώ που έχασα το μωρό μου. Δεν έκανα κάτι λάθος. Ήταν θέλημα Θεού. Αυτό με ανακούφισε για πρώτη φορά – έστω και λίγο.
Μια τέτοια τραγωδία μερικές φορές ενώνει το ζευγάρι, άλλες φορές το απομακρύνει. Δεν ήταν δική μου απόφαση να χωρίσουμε – ήθελα πολύ να ξαναπροσπαθήσουμε να κάνουμε οικογένεια. Εγώ βυθίστηκα στην κατάθλιψη. Ο πρώην άντρας μου δεν εκφραζόταν καθόλου, δεν μιλούσε, δεν ξεσπούσε. Ίσως πιέστηκε πολύ και ήθελε να μείνει μόνος του. Τις πρώτες μέρες είχαμε κατανόηση μεταξύ μας, γιατί υπέφερε κι εκείνος ως πατέρας. Αλλά απομακρυνθήκαμε ως ζευγάρι. Δεν υπήρχε πια διάθεση ή θέληση να περνάμε καλά μαζί. Ίσως τελικά ο χωρισμός να μας έκανε καλό για να παλέψουμε αυτό που ζούσαμε, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Η μόνη στήριξη που είχα ήταν η οικογένειά μου και οι φίλοι μου. Σε ψυχολόγο δεν ήθελα να πάω – είχα άρνηση τότε. Πήγα μόνο στον πνευματικό μου, που μου έδωσε ευχή αποβολής και του μίλησα. Ήταν ο μόνος που γαλήνεψε την ψυχή μου, με βοήθησε να αποβάλω ενοχές και τύψεις.
Σε δύο μήνες κλείνω έναν χρόνο από την απώλεια και η στεναχώρια δεν έχει φύγει ποτέ. Κάθε μήνα σκέφτομαι πώς θα ήταν το μωρό μου τώρα. Είχα τόσα όνειρα. Ζω με αναπάντεχα συναισθήματα. Αυτό που με κρατάει όρθια είναι ότι όλα – η απώλεια και ο χωρισμός – με δυνάμωσαν. Ένιωσα ότι αντέχω, ότι νίκησα τον φόβο για την ψυχική μου υγεία. Δεν το έβαλα κάτω. Συνεχίζω τη ζωή μου. Και θα συνεχίσω.
Το πένθος δεν φεύγει ποτέ… απλώς μαθαίνεις να ζεις με αυτό. Ο χρόνος δεν γιατρεύει – μόνο απαλύνει.
Μια συγγνώμη θα ήθελα να ζητήσω από το μωράκι μου, που το σώμα μου δεν τα κατάφερε. Και ότι δεν θα το ξεχάσω ποτέ μου. Μέχρι να φύγω κι εγώ απ’ αυτή τη ζωή. Στις γυναίκες που αντιμετωπίζουν το ίδιο θα έλεγα να δώσουν χρόνο στον εαυτό τους. Να μιλούν, να κλαίνε, να θρηνούν, να πενθούν. Κάθε μανούλα έχει δικαίωμα να μιλάει για το αγγελούδι της. Να μη κρατάει τίποτα μέσα της. Να έχουν πίστη, δύναμη και κουράγιο. Θα τα καταφέρουν. Και να θυμούνται: “Rainbow baby” λέγονται τα μωράκια που έρχονται έπειτα από μια απώλεια. Γιατί μετά την καταιγίδα… έρχεται το ουράνιο τόξο».
Έχασε το μωρό της μέσα σε ένα βράδυ
Η Χριστίνα είναι παιδίατρος και μητέρα δύο κοριτσιών. Το ταξίδι της στη μητρότητα ξεκίνησε στα 26 της χρόνια και κύλησε πολύ όμορφα, αφού υποδέχτηκε τη μεγάλη της κόρη χωρίς προβλήματα. Τρία χρόνια αργότερα έμεινε ξανά έγκυος. Η εγκυμοσύνη της εξελισσόταν όπως η πρώτη, χωρίς εμφανή προβλήματα ή δυσκολίες. Μέχρι που ένα βράδυ σταμάτησε χωρίς προειδοποίηση.
«Ξαφνικά κατάλαβα ότι δεν αισθανόμουν το μωρό να κλωτσάει όπως συνήθως. Ξεκουράστηκα και προσπάθησα να το αισθανθώ. Να αφουγκραστώ τις μικροσκοπικές της κινήσεις για αρκετή ώρα, χωρίς αποτέλεσμα. Ήμουν 29 ετών και διένυα την 22η εβδομάδα κύησης», μας λέει σήμερα, σχεδόν 10 χρόνια μετά.
«Επικοινώνησα με την γυναικολόγο μου. Εκείνη με καθησύχασε αρχικά, αλλά μου ζήτησε να πάμε στο νοσοκομείο για παν ενδεχόμενο και να δούμε το μωρό στον υπέρηχο. Όταν φτάσαμε όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Στον υπέρηχο δεν φαινόταν καρδιακή λειτουργία και το μωράκι ήταν τελείως ακίνητο. Μου είπαν χωρίς περιστροφές ότι δεν ζούσε και αρχίσαμε να συζητάμε τους τρόπους μέσω των οποίων θα απομακρυνόταν από εμένα το νεκρό έμβρυο. Οι επιλογές ήταν φυσικός τοκετός ή καισαρική. Επιλέξαμε την καισαρική τομή επειδή είχα ήδη γεννήσει το πρώτο μωρό μου έτσι και για να μην επιβαρυνθώ με την πολύωρη διαδικασία ενός φυσιολογικού τοκετού, όπου το έμβρυο θα ήξερα ότι γεννιέται νεκρό.
Οι επόμενες μέρες ήταν πολύ δύσκολες. Το περίμενα μια απλή υπόθεση, όμως δεν ήταν έτσι. Τα συναισθήματα του πένθους ήταν πάρα πολύ έντονα. Tα βράδια δεν μπορούσα να κοιμηθώ και πολλές φορές αισθανόμουν μόνη. Θεωρούσα ότι κανείς δεν αντιλαμβάνεται τι μου συμβαίνει. Ακόμα και η σχέση με τον σύζυγό μου επηρεάστηκε- κλονίστηκε θα μπορούσα να πω. Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να μπορέσουμε να υπάρξουμε ως φυσιολογικό ζευγάρι ξανά. Υπήρχε ανάμεσά μας για καιρό η σκιά ενός παιδιού που δεν είχε γεννηθεί. Για να πω την αλήθεια δεν υπήρχε τίποτα εύκολο σε αυτή την εμπειρία. Το πιο δύσκολο ήταν να αποδεχτώ ότι δεν έφταιγα, να αγαπήσω ξανά τον εαυτό μου και να βρω το κουράγιο να προσπαθήσω ξανά για ένα παιδί πάρα τον φόβο για ένα αρνητικό αποτέλεσμα.
Σε μια γυναίκα που βιώνει κάτι παρόμοιο θα έλεγα πως την καταλαβαίνω και να θυμάται ότι με το καιρό ο πόνος θα γλυκάνει. Είναι σημαντικό να αγαπήσει τον εαυτό της και να καταλάβει ότι αυτό μπορεί να συμβεί στον καθένα. Δεν έχει αποτύχει. Είναι φυσιολογικό να νιώθει πένθος και πρέπει να το εκφράσει. Εάν νιώθει ότι δεν τα καταφέρνει να ζητήσει βοήθεια από ειδικούς. Δεν υπάρχει ντροπή. Είναι ένας πόνος που πρέπει να αναγνωριστεί, κι αν δεν μιλήσεις αυτό δεν θα γίνει».
Τα συναισθήματα ήταν πάρα πολύ έντονα, τα βράδια δεν μπορούσα να κοιμηθώ και πολλές φορές αισθανόμουν μόνη. Θεωρούσα ότι κανείς δεν αντιλαμβάνεται τι μου συμβαίνει.
«Ως γιατρός πάλευα να εκλογικεύσω τι είχε συμβεί, αλλά ενώ γνώριζα ότι αυτό ήταν τυχαίο γεγονός αισθανόμουν ενοχές και κατηγορούσα τον εαυτό μου. Οι υπόλοιποι συγγενείς έλεγαν ότι νιώθουν και καταλαβαίνουν, όμως πιστεύω ότι μόνο γυναίκες με την ίδια εμπειρία μπορούν πραγματικά να κατανοήσουν τι αισθάνεσαι.
Πολύ δύσκολο ήταν, επίσης, το κομμάτι προσέγγισης του μεγαλύτερου παιδιού μου. Ούσα μητέρα ενός κοριτσιού 3 ετών που ρωτούσε διαρκώς που είναι το μωράκι, προσπαθούσα να της εξηγήσω τι συνέβη και γιατί πια δεν μπορεί να μιλάει στην κοιλιά μου, για να ακούει το αδερφάκι της. Προσπαθούσα να διατηρήσω καλή διάθεση, για να μην επηρεάζεται η κόρη μου από τη θλίψη, αλλά δεν ήταν εύκολο».
«Η γυναίκα πενθεί τα όνειρα που έκανε, το όνομα που είχε σκεφτεί να δώσει στο μωρό της, την κοιλιά της που μπορεί να μην μεγάλωσε, τα παιχνίδια που δεν έπαιξε, τα ρουχαλάκια που δεν έπλυνε, τις αγκαλιές που δεν έκανε όπως τις ονειρευόταν με το μωρό της. Για εκείνη η εγκυμοσύνη – ακόμα και αν δεν είχε προχωρήσει πολύ – ήταν ένα γεγονός», σημειώνει η κα. Παπαλαμπροπούλου.
«Η πλειονότητα των γυναικών στην έρευνά μου μού ανέφερε ότι βίωσε το πένθος της χωρίς καμία καθοδήγηση ή φροντίδα. Το ζήτημα δεν συζητιέται. Τα περισσότερα άτομα δεν γνωρίζουν ότι οι απώλειες μιας εγκυμοσύνης είναι τόσο συχνές. Θεωρείται ταμπού, παρ’ ότι οι αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα και την ψυχοσύνθεση μιας γυναίκας είναι συντριπτικές. Πρέπει να ξέρετε ότι ο δεσμός με το έμβρυο δεν χάνεται. Αυτή η γυναίκα είναι μητέρα, αλλά δεν κράτησε ποτέ στην αγκαλιά της το παιδί της. Η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών, αναφέρει ότι δεν λαμβάνει ούτε καν την απαραίτητη πληροφόρηση κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στις μαιευτικές κλινικές, σχετικά με τις διαδικασίες που πρόκειται να ακολουθήσουν (ιατρικές αλλά και πρακτικές σε σχέση με το τι θα συμβεί στο έμβρυο εφόσον η γυναίκα το αποχωριστεί). Η άγνοια αυτή δημιουργεί μεγαλύτερο φόβο στις γυναίκες που πολλές φορές καλούνται να λάβουν αποφάσεις χωρίς καμία πλαισιωμένη πληροφόρηση».
Το πένθος αυτό, σε αντίθεση με άλλες μορφές απώλειας, δεν συνοδεύεται από τελετουργίες και κοινωνική αναγνώριση. Δεν υπάρχουν μνημόσυνα, δεν υπάρχουν τελετές που να νομιμοποιούν την οδύνη της μητέρας. Το κοινωνικό σύνολο αποφεύγει, αποσιωπά ή ελαχιστοποιεί την απώλεια, οδηγώντας τη γυναίκα σε συναισθηματική απομόνωση. Κι όμως, η αφήγηση, η αναγνώριση και η συλλογική συμπαράσταση είναι θεμελιώδεις συνιστώσες της διεργασίας του πένθους.
Η γυναίκα πενθεί τα όνειρα που έκανε, το όνομα που είχε σκεφτεί να δώσει στο μωρό της, την κοιλιά της που μπορεί να μην μεγάλωσε, τα παιχνίδια που δεν έπαιξε, τα ρουχαλάκια που δεν έπλυνε, τις αγκαλιές που δεν έκανε όπως τις ονειρευόταν με το μωρό της.
«Αυτό που προκύπτει από τη μέχρι τώρα έρευνα είναι η ανάγκη της αναγνώρισης, της ορατότητας του ζητήματος και της τοποθέτησης του στη δημόσια- ανοιχτή συζήτηση, ώστε να αποστιγματιστεί η συνθήκη και να δημιουργηθούν δημόσια πλαίσια παροχής κατάλληλης φροντίδας και υποστήριξης. Στην Ελλάδα, πέραν μίας μαιευτικής δημόσιας κλινικής, δεν παρέχεται δωρεάν καμία αντίστοιχη φροντίδα στις γυναίκες αυτές.
Επίσης αναδύεται η ανάγκη παροχής εξειδικευμένης εκπαίδευσης στο επιστημονικό προσωπικό που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, ώστε να παρέχεται ένας φροντιστικός δίαυλος επικοινωνίας του επιστημονικού προσωπικού προς τις μητέρες αυτές, αλλά και το επιστημονικό προσωπικό να μπορεί να ανταπεξέλθει στην ιδιαιτερότητα της συνθήκης αυτής που βιώνουν οι μητέρες. Γιατί είναι μητέρες, ανεξάρτητα από τη χρονική στιγμή που χάνουν το μωρό τους. Ένα μωρό, μοναδικό, το οποίο δεν μπορεί να αντικαταστήσει κανένα άλλο και για το οποίο η μητέρα χρειάζεται να έχει την κατάλληλη υποστήριξη για να το τιμήσει μέσα από τη διεργασία του πένθους».
Στην περίπτωση της Χριστίνας τα πράγματα εξελίχθηκαν θετικά: «Έμεινα έγκυος σχετικά γρήγορα. Έξι μήνες μετά, παρά τις αντίθετες συστάσεις της γυναικολόγου μου, καθώς ήταν κάπως νωρίς μετά την καισαρική. Υπήρξαν δυσκολίες και σε αυτή την εγκυμοσύνη, αλλά τελικά όλα πήγαν καλά και η αλήθεια είναι ότι αυτή η κύηση ζέστανε σαν τον ήλιο την καρδιά μου, που είχε παγώσει από την απώλεια του δεύτερου μωρού μου».
Το περιγεννητικό πένθος από την πλευρά της επιστήμης
H Μαρία Παπαλαμπροπούλου απαντά στις ερωτήσεις μας για το περιγεννητικό πένθος, την έρευνά της και το πώς μπορεί μια γυναίκα να βιώνει αυτή την κατάσταση.
Ποιο είναι το δείγμα της έρευνάς και με ποιο κριτήριο λάβατε τα στοιχεία;
«Στην καρδιά της έρευνάς μου βρίσκονται οι γυναίκες και οι ιστορίες τους. Οι ιστορίες για την απώλεια των μωρών τους, είτε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, είτε στη γέννα, είτε τις πρώτες ημέρες μετά τη γέννηση. Αισθάνομαι τεράστια ευγνωμοσύνη για κάθε γυναίκα που μοιράζεται μαζί μου το βίωμά της, ένα βίωμα που αφήνει ένα βαθύ αποτύπωμα. Δεν έχει καμία σημασία σε ποια φάση ήρθε η απώλεια, ποιος ήταν ο λόγος ή πώς έκλεισε αυτός ο κύκλος της εγκυμοσύνης. Κάθε ψίθυρος, κάθε εξομολόγηση, είναι ένα κομμάτι που μας βοηθά να δούμε ολόκληρη την εικόνα, να σπάσουμε τη σιωπή και να αγκαλιάσουμε αυτές τις εμπειρίες με περισσότερη κατανόηση και αλληλεγγύη».
Ποιες είναι οι πιο συχνές αντιδράσεις ή ανάγκες των γονέων που βιώνουν περιγεννητική απώλεια;
«Όταν οι γονείς χάνουν ένα μωρό κατά την κύηση ή λίγο μετά τη γέννηση, έρχονται αντιμέτωποι με ένα κύμα έντονων και συχνά αντιφατικών συναισθημάτων. Πλέον γνωρίζουμε για το “τρίπτυχο” της σιωπής, του στίγματος και της ντροπής, το οποίο συχνά περιβάλλει αυτή την εμπειρία, κάνοντας τους γονείς να νιώθουν ακόμη πιο μόνοι.
Οι πιο συχνές συναισθηματικές αντιδράσεις περιλαμβάνουν μια βαθιά θλίψη και έναν πόνο που μοιάζει συντριπτικός, καθώς δεν θρηνούν μόνο το μωρό, αλλά και όλες τις ελπίδες και τα όνειρα που είχαν επενδύσει σε αυτό. Παράλληλα, πολλές μητέρες, αναφέρουν μία έντονη ενοχή και αυτοκατηγορία, αφού αναρωτιούνται αν κάποια δική τους πράξη ή παράλειψή οδήγησε στην απώλεια. Ο θυμός είναι επίσης μια συχνή αντίδραση. O θυμός που μπορεί να στρέφεται προς τον εαυτό τους, τον σύντροφο, το ιατρικό προσωπικό ή ακόμα και προς μια γενική αίσθηση αδικίας για αυτό που τους συνέβη, αλλά και αποτυχίας, καθώς η κοινωνική προσδοκία για μια “επιτυχημένη” εγκυμοσύνη μπορεί να είναι αμείλικτη.
Μέσα σε αυτή τη δίνη συναισθημάτων, οι βασικές ανάγκες των γονέων αναδεικνύονται επιτακτικές. Πρωτίστως, έχουν ανάγκη να αναγνωριστεί η απώλειά τους ως πραγματική και σημαντική, ανεξάρτητα από το στάδιο της εγκυμοσύνης. Εξίσου σημαντική είναι η επικύρωση των συναισθημάτων τους. Χρειάζεται να ακούσουν και να νιώσουν ότι είναι απολύτως φυσιολογικό να βιώνουν όλη την γκάμα των δύσκολων αυτών συναισθημάτων. Είναι εξαιρετικά θεραπευτικό να σπάσει η σιωπή, επομένως οι γονείς χρειάζονται έναν ασφαλή και υποστηρικτικό χώρο όπου θα μπορούν να μιλήσουν για την εμπειρία τους χωρίς να φοβούνται την κριτική.
Είναι κρίσιμο, επίσης, να υπάρξει σεβασμός στον δικό τους, μοναδικό τρόπο πένθους, δίνοντάς τους τον απαραίτητο χρόνο και χώρο να επεξεργαστούν την απώλεια με τον δικό τους ρυθμό. Δεν υπάρχει “σωστός” τρόπος ή προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα για το πένθος. Για πολλούς γονείς, η δυνατότητα να δημιουργήσουν αναμνήσεις του μωρού τους, όπως φωτογραφίες ή άλλα μικρά ενθύμια, αποτελεί ένα πολύτιμο κομμάτι της διαδικασίας του αποχαιρετισμού και της διατήρησης της σύνδεσης. Παράλληλα, η παροχή κατανοητής και συμπονετικής ενημέρωσης σχετικά με τα πιθανά αίτια της απώλειας, εφόσον είναι γνωστά, και για το τι μπορεί να περιμένουν σωματικά και συναισθηματικά, μπορεί να απαλύνει κάπως την αβεβαιότητα.
Η περιγεννητική απώλεια δεν είναι κάτι που “ξεπερνιέται” απλά, αλλά κάτι που οι γονείς μαθαίνουν να κουβαλούν και να ενσωματώνουν στη ζωή τους».
Δεν υπάρχει “σωστός” τρόπος ή προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα για το πένθος.
Ποιες είναι οι κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζετε στην εργασία σας με οικογένειες που βιώνουν περιγεννητική απώλεια;
«Θα πρέπει να έχουμε πάντα στο νου μας ότι δεν υπάρχει “ένας τρόπος” για να πενθήσει κανείς. Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κάθε φόρα ότι κάθε απώλεια είναι μοναδική, όπως μοναδικό είναι το κάθε μωρό και η κάθε μαμά. Δυστυχώς, η περιγεννητική απώλεια αντιμετωπίζεται ως ένα “μη αναγνωρισμένο πένθος”. Μιλάμε για ένα πένθος που η κοινωνία συχνά αφήνει αόρατο, χωρίς δημόσια αναγνώριση ή τον χώρο που του αρμόζει. Αυτή η τάση μας να απομακρυνόμαστε από ό,τι δεν συζητάμε ή δεν κατανοούμε, οδηγεί τους γονείς σε συναισθηματική και κοινωνική απομόνωση.
Νομίζω ότι μια ευρύτερη πρόκληση είναι η προσπάθεια να αλλάξει η κυρίαρχη αφήγηση γύρω από το πένθος – από την προσδοκία του “να το ξεπεράσεις γρήγορα” στην κατανόηση ότι η απώλεια ενσωματώνεται στη ζωή των ανθρώπων. Ότι πρέπει να επιτρέψουμε στις μητέρες να μάθουν να ζουν με αυτήν, να τιμούν τη μνήμη του μωρού τους και να ξαναβρούν νόημα στη ζωή τους».
Κάθε απώλεια είναι μοναδική, όπως μοναδικό είναι το κάθε μωρό και η κάθε μαμά. Δυστυχώς, η περιγεννητική απώλεια αντιμετωπίζεται ως ένα “μη αναγνωρισμένο πένθος”.
Τι κοινά μοτίβα ή εμπειρίες διαπιστώσατε ανάμεσα στις γυναίκες που μίλησαν για την απώλειά τους;
«Όταν οι γυναίκες μοιράζονται τις ιστορίες της περιγεννητικής τους απώλειας, κάνουν ένα τεράστιο βήμα θάρρους, σπάζοντας έναν κύκλο σιωπής που τις περιβάλλει. Μέσα από αυτές τις πολύτιμες αφηγήσεις, μπορούμε να διακρίνουμε κοινές εμπειρίες που φωτίζουν τη φύση αυτού του ιδιαίτερου πένθους.
Βασικό και κυρίαρχο μοτίβο είναι η αρχική αίσθηση βαθιάς μοναξιάς και απομόνωσης. Πολλές γυναίκες αναφέρουν ότι ένιωσαν αόρατες στον πόνο τους, σαν κανείς να μην μπορούσε πραγματικά να καταλάβει τι περνούσαν. Συχνά, η απόφαση να μιλήσουν πηγάζει ακριβώς από αυτή την ανάγκη να σπάσουν την αορατότητα και την απομόνωση και μιλήσουν για τα μωρά τους και το πένθος τους. Ανεξάρτητα από το στάδιο της κύησης στο οποίο συνέβη η απώλεια, οι γυναίκες μιλούν για το μωρό τους ως ένα πραγματικό μέλος της οικογένειάς τους. Η επιθυμία τους να αναγνωριστεί η ύπαρξη του μωρού τους και η συνθήκη της μητρότητας όπως εκείνες τη βίωσαν –έστω και σαν μητέρες που θρηνούν– είναι πολύ ισχυρή.
Οι γυναίκες, όταν νιώσουν ότι μπορούν να ακουστούν εκφράζουν ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων, πέρα από την αναμενόμενη θλίψη. Μιλούν για θυμό. Μιλούν για ενοχές, για την αίσθηση ότι το σώμα τους τις πρόδωσε, για σύγχυση και απογοήτευση. Και αυτός ο κατακλυσμός συναισθημάτων είναι απόλυτα φυσικό να ακολουθήσει την απώλεια του μωρού.
Πολλές γυναίκες που μοιράζονται την ιστορία τους κινητοποιούνται από μια βαθιά επιθυμία να βοηθήσουν άλλες γυναίκες. Ελπίζουν ότι, μιλώντας ανοιχτά, μπορούν να κάνουν άλλες να νιώσουν λιγότερο μόνες, να τις προετοιμάσουν ή να τις βοηθήσουν να διεκδικήσουν καλύτερη φροντίδα και κατανόηση. Υπάρχει μια αίσθηση αλληλεγγύης. Θέλουν να βάλουν σε λέξεις την εμπειρία τους, να την επικοινωνήσουν. Εξαιρετικής σημασίας είναι ότι μέσα από τις αφηγήσεις τους, αναδεικνύονται οι ελλείψεις στη παροχή υποστήριξης, αλλά και οι αμήχανες ή πληγωτικές αντιδράσεις από το φιλικό και οικογενειακό περιβάλλον».

Πώς η κοινωνική στήριξη από το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον επηρεάζει την εξέλιξη του πένθους;
«Η κοινωνική στήριξη από το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον παίζει έναν απολύτως καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του πένθους έπειτα από μια περιγεννητική απώλεια. Μπορεί είτε να λειτουργήσει ως ένα ισχυρό θεραπευτικό “δίχτυ ασφαλείας” για τους γονείς, είτε, δυστυχώς, να επιδεινώσει τον πόνο και την απομόνωσή τους.
Η απώλεια ενός μωρού είναι μια από τις πιο οδυνηρές εμπειρίες, και ο τρόπος που το κοντινό περιβάλλον –η οικογένεια και οι φίλοι– αντιδρά, μπορεί να κάνει επιτελέσει σημαντικότατο ρόλο. Το να ακούν οι γονείς από τους αγαπημένους τους ότι η απώλειά τους είναι πραγματική, ότι το μωρό τους είχε σημασία και ότι ο πόνος τους είναι δικαιολογημένος, τους βοηθά να νιώσουν ότι δεν είναι “υπερβολικοί” ή “παράλογοι” στα συναισθήματά τους. Ένα υποστηρικτικό δίκτυο που είναι πρόθυμο να ακούσει, να μιλήσει για το μωρό, και απλώς να είναι παρόν, μπορεί να σπάσει αυτή την απομόνωση. Οι γονείς χρειάζονται αυτό το περιβάλλον.
Η πρακτική βοήθεια επίσης μπορεί να είναι ανεκτίμητη. Η βοήθεια με τις καθημερινές υποχρεώσεις μπορεί να ανακουφίσουν τους γονείς, που συχνά νιώθουν σωματικά και ψυχικά εξαντλημένοι.
Αντίθετα, η έλλειψη υποστήριξης ή η ακατάλληλη υποστήριξη μπορεί να έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις. Μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση της μοναξιάς και του αισθήματος ντροπής. Κοινότοπες φράσεις όπως “είσαι νέα, θα ξαναπροσπαθήσεις”, ή η πλήρης αποφυγή συζήτησης για το μωρό, μπορεί να κάνουν τους γονείς να κλειστούν στον εαυτό τους και να νιώσουν ντροπή για τον πόνο τους και να αισθάνονται ότι δεν έχουν το “δικαίωμα” να πενθήσουν, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε περίπλοκο πένθος».
Η κοινωνική στήριξη από το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον παίζει έναν απολύτως καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του πένθους έπειτα από μια περιγεννητική απώλεια.
Ποιες είναι οι βασικές προτεραιότητες για την ενίσχυση της υποστήριξης σε γονείς που βιώνουν περιγεννητική απώλεια στην Ελλάδα;
«Μια πρωταρχική ανάγκη είναι η καθιέρωση ενός σαφούς εθνικού πλαισίου δράσης και κατευθυντήριων οδηγιών για τη διαχείριση της περιγεννητικής απώλειας. Αυτό θα διασφάλιζε μια συνεπή και υψηλού επιπέδου προσέγγιση σε όλα τα νοσοκομεία και τις μαιευτικές κλινικές της χώρας, ώστε κάθε γονιός να λαμβάνει την ίδια ποιότητα φροντίδας, ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται.
Εξίσου κρίσιμη είναι η εξειδικευμένη και συνεχής εκπαίδευση όλων των επαγγελματιών υγείας που έρχονται σε επαφή με αυτές τις οικογένειες – από το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, μέχρι τους παιδιάτρους και το προσωπικό των μονάδων νεογνών. Συγχρόνως, η ολοκληρωμένη ψυχολογική υποστήριξη θα πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της φροντίδας.
Η κοινωνία επίσης χρειάζεται να εκπαιδευτεί για τη φύση αυτού του πένθους και για το πώς μπορεί να στηρίξει ουσιαστικά τους γονείς, αποφεύγοντας κοινοτοπίες ή συμπεριφορές που άθελά τους μπορεί να πληγώσουν.
Εξαιρετικά σημαντικό για τους γονείς, αλλά και για τη διεργασία του πένθους είναι η διευκόλυνση της δημιουργίας αναμνήσεων. Οι γονείς θα πρέπει να ενθαρρύνονται και να υποστηρίζονται ενεργά στο να δουν, να κρατήσουν, να ονομάσουν το μωρό τους, αν το επιθυμούν, και να δημιουργήσουν ενθύμια, όπως φωτογραφίες ή αποτυπώματα. Αυτές οι πράξεις είναι συχνά κρίσιμες για τη διαδικασία του πένθους.
Οι γονείς χρειάζονται επαρκή χρόνο και σαφή, κατανοητή ενημέρωση για να λάβουν αποφάσεις που τους αφορούν, σε μια περίοδο που βρίσκονται σε σοκ και συναισθηματική φόρτιση. Δεν θα πρέπει να αισθάνονται πίεση για καμία από τις δύσκολες αποφάσεις που καλούνται να πάρουν».
Τι είναι αυτό που σας συγκινεί στις αφηγήσεις; Υπήρξε κάτι που δεν περιμένατε να ακούσετε;
«Αυτό που πάντα με αγγίζει βαθιά στις αφηγήσεις των γυναικών είναι η απίστευτη δύναμη της αγάπης και της σύνδεσης που έχουν με το μωρό τους. Αυτή η αγάπη, που συχνά γεννιέται από την πρώτη στιγμή της συνειδητοποίησης της εγκυμοσύνης, είναι που καθιστά την απώλεια τόσο οδυνηρή και το πένθος τόσο βαθύ.
Με συγκλονίζει και η αφοπλιστική ειλικρίνεια και η ευαλωτότητα με την οποία πολλές γυναίκες μοιράζονται τις πιο δύσκολες πτυχές της εμπειρίας τους: τον πόνο, τον θυμό, τις ενοχές, την απόγνωση. Το να ακούς μια γυναίκα να περιγράφει με τέτοια αμεσότητα την «αόρατη» πληγή της, την οποία η κοινωνία συχνά παραβλέπει ή υποβαθμίζει, είναι πάντα μια εμπειρία που προκαλεί δέος.
Αυτό που με εντυπωσιάζει είναι ο τρόπος με τον οποίο η απώλεια αυτή επηρεάζει την ταυτότητα της γυναίκας σε βάθος χρόνου. Δεν είναι απλώς ένα θλιβερό γεγονός που συνέβη· για πολλές, γίνεται ένα σημείο καμπής που επαναπροσδιορίζει την αντίληψή τους για τον εαυτό τους, τις σχέσεις τους, την εμπιστοσύνη τους στη ζωή και στο σώμα τους.
Τέλος, είναι πάντα εντυπωσιακό το πόσο ζωντανές παραμένουν οι λεπτομέρειες της εμπειρίας στη μνήμη τους, ακόμα και μετά από χρόνια – συγκεκριμένες φράσεις που τους ειπώθηκαν, αισθήσεις, εικόνες. Αυτό υπογραμμίζει τη βαθιά εγγραφή του τραύματος, αλλά και τη σημασία της κάθε στιγμής που έζησαν σε σχέση με το μωρό τους. Κάθε αφήγηση είναι μια υπενθύμιση της ανάγκης να ακούμε προσεκτικά, με σεβασμό και ανοιχτή καρδιά».
Δεν είναι απλώς ένα θλιβερό γεγονός που συνέβη· για πολλές, γίνεται ένα σημείο καμπής που επαναπροσδιορίζει την αντίληψή τους για τον εαυτό τους, τις σχέσεις τους, την εμπιστοσύνη τους στη ζωή και στο σώμα τους.
Υπάρχουν κάποια λόγια ή εικόνες από τις αφηγήσεις μπορεί να έχουν μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη σας;
«Η αφήγηση κάθε γυναίκας, είναι από μόνη της μια ολόκληρη ψυχή που ανοίγεται. Αυτό που μένει ανεξίτηλο δεν είναι μία μόνο φράση ή μία μόνο εικόνα. Είναι σαν να κρατάς στα χέρια σου τα πιο εύθραυστα κομμάτια της καρδιάς τους.
Μένουν ανεξίτηλες οι περιγραφές της πρώτης και τελευταίας αγκαλιάς. Όταν μια μητέρα περιγράφει πώς κράτησε το μωρό της, την τελειότητα που έβλεπε στα μικροσκοπικά χαρακτηριστικά του, την απελπισμένη επιθυμία να αποτυπώσει κάθε λεπτομέρεια στη μνήμη της – αυτές οι εικόνες είναι απίστευτα δυνατές. Όπως και η στιγμή που οι γυναίκες δεν ακούν πια την καρδιά στον υπέρηχο, που αντικρύζουν υγρά στο εσώρουχο τους ή που τους ανακοινώνεται ότι το μωρό τους δεν θα τα καταφέρει, όπως και η αγωνιώδη αναζήτηση για απαντήσεις που πολλές φορές δυστυχώς δεν παίρνουν.
Είναι πραγματικά μεταμορφωτικό αυτό που συμβαίνει στη διαδικασία της αφήγησης. Οι μητέρες έρχονται συχνά προετοιμασμένες για τα δάκρυα που θα έρθουν, με τα χαρτομάντιλά τους ανά χείρας, γνωρίζοντας ότι θα ξαναγγίξουν σημεία που πονούν. Είναι μία βαθιά τους ανάγκη να δώσουν φωνή σε αυτό που τις σημάδεψε. Η αφήγηση εκφράζεται από εκείνες σαν ένας τρόπος να τιμήσουν τα μωράκια τους και τη μητρότητα όπως τη βίωσαν. Και αυτό που είναι αξιοθαύμαστο είναι πως, σχεδόν πάντα, μέσα από τα δάκρυα αναδύεται μια βαθιά αίσθηση ευγνωμοσύνης, που τους δίνεται η ευκαιρία να βάλουν λόγια στο βίωμά τους, να μοιραστούν το πένθος τους. Μια φράση που μου είπε μια μητέρα και θα με ακολουθεί πάντα είναι: “Τώρα που μιλάω σε σένα γι’ αυτό, νιώθω σαν να είναι και το μωρό μας εδώ, μαζί μας”. Αυτό τα λέει όλα, νομίζω».