Μια μέρα η μητέρα μου, λίγα χρόνια προτού χάσει εντελώς τη μνήμη της και πάψει να είναι σε θέση να αυτοεξυπηρετείται, μου έστειλε με το ταχυδρομείο έναν μεγάλο και καλά αμπαλαρισμένο φάκελο με τη φωτογραφία της που κάποτε θα έβαζα εξώφυλλο σ’ αυτό το βιβλίο, αλλά τότε δεν το ήξερα. Ούτε ότι αυτή ήταν η εικόνα του εαυτού της που ήθελε να κρατήσω ήξερα, γι’ αυτό και μου το διευκρίνισε στην ιδιόχειρη αφιέρωση, που όμως ο κορνιζοποιός φρόντισε να την καλύψει για πάντα. Δεν πειράζει, τη θυμάμαι απέξω. «Στο κοριτσάκι μου, για να ξέρει ποια ήταν η μαμά του».

Ποια είναι η μαμά μας; Ποια είναι αυτή η κοπέλα που την παραμονή του γάμου της φωτογραφίζεται με ένα αιθέριο νυφικό σκαρφαλωμένη πάνω σ’ ένα καφάσι με όλη την πόλη, σημαδεμένη ακόμα από τον Εμφύλιο, στα πόδια της; Αυτό με τον Εμφύλιο μου ήρθε αργότερα, όταν ηρέμησε κάπως μέσα μου η διαμαρτυρία. Και γιατί να διαλέξει την παραμονή και όχι τον ίδιο το γάμο και τη μητρότητα που ένας γάμος υπαινίσσεται; Πού ήμουν εγώ και γιατί η μαμά μου δεν με συμπεριέλαβε ούτε καν ως ενδεχόμενο στο οριστικό της πορτρέτο; Παρ’ όλα αυτά μπόρεσα να διακρίνω ότι η χειρονομία της εμπεριείχε «επανόρθωση», και γι’ αυτό την κρέμασα στην πιο περίοπτη θέση του σπιτιού, να τη βλέπουν όλοι όσοι μπαίνουν και να ψάχνουν σημάδια και ομοιότητες. Εγώ δεν βλέπω τίποτα, κάποιοι όμως διαισθάνονται το κίνητρό μου, με συμπονούν και μου κάνουν πού και πού δωράκια. Της μοιάζεις – στη μύτη, στα δόντια, στα μαλλιά. Αστεία πράματα…

Η ηρωίδα του βιβλίου με τον αδελφό της σε κάποια εκδρομή στα μέσα της δεκαετίας του 1950.

Και μήπως δεν την έσκασα κι εγώ στη μάνα μου μ’ αυτό το βιβλίο που είναι αλλά και ταυτόχρονα δεν είναι για εκείνην; Γράφοντας πριν καλά-καλά κλείσουν 40 μέρες από το θάνατό της, για ένα πράγμα ήμουν εντελώς σίγουρη. Oτι δεν ήθελα να πω την ιστορία της γιατί απλούστατα δεν την ξέρω. Κανένα παιδί δεν ξέρει την ιστορία της μάνας του, γιατί οι μαμάδες, προτού γίνουν μαμάδες, υπήρξαν κι αυτές κανονικοί άνθρωποι και ίσως αυτό να ήταν που ήθελε να μου πει με τη φωτογραφία της η μάνα μου. Ηταν δε τόσο δύσκολη αυτή η εκμυστήρευση ώστε παίδεψε αφάνταστα τη Μαρία Τσουμαχίδου και όλη την τεχνική ομάδα των εκδόσεων Πόλις μέχρι να φέρουν βόλτα την παμπάλαια φωτογραφία και να την επεξεργαστούν για εξώφυλλο. Τελικά τα κατάφεραν, κι έτσι η μαμά μου έγινε επιτέλους εξώφυλλο, κάτι που νομίζω ότι θα της άρεσε πολύ γιατί, σε αντίθεση με τις κόρες της, εκείνη δεν είχε κανένα πρόβλημα με τη χάρη και την ομορφιά της. Αυτά είναι δευτερογενή προβληματάκια που περνάνε κατευθείαν στις θυγατέρες και τις παιδεύουν μέχρι να έρθει η ώρα τους να αρχίσουν να μοιράζουν κι αυτές τέτοια αυτόγραφα, και η ζωή συνεχίζεται.

Τρεις γενιές γυναικών. Η γιαγιά παρακολουθεί, η μητέρα ταΐζει τα δίδυμα και η συγγραφέας ανακαλύπτει το κάλεσμα του φακού.

Μ’ αυτό το βιβλίο ωστόσο ήθελα να πω μια ιστορία, τη μόνη ιστορία που λέει και ξαναλέει ο άνθρωπος, ακόμα κι όταν η δουλειά του δεν είναι να λέει ιστορίες, αλλά να ζωγραφίζει, να μαστορεύει, να μαγειρεύει, να κλαδεύει, να διοικεί, να χτίζει, να γκρεμίζει, να διεκπεραιώνει, να ράβει, να κουρεύει, να πουλάει, να χορεύει, να τραγουδάει, να κατασκευάζει να… να… να… Την κοινή του ιστορία με τη μάνα του, το λίγο που κρατάνε αυτές οι ιστορίες. Από τη γέννηση μέχρι τα πρώτα παιδικά χρόνια. Τόσο κρατάει η γνωριμία με τη μάνα, κι αν τυχόν η γνωριμία παρατραβήξει, τότε σίγουρα κάτι στην ιστορία μας δεν πήγε και τόσο καλά. Δεν είναι όμως η περίπτωση που εξετάζουμε σήμερα. Μια κοινότοπη ιστορία. Αυτό κατά βάθος ήθελα να γράψω. Για το πιο κοινότοπο πράγμα του κόσμου, το χιούμορ και τη γλώσσα που κατά την εμπειρία μου συνιστούν το «μητρικό». Για την αγριάδα και την έξαψη που έχουν αυτού του είδους τα πράγματα όταν καταφτάνουν με τον αέρα του τελεσίδικου πριν καν τελεσιδικήσουν. Και για το ανέκδοτο με τον Μπόμπο ήθελα να γράψω. Πάντα μου την έσπαγε αυτό το παιδί. Μάνα δεν είναι μόνο μία, όπως λέει. Μανάδες έχουμε πολλές, ενίοτε δε οι μανάδες μας μπορεί να είναι και άντρες, πατεράδες, θείοι, θείες, νταντάδες, αδέλφια, οικιακές βοηθοί, παππούδες, γιαγιάδες, κυρίες και κύριοι μέτοχοι της προσωπικής μας ιστορίας, αρκεί να πληρούν μια βασική προϋπόθεση: να μπορούν να μας συγκρατήσουν ώστε να μη μας διαλύσουν αρχαϊκά άγχη, και να σπεύδουν να πάρουν το κακό από μέσα μας για να μας το επιστρέψουν καλό, ανακουφιστικό, αλλά πάντα το ίδιο. Γι’ αυτή τη μαγεία ήθελα να γράψω και για τα ξόρκια της που καμιά φορά λύνονται με τρόπους που ξέρουν ορισμένες γυναίκες. Κοιτάζω καλά το νυφικό φουστάνι της μαμάς μου και υπολογίζω με το μάτι: πόσα κορδελάκια, δαντελίτσες, κουμπάκια, στρασάκια, τούλια, λουλουδάκια, φιογκάκια, λιλιά και σαχλαμαρίτσες νυφιάτικες να είχε άραγε στην αρχική του μορφή και πώς τα ξεπάστρεψε η πονηρή ένα-ένα με το ψαλιδάκι της και το ’κανε σύμφωνα με το γούστο της; Αυτό, ναι. Πρόλαβα να το μάθω.

Το βιβλίο της Ρούλας Γεωργακοπούλου Δέντρα, πολλά δέντρα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ.

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below