Θυμάμαι αμυδρά να συναντώ τον Θοδωρή Χονδρόγιαννο (γεν. 1992) μία δεκαετία περίπου πριν και να εντυπωσιάζομαι. Έχοντας διαβάσει τις έρευνες και τα κείμενά του, περίμενα έναν μεγαλύτερο σε ηλικία δημοσιογράφο.  Έκτοτε, ο Θοδωρής, που έχει σπουδάσει νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διέγραφε μία λαμπρή πορεία σε ελληνικά και διεθνή μίντια καλύπτοντας θέματα που, μεταξύ άλλων, αφορούν το περιβάλλον, τη ναυτιλία, τις κυνομαχίες και το σκάνδαλο των υποκλοπών. Αυτό το τελευταίο τον οδήγησε ακόμη και σε περιπέτειες με τη δικαιοσύνη: αθωώθηκε πανηγυρικά. Με το μυθιστόρημα «Τα σκυλιά του πολέμου» (εκδ. ΟΞΥ), ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος φέρνει στο φως μια σκοτεινή, αθέατη πραγματικότητα: το δίκτυο των κυνομαχιών, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, τις διαδρομές των συμφερόντων, και τη σιωπή που τρέφει τη βία. Από μια ψιθυριστή καταγγελία ένα τυχαίο βραδινό στο Γκάλαξι το 2017, βρέθηκε να παρακολουθεί ένα νήμα βίας που συνέδεε κυνομαχίες, μαφιόζικες οργανώσεις, έμφυλη κακοποίηση και αστυνομική συγκάλυψη. Ένα νήμα που, όπως αποδεικνύει στα Σκυλιά του Πολέμου, δεν αφορά μόνο το περιθώριο, αλλά την πιο ωμή όψη της κοινωνικής μας πραγματικότητας αφού η βία απέναντι στα ζώα συναντά τη βία απέναντι στις γυναίκες. Γιατί η συλλογική αδιαφορία είναι κι αυτή μια μορφή κακοποίησης. Με ειλικρίνεια, αυτοκριτική και μια σπάνια πίστη στον άνθρωπο —ακόμη και στον άνθρωπο που έχει διαπράξει αμαρτίες, ο Θοδωρής βλέπει κατάματα τον σκληρό πυρήνα της βίας, χωρίς να ξεχνά ότι υπάρχει πάντα κάποιος που παλεύει για το καλό. Και ότι, όσο κι αν ακούγεται ρομαντικό, αυτή η προσπάθεια μπορεί να αλλάξει κάτι: έναν νόμο, μια ζωή, ή έστω τον τρόπο που βλέπουμε το σκοτάδι.

Κάθε έρευνα έχει μια αφετηρία, μικρή ή μεγάλη, ασήμαντη ή καθοριστική. Πώς ξεκίνησε η δική σου, που σε οδήγησε σε μια τόσο σκοτεινή ιστορία;
Η έρευνα για τη σύνδεση των κυνομαχιών με το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα ξεκίνησε ένα φθινοπωρινό βράδυ του 2017. Η ώρα ήταν περασμένη και ανυποψίαστος έπινα το φτηνό ποτό μου στο μπαρ Galaxy, καλεσμένος στη μάζωξη ενός καλού φίλου, όταν μια άγνωστη κυρία, με έντονη φιλοζωική δράση, με προσέγγισε και μου έδωσε εμπιστευτικά τ’ όνομα ενός άνδρα που κατά τις πληροφορίες της εμπλεκόταν σε κυνομαχίες και μαφιόζικα κυκλώματα στην περιοχή του Πειραιά. Η κινηματογραφική εξέλιξη της βραδιάς μού εξήψε την περιέργεια κι αμέσως άρχισα να ψάχνω για το βίο και την πολιτεία του τύπου. Η έρευνα τεκμηρίωσε τη δημοσιογραφική υπόθεση, δηλαδή την εμπλοκή του συγκεκριμένου κακοποιού -ως αρχηγού μιας ολόκληρης
εγκληματικής οργάνωσης- τόσο σε κυνομαχίες όσο και σε άλλες δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος, όπως την παροχή προστασίας και το εμπόριο όπλων και ναρκωτικών. Μετά από αρκετούς μήνες συλλογής και τεκμηρίωσης στοιχείων, δούλεψα την έρευνα στο πλαίσιο μιας υποτροφίας ερευνητικής δημοσιογραφίας που κέρδισα στο Columbia University το καλοκαίρι του 2018 και τελικά τη δημοσίευσα σε συνέχειες, πρώτα στο διαδικτυακό περιοδικό VICE (2018) κι έπειτα στο Reporters United (2021), την δημοσιογραφική ομάδα στην οποία είμαι μέλος ώς σήμερα. Από αυτή την ιστορία είναι εμπνευσμένα και τα Σκυλιά του Πολέμου (εκδ. ΟΞΥ).

Αν έπρεπε να χρησιμοποιήσεις μία φράση μέσα από το βιβλίο για να το συνοψίσεις, ποια θα ήταν;
Κάνοντας μια ευρεία -κι ελπίζω όχι καταχρηστική- ερμηνεία της λέξης «φράση», θα επέλεγα την εισαγωγική παράγραφο του βιβλίου, η οποία επιχειρεί να συγκεράσει με ύφος λογοτεχνικό έναν απ’ τους βασικούς άξονές του, τον άρρηκτο σύνδεσμο μεταξύ της έμφυλης κακοποίησης και της βίας σε βάρος των ζώων, ένα εύρημα που προέκυψε και από τη δημοσιογραφική έρευνα.
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας δυνάστης που τον έλεγαν άντρα. Πλασμένος από έναν θεό που ’χε μόνο μάνα, βγήκε απ’ τη σπηλιά του την αυγή. Τριγύρισε πεινασμένος κι ανήσυχος. Άλεσε την πικράδα των καρπών της γης στα σάπια δόντια του. Χόρτασε. Σκέφτηκε ότι η μέρα του ήταν καλή. Μακάριος αποκοιμήθηκε. Σηκώθηκε με την ανατολή. Πεινούσε πάλι. Αυτή τη φορά για σάρκα κι εξουσία, σαν καλουπωμένος από διάβολο σερνικό. Ακόνισε τα κοφτερά όπλα του -από πέτρα, χαλκό, ουράνιο- κι έσπειρε πολέμους και θάνατο. Θερίζοντας -για λάφυρο- σκλαβιά ζώων και συνανθρώπων. Τελευταία αλυσόδεσε τη γυναίκα. Να του προσφέρει ηδονή. Γιους για τις μάχες του. Κόρες για τις ορέξεις του. Ιδρώτα για το κεφάλαιό του. Το πτώμα της, όταν αναιδώς επιχειρούσε αυτόβουλα να ορίσει το σώμα και την ψυχή της πέρα απ’ τις εντολές του».

Κάθε φορά που αντικρίζω στο πεζοδρόμιο άστεγους μα συνεχίζω να βαδίζω γοργά με έγνοια τις υποχρεώσεις μου, επιδεικνύω κι εγώ μια συλλογική αδιαφορία που ασκεί βία σε βάρος τους. Τη βία της αστεγίας και της εγκατάλειψης.

Στα «Σκυλιά του πολέμου» μιλάς για παρακλάδια του εγκληματικού κόσμου που ενώνονται σε σπείρες βίας ενάντια σε ανθρώπους και ζώα. Τι σε συγκίνησε περισσότερο στις ιστορίες που συνάντησες; 
Αυτό που με συγκίνησε -και με ταρακούνησε- στις ιστορίες που συνάντησα ήταν η σταδιακή διαπίστωση του άρρηκτου συνδέσμου μεταξύ της έμφυλης κακοποίησης και της βίας σε βάρος των ζώων. Κατά τη διάρκεια της δημοσιογραφικής έρευνας επικεντρώθηκα κυρίως στον βασανισμό των σκυλιών εκ μέρους των κακοποιών που τα ανάγκαζαν να συμμετέχουν σε κυνομαχίες. Ωστόσο, καθώς προχωρούσα, ερχόμουν όλο και συχνότερα αντιμέτωπος με το εγκληματολογικό δεδομένο που λέει ότι όποιος κακοποιεί σκυλιά, ακόμα και μέσω κυνομαχιών, έχει περισσότερες πιθανότητες να ασκεί βία στο ενδοοικογενειακό του περιβάλλον. Με τα χρόνια διαπίστωσα ότι δεν είχα αναδείξει αυτή την πτυχή της έρευνας στον βαθμό που της άξιζε. Κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που αποφάσισα να γράψω τα Σκυλιά του Πολέμου, να ρεφάρω για την αμαρτία μου, που ως ρεπόρτερ δεν έδωσα ορατότητα στη σύνδεση αυτών των δύο μορφών κακοποίησης.

Το βιβλίο δεν σχολιάζει μόνο τα εγκλήματα και τα κυκλώματα, αλλά και τη συλλογική αδιαφορία. Πιστεύεις ότι ως κοινωνία έχουμε συνηθίσει τη βία; Γιατί; Μπορεί κανείς, τελικά, να τη συνηθίσει;
Δυστυχώς, μόνο καταφατική απάντηση μπορώ να δώσω. Έχουμε συνηθίσει -κι έχουμε κανονικοποιήσει ως στάση ζωής- και τη συλλογική αδιαφορία και τη βία που συχνά αυτή κομίζει. Κι αυτό μας αφορά όλες και όλους συνολικά. Κι εμένα. Για να δώσω ένα παράδειγμα απτής αυτοκριτικής, καθημερινά κατεβαίνω με το μετρό στο Μοναστηράκι και περπατώ την Αθηνάς για να πάω στη δουλειά μου. Κάθε φορά που αντικρίζω στο πεζοδρόμιο άστεγους μα συνεχίζω να βαδίζω γοργά με έγνοια τις υποχρεώσεις μου, επιδεικνύω κι εγώ μια συλλογική αδιαφορία που ασκεί βία σε βάρος τους. Τη βία της αστεγίας και της εγκατάλειψης. Λες κι οι άνθρωποι αυτοί δεν γεννήθηκαν από μάνα και πατέρα και δεν είχαν όνειρα όπως εγώ. Σαν νά ’ταν προδιαγεγραμμένο ότι θα τους λείπει -ανήκουστο- ένα μέρος να πλαγιάσουν και να κοιμηθούν. Κι όσο κι αν το σκέφτομαι, κι όσο κι αν νιώθω άσχημα για όσα δεν κάνω για τους συνανθρώπους μου, αυτή η σκέψη κι αυτό το συναίσθημα δεν αρκούν. Συχνά αισθάνομαι ντροπή γι’ αυτή τη στάση μου. Ελπίζω μια μέρα να μετουσιωθεί -να πάρω στους ώμους μου την ευθύνη να τη μετουσιώσω εγώ- σε κάτι πιο απτό για τους ανθρώπους που έχω γύρω μου.

Ένας από τους λόγους που αποφάσισα να γράψω τα Σκυλιά του Πολέμου, να ρεφάρω για την αμαρτία μου, που ως ρεπόρτερ δεν έδωσα ορατότητα στη σύνδεση αυτών των δύο μορφών κακοποίησης.

Τι πιστεύεις ότι εμποδίζει τον μέσο άνθρωπο να αντιδράσει — να βγει στον δρόμο, να υπερασπιστεί τον συνάνθρωπό του ή να μπει ανάμεσα σε ένα ζώο και τον βασανιστή του;
Πιστεύω πως ένα κράμα συναισθημάτων κάνει τον μέσο άνθρωπο να μην αντιδρά στην αδικία. Ο φόβος μην μπλέξει. Η εγκολπωμένη -μετά από απανωτές διαψεύσεις- αντίληψη πως τίποτα δεν αλλάζει. Η συνείδηση ότι το κράτος και η κοινωνία δεν θα σταθεί δίπλα σ’ όποιον κι όποια παλέψει με την ανισότητα και τ’ άδικο σε βάρος του διπλανού του. Για να πάρουμε ως παράδειγμα τον αρχηγό της εγκληματικής οργάνωσης που φιγουράρει ως πρωταγωνιστής στα Σκυλιά του Πολέμου, ποιος από εμάς θα έμπαινε ανάμεσα σ’ αυτόν και τα βασανισμένα σκυλιά του για να τα προστατέψει, ξέροντας ότι ούτε το κράτος -η αστυνομία, η δικαιοσύνη- ούτε κι εμείς θα στεκόμασταν δίπλα του; Ποια από εμάς θα σήκωνε ανάστημα σ’ αυτόν τον βασανιστή
ανθρώπων και ζώων, ξέροντας πως θα ερχόταν αντιμέτωπη με τη βία της εγκληματικής οργάνωσής του και των αστυνομικών που συνεργάζονταν μαζί του; Η απάντηση, νομίζω, είναι προφανής.

Πώς προστατεύεις τον εαυτό σου από μια δουλειά που σε φέρνει τόσο κοντά στη βία και στην ανθρώπινη απελπισία;
Πιστεύω βαθιά ότι η δουλειά μου ως δημοσιογράφου, παρότι πράγματι με φέρνει συχνά κοντά στη βία και την ανθρώπινη απελπισία, παράλληλα με προστατεύει και μ’ εμπνέει κιόλας. Ναι, με κλόνισε ο απάνθρωπος τρόπος με τον οποίο ο αρχηγός της εγκληματικής οργάνωσης και άλλοι κακοποιοί βασάνιζαν σκυλιά σε κυνομαχίες, τα βίντεο με κυνομάχους γεμάτους πληγές και ουλές, το απόκοσμο κλάμα τους λίγο πριν πεθάνουν σε αρένες ποτισμένες με το αίμα τους. Όμως, πώς θα μπορούσα να μείνω ασυγκίνητος από τις δημοσιογραφικές πηγές που αψήφησαν τον κίνδυνο και μου εμπιστεύτηκαν πληροφορίες για τα δίκτυα κυνομαχιών στην Ελλάδα; Πώς θα μπορούσα να μείνω ασυγκίνητος από την προσπάθεια ανθρώπων -ιδιωτών και δημόσιων λειτουργών- ν’ απελευθερώσουν βασανισμένα ζώα και να οδηγήσουν τους δράστες των κυνομαχιών στη δικαιοσύνη; Πώς θα μπορούσα να μείνω ασυγκίνητος από την ευλογία της τύχης που μου έδωσε την ευκαιρία, μέσα από την τόση δα δουλειά μου, να συνεισφέρω ό,τι μπορούσα για τη δημοσιογραφική λογοδοσία και την τιμωρία όσων σπρώχνουν σκυλιά στον πόνο και τον θάνατο; Είναι αλήθεια ότι η δημοσιογραφία σε φέρνει κοντά στο κακό, μα ταυτόχρονα σε κάνει με έναν τρόπο μοναδικό κι ανεπανάληπτο κοινωνό των προσπαθειών για την επικράτηση του καλού. Κι αυτό ακριβώς ανακαινίζει μέσα μου την όρεξη να συνεχίσω τη δουλειά του ρεπόρτερ.

Ερευνώντας τόσο δύσκολα θέματα, σιχάθηκες τους ανθρώπους ή μήπως τους κατάλαβες (και ίσως τους αγάπησες) λίγο περισσότερο;
Έχω πίστη στη δυνατότητα του ατόμου να (παλεύει για να) επιλέγει το σωστό απ’ το λάθος, το καλό απ’ το κακό. Όμως, ούτε θέλω ούτε και μπορώ να παραγνωρίζω το πώς οι συνθήκες και η τύχη επενεργούν στον βίο, τον χαρακτήρα, τη μοίρα των ανθρώπων. Για παράδειγμα, εγώ μεγάλωσα σε μια φτωχή φαμίλια απ’ το Μενίδι. Κι αυτό, το ξέρω πια καλά περπατώντας στην τέταρτη δεκαετία της ζωής μου, μ’ έχει καθορίσει τόσο στις αρετές μου όσο και στα κουσούρια μου. Πώς θα ήθελα λοιπόν να με κρίνουν οι άνθρωποι; Απ’ τα καλά μου και τα κακά μου, απότοκα εν πολλοίς μιας οικογένειας, μιας γειτονιάς, μιας κοινωνικοοικονομικής τάξης που δεν επέλεξα; Όχι, δεν θα ήθελα να κριθώ απ’ αυτά, αλλά απ’ την προσπάθειά μου να ενισχύσω τα προτερήματά μου και να καταλαγιάσω τα ελαττώματά μου. Απ’ τον αγώνα μου να βρω τον καλύτερό μου εαυτό. Μ’ αυτό το μέτρο θέλω να κρίνω κι εγώ τους άλλους, όποια αμαρτία κι αν έχουν διαπράξει, καθώς άλλωστε ουδείς αναμάρτητος. Όμως, για να το κάνω αυτό, πρέπει -και θέλω- να περνάω πέρα απ’ το πρώτο επίπεδο της ατομικής πράξης, να βλέπω βαθύτερα στο τι οδήγησε έναν άνθρωπο σ’ αυτήν. Ποια κοιλιά τον γέννησε, ποια κούνια τον κούνησε, πόσες ευκαιρίες είχε στο διάβα του. Σ’ αυτό το πλαίσιο, νομίζω πως είναι σφάλμα το να κατακρίνω -πόσο μάλλον να σιχαίνομαι- ανθρώπους. Οπότε προσπαθώ να κάνω αυτό που μου φαίνεται πιο δύσκολο, πιο σωστό, μα και δημοσιογραφικά πιο ενδιαφέρον, να τους καταλάβω και, αν μπορέσω, να τους συγχωρέσω. Όπως για παράδειγμα κάνω με όσους ανθρώπους μού έχουν κάνει αγωγές ή μηνύσεις για ρεπορτάζ μου, παρότι ήξεραν πως είναι τεκμηριωμένα και αξιόπιστα. Πιστεύω πως μια μέρα μέσα τους θα καταλάβουν το λάθος τους. Κι εγώ είμαι ήδη εκεί για να το συγχωρήσω. Γιατί, περισσότερο απ’ την κατάκριση, σημασία έχει η πίστη ότι ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, μπορεί τελικά να γίνει καλύτερος.

Στο δημοσιογραφικό τοπίο των ημερών μας, όπου αποθεώνεται η ταχύτητα και κυριαρχούν η φασαρία και η ασάφεια των social media, οι δημοσιογράφοι που επιμένουν στην ουσιαστική έρευνα μοιάζουν με Δον Κιχώτες. Νιώθεις ρομαντικός;
Αυτό που κάνουμε στο Reporters United είναι να παλεύουμε για το ανεξάρτητο ρεπορτάζ και τη δημοσιογραφική έρευνα, με τους περιορισμένους πόρους που μας εμπιστεύονται οι αναγνώστ(ρι)ες μας και μας εξασφαλίζουν οι συνεργασίες μας με διεθνούς κύρους μέσα ενημέρωσης, όπως η Washington Post από τις ΗΠΑ, το Spiegel από τη Γερμανία, το Mediapart από τη Γαλλία. Αν είναι ρομαντική η προσπάθεια για ρεπορτάζ σε μια χώρα με γενικευμένη την αντίληψη ότι τίποτα δεν αλλάζει και ότι όλα οδηγούνται στη συγκάλυψη και την ατιμωρησία, τότε ναι, είμαστε ρομαντικές και ρομαντικοί! Ωστόσο, το μονοπάτι της δημοσιογραφικής έρευνας, όσο ρομαντικό κι αν το χαρακτηρίσουμε, έχει για μένα μια διάσταση καθ’ όλα πρακτική και ρεαλιστική. Κι αυτή έγκειται στο ότι, αν πάψω να προσπαθώ γι’ αυτό που αγαπάω, την αναζήτηση και την τεκμηρίωση της αλήθειας, τότε θα πάψω να είμαι ο εαυτός μου. Ξέρω ότι υπάρχουν άλλες δουλειές με περισσότερα λεφτά, καλύτερα ωράρια, πιο στρωτές εργασιακές συνθήκες, λιγότερες έγνοιες για αγωγές, μηνύσεις και απειλές. Όμως, προτιμώ αυτόν τον δρόμο, κι όποια απώλεια συνεπάγεται, παρά την απώλεια του εαυτού μου και της βιωμένης ζωής μου για χάρη ενός άλλου, ευκολότερου και πλουσιότερου, μονοπατιού. Κι αυτή την απόφαση ουσιαστικής επιβίωσης την έχω πάρει με ρεαλισμό, όσο ρομαντική κι αν είναι παράλληλα, καθώς, πριν απ’ οτιδήποτε άλλο, δεν θέλω να χάσω εμένα.

Προσπαθώ να κάνω αυτό που μου φαίνεται πιο δύσκολο, πιο σωστό, μα και δημοσιογραφικά πιο ενδιαφέρον, να τους καταλάβω και, αν μπορέσω, να τους συγχωρέσω. Όπως για παράδειγμα κάνω με όσους ανθρώπους μού έχουν κάνει αγωγές ή μηνύσεις για ρεπορτάζ μου, παρότι ήξεραν πως είναι τεκμηριωμένα και αξιόπιστα. Πιστεύω πως μια μέρα μέσα τους θα καταλάβουν το λάθος τους. Κι εγώ είμαι ήδη εκεί για να το συγχωρήσω.

Έχεις εκτεθεί σε απειλές, έχεις βιώσει πίεση, έχεις έρθει αντιμέτωπος με τον νόμο. Τι σε κρατάει σε αυτή τη δουλειά;
Τόσα και τόσα πράγματα, για τα οποία θα μπορούσα να γράψω σελίδες επί σελίδων. Η γενναιότητα των ανθρώπων ως δημοσιογραφικών πηγών που αψηφούν κάθε κίνδυνο και προσφέρουν πληροφορίες δημοσίου συμφέροντος γιατί δεν μπορούν ν’ ανεχτούν τ’ άδικο σε βάρος των αδυνάμων, των ζώων, της φύσης. Η ευλογία του να κάνω μια δουλειά που μου επιτρέπει να μιλάω για τις έγνοιες των απλών μα αδαμάντινων ανθρώπων, κατά τα πρότυπα του Ιώβ του Ροτ, για τον άρτο τους τον επιούσιο, το σχολείο των παιδιών τους, το νοσοκομείο των γονιών τους, το μετρό και το λεωφορείο τους. Η δυνατότητα του να γράφω για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία, για την οποία τόσο κοπίασαν και τόσα θυσίασαν όσοι άνθρωποι προηγήθηκαν από εμάς. Η βαθιά μου φιλοπεριέργεια για το πώς λειτουργεί ο κόσμος, πώς σκέφτονται κι αισθάνονται τα μυαλά κι οι ψυχές των ανθρώπων. Κι εντάξει, πρέπει να το ομολογήσω, στη δουλειά του ρεπόρτερ με κρατάει και ότι συχνά δεν χρειάζεται να σηκωθώ αξημέρωτα, για το οποίο ευγνωμονώ την τύχη μου, μιας που δεν μου αρέσει το πρωινό εγερτήριο.

Είσαι γνωστός φιλόζωος — και γατόφιλος. Τι σου έχουν μάθει τα ζώα;
Έχω πράγματι δύο γάτες, ωστόσο αυτό δεν πρέπει να παρερμηνευθεί ως έλλειψη αγάπης για τα σκυλιά. Ίσα ίσα, η έγνοια μου γι’ αυτά μ’ έκανε νά ’χω αποχωριστεί κατά τα τελευταία χρόνια τη συντροφιά τους, μιας που η συμβίωση με σκύλους απαιτεί χρόνο, τον οποίο δυστυχώς λόγω των πολλών ωρών εκτός σπιτιού -στον δρόμο για ρεπορτάζ ή στο γραφείο για γράψιμο- δεν θα μπορούσα να τους αφιερώσω με σκοπό το μέγιστο της ευζωίας τους. Τα ζώα μού έχουν, πάνω απ’ όλα, μάθει τη δύναμη της ανεπιτήδευτης έκφρασης των συναισθημάτων. Μεγαλώσαμε σε μια έμφυλα άνιση κοινωνία και οικογένεια που μας έμαθε ότι το να εκφράζεις τα συναισθήματά σου είναι μάλλον αδυναμία της «ανδρικής φύσης» σου, η οποία οφείλει να μη σπάει, να μη λυγίζει, να μη προδίδεται για όσα νιώθει και βιώνει. Η συμβίωση με τα ζώα ήταν και παραμένει ένα από τα πιο αποτελεσματικά αντίδοτα σ’ αυτή την ανδροκρατούμενη ασθένεια που κουβαλάμε σαν μέτρο περηφάνιας και ισχύος. Κι αυτό γιατί τελικά οι πιο όμορφες και δυνατές στιγμές με τις σερνικές γάτες μου είναι αυτές στις οποίες αλληλοεκφράζουμε ελεύθερα, χωρίς φόβο κρίσης, τα συναισθήματά μας. Αυτό εξηγεί και πώς τελικά απ’ τη μοναξιά του στρατού, ενός θεσμού εξ ορισμού συναισθηματικά ευνουχισμένου, μ’ έσωσε ένας γάτος που είχα για παρέα στα περίπολά μου, στ’ ακριτικό νησί των Οινουσσών, απ’ όπου και τον πήρα κατά την επιστροφή μου στην Αθήνα μετά την απόλυσή μου. Αυτό εξηγεί και πώς τελικά απ’ τη μοναξιά της οικογενειακής -υλικής μα και συναισθηματικής- φτώχειας μας μ’ έσωσε στα νεανικά μου χρόνια η Μούμου, μια σκυλίτσα για την οποία μιλάω στα Σκυλιά του Πολέμου, ως φόρο τιμής για το αποτύπωμά της στη ζωή μου. Το μεγαλείο των ζώων έγκειται, κατά την ταπεινή μου γνώμη, και στο ότι ανήκουν σ’ εκείνους τους λίγους έμψυχους κι άψυχους συνοδοιπόρους μας -τη χούφτα ανθρώπων, βιβλίων, μελωδιών, αράδων- που μας κρατούν συντροφιά και μας δίνουν κουράγιο στο σύντομο και μοναχικό μονοπάτι της ζωής μας, το οποίο αναπόφευκτα τείνει στην απώλεια και το μηδέν. Αυτό, νομίζω, είναι το παν στο τι μας προσφέρουν τα ζώα. Ας αναλογιστούμε με τη σειρά μας τι τους προσφέρουμε εμείς.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below