Η κίνηση δεν λέει ποτέ ψέματα: η 20λεπτη διαδρομή που κάνω κάθε Σαββατοκύριακο για να πάω στη δουλειά, από τότε που άνοιξε ο καιρός, έχει γίνει 45λεπτο. Εγώ φοράω ρούχα γραφείου, εκείνοι μαγιό μέσα από το μακό τους. Εγώ είμαι μόνη στο αυτοκίνητο, εκείνοι είναι παρέες των τριών, τεσσάρων ευδιάθετων ατόμων, που ακούνε μουσική με ανοιχτά παράθυρα. Έτσι μοιάζει το καλοκαίρι στην καυτή Αττική.
Κοινωνικά θηλαστικά
Έπειτα από μήνες και μήνες μετακίνησης μεταξύ σπιτιού – γραφείου, μήνες εσωστρέφειας, αυτοπαρατήρησης, μοναχικότητας, delivery, αναζήτησης νέας σειράς προς παρακολούθηση και ατελείωτου, μα ατελείωτου, doomscrolling, ήρθε η ώρα όλα αυτά να μπουν για λίγο στον πάγο. Ο πάγος, από την άλλη, μπαίνει πρώτος-πρώτος στα ποτήρια για ένα ακόμα spritz που θα πιούμε επάνω σε ένα πεζοδρόμιο μετά τη δουλειά και θα νομίζουμε ότι είναι 19.00 ενώ θα είναι 20.30, διότι οι μέρες είναι πεισματάρες και δεν λένε να τελειώσουν.
Ο ήλιος μάς χαϊδεύει τα μαλλιά όλη μέρα και η πραγματική επίδρασή του δεν είναι μόνο ποιητική, αλλά κυρίως νευροχημική. Το ηλιακό φως ρυθμίζει τη σεροτονίνη, τον νευροδιαβιβαστή που συνδέεται με τη διάθεση, την ψυχική ευεξία και τη διάθεση για κοινωνικές συναναστροφές.
H πρωτεΐνη που απομακρύνει τη σεροτονίνη (SERT) από τις συνάψεις μειώνεται υπό ηλιακή ακτινοβολία και αυτό πρακτικά μεταφράζεται σε περισσότερη χαρά, περισσότερα αυθόρμητα «ναι» και περισσότερο κόσμο στις πλατείες. Παράλληλα, οι καθρεπτικοί νευρώνες, το σύστημα του εγκεφάλου που ανακαλύφθηκε τυχαία τη δεκαετία του 1990 και ενεργοποιείται όταν βλέπουμε κάποιον να κάνει κάτι και το «κάνουμε» κι εμείς εσωτερικά, εξηγούν γιατί βλέποντας ανθρώπους να γελούν, να χορεύουν και να ζουν έντονα επιθυμούμε να τους μιμηθούμε.
Η βιολογική μας αρχιτεκτονική μάς λέει ότι πρέπει «να το ζήσουμε» και έτσι, από εκεί που όλο το χειμώνα ακυρώναμε ημι-υποχρεωτικές εξόδους με δικαιολογίες επιπέδου «ένα ρακούν μού άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου», ξαφνικά βρισκόμαστε σε καφετέριες, ταράτσες, μπαρ, παραλίες, γάμους, συναυλίες και -ποιος να το περίμενε; – πανηγύρια!
Η βιολογική μας αρχιτεκτονική μάς λέει ότι πρέπει «να το ζήσουμε» και έτσι, από εκεί που όλο το χειμώνα ακυρώναμε αφνικά βρισκόμαστε σε καφετέριες, ταράτσες, μπαρ, παραλίες, γάμους, συναυλίες και -ποιος να το περίμενε; – πανηγύρια!
Gen Z για τα πανηγύρια
Το 1996 η Χάρις Αλεξίου τραγούδησε το «Τανγκό της Νεφέλης» της Loreena McKennitt στο δίσκο της «Γυρίζοντας τον κόσμο» και στα χρόνια που ακολούθησαν τα νηπιαγωγεία γέμισαν Νεφέλες, Λυδίες και Ιόλες. Είναι οι σημερινές «φασαίες», όπως τις αποκαλούν οι συνομήλικές τους (δηλαδή άτομα που συμμετέχουν σε εναλλακτικές δραστηριότητες «για τη φάση»), οι οποίες αποτελούν το core κοινό που τα τελευταία χρόνια έχει αναστήσει τα παραδοσιακά πανηγύρια σε όλη την Ελλάδα.
Η Gen Z, η πιο ψηφιακή και (φαινομενικά) εσωστρεφής γενιά των τελευταίων δεκαετιών, στην πραγματικότητα διψάει για εμπειρίες αυθεντικές, ρεαλιστικές, που βιώνονται από όλες τις αισθήσεις. Σε παγκόσμια έρευνα της Eventbrite, το 72% των νεαρών συμμετεχόντων δήλωσε ότι προτιμά να ξοδέψει χρήματα σε εμπειρίες παρά σε αντικείμενα. Τα πανηγύρια αφενός είναι δωρεάν, αφετέρου με τη βαριά τους λαϊκότητα, τον ξέφρενο χορό υπό τον ήχο του κλαρίνου και την camp αισθητική είναι πράγματι μια ιδιαίτερη εμπειρία, ιδανικό σκηνικό για χαρά χωρίς στιλιζάρισμα και υποκρισία: raw content για να το ζήσεις – και φυσικά να το αποτυπώσεις και στο TikΤok.
Συναυλιακά μυστήρια
Εμείς που ανήκουμε σε μια προηγούμενη γενιά ίσως δεν δελεαζόμαστε και τόσο από την ιδέα να συμμετέχουμε στο νησιώτικο πανηγύρι, περιμένουμε, όμως, στωικά όλο το χειμώνα να βγουν τα line-ups για τα μουσικά φεστιβάλ και να εξασφαλίσουμε τα εισιτήριά μας. Όποιος έχει βρεθεί σε συναυλία όπου 20.000 άνθρωποι τραγουδούν, την ίδια στιγμή, το ίδιο ρεφρέν, ξέρει ότι κάτι σχεδόν υπερβατικό συμβαίνει εκεί. Η μουσική, η ομοψυχία, τα σηκωμένα χέρια και τα κλειστά μάτια, όλα θυμίζουν τελετουργία, ίσως γιατί είναι ακριβώς αυτό: μια προσπάθεια να ζήσουμε οι θνητοί μια στιγμή ιερή, χωρίς τον Θεό στην εξίσωση.
Τα φεστιβάλ και οι συναυλίες (που, σύμφωνα με τις έρευνες, σημειώνουν άνοδο της τάξεως του 60% σε σύγκριση με το περσινό καλοκαίρι) είναι το τελευταίο καταφύγιο της συλλογικής κάθαρσης. Περνάμε τον υπόλοιπο χρόνο σχεδόν απομονωμένοι, σε έναν αγώνα παραγωγικότητας και αυτοβελτίωσης και έρχονται ο Ιούνιος και ο Ιούλιος ως βαλβίδα αποσυμπίεσης, για να νιώσουμε, επιτέλους, όλοι μαζί, τα ίδια συναισθήματα, ταυτόχρονα.
Η μουσική, η ομοψυχία, τα σηκωμένα χέρια και τα κλειστά μάτια, όλα θυμίζουν τελετουργία, ίσως γιατί είναι ακριβώς αυτό: μια προσπάθεια να ζήσουμε οι θνητοί μια στιγμή ιερή, χωρίς τον Θεό στην εξίσωση.
Το θέρος δίνει θάρρος
Η ανεβασμένη διάθεση, που έρχεται παρέα με τις ακτίνες UVA-UVB, φέρνει και αυτή το δικό της θερινό δώρο, τη διαπροσωπική εξωστρέφεια. Ασυνήθιστη δεν είναι μόνο η τάση μας να βρεθούμε κι εμείς σε μέρη που κανονικά θα μας προκαλούσαν ήπια αγοραφοβία, αλλά και η επιθυμία μας να έρθουμε σε επαφή με νέους ανθρώπους, με μια πρωτοφανή -για τα δεδομένα μας- ανοιχτωσιά και με τρόπο τολμηρό που δεν μας χαρακτηρίζει τον Ιανουάριο. Κάθε τυχαία συνάντηση, κάθε νέα γνωριμία είναι ευκαιρία για συζήτηση, επίδειξη των κοινωνικών μας δεξιοτήτων και -γιατί όχι- των αντανακλαστικών μας στο φλερτ.
Η Μπάρμπαρα Φρέντρικσον, ερευνήτρια και συγγραφέας, έχει διατυπώσει τη θεωρία «broaden-and-build», σύμφωνα με την οποία τα θετικά συναισθήματα λειτουργούν σαν επιταχυντής της έμφυτης δυνατότητάς μας για ρίσκο και -γιατί όχι- για αποφάσεις. Το καλοκαίρι είναι πιο πιθανό να μπούμε σε καινούριες παρέες, να στείλουμε μηνύματα με χωρίς καμία εγγύηση, να φιληθούμε με ξένους. Αυθορμητισμός, αυτοπεποίθηση και «ζεις μόνο μια φορά» με περιτύλιγμα ηλιοφάνειας.
Ψυχολογική οικονομία
Φυσικά, όλα τα παραπάνω δεν αντέχονται για πολύ. Κάθε καλοκαίρι είναι σαν ένας μικρός οικονομικός κύκλος: επενδύουμε κοινωνικά, ρισκάρουμε συναισθηματικά και ελπίζουμε σε υπεραξία υπό μορφή νέων φίλων, ρομαντικών εμπειριών ή -αν μη τι άλλο- ωραίων φωτογραφιών και ιστοριών να διηγούμαστε τον Οκτώβριο στην καφετέρια της εταιρείας. Κάποιες φορές η υπεραξία έρχεται, άλλες προσπερνά, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι το ένστικτο για περισσότερη ζωή ικανοποιήθηκε. Και είναι βέβαια προσωρινά όλα αυτά, διότι η ένταση της θερινής εξωστρέφειας την καθιστά μη βιώσιμη όλο τον χρόνο. Ακόμα και όσοι είναι φύσει κοινωνικοί δεν μπορούν να κουβαλήσουν την άνεση, ασυδοσία, σχεδόν, του Αυγούστου στην κανονική ζωή τους: το να γυρίζεις σπίτι σου στις 7 το πρωί, με κομμένα τα πόδια από το χορό, δεν έχει καμία θέση τον Δεκέμβριο, με μοναδική ίσως εξαίρεση το ρεβεγιόν.
Και θα μας είναι δύσκολο να υπάρξουμε ξανά μόνοι μας αν, για λίγο καιρό, δεν επιτρέψουμε να υπάρχουμε ο ένας μέσα από το βλέμμα του άλλου.
Όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν
Η ψυχολογία του καλοκαιριού δεν είναι «πραγματική ζωή», και αυτό ακριβώς την καθιστά τόσο απαραίτητη. «Holidays» σημαίνει «μέρες ιερές», μέρες και νύχτες που πρέπει πάση θυσία όχι μόνο να διαφυλαχθούν, αλλά να παραταθούν, όσο γίνεται, πέραν των νόμιμων ημερών αδείας που δικαιούται ο καθένας μας. Θάλασσα μετά το γραφείο; Ναι. Ξενύχτι σε βεράντα φίλων παρότι ξημερώνει εργάσιμη; Ναι. Θερινό σινεμά που συνεχίζεται με αυθόρμητο παγωτό και «ένα ποτό στα γρήγορα»; Ασυζητητί ναι. Οι υψηλές επιδόσεις του πρώτου τριμήνου δεν θα έρθουν ποτέ αν τώρα δεν χαμηλώσουμε ταχύτητα. Τα κλειστά παπούτσια θα μας στενεύουν υπερβολικά, αν δεν αφεθούμε για λίγο στην default ξυπολυσιά μας. Και θα μας είναι δύσκολο να υπάρξουμε ξανά μόνοι μας αν, για λίγο καιρό, δεν επιτρέψουμε να υπάρχουμε ο ένας μέσα από το βλέμμα του άλλου.