Αν κάτι χαρακτηρίζει τη Σοφία Νικολαΐδου, είναι η ανάγκη της να αφουγκράζεται: τους ανθρώπους, τις πόλεις, τη μουσική. Κι αν κάτι δεν έχει αλλάξει πάνω της από την πρώτη φορά που τη συνάντησα με αφορμή το μυθιστόρημά της, Πλανήτης Πρέσπα (εκδόσεις Κέδρος, 2002), είναι το χαμόγελό της. Ένα χαμόγελο που γίνεται ακόμη μεγαλύτερο όταν μιλάει για το γιο της ή τους φοιτητές της, στο τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου διδάσκει Δημιουργική Γραφή. Τα βιβλία της, ανάμεσά τους και το Καλά και σήμερα: Το χρονικό του καρκίνου στο δικό μου στήθος (Μεταίχμιο, 2015), που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, την ταξίδεψαν στις Η.Π.Α. και την Ευρώπη. «Θεωρώ τα ταξίδια εμπειρίες που μπορεί να σου καθαρίσουν το βλέμμα», μου λέει ένα βροχερό ανοιξιάτικο απόγευμα, λίγο πριν βουτήξουμε μαζί στον κόσμο του πιο πρόσφατου μυθιστορήματός της, Δικά μας παιδιά (Μεταίχμιο, 2024).
Πώς σου φαίνεται η σημερινή νέα γενιά;
Τα νιάτα έχουν φόρα και άγνοια κινδύνου. Αν θα κάνουν όσα ονειρεύονται, εντάξει, αυτό θα φανεί μετά. Τι να πεις για τα νιάτα; Ψάχνουμε δουλειές που να μας κρατάνε νέους.
Είναι η συγγραφή μια τέτοια δουλειά;
Ναι, όπως και η διδασκαλία. Ίσως ακόμη περισσότερο η διδασκαλία, γιατί έχεις διαρκή τριβή με τους νέους. Όπως είπε μια φιλόλογος, «είναι η καλύτερη κακοπληρωμένη δουλειά».
Στο τελευταίο σου μυθιστόρημα, Δικά μας παιδιά, μια δολοφονία ξετυλίγει τον μίτο της ιστορίας. Πρόκειται για αληθινό περιστατικό, σωστά;
Ναι. Ένα γεγονός από το δελτίο ειδήσεων ενταγμένο στη μυθοπλασία. Το αίμα ακόμη βοά.
Πρωταγωνιστές σου είναι τέσσερις νεολαίοι που μεγαλώνουν στα 90s και, σχεδόν 20 χρόνια μετά, τα παιδιά τους, που βρίσκονται στο τέλος της εφηβείας. Η ραχοκοκαλιά του βιβλίου είναι η σχέση ανάμεσα σε αυτές τις δύο γενιές;
Με ενδιαφέρουν οι σχέσεις που αναπτύσσονται σε μια οικογένεια. Πώς επικοινωνούν άνθρωποι από διαφορετικές γενιές; Τι συμβαίνει σε μια μονογονεϊκή οικογένεια; Με ενδιαφέρει η εφηβεία γενικότερα, αλλά εδώ μπαίνει κι ένα κομμάτι που με ενδιαφέρει περισσότερο: το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη. Το πώς δηλαδή η εφηβεία είναι η στιγμή της ισχυρής διαμόρφωσης μιας καλλιτεχνικής προσωπικότητας. Όπως έχει επίσης ενδιαφέρον το ότι αυτός που θεωρείται αδύναμος, ίσως δεν είναι τελικά. Ο καλλιτεχνικός του πυρήνας είναι άθραυστος «σαν το καλό τηγάνι της μαμάς», λέει ένας ήρωας, ο Φώτης. Είναι αυτό που όταν βρίσκει τη στιγμή να βγει προς τα έξω είναι εκρηκτικό.
Οι σελίδες του βιβλίου είναι ποτισμένες με μουσική, στίχοι Ελλήνων ράπερ δίνουν τους τίτλους στα κεφάλαια. Πώς συναντήθηκες με αυτό το είδος μουσικής;
Πώς πλησιάζεις μια γενιά για να γράψεις γι’ αυτήν; Με ενδιέφερε το πώς πάλλεται η φλέβα μιας κοινωνίας. Για να το απεικονίσεις αυτό θέλεις τα πράγματα που είναι απολύτως βουτηγμένα στο σήμερα, στο τώρα που πετάει σπίθες. Δεν μπορεί να μην έχεις τη μουσική. Η μουσική είναι τα πάντα για μια γενιά, είναι το κλειδί, είναι γλώσσα, είναι κώδικας. Και είναι και η συνωμοσία μιας γενιάς Είναι αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι άλλοι, το πολύ δικό μας. Πέρασα πολλή ώρα ακούγοντας ελληνικό ραπ, μελέτησα όμως και πολύ για να φτιάξω ένα ηχητικό τοπίο στο κεφάλι μου και να μην είναι ψεύτικο όλο αυτό, για να το διαβάζει κανείς και να έχει την αίσθηση του συμβαίνει τώρα και συμβαίνει έτσι. Ακριβώς επειδή είναι αυτός ο τύπος της μουσικής, η στιχουργία της, ο λόγος της είναι πύρινος ακόμη και όταν δεν είναι άμεσα βιωματικός.
Ποιοι χαρακτήρες σε δυσκόλεψαν περισσότερο;
Μπορώ να σου πω σκηνές που με δυσκόλεψαν, όχι ήρωες. Μια σκηνή η οποία δεν είναι στην κεντρική αφήγηση, αλλά ήταν πάρα πολύ δύσκολη για μένα έχει να κάνει με τη μάνα αυτού του παιδιού που πεθαίνει στο πεζοδρόμιο. Πώς να γράψεις αυτή τη σκηνή και να μη φαίνεται μελό, να πει ό,τι πρέπει να πει χωρίς να υπερβάλει στο συναίσθημα; Υπάρχει αυτό το απόκρημνο βάθος. Πώς να σταθείς στη βαθύτητα και τη βαρύτητα της πράξης; Αυτό για να γραφτεί χρειαζόταν πολύ ψάξιμο. Δηλαδή, με το υλικό, τι κάνεις, πώς αντέχουν οι λέξεις για κάτι τέτοιο; Δηλαδή, αντέχουν να το πούνε αυτό και τι είδους λέξεις παίρνεις για να το πεις αυτό χωρίς να το κάνεις ψευτιά, χωρίς να το κάνεις μελό, γλαφυρό, πώς να το πω. Ή ακόμη η σκηνή που έρχεται ο πατέρας να δει το γιο του στη φυλακή, για παράδειγμα. Εκεί λέγονται όλα χωρίς να λέγεται τίποτα. Για να γράψω αυτή τη μία φράση που λέει το παιδί την ώρα που δεν γυρνάει η γλώσσα του, «Σε είχα για πιο εντάξει», τη ζύγισα πολύ. Σε αυτές τις στιγμές δεν χωράνε φωνές, φασαρία, βρισιές. Τα πράγματα είναι πιο υπόκωφα, εσωτερικά. Είναι πολύ πιο βαριές κάποιες λέξεις που λέγονται λίγο πιο ήσυχα. Ή κάποιες που δεν λέγονται καθόλου.
Αυτή την εποχή βρίσκεσαι σε περιοδεία. Γυρνώντας στην περιφέρεια συνάντησες κάποιους από τους ήρωες του βιβλίου;
Συναντάω κάτι καλύτερο. Συναντάω ανθρώπους που πήραν το βιβλίο μου προσωπικά. Είναι μια μικρή αφηγηματική νίκη να ακούς να σου λένε «ήμουν κι εγώ ένα παιδί με κλειστή πόρτα και πάντα ονειρευόμουν κάποιος να την ανοίξει, έστω και με κλοτσιά». Και θεωρώ ότι η ιστορία μου ειπώθηκε. Δηλαδή, χαλάλι τα χιλιόμετρα.
Η Ελλάδα που βλέπεις γύρω σου, έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου, του τρένου κ.λπ., σου αρέσει;
Του ΚΤΕΛ. Να τα λέμε αυτά, γυρνάω τη χώρα με ΚΤΕΛ. Κάθε τόπος είναι διαφορετικός, το ίδιο και οι συζητήσεις που γίνονται εκεί. Και αυτό είναι επίσης πολύ ενδιαφέρον. Δεν κοιτάω αν μου αρέσει μια πόλη, δεν πάω για τουρισμό. Βλέπω βέβαια μια παλέτα από πράγματα. Πήγα, για παράδειγμα, στο σχολείο της θεραπευτικής κοινότητας της Εξόδου στη Λάρισα, πήγα και στο Πειραματικό. Αυτά τα δύο, όπως και όλα τα υπόλοιπα, συνθέτουν την εικόνα μιας χώρας. Δεν είναι μόνο το ένα και μόνο το άλλο. Και δεν μπορείς να αγνοείς το ένα και να κρατάς το άλλο. Γιατί όλα είναι κομμάτια της ζωής μας. Και μάλιστα, πιστεύω ότι πεζογραφία δεν μπορεί να γραφτεί, όχι τουλάχιστον μυθιστόρημα, κατά τη γνώμη μου πάντα, από άνθρωπο που δεν έχει στηθεί σε ουρά στο σούπερ μάρκετ. Από άνθρωπο που δεν έχει μπει μέσα σε νοσοκομείο σε μια εφημερία. Αυτά είναι πράγματα της καθημερινότητας και της ανθρώπινης εμπειρίας. Ο άνθρωπος που γράφει μυθιστόρημα πρέπει να είναι με τα δύο του πόδια μέσα στη ζωή και στον κόσμο.
Η Λάρισα και η Θεσσαλονίκη σημαδεύτηκαν από ένα δυστύχημα. Είναι ακόμα ανοιχτή η πληγή;
Είναι, ναι. Ιδίως στη Λάρισα που ήταν η πόλη δίπλα, το νοσοκομείο, και στη Θεσσαλονίκη που ήταν ο προορισμός. Το τραύμα υπάρχει παντού, νομίζω.
Το βιβλίο έχει στοιχεία εγκλήματος, διαπλοκής, συγκάλυψης. Είναι πολύ αληθινή η μυθοπλασία;
Ρώτησα το κοινό σε μια παρουσίαση στο φεστιβάλ βιβλίου στα Χανιά: αν είχαν την εξουσία και τα λεφτά, θα έκαναν ό,τι κάνει ένας ήρωας, για να προστατεύσουν το παιδί τους; «Εδώ τώρα που είμαστε όλοι και κάνουμε τους ιεροεξεταστές, τους ακριβοδίκαιους. Τι θα κάνατε;» Κούνησαν το κεφάλι, όλοι θα το έκαναν. Κι εκεί τελειώνει η συζήτηση. Γιατί όλοι θα έκαναν -όλοι θα κάναμε- τα πάντα για να προστατεύσουμε το παιδί μας.
Γιατί εμπλέκεις τρεις γενιές στην ιστορία;
Γιατί έτσι είναι η ζωή. Και οι γονείς ήταν κάποτε παιδιά. Και είχαν κι αυτοί γονείς. Έτσι αποκτά η εξιστόρηση βάθος.
Ανάμεσα στους έφηβους ήρωες υπάρχει και ένα τρίγωνο, όχι πολύ σίγουρο για τα θέλω του. Ή μήπως είναι;
Είναι σίγουροι, αλλά δεν το λένε ανοιχτά. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι κάτι που απασχολεί πολύ αυτή τη γενιά. Εμείς δεν τα συζητούσαμε αυτά, όπως και πολλά άλλα σημερινά ζητήματα. Από την άλλη, ίσως δεν συζητούσαμε για πολλά πράγματα γιατί δεν είχαμε τις αντίστοιχες λέξεις. Είχαμε ταμπού, βέβαια, ένα σκασμό. Για παράδειγμα, με είχε ρωτήσει κάποια στιγμή ο γιος μου: «Εκφοβισμό, bullying, δεν είχατε;». Είχαμε, αλλά δεν το λέγαμε έτσι. Και δεν το αντιμετωπίζαμε με πρωτόκολλα στα σχολεία, όπως σωστά γίνεται σήμερα. Όταν δεν έχεις τις λέξεις, δεν έχεις υποδοχή στον εγκέφαλο για να αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα με συγκεκριμένο τρόπο. Γι’ αυτό, ισχύει πάντα αυτό που είπε ο Βίτγκενσταϊν, «τα όρια της γλώσσας μου θα είναι πάντα τα όρια του κόσμου μου».
Έχει μέλλον η γλώσσα, έχει μέλλον η συγγραφή;
Πάντα. Η αφήγηση είναι τρόπος μας να αντιλαμβανόμαστε και να ερμηνεύουμε τον κόσμο. Και αυτό είναι και η λογοτεχνία, ένα κλειδί. Οι άνθρωποι, από τότε που κάθονταν γύρω από τη φωτιά μέσα στη σπηλιά, έλεγαν ιστορίες. Και μέχρι σήμερα το ίδιο κάνουν. Τα ρούχα μας άλλαξαν, τα σπίτια μας άλλαξαν. Μπορεί κάποιοι να μην διαβάζουν βιβλία και να βλέπουν σειρές. Ποιο είναι όμως ένα πυρηνικό στοιχείο του ανθρώπινου πολιτισμού; Η αφήγηση. Το «πες μου μια ιστορία». Αυτό είναι.