Κάθε Δευτέρα και Τρίτη βράδυ, η σκηνή του Θεάτρου Εν Αθήναις μεταμορφώνεται στο σαλόνι του «The Acid Test» της Anya Reiss. Ο Ντίνος Ψυχογιός στην τρίτη σκηνοθεσία του –μετά το «Knock» (Θέατρο Φούρνος) και το «Χρονικό ενός δυσλεκτικού» (Θέατρο 104) με τον Δημήτρη Μαμιό– εμπιστεύεται την ερμηνεία του κειμένου στον Περικλή Λιανό (Τζιμ) και σε τρεις νεότερες ηθοποιούς, οι οποίες υποδύονται την κόρη του Τζιμ, Τζες (Αμαλία Σγουμποπούλου), και τις συγκατοίκους και φίλες της, Ρουθ (Αναστασία Ντεντιάεβα) και Ντέινα (Αλίκη Κακολύρη).
Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο διαμέρισμα των κοριτσιών, όπου καταφεύγει ο Τζιμ μετά από μια συζυγική κρίση, για να περάσει μαζί τους μια βραδιά όπου το αλκοόλ και η ζωή πυροδοτούν συναισθηματικές εκρήξεις, ανταλλαγές αφιλτράριστων σκέψεων, απογυμνωμένες αλήθειες. Μια θεατρική εμπειρία που αξίζει να μοιραστεί (και) η Gen Z με τους γονείς της, αφού πέρα από τη συγκίνηση και το γέλιο που προκαλεί στη διάρκειά της μπορεί κατόπιν να γίνει τροφή για συζητήσεις εκ βαθέων. Γιατί, τελικά, οι δύο γενιές μπορεί να μην απέχουν τόσο όσο ίσως νομίζουμε. Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης πιάνω τον εαυτό μου να ταυτίζεται άλλοτε με τον Τζιμ και άλλοτε με τα κορίτσια (παρόλο που τουλάχιστον από άποψη ηλικίας και οικογενειακού ρόλου, αισθάνομαι πιο κοντά στον πατέρα).
«Εγώ έχω και φίλους νέους που έχουν ταυτιστεί με τον Τζιμ σε κάποιες από τις θεωρίες του» λέει, από την άλλη, η Αμαλία Σγουμποπούλου, σε μια συζήτηση με τις ηθοποιούς μετά την παράσταση. «Όταν διάβασα το κείμενο μου άρεσε το πόσο μπορείς να ταυτιστείς με τους χαρακτήρες, πόσο ανθρώπινο είναι. Τα πράγματα δεν είναι ασπρόμαυρα: Σε κάθε συζήτηση, σε κάθε τσακωμό, σε κάθε πλευρά υπάρχουν πολλές αλήθειες».
«Καθώς εξελίσσεται η ιστορία, βλέπουμε την απογύμνωση κάθε χαρακτήρα του κειμένου» προσθέτει η Αναστασία Ντεντιάεβα. «Και αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε μάθει να κρίνουμε τις άλλους χωρίς να χρειάζεται και χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι, όπως κι εμείς, έχουν τις ανασφάλειές τους, τα θετικά και τα αρνητικά τους».
Όταν ο Ντίνος Ψυχογιός πρότεινε στην Αλίκη Κακολύρη να συμμετέχει στην παράσταση, εκείνη έτυχε να γράφει ένα παρόμοιο έργο, λέει. «Παρατηρώ ότι αρκετά έργα στη σύγχρονη εποχή εκτυλίσσονται σε ένα σαλόνι, χωρίς να συμβαίνουν μεγάλα και τρομερά γεγονότα, με ανθρώπους που συζητάνε για κοινωνικές καταστάσεις, για τα τραύματά τους». Αυτές οι συζητήσεις μπορεί να παίρνουν φωτιά από ουσίες, όπως συμβαίνει στο «The Acid Test», όπου οι πρωταγωνιστές πίνουν αλκοόλ και μοιράζονται έναν μπάφο: «Βλέπεις τρία νέα κορίτσια σε μια πραγματικότητα χωρίς πέπλο, να βρίζουν, χειμαδιό» προσθέτει η Αλίκη. «Αυτή είναι η κανονικότητα της θηλυκής ύπαρξης του παρόντος. Πολύ συχνά θα ήθελαν οι άνθρωποι να πιστεύουν ότι οι γυναίκες, ξέρεις, δεν πάνε τουαλέτα, ότι μυρίζουν τριαντάφυλλο. Δεν είναι έτσι». Η ίδια γοητεύτηκε ιδιαίτερα από την απουσία καθωσπρεπισμού και σοβαροφάνειας, από αυτή την «αλητεία» του έργου, που γράφτηκε στο Λονδίνο το 2011 αλλά αντικατοπτρίζει και την Ελλάδα του σήμερα.
«Βλέπεις τρία νέα κορίτσια σε μια πραγματικότητα χωρίς πέπλο, να βρίζουν, χειμαδιό. Αυτή είναι η κανονικότητα της θηλυκής ύπαρξης του παρόντος. Πολύ συχνά θα ήθελαν οι άνθρωποι να πιστεύουν ότι οι γυναίκες, ξέρεις, δεν πάνε τουαλέτα, ότι μυρίζουν τριαντάφυλλο. Δεν είναι έτσι», Αλίκη Κακολύρη
Οι ηθοποιοί αστειεύονται, πειράζουν η μία την άλλη, γελούν ενώ καθόμαστε στο σαλόνι που απόψε συνεχίζει να εξυπηρετεί έναν σκοπό ακόμα και αφού έσβησαν τα φώτα. Έχουν χημεία. Μου δίνουν την εντύπωση ότι συνεργάζονται εδώ και χρόνια, αλλά με διαβεβαιώνουν ότι είναι η πρώτη φορά. Η Αλίκη αισθάνεται ότι «πολλές στιγμές που ζούμε μαζί, στα καμαρίνια και εκτός, είναι σαν μια βερσιόν ενός κομματιού του έργου». Δεν ξέρω αν η ζωή αντιγράφει την τέχνη, αλλά σε αυτή την περίπτωση η τέχνη φαίνεται να αποτελεί αφετηρία για μια φιλία της αληθινής ζωής.
Μετά τη συζήτηση θα συνεχίσουν για ποτό, ενώ εγώ πρέπει να τρέξω στο μετρό, να κοιμηθώ νωρίς και να ξυπνήσω νωρίς. Και από αυτή την άποψη ταυτίζομαι περισσότερο με τον Τζιμ. Αν και ακόμα και αυτός ο μεσήλικας πατέρας έχει μια παιδικότητα, την οποία ξεθάβει έστω για ένα βράδυ κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες: πίνει, μεθάει, χορεύει, τραγουδάει μαζί με τα κορίτσια. «Βλέπουμε το παιδί μέσα του, που έχει χώσει βαθιά, στα 26 χρόνια γάμου και σε όλη τη ρουτίνα και τη ζωή που έχει χτίσει» σχολιάζει η Αναστασία. Πότε ενηλικιώνεται κανείς στα αλήθεια; Είναι μια από τις ερωτήσεις που θέτει το έργο. Μπορούμε να επιλέξουμε ως απάντηση μια ατάκα-επαναλαμβανόμενο μοτίβο του, ή και όχι.
«Μπορεί, πολλές φορές, να έχουμε θυμό για τους γονείς μας, για το πώς μας συμπεριφέρθηκαν κάποια στιγμή» λέει η Αναστασία. «Τώρα σου δίνεται η ευκαιρία να σκεφτείς και την άλλη πλευρά, ότι και οι γονείς μας ακόμα μαθαίνουν να είναι αυτό που είναι. Είναι μια σχέση αλληλοεξάρτησης, εκείνοι χρειάζονται εμάς για να προσδιοριστούν ως γονείς κι εμείς χρειαζόμαστε τους γονείς μας για να προσδιοριστούμε ως παιδιά».
Έτσι κι αλλιώς μεγαλώνοντας απομυθοποιούμε τους γονείς μας και αρχίζουμε να διακρίνουμε τα ελαττώματα και τις αδυναμίες τους. Ως θεατές του «The Acid Test» βλέπουμε τον Τζιμ μέσα από τα μάτια των τριών κοριτσιών –και μέσα από το πιο φορτισμένο συναισθηματικά βλέμμα της κόρης του, Τζες– κι αυτό είναι λυτρωτικό, όποιους ρόλους κι αν κρατάμε στη δική μας ζωή: ίσως έρθουμε ένα βήμα πιο κοντά στη συμφιλίωση με τις ατέλειές μας αν είμαστε γονείς, ή με τις ατέλειες των γονιών μας αν είμαστε (και) παιδιά. «Ο Τζιμ έρχεται και λέει τα δικά του, τα σοβαρά, τα αξιοσημείωτα και μας συνεπαίρνει [την Ντέινα και τη Ρουθ], ενώ η κόρη του λέει, έχω ακούσει αυτές τις παπάτζες τόσες φορές» σχολιάζει η Αλίκη. «Και ξαφνικά, από εκεί που μας εμπνέει, μας ρίχνει στα Τάρταρα. Είναι ένα φαινόμενο της ζωής και το τραγελαφικό στοιχείο του έργου: πως ό,τι κι αν λες –“αυτό δεν θα το έκανα εγώ ποτέ” ή “εγώ έτσι είμαι”– ακριβώς την ίδια στιγμή αυτοακυρώνεσαι».
«Και οι γονείς μας ακόμα μαθαίνουν να είναι αυτό που είναι. Είναι μια σχέση αλληλοεξάρτησης, εκείνοι χρειάζονται εμάς για να προσδιοριστούν ως γονείς κι εμείς χρειαζόμαστε τους γονείς μας για να προσδιοριστούμε ως παιδιά», Αναστασία Ντεντιάεβα
Η σχέση του Τζιμ με την Τζες μοιάζει να ισορροπεί σε τεντωμένο σκοινί. Η Τζες τού εκφράζει, λιγότερο ή περισσότερο άμεσα, το παράπονό της ότι εκείνος δεν υπήρξε κοντά της μεγαλώνοντας. «Ήταν παρών στη ζωή της, αλλά όχι αρκετά κοντά σε ένα πιο συναισθηματικό επίπεδο» σχολιάζει η Αμαλία, που την υποδύεται. «Λόγω των καταλοίπων μιας πατριαρχικής κοινωνίας, οι πατεράδες πολλές φορές δεν δένονται με τις κόρες τους, δεν γίνονται συναισθηματικοί. Μπορεί να μην τους γνωρίζουμε καν» συμπληρώνει η Αναστασία. «Είναι πολύ σημαντικό να ακουστεί αυτό που λέγεται στο έργο: σε θέλω κοντά μου».
Η Αλίκη θυμάται κάποτε, στα δεκαοκτώ της, που όπως συμβαίνει και με τον χαρακτήρα που υποδύεται, ο πατέρας μιας φίλης της κάθισε σε έναν καναπέ μαζί της και την άκουσε. «Ενώ ο δικός μου πατέρας δεν το είχε κάνει ακόμα αυτό. Γιατί εγώ δεν τον είχα ταρακουνήσει, να τον φτάσω στα άκρα και να νιώσει ότι με χάνει, όπως η Τζες. Αλλά πρέπει να φτάνουμε τους άλλους στα άκρα;».
Γιατί πολλές φορές ανοιγόμαστε ευκολότερα με κάποιον που δεν είναι μέλος της οικογένειάς μας;
Αμαλία: «Έχεις άλλο investment, άλλη ευθύνη απέναντι στην οικογένειά σου. Εγώ είμαι πιο αυστηρή με την αδερφή μου σε σχέση με τις φίλες μου. Νομίζω ότι υπάρχει και μια εξιδανίκευση των οικογενειακών σχέσεων, υπάρχουν οι προσδοκίες ότι θα πρέπει να είναι “έτσι κι έτσι κι έτσι”. Η Τζες εξιδανικεύει τη σχέση με τον πατέρα της και έχει προσδοκίες στις οποίες εκείνος ξεκάθαρα δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Όχι γιατί δεν την αγαπάει, αλλά επειδή δεν μπορεί».
«Έχεις άλλο investment, άλλη ευθύνη απέναντι στην οικογένειά σου. Εγώ είμαι πιο αυστηρή με την αδερφή μου σε σχέση με τις φίλες μου. Νομίζω ότι υπάρχει και μια εξιδανίκευση των οικογενειακών σχέσεων, υπάρχουν οι προσδοκίες ότι θα πρέπει να είναι “έτσι κι έτσι κι έτσι”», Αμαλία Σγουμποπούλου
Δεν είναι όμως μόνο οι οικογενειακές αλλά και οι ερωτικές σχέσεις που θίγει το έργο, έστω και μέσα από τις αφηγήσεις των χαρακτήρων, που ζουν τις συναισθηματικές εντάσεις ενός ερωτικού καβγά, της απειλής ενός χωρισμού ή μιας ματαίωσης, μέσα από το πρίσμα των έμφυλων ρόλων.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, για παράδειγμα, ο χαρακτήρας της Ντέινα, που θέλει να ελκύσει ερωτικά το αφεντικό της για να κερδίσει κάτι, και σκιαγραφείται τρισδιάστατα, χωρίς ηθικοπλαστικά στερεότυπα, εμπνέοντάς μας να μπούμε στα παπούτσια της, ανεξαρτήτως αν επικροτούμε τις επιλογές της. «Πολλές φορές, όπως και η Ντέινα, έχω κάνει κάποιες λάθος επιλογές με συναισθηματικό και ερωτικό πρόσημο, ο άλλος με έχει χρησιμοποιήσει και έχω γυρίσει σπίτι σαν στυμένη λεμονόκουπα, νιώθω ότι δεν αξίζω» σχολιάζει η Αλίκη. Την αφορά λοιπόν το γεγονός ότι μέσα από την παράσταση μπορεί να απευθυνθεί «σε νέα αγόρια, σε νέους άσχετα από το φύλο, που μπορεί να μη διαχειριστούν με ευαισθησία τους άλλους, να αγνοήσουν τα συναισθήματά τους και να τους αφήσουν ένα άσχημο αντίκτυπο, ένα τραύμα». Η σκηνή όπου η Ντέινα επιστρέφει, το ελάχιστο αποκαρδιωμένη, στο σπίτι ελπίζει να μας παρακινήσει να σκεφτούμε πιο βαθιά «το ήθος και τις πράξεις μας απέναντι στον άλλον για να μην τον τραυματίσουμε, όσο γίνεται».
Ο χαρακτήρας της Ντέινα, που θέλει να ελκύσει ερωτικά το αφεντικό της για να κερδίσει κάτι, σκιαγραφείται τρισδιάστατα, χωρίς ηθικοπλαστικά στερεότυπα, εμπνέοντάς μας να μπούμε στα παπούτσια της, ανεξαρτήτως αν επικροτούμε τις επιλογές της.
Τελικά όμως στο επίκεντρο του έργου βρίσκεται η σχέση των τριών κοριτσιών: οι φίλιες στις οποίες επιστρέφουμε ξανά και ξανά, η οικογένεια που έχουμε διαλέξει. Στις αναταράξεις δοκιμάζονται –και το έργο «The Acid Test» είναι γεμάτο από μικρούς ή μεγαλύτερους σεισμούς– αλλά αν έχουν γερά θεμέλια, αντέχουν. Γι’ αυτό και στη σκηνή που η Αμαλία ξεχωρίζει ανάμεσα στις αγαπημένες της μάλλον θα αναγνωρίσουμε κάποια δική μας φιλία: «Η Ντέινα και η Ρουθ τσακώνονται και η Ρουθ τής λέει χοντράδες, ή κάτι που θα μπορούσε να είναι χοντράδα, αλλά όταν χτυπάει το τηλέφωνο και η Ρουθ βρίσκεται σε κρίση, η Ντέινα είναι αμέσως εκεί να τη βοηθήσει».
Δείτε το τρέιλερ της παράστασης:
Info
«The Acid Test», κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00 έως τις 10/06 στο Θέατρο Εν Αθήναις, Ιάκχου 19, Αθήνα. Προπώληση εισιτηρίων: www.more.com. Διάρκεια: 100’
Συντελεστές
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Ντίνος Ψυχογιός. Παίζουν (αλφαβητικά): Αλίκη Κακολύρη, Περικλής Λιανός, Αναστασία Ντεντιάεβα, Αμαλία Σγουμποπούλου. Σκηνικά-Κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού. Σχεδιασμός φωτισμών: Μαριέττα Παυλάκη. Βοηθός Σκηνοθέτη: Σοφία Χατζηευθυμιάδη. Βοηθός Σκηνογράφου: Ζωή Κελέση. Β’ Βοηθός Σκηνοθέτη: Νίκη Αγγελοπούλου. Φωτογραφίες-Τρέιλερ: Σπύρος Κούρκουλας. Σχεδιασμός Αφίσας: Ραλλού Μυλωνά. Επικοινωνία: Νταίζη Λεμπέση. Εκτέλεση Παραγωγής: Ο2Ο ΑΜΚΕ