Λίγο μετά το πρώτο τηλεοπτικό debate για τις εκλογές του 2026 στη Σουηδία, ήρθε μια είδηση που σόκαρε τη χώρα: η Anna-Karin Hatt, επικεφαλής του Κεντρώου Κόμματος και μία από τις ελάχιστες γυναικείες φωνές του φιλελεύθερου κέντρου, ανακοίνωσε την παραίτησή της. Ο λόγος; Ο καταιγισμός απειλών και παρενοχλήσεων που, όπως είπε, κατέστησαν αδύνατη την παραμονή της στην πολιτική.

Η Hatt, που είχε αναλάβει την ηγεσία του κόμματος μόλις πέντε μήνες νωρίτερα, μίλησε για απειλές που ξεπερνούσαν κατά πολύ τα όρια των διαδικτυακών trolls. «Δεν προέρχονται πια μόνο από οθόνες – ήρθαν πολύ πιο κοντά», είπε, εξηγώντας ότι πλέον ένιωθε υποχρεωμένη να κοιτάζει συνεχώς πίσω της στους δημόσιους χώρους και ότι δεν αισθανόταν ασφαλής ούτε στο ίδιο της το σπίτι.

Η παραίτησή της ήρθε τρία χρόνια μετά την αποχώρηση της προκατόχου της, Annie Lööf, που είχε βιώσει ακριβώς το ίδιο: απειλές από ακροδεξιούς, νεοναζί και διαδικτυακούς μισογύνηδες. Όπως θυμίζει άρθρο του Guardian, το 2022 η Lööf επρόκειτο να μιλήσει σε πολιτικό φεστιβάλ στο Gotland όταν ένας άλλος ομιλητής, πολιτικά ενεργός και ψυχίατρος, δολοφονήθηκε επιτόπου. Ο δράστης σχεδίαζε να σκοτώσει και την ίδια.

Σε συνεντεύξεις της μετά την παραίτησή της είχε δηλώσει ότι ένιωσε «ανακούφιση που βγήκε ζωντανή από την πολιτική». Η εμπειρία της δεν έμοιαζε με δημοκρατία, έγραφε τότε η σουηδική εφημερίδα Dagens Nyheter, αλλά «με πανικόβλητο κολύμπι ανάμεσα σε καρχαρίες».

Τώρα, με ακόμη μία γυναίκα να εγκαταλείπει πρόωρα την πολιτική, η εικόνα είναι σαφής: οι γυναίκες στη Σουηδία διώχνονται από τη δημόσια ζωή από ακροδεξιές ομάδες μίσους και διαδικτυακούς τραμπούκους. Όπως γράφει ο Σουηδός δημοσιογράφος Martin Gelin στο Guardian, αυτό που συμβαίνει «είναι το νέο φυσιολογικό» – μια επικίνδυνη μετατόπιση σε μια από τις πιο σταθερές δημοκρατίες του κόσμου.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by Anna-Karin Hatt (@annakarinhatt)

Η ψυχρή αντίδραση της πολιτείας

Η εμπειρία της Hatt δεν είναι μεμονωμένη. Αντανακλά ένα παγκόσμιο μοτίβο, όπου οι γυναίκες στη δημόσια ζωή στοχοποιούνται από βίαιους άνδρες που επιχειρούν να επιβάλουν εξουσία μέσα από τον φόβο, τις απειλές και τον εκφοβισμό. Η έκρηξη του τοξικού και ανεξέλεγκτου διαδικτυακού λόγου, σε συνδυασμό με την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων, έχει δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα.

Κι όμως, αντί για ενσυναίσθηση ή δράση, η επίσημη αντίδραση υπήρξε ψυχρή. Ο πρωθυπουργός της Σουηδίας, Ulf Kristersson, σχολίασε ότι η Hatt «θα έπρεπε να έχει πιο σκληρό δέρμα», ενώ δεξιοί σχολιαστές υπονόησαν πως «απλώς δεν άντεξε». «Αν αυτή είναι η νέα “λογική” –ότι οι απειλές και οι stalkers αποτελούν μέρος της πολιτικής ζωής– τότε όλο και λιγότεροι θα θελήσουν να συμμετάσχουν», αναφέρει ο δημοσιογράφος. «Οι πρώτοι που θα απομακρυνθούν θα είναι όσοι δέχονται τα πιο στοχευμένα χτυπήματα: γυναίκες, μετανάστες και μέλη μειονοτήτων», συνεχίζει.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by Annie Lööf (@annie_loof)

 

Από πού προέρχεται η οργή κατά των γυναικών

Μετά την αποχώρησή της, η Annie Lööf περιέγραψε με συγκλονιστικές λεπτομέρειες τις απειλές που είχε δεχθεί: «Απειλές θανάτου, άδεια φυσίγγια στο γραμματοκιβώτιο, ναζί έξω από το σπίτι μου, εκστρατείες μίσους στα social media, απειλές κατά της οικογένειάς μου. Έχω καθίσει απέναντι σε έναν άνδρα που σχεδίαζε να με σκοτώσει, εξαιτίας των αξιών μου». Όπως αποκάλυψε, οι επιθέσεις ξεκίνησαν όταν αρνήθηκε να συνεργαστεί με το ακροδεξιό κόμμα Sweden Democrats.

Η Amandah Andersson, επικεφαλής πολιτικής του γυναικείου τμήματος του Κεντρώου Κόμματος, δήλωσε ότι η Hatt «κληρονόμησε» το μίσος που δεχόταν η Lööf. «Για μια γυναίκα, ο κίνδυνος να δεχθεί απειλές και σκληρό μίσος είναι πάντα μεγαλύτερος».

Η οργή προς τις δύο πολιτικούς προέρχεται κυρίως από εθνικιστές και ακροδεξιούς που αντιτίθενται στις φιλελεύθερες θέσεις τους για τη μετανάστευση. Όμως, σύμφωνα με τον Martin Gelin, πηγάζει επίσης από παραδοσιακούς συντηρητικούς που θεωρούν «προδοσία» τη συνεργασία του Κεντρώου Κόμματος με πιο προοδευτικές δυνάμεις.

Πέρυσι, έρευνα του τηλεοπτικού σταθμού TV4 αποκάλυψε ότι οι Sweden Democrats διατηρούσαν δίκτυο από «troll farms» που παρενοχλούσαν συστηματικά πολιτικούς αντιπάλους και διέδιδαν ψευδείς ειδήσεις. Το δικό τους τηλεοπτικό κανάλι, Riks, έχει στοχοποιήσει επανειλημμένα τις γυναίκες του Κεντρώου Κόμματος, χαρακτηρίζοντας τη Lööf «ψυχρή σαν κοινωνιοπαθή», επειδή υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των μεταναστών.

Η Σουηδία και η πολιτική σταθερότητα στην Ευρώπη

Παρά τη φήμη της για ασφάλεια και σταθερότητα, η Σουηδία έχει ζήσει σκοτεινές στιγμές πολιτικής βίας: τη δολοφονία του πρωθυπουργού Olof Palme το 1986, της υπουργού Εξωτερικών Anna Lindh το 2003, αλλά και το σοκ της σφαγής στο νησί Utøya της Νορβηγίας το 2011, όπου μεταξύ των θυμάτων και επιζώντων υπήρχαν και Σουηδοί ακτιβιστές. Την ίδια στιγμή πριν από τρία χρόνια η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της χώρας, Magdalena Andersson, παραιτήθηκε λίγες ώρες αφότου ανέλαβε τη θέση της πρωθυπουργού, μετά την ήττα της κυβέρνησης στον προϋπολογισμό και την αποχώρηση των Πρασίνων από τον εύθραυστο δικομματικό συνασπισμό μειοψηφίας.

Το φαινόμενο, ωστόσο, δεν περιορίζεται στη Σουηδία. Ήδη από το 2016, έκθεση που εξέτασε στοιχεία από 39 χώρες έδειξε ότι τέσσερις στις πέντε γυναίκες βουλευτές είχαν βιώσει ψυχολογική βία, ενώ το 44% είχε δεχθεί απειλές για τη ζωή ή τη σωματική τους ακεραιότητα. Η πρωθυπουργός της Φινλανδίας, Sanna Marin, ήταν η πιο στοχοποιημένη πολιτικός στη χώρα της, δεχόμενη δεκαπλάσιο αριθμό υβριστικών μηνυμάτων από τους άνδρες συναδέλφους της.

Παρόμοια φαινόμενα καταγράφονται σε όλη την Ευρώπη. Έκθεση του 2024 από το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Δήμων και Περιφερειών αποκάλυψε ότι επτά στις δέκα γυναίκες στην πολιτική έχουν υποστεί κακοποίηση ή παρενόχληση, με τα ποσοστά στη Γερμανία και την Ιρλανδία να είναι ακόμη υψηλότερα.

Η τάση αυτή συνδέεται με την παγκόσμια ακροδεξιά ρητορική ενάντια στη διαφορετικότητα και τα προγράμματα ισότητας, που συχνά δεν στοχεύουν σε πολιτικές «θετικής διάκρισης», αλλά στην ίδια την παρουσία γυναικών και έγχρωμων ανθρώπων στον δημόσιο χώρο.

«Η Σουηδία εξακολουθεί να κατατάσσεται ψηλά στους δείκτες δημοκρατίας και ισότητας των φύλων και ίσως αυτό κάνει την κατάσταση ακόμη πιο ανησυχητική. Γιατί το γεγονός ότι μια ακόμη γυναίκα αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πολιτική εξαιτίας του φόβου, αποδεικνύει πως ακόμα και οι πιο σταθερές δημοκρατίες δεν είναι απρόσβλητες από το δηλητήριο του εξτρεμισμού», καταλήγει το άρθρο.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below