Πώς μπορεί κάποιος να μεταφέρει το αρχαιότερο λογοτεχνικό έργο του κόσμου στο θεατρικό σανίδι ώστε το αποτέλεσμα να σέβεται το αυθεντικό κείμενο και ταυτόχρονα να δείχνει σύγχρονο; Σε αυτό το ερώτημα τολμά να απαντήσει η ομάδα Roswitha με την παράσταση «Γκίλγκαμες- Η αναζήτηση της αιώνιας ζωής», που ανεβάζει σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη στις 25/8 στο Θέατρο Πέτρας στην Πετρούπολη.

Το λεγόμενο Έπος του Γκίλγκαμες βρέθηκε σε πήλινες πινακίδες, γραμμένο σε σφηνοειδή γραφή, και χρονολογείται στον 21ο αιώνα π.Χ. Περιγράφει την ιστορία του νεαρού βασιλιά Γκιλγκαμές ο οποίος μαζί με τον φίλο του Ενκιντού αναζητούν τη δόξα και κατορθώνουν άθλους. Όταν όμως ο Ενκιντού πεθαίνει, ο Γκιλγκαμές ξεκινάει ένα ταξίδι για τον Κάτω Κόσμο για να βρει το μυστικό της αιώνιας ζωής.

Πάνω στη σκηνή την αρχαία αφήγηση θα ξετυλίξουν οι Νάνσυ Σιδέρη και Σπύρος Χατζηαγγελάκης με τη ζωντανή μουσική των Φώτη Σιώτα και Δημήτρη Χατζηζήση. Μιλήσαμε με τη σκηνοθέτιδα και τους δύο ηθοποιούς για το θέατρο, την πανδημία και τις αγωνίες του ανθρώπου που πάνω από τέσσερις χιλιάδες χρόνια μετά τη συγγραφή του έργου παραμένουν φλέγουσες.

Πώς ήρθατε για πρώτη φορά σε επαφή με το Έπος του Γκιλγκαμές; Γιατί αποφασίσατε να το μεταφέρετε στο θέατρο;

Δανάη Σπηλιώτη: «Πρώτη φορά διάβασα το κείμενο τα Χριστούγεννα που πέρασαν. Αρχικά, ένιωσα δέος που διάβαζα μια ιστορία τόσο αρχαία. Έπειτα, καθώς προχωρούσε η ανάγνωση, ξέχασα ότι διαβάζω κάτι παλιό. Συνδέθηκα τόσο με την ιστορία, με κέρδισαν τόσο η απλότητα και η δύναμη του κειμένου, που μου φάνηκε πως διάβαζα ένα εξαιρετικό σύγχρονο κείμενο. Ήθελα αυτόματα να το μοιραστώ με κόσμο. Έτσι προέκυψε η ιδέα, ή καλύτερα η ανάγκη, για την παράσταση».

«Συνδέθηκα τόσο με την ιστορία, με κέρδισαν τόσο η απλότητα και η δύναμη του κειμένου, που μου φάνηκε πως διάβαζα ένα εξαιρετικό σύγχρονο κείμενο. Ήθελα αυτόματα να το μοιραστώ με κόσμο. Έτσι προέκυψε η ιδέα, ή καλύτερα η ανάγκη, για την παράσταση».

Ποια μηνύματά του μάς αφορούν σήμερα;

Δ.Σ.: «Η ανάγκη για παντοδυναμία και αιωνιότητα πάντα αφορά τον άνθρωπο. Ακριβώς επειδή κουβαλάμε μέσα μας το θάνατο, συγκρουόμαστε μαζί του αναζητώντας επιβεβαιώσεις για τη δύναμή μας, παλεύοντας να αφήσουμε το όνομά μας, το ίχνος μας, να ταξιδεύει και στο μέλλον, ως υστεροφημία. Το έργο μιλάει για μια συμφιλίωση του ανθρώπου με τη φθαρτότητα. Με την αδυναμία. Προτείνει, καθόλου διδακτικά, τη σοφία και τη μαλακότητα που αποκτά το βλέμμα του ανθρώπου στον κόσμο, όταν αυτός συνειδητοποιεί το πεπερασμένο της ζωής του. Κι αυτό, θεωρώ, είναι εξαιρετικής σημασίας στις μέρες μας, που ο πολιτισμός μας επεμβαίνει τόσο επιθετικά και βίαια και κατακτητικά στο αδύναμο, στη φύση,  λες και αυτός θα ζήσει για πάντα».

«Το έργο μιλάει για μια συμφιλίωση του ανθρώπου με τη φθαρτότητα. Με την αδυναμία. Προτείνει, καθόλου διδακτικά, τη σοφία και τη μαλακότητα που αποκτά το βλέμμα του ανθρώπου στον κόσμο, όταν αυτός συνειδητοποιεί το πεπερασμένο της ζωής του» λέει η σκηνοθέτιδα Δανάη Σπηλιώτη για το Έπος του Γκιλγκαμές.

Πώς συνδέεται το Έπος του Γκιλγκαμές με τα ομηρικά έπη;

Δ.Σ.: «Υπάρχουν σοβαρές μελέτες που έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Εγώ από την πλευρά του καλλιτέχνη μπορώ να πω πως και εδώ έχουμε έναν ηρώα, ξακουστό σαν τον Οδυσσέα, που έχει την εύνοια των θεών. Στην περίπτωσή μας είναι ημίθεος. Το ανθρώπινο όμως κομμάτι του είναι αυτό που θέτει σε κίνηση την ιστορία. Κοινά σημεία εμφανίζονται στις περιγραφές μαχών, τις επαναλήψεις -χαρακτηριστικό του είδους του έπους-, στη σκηνή του θρήνου του Γκίλγκαμες που θυμίζει τον θρήνο της Ιλιάδας, στην κατάβαση στον Κάτω Κόσμο, που απαντάται και στο έπος του Γκίλγκαμες και στον Όμηρο. Προσωπικά, θεωρώ πως ο κοινός πυρήνας είναι μια μακρά προφορική ιστορία για έναν σπουδαίο, ξακουστό, παντοδύναμο άνθρωπο, που όμως στο τέλος της ζωής του “βαρύς και τσακισμένος” αφηγείται με ώριμη πια ματιά την ιστορία του σε άλλους».

«Στο Έπος του Γκιλγκαμές έχουμε έναν ηρώα, ξακουστό σαν τον Οδυσσέα, που έχει την εύνοια των θεών. Στην περίπτωσή μας είναι ημίθεος. Το ανθρώπινο όμως κομμάτι του είναι αυτό που θέτει σε κίνηση την ιστορία».

Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις της διασκευής του για το θέατρο; Με ποια μέσα θα επιχειρήσετε να το ζωντανέψετε;

Δ.Σ.: «Η διασκευή ήθελε μια γενναία απόφαση. Το κείμενο έχει πολλούς άξονες, είναι πολύ μεγάλο σε έκταση και με αρκετά επεισόδια. Φυσικά άφησα απέξω υπέροχα κομμάτια, και πολύ στεναχωρήθηκα, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Η φυσική λειτουργία του κειμένου είναι η αφήγηση. Η λειτουργία του παραμυθά. Ξεκινήσαμε λοιπόν από μια αφήγηση. Σιγά σιγά το κείμενο μας οδηγούσε. Το πιο επικίνδυνο είναι, νομίζω, το στρες να γίνει θέατρο. Ο λόγος της αφήγησης έχει τέτοια δύναμη, που πολλές φορές πρέπει κάτι να ειπωθεί και όχι να συμβεί. Νομίζω, αυτό ήταν το πιο κρίσιμο σημείο: Η επιλογή του τι να λέγεται και τι να συμβαίνει ως δράση στη σκηνή. Φυσικά, η ζωντανή μουσική είναι σπουδαίας σημασίας για την παράσταση. Είναι ο τρίτος αφηγητής».

Αν ο Γκιλγκαμές ζούσε στις μέρες μας, πώς θα διαχειριζόταν τον θάνατο του φίλου του;

Δ.Σ.: «Πριν από χρόνια έκανα μια έρευνα για ένα θεατρικό πρότζεκτ και συζητούσα με νεκροθάφτες πάνω στο θέμα του πένθους και της διαχείρισης των νεκρών. Ένας νεκροθάφτης, λοιπόν, γύρω στα εξήντα, στο νεκροταφείο της Πετρούπολης, χαμογελαστός και ήπιος μου είπε: “Παλιά δεν ήταν έτσι. Νήστευε όλο το χωριό για συμπαράσταση στους πενθούντες. Δες την Ιλιάδα”. Δούλευε από παιδί στο νεκροταφείο του χωριού του. Σκέφτηκα τότε ότι η σημασία που δίνει ο πολιτισμός μας στην ανθρώπινη ζωή φαίνεται και στον τρόπο με τον οποίο φέρεται στους νεκρούς. Έχουμε μια αντίσταση στο πένθος. Φοβόμαστε το σκοτάδι μας. Γενικά θέλουμε να τελειώνουμε γρήγορα με τα δυσάρεστα, να πηγαίνουμε παρακάτω. Κάτι που είναι κατανοητό ώς έναν βαθμό. Έτσι όμως δεν διαπραγματευόμαστε τα συναισθήματά μας, τις σκιές μας, τους φόβους μας, τις ενοχές μας. Καταχωνιάζουμε και προσπερνάμε. Και αυτό είναι βίαιο. Κάποια πράγματα θέλουν τον χρόνο τους. Είναι εσωτερικές διαδικασίες απαραίτητες για να μένουμε ζωντανοί μέσα μας».

«Έχουμε μια αντίσταση στο πένθος. Φοβόμαστε το σκοτάδι μας. Γενικά θέλουμε να τελειώνουμε γρήγορα με τα δυσάρεστα, να πηγαίνουμε παρακάτω».

Η ομάδα Roswitha πιστεύει πως όλοι είμαστε εν δυνάμει καλλιτέχνες. Πώς μπορούμε να κρατήσουμε ζωντανό αυτό το κομμάτι του εαυτού μας;

Δ.Σ.: «Πιστεύω πολύ στις μη παραγωγικές στιγμές, που κάποιος απλά κοίτα και χαζεύει. Αφήνεται και αφουγκράζεται. Έχουμε ένα στρες να κάνουμε πάντα κάτι. Δεν ησυχάζουμε λίγο. Όλοι παλεύουμε να είμαστε παραγωγικοί. Όμως τις περισσότερες φορές απλά αναπαράγουμε μηχανικά. Νομίζω ότι όταν ήμασταν παιδιά, ήμασταν πιο κοντά στην φύση μας, ελεύθεροι, γεμάτοι άγρια φαντασία. Τα παιδικά παιχνίδια είναι εντυπωσιακά ελεύθερα. Άλλωστε λέμε “παίζουμε” θέατρο. Σε αυτήν τη λειτουργία πατάει η τέχνη. Στην ελεύθερη ματιά, την παιδική, την απενοχοποιημένη έκφραση. Όταν μεγαλώνουμε προσπαθώντας να χωρέσουμε στα συστήματα, ξεμαθαίνουμε, φοβόμαστε, επιλέγουμε να κρυβόμαστε πίσω από κοινώς αποδεκτές συμπεριφορές. Να γινόμαστε έτσι ίδιοι με άλλους, αόρατοι. Νομίζω πως πρέπει να θυμόμαστε το παιδί που ήμασταν, και που ακόμα ζει μέσα μας, να θυμηθούμε τι μας αρέσει να κάνουμε και να του δώσουμε χώρο. Να μη φοβόμαστε την αλλαγή και την περιπέτεια. Και να ακούμε ή να διαβάζουμε ιστορίες».

«Πιστεύω πολύ στις μη παραγωγικές στιγμές, που κάποιος απλά κοίτα και χαζεύει. Αφήνεται και αφουγκράζεται. Έχουμε ένα στρες να κάνουμε πάντα κάτι. Δεν ησυχάζουμε λίγο. Όλοι παλεύουμε να είμαστε παραγωγικοί. Όμως τις περισσότερες φορές απλά αναπαράγουμε μηχανικά».

Για το φθινόπωρο ετοιμάζετε την «Παιδική Χαρά», ένα έργο για την ταυτότητα και το ρόλο της γυναίκας-μάνας. Πώς προέκυψε αυτή η ιδέα;

Δ.Σ.: «Έχω έναν γιο 12 χρονών και από μικρό τον πήγαινα στην παιδική χαρά. Παρατηρούσα συμπεριφορές γονέων και παιδιών. Αναρωτιόμουν για όλους αυτούς τους ενήλικες που είναι γονείς και υπήρξαν κάποτε παιδιά. Ανεπιτήδευτα και ανέμελα. Παρακολουθούσα τη σωματικότητα των μανάδων. Πώς σταύρωναν τα πόδια. Τις κινήσεις των χεριών την ώρα που μιλούσαν. Τα βλέμματά τους, τους μυς γύρω από τα χείλη. Αισθανόμουν έντονα ότι παίζουν έναν ρόλο. Που τον έμαθαν από τις δικές τους μανάδες. Κλισέ ατάκες για τις δουλειές του σπιτιού ή το φαγητό, αλήθειες που γλιστρούσαν ανάμεσα κατά λάθος, ο τρόπος που αντιδρούσαν στο κλάμα του παιδιού τους, σε ένα χτύπημα. Λόγια μόνο για να γεμίζουν τη σιωπή. Πολύ βαρετές συζητήσεις για έναν στεγνωτήρα και κάτι στιγμές αλήθειας, ένα όνειρο που κάποια είδε. Στην αρχή ασφυκτιούσα. Μετά κατάλαβα ότι με θλίβει το ότι ενώ αισθάνομαι μια συγγένεια με αυτές τις γυναίκες, δεν μπορώ να επικοινωνήσω. Ήθελα λοιπόν να γράψω και να ανεβάσω ένα έργο για αυτές τις μανάδες. Και για μένα. Η γυναίκα δέχεται βία. Η μάνα είναι ένας ρόλος ταμπού. Και εμπεριέχει τεράστια κοινωνική καταπίεση. Με ελκύει πολύ αυτό το θέμα».

Τι σας ώθησε να πείτε το «ναι» στην ερμηνεία του αρχαιότερου λογοτεχνικού έργου στην ιστορία;

Νάνσυ Σιδέρη: «Το άχρονο στοιχείο της ίδιας της ιστορίας. Ένα παλιό παραμύθι της Μεσοποταμίας που μιλάει για την απώλεια, αλλά και για την αξία της φιλίας, της συντροφικότητας. Οραματίζομαι συχνά έναν άνθρωπο να αφηγείται ανεπιτήδευτα το Έπος του Γκίλγκαμες το 3054 π.Χ.-μ.Χ., κάπου κοντά ή μακριά από εδώ. Έπειτα με ενέπνευσε και η Δανάη, οι σκέψεις της γύρω από το έργο, οι συζητήσεις και η παιχνιδιάρικη διάθεση, στοιχείο καθοριστικής σημασίας, γιατί στα έπη υπάρχει πάντα ο κίνδυνος επικής σοβαροφάνειας».

Σπύρος Χατζηαγγελάκης: «Τις παραστάσεις τις δημιουργούν άνθρωποι. Οπότε η συνύπαρξή μου με αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους ήταν ο βασικός λόγος που είπα αμέσως “ναι” στο τηλεφώνημα της Δανάης Σπηλιώτη. Το κείμενο δεν το ήξερα αλλά στην πορεία, όσο μάθαινα πράγματα για αυτό, ενθουσιάστηκα με την ιδέα ότι θα βοηθούσα να πάρει σάρκα».

«Οραματίζομαι συχνά έναν άνθρωπο να αφηγείται ανεπιτήδευτα το Έπος του Γκίλγκαμες το 3054 π.Χ.-μ.Χ., κάπου κοντά ή μακριά από εδώ» λέει η ηθοποιός Νάνσυ Σιδέρη

Βρήκατε σημεία ταύτισης με τους χαρακτήρες του Ενκιντού και του Γκιλγκαμές;

Σ.Χ.: «Ό,τι ρόλο και αν κάνεις, οφείλεις να πιστέψεις στον χαρακτήρα που έχεις να υποδυθείς. Στη παράσταση κινούμαστε περισσότερο στον κόσμο των αφηγητών και μπαίνουμε σε σημεία μέσα στους χαρακτήρες. Εγώ έρχομαι, μέσω αυτής της διαδικασίας, κοντά στον χαρακτήρα του Ενκιντού. Ενός αθώου πλάσματος, γεννήματος της φύσης, ενστικτώδους και καθαρού ως προς τις προθέσεις του».

Ν.Σ.: «Υπάρχει ένα σημείο στο έργο που με αναστατώνει πάρα πολύ. Ο Γκίλγκαμες θρηνεί το φίλο του που χάνεται μπροστά στα μάτια του. Αυτήν τη σκηνή την αφιερώνω στον πατέρα μου γιατί είναι πολύ πιθανό να μη βρίσκομαι κοντά του όταν θα πεθάνει. Θα το μάθω μάλλον με κάποια καθυστέρηση, μιας και ζει μακριά χωρίς τηλέφωνο. Τότε δεν θα ξέρω τι να πω. Υποθέτω λοιπόν ότι σε όσα σας περιγράφω παραπάνω υπάρχει κάποιου είδους ταύτιση».

Κύριε Χατζηαγγελάκη, οι τηλεθεατές σας γνωρίζουν και μέσα από το «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα». Τι έχετε αποκομίσει από την εμπειρία της τηλεόρασης; Πού οφείλει την επιτυχία της η συγκεκριμένη σειρά;

Σ.Χ.: «Πολλές φορές εμείς οι “θεατρικοί” ηθοποιοί παίρνουμε δύσκολα τηλεοπτικές δουλειές, φοβούμενοι την αλλοίωση της δουλειάς μας και την πιθανόν ποιοτική διαφορά από το θέατρο. Για μένα η “Μουρμούρα” ήταν και είναι ένα σκαλοπάτι γνώσης και εμπειρίας στον γενικότερο κόσμο της υποκριτικής. Αν αποδεχτείς ότι δουλεύεις με άλλον τρόπο από το θέατρο, βρίσκεις πράγματα πολύ σημαντικά για να καταπιαστείς. Κάπως έτσι πορεύομαι αυτά τα τέσσερα χρόνια που είμαι στη σειρά, η οποία θα μετρήσει αισίως τον ένατο χρόνο της. Η ταύτιση των τηλεθεατών με χαρακτήρες της μέσα από κωμικές καταστάσεις της καθημερινότητας είναι αυτό που, πιστεύω, την έχει κρατήσει τόσα χρόνια στους δέκτες».

«Πολλές φορές εμείς οι “θεατρικοί” ηθοποιοί παίρνουμε δύσκολα τηλεοπτικές δουλειές, φοβούμενοι την αλλοίωση της δουλειάς μας και την πιθανόν ποιοτική διαφορά από το θέατρο. Για μένα η “Μουρμούρα” ήταν και είναι ένα σκαλοπάτι γνώσης και εμπειρίας» λέει ο Σπύρος Χατζηαγγελάκης.

Πώς διαχειριστήκατε την περίοδο της καραντίνας και της αδράνειας, τουλάχιστον σε επίπεδο άμεσης επαφής με το κοινό; Μπορείτε να τολμήσετε κάποια πρόβλεψη για το πώς θα εξελιχθεί, καλλιτεχνικά, η νέα σεζόν;

Δ.Σ.: «Έμεινα κλεισμένη στο σπίτι. Η καραντίνα του Νοέμβρη έκοψε μια σκηνοθεσία μου που μόλις είχε ανέβει, έκλεισε και το θεατρικό εργαστήρι της ομάδας. Είχα άρνηση να συνεχίσω τα μαθήματα διαδικτυακά. Το θέατρο είναι ανάσες, στιγμές, η ησυχία πολλών ανθρώπων μαζί, το γέλιο τους, πλησιάσματα, βλέμματα στον τρισδιάστατο χώρο. Όλα τα άλλα είναι ψέματα. Με θλίβει το live streaming. Δεν είναι θέατρο. Η παράσταση δεν συμβαίνει στη σκηνή. Συμβαίνει στη σκηνή και την πλατεία. Όλοι όσοι είναι στην αίθουσα με τα σώματά τους κάνουν την παράσταση. Είναι μια γιορτή, μια ιεροτελεστία των ζωντανών σωμάτων. Δεν ξέρω πώς θα πάει φέτος ο χειμώνας. Κανείς δεν ξέρει. Θα δούμε. Με ηρεμία».

«Με θλίβει το live streaming. Δεν είναι θέατρο. Η παράσταση δεν συμβαίνει στη σκηνή. Συμβαίνει στη σκηνή και την πλατεία».

Ν.Σ.: «Η άμεση επαφή με το κοινό πριν την καραντίνα μού φαινόταν έτσι κι αλλιώς προβληματική, πολύ συχνά είχα την αίσθηση ότι όλοι μαζί, θεατές και ηθοποιοί, υπνοβατούσαμε. Παρακολουθούσα ως θεατής το κοινό και έβλεπα αναμμένες οθόνες κινητών, πόδια να κινούνται πέρα δώθε, μπουκαλάκια με νερό να κάνουν θόρυβο και έλεγα στον εαυτό μου ότι εμείς οι ηθοποιοί φταίμε, ότι κάτι έχουμε χάσει, ότι κάτι δεν κάνουμε καλά, όμως για να είμαι ειλικρινής δεν πιστεύω καθόλου ότι βρίσκεται εκεί το κύριο πρόβλημα. Νομίζω ότι το υπερθέαμα, οι γρήγορες εναλλαγές σκηνών, η ανικανότητα των περισσότερων σκηνοθετών να καθοδηγήσουν τους ηθοποιούς, η ανικανότητα των περισσότερων σκηνοθετών να εμπιστευτούν τα αυτιά τους περισσότερο από τα μάτια τους, η απουσία πολιτικής θέσης των ηθοποιών, η απουσία αλληλεγγύης ανάμεσα στους ηθοποιούς, ο φόβος μας να συγκρουστούμε με όσους συμπεριφέρονται απάνθρωπα και εξακολουθούν να κόβουν βόλτες αμέριμνοι στο θέατρο, η έλλειψη σεβασμού, η διαρκής κοροϊδία και πάνω απ’ όλα η απαξίωση του ενός προς τον άλλο, όλα αυτά έχουν δημιουργήσει ένα αίσθημα κορεσμού, ένα μέτριο συναίσθημα, έναν διαρκή αναστεναγμό του ανικανοποίητου καλλιτεχνών και θεατών. Αλλά, ξέρετε, την τελευταία φορά που είπα κάτι αντίστοιχο, πριν από τρία χρόνια, σε μια συνέντευξη, έπεσε λογοκρισία και δεν δημοσιεύτηκε πότε. Δυστυχώς δεν έχω ιδέα για το πώς θα εξελιχθεί η νέα σεζόν, αλλά ακόμα κι αν έρθουμε και πάλι αντιμέτωποι με την αδράνεια, εύχομαι να δημιουργήσουμε έναν χώρο ουσιαστικών συζητήσεων και να μη φοβηθούμε την αγάπη».

Σ.Χ.: «Για μένα ήταν κάπως ντεμί η καραντίνα, αφού δεν σταμάτησα να κάνω γυρίσματα. Θεατρικά όμως έχει περάσει ενάμισης χρόνος από την τελευταία φορά που ήρθα σε επαφή με κοινό. Η λαχτάρα είναι μεγάλη και το άγχος που θα υπάρχει εύχομαι για όλους μας να είναι δημιουργικό και με πάθος για αυτό που αγαπάμε. Τέτοιες εποχές καμία πρόβλεψη δεν μπορεί να πατάει σε στέρεο έδαφος. Τα πάντα είναι στον αέρα και θα καταλαβαίνουμε μέρα με τη μέρα τι θα συμβεί».

Η αφίσα της παράστασης.

Info
«Γκίλγκαμες- Η αναζήτηση της αιώνιας ζωής», Τετάρτη 25 Αυγούστου στις 21:00, Θέατρο Πέτρας, Πετρούπολη. Προπώληση εισιτηρίων: ticketservices.gr, τηλεφωνικά στο 210 7234567, στο εκδοτήριο (Πανεπιστημίου 39-Αθήνα), καθώς και στα καταστήματα Public.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below