Μια μεγάλη απώλεια μετράει από σήμερα ο κόσμος του Χόλιγουντ: ο Robert Redford πέθανε σε ηλικία 89 ετών, μετά από μια πλούσια κινηματογραφική καριέρα, την οποία σημάδεψαν ταινίες που θεωρούνται σήμερα κλασικές, όπως οι «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου» (1976), «Τα καλύτερά μας χρόνια» (1973) και «Οι δύο ληστές» (1969). Καθιερώθηκε ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, μάλιστα το 1980 είχε τιμηθεί με Όσκαρ για τη δεύτερη ιδιότητά του: τη σκηνοθεσία της ταινίας «Συνηθισμένοι άνθρωποι».
Getty Images
Η κληρονομιά του συνεχίζεται και μέσα από το Ίδρυμα Σάντανς, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό που δημιουργήθηκε το 1981 και υποστηρίζει το ομώνυμο φεστιβάλ, συνώνυμο της ανεξάρτητης κινηματογραφικής δημιουργίας.
Getty Images
«Είδα εκεί έξω ιστορίες που δεν είχαν την ευκαιρία να ειπωθούν και σκέφτηκα, λοιπόν, μπορώ να αφιερώσω την ενέργειά μου στο να τους δώσω μια ευκαιρία» θα έλεγε για το ίδρυμά του ο ίδιος, σε μια συνέντευξή του το 2018.
Getty Images
Το 2002 τιμήθηκε από την αμερικανική Ακαδημία για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο.
Ένας «φτωχός μαθητής με ενδιαφέρον για την τέχνη και τον αθλητισμό»
Getty Images
Γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου 1936, στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, από τη Martha Hart και τον Charles Robert Redford Sr., ο οποίος από τις πωλήσεις γάλακτος είχε περάσει στη λογιστική. Ο ίδιος περιέγραφε τον εαυτό του ως έναν «φτωχό μαθητή με περισσότερο ενδιαφέρον για την τέχνη και τον αθλητισμό». Μετά από σύντομες πανεπιστημιακές σπουδές (University of Colorado Boulder) επέλεξε να μαθητεύσει κάνοντας τον γύρο της Ευρώπης, στη διάρκεια του οποίου βυθίστηκε στον πολιτισμό της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας.
Getty Images
Τελικά μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου γράφτηκε στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών. Έκανε το ντεμπούτο του στο Μπρόντγουεϊ και συνέχισε την καριέρα του σε διάφορες τηλεοπτικές σειρές, προτού συστηθεί στη μεγάλη οθόνη μέσα από δευτερεύοντες ρόλους. Οι «Έρωτες που σβήνουν την αυγή» (1965), με τη Natalie Wood, ήταν η πρώτη ταινία που του έφερε ένα σημαντικό βραβείο, τη Χρυσή Σφαίρα, ενώ η φήμη του απογειώθηκε με την «Καταδίωξη» (1966), όπου συμπρωταγωνιστούσε με την Jane Fonda.
Getty Images
Οι «Έρωτες που σβήνουν την αυγή» (1965), με τη Natalie Wood, ήταν η πρώτη ταινία που του έφερε ένα σημαντικό βραβείο, τη Χρυσή Σφαίρα, ενώ η φήμη του απογειώθηκε με την «Καταδίωξη» (1966), όπου συμπρωταγωνιστούσε με την Jane Fonda.
Getty Images
Ακολούθησαν πολλές ακόμα καλλιτεχνικές και εμπορικές επιτυχίες, όπως οι «Ξυπόλητοι στο Πάρκο» (1968) και «Ο υποψήφιος» (1972), που το 2016 χαιρετίστηκε από τον τότε Αμερικανό πρόεδρο Barack Obama ως «η καλύτερη ταινία στην ιστορία για την πολιτική όπως είναι πραγματικά». Έναν χρόνο αργότερα η ταινία «Το κεντρί» (1973), όπου συμπρωταγωνίστησε με τον Paul Newman, κέρδισε μεταξύ άλλων το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και έφερε στον Redford μια υποψηφιότητα για Όσκαρ ερμηνείας.
Η φήμη του συνέχισε να απογειώνεται στη δεκαετία του ‘70 με ταινίες όπως «Ο μεγάλος Γκάτσμπυ» (1974) και «Οι τρεις ημέρες του κόνδορα» (1975).
Η ταινία του «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου», που ακολούθησε το 1976, προκάλεσε αίσθηση και για έναν ακόμα λόγο πέρα από την καλλιτεχνική αξία της: επειδή ξετύλιγε τη συνωμοσία που είχε οδηγήσει στην πτώση του Αμερικανού προέδρου Richard Nixon. Ήταν μόνο μία από τις κινηματογραφικές επιλογές μέσα από τις οποίες ο Robert Redford θα αναδείκνυε την πολιτική και κοινωνική ευθύνη του. «Η ακρίβεια ήταν βασικός στόχος αυτής της ταινίας» θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα, σε μια συνέντευξη του 2006. «Οφείλαμε να είμαστε ακριβείς, διαφορετικά θα επιβεβαιώναμε την εντύπωση ότι το Χόλιγουντ ασχολείται επιπόλαια με ένα ιδιαίτερα σπουδαίο γεγονός».
Robert Redford sitting in a classroom in a scene from the film ‘The Way We Were’, 1973. (Photo by Columbia Pictures/Getty Images)
Η ταινία του «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου», που ακολούθησε το 1976, προκάλεσε αίσθηση και για έναν ακόμα λόγο πέρα από την καλλιτεχνική αξία της: επειδή ξετύλιγε τη συνωμοσία που είχε οδηγήσει στην πτώση του Αμερικανού προέδρου Richard Nixon. Ήταν μόνο μία από τις κινηματογραφικές επιλογές μέσα από τις οποίες ο Robert Redford θα αναδείκνυε την πολιτική και κοινωνική ευθύνη του.
Getty Images
Στη δεκαετία του ‘80 περιορίστηκαν οι εμφανίσεις του στη μεγάλη οθόνη, ωστόσο έριξε το βάρος στην ίδρυση και τη λειτουργία του Σάντανς, το 1981, που θα αναδεικνυόταν σε έναν σημαντικό φορέα υποστήριξης νέων ταλέντων και ανεξάρτητων παραγωγών. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το φεστιβάλ του ιδρύματος θα γινόταν αφετηρία για μερικούς από τους πλέον διακεκριμένους και δημοφιλείς κινηματογραφιστές των επόμενων δεκαετιών, όπως οι Quentin Tarantino, Paul Thomas Anderson, Steven Soderbergh.
Τα τελευταία χρόνια του στον κινηματογράφο ανέλαβε έναν απαιτητικό ρόλο στην ιστορία επιβίωσης «Όλα χάθηκαν» (2013), για τον οποίο καταχειροκροτήθηκε από το κοινό στο Φεστιβάλ των Κανών. Ο τελευταίος του πρωταγωνιστικός ρόλος, στην ταινία «Ο κύριος και το όπλο» (2018), έγραψε τον επίλογο σε μια καριέρα απαράμιλλου πλούτου και λαμπρότητας.
Getty Images
Πέθανε στον ύπνο του, αφήνοντας πίσω τη σύζυγό του, Sibylle Szaggars, και δύο παιδιά από τον προηγούμενο γάμο του, με τη Lola Van Wagenen, τους Shauna Jean Redford και Amy Hart Redford. Από τον πρώτο γάμο του είχε δύο ακόμα παιδιά, τον Scott Anthony Redford, που πέθανε από το σύνδρομο του αιφνίδιου βρεφικού θανάτου και τον David James Redford, που έφυγε από τη ζωή το 2020, από καρκίνο.