Το σομόν κτίριο στον αριθμό 140 της 63ης οδού στο Μανχάταν, που ξεχωρίζει για το γοτθικό παράστημα και τον αραμπέσκ ρυθμό του, χτίστηκε το 1927 για να φιλοξενεί αποκλειστικά τις φιλόδοξες νεαρές που έφταναν κατά χιλιάδες στη Νέα Υόρκη με μία βαλίτσα κι ένα όνειρο. Δεν ήταν το μόνο ξενοδοχείο γυναικών στην πόλη, ούτε το πρώτο, ήταν όμως το μεγαλύτερο, το πιο πολυτελές και με το πιο αυστηρό πρωτόκολλο, αφού οι άνδρες επιτρέπονταν μόνο στο ισόγειο, έτσι ώστε να μη διακινδυνεύσει το καλό όνομα του καταλύματος αλλά και η αρετή των κοριτσιών που διέμεναν σε ένα από τα 700 άνετα δωμάτια των 23 ορόφων του. Είχε πισίνα, γυμναστήριο, βιβλιοθήκη, αίθουσες διαλέξεων, δωμάτια μουσικής, γήπεδα σκουός και roof garden, κομμωτήριο, καθαριστήριο, φαρμακείο, κατάστημα καλσόν και καπελάδικο. Οι πελάτισσες έπρεπε να έχουν τρεις συστατικές επιστολές, άψογους τρόπους και αντίστοιχη γκαρνταρόμπα προκειμένου να γίνουν δεκτές. Και για όσες δεν είχαν τα χρήματα, αλλά τη μόρφωση, υπήρχε το εισιτήριο της υποτροφίας.

Οι Τζόαν Κρόφορντ, Γκρέις Κέλι, Λάιζα Μινέλι, Λορίν Μπακόλ, Σίμπιλ Σέπερντ, Αλι ΜακΓκρο, Σίλβια Πλαθ και οι γενιές δεσποινίδων που έφτασαν στη Νέα Υόρκη από τον Μεσοπόλεμο και μετά πέρασαν τα πρώτα (μερικές όλα) τα βράδια τους στο «Barbizon». Καθώς ο κόσμος μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο άλλαζε και οι γυναίκες απελευθερώνονταν, αναζητούσαν δική τους δουλειά και ζωή στην πόλη των ονείρων. Αλλά δεν ήθελαν να μένουν σε ταπεινά οικοτροφεία θηλέων. Ήθελαν αυτό που είχαν ήδη οι άνδρες: ξενοδοχεία για μόνιμη διαμονή με καθημερινή καθαριότητα, ψυχαγωγικό πρόγραμμα, γυμναστική και υψηλή κουζίνα. Το απόγευμα προσφερόταν τσάι και σαντουιτσάκια, το γεύμα της ημέρας για τα κορίτσια των λιγότερο προνομιούχων οικογενειών. Τα βράδια έπαιζαν μπριτζ ή τάβλι. Το «Barbizon» δεν πρόσφερε απλώς διαμονή, αλλά ένα ολοκληρωμένο lifestyle σε εποχές όπου οι γυναίκες δεν ήξεραν καν ότι μπορούσαν να έχουν ζωή.

Η είσοδος του “Barbizon” το 1981, τη χρονιά που σηματοδοτεί και το τέλος της εποχής του. Η Αμερικανίδα ηθοποιός και μετέπειτα πριγκίπισσα του Μονακό Γκρέις Κέλι -το 1947 ο πατέρας της τής επέτρεψε να σπουδάσει υποκριτική στη Νέα Υόρκη υπό την προϋπόθεση ότι θα μένει στο «Barbizon». Η Σιμπίλ Σέπερντ. και η Λάιζα ΜΙνέλι, μερικές μόνο από τις διάσημες ενοίκους του “κουκλόσπιτου”.

«Το “Barbizon” έγινε το σπίτι για κάθε νεαρή φιλόδοξη γυναίκα που κυνηγούσε τη δόξα και τον πλούτο», γράφει η ιστορικός Πολίνα Μπρεν στο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε The Barbizon: The Hotel Τhat Set Women Free. «Χτίστηκε στο αποκορύφωμα της χρυσής δεκαετίας του ’20 για να γίνει ένα ασφαλές λιμάνι για τη μοντέρνα γυναίκα που αναζητούσε επαγγελματική εξέλιξη. Ηθοποιοί, συγγραφείς αλλά και πολλές ανώνυμες εργαζόμενες κοπέλες έμεναν εδώ: οι εκπαιδευόμενες του περιοδικού Mademoiselle, οι μαθήτριες της Σχολής Γραμματέων Katharine Gibbs, τα μοντέλα του πρακτορείου Ford. Για κάποιες από αυτές η διαμονή τους εδώ σήμαινε μια σκληρή πορεία ενηλικίωσης. Αλλά μέχρι το 1981, τότε που οι άνδρες τελικά το κατέκτησαν, το ξενοδοχείο πρόσφερε στις ενοίκους του ένα δικό τους δωμάτιο και μια ζωή χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις ή προσδοκίες. Τους έδωσε την ευκαιρία να επανεφεύρουν τον εαυτό τους, ήταν το ξενοδοχείο που τις απελευθέρωσε. Κανένα άλλο τέτοιο μέρος δεν υπήρξε πριν από αυτό, ούτε και μετά».

Ο Όσκαρ Μπεκ, θυρωρός για 19 χρόνια στο ξενοδοχείο, φιγουράρει σε ρεπορτάζ της εποχής ως “κλειδοκράτορας” της προσωπικής ζωής των κοριτσιών (1948). Το εξώφυλλο του βιβλίου της Πολίνα Μπρεν, The Barbizon: The HOtel that Set Women Free, εκδ. Simon & Schuster. Καρτ ποστάλ από το ξεονοδοχείο.

Το κουκλόσπιτο

Οι γυναίκες είχαν δικαίωμα ψήφου από το 1920, όχι όμως και δικαίωμα στη ζωή τους. Τα ξενοδοχεία αρνούνταν τη φιλοξενία σε ταξιδιώτισσες που έφταναν μόνες μετά τη δύση του ήλιου, με τον φόβο ότι ήταν πόρνες. Ακόμη και τα μπαρ, όταν άνοιξαν μετά την ποτοαπαγόρευση, δεν επέτρεπαν την είσοδο σε γυναίκες ή απαιτούσαν να συνοδεύονται προκειμένου να πιουν. Και παρόλο που σπούδαζαν στο πανεπιστήμιο και εντάσσονταν στο εργατικό δυναμικό για πρώτη φορά στην Ιστορία, στις μισές Πολιτείες της Αμερικής απαγορευόταν η εργασία στις παντρεμένες. Το «Barbizon» παρουσιάστηκε ως το ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στο παλιό και το νέο, προσφέροντας στις γυναίκες ένα ασφαλές και αξιοσέβαστο μέρος για να μένουν, ενώ τους έδινε πρόσβαση σε όποιο είδος ζωής τις ενδιέφερε: καριέρα, αν ήθελαν να εργαστούν ή κοσμοπολίτικες γνωριμίες, αν έψαχναν σύζυγο. Οι ανέσεις του σχεδιάστηκαν έτσι ώστε να στοχεύσουν στις νέες της μέσης και της ανώτερης τάξης και το αυστηρό πρωτόκολλο εφαρμόστηκε για να καθησυχάσει τους γονείς τους, οι οποίοι μπορούσαν ακόμα και να ζητήσουν από τη ρεσεψιόν την υπογραφή της κόρης τους σε κάθε έξοδο και επιστροφή της. Οπως ο πατέρας της Γκρέις Κέλι που το 1947 τής επέτρεψε να σπουδάσει υποκριτική στη Νέα Υόρκη υπό την προϋπόθεση ότι θα μένει στο «Barbizon».

Η Αμερικανίδα ποιήτρια Σίλβια Πλαθ, η Αμερικανίδα συγγραφέας Τζόαν Ντίντιον και η Μεξικανή ζωγράφος Φρίντα Κάλο. Ολες έμεναν κάποια στιγμή στο Barbizon το οποίο συνεργαζόταν με πανεπιστήμια και πνευματικά ιδρύματα για να φιλοξενεί νεαρές καλλιτέχνες και διανοούμενες με υποτροφία.

Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες η υποδιευθύντρια του ξενοδοχείου Μέι Σίμπλι σκάναρε τις υποψήφιες και τις βαθμολογούσε ανάλογα με την ηλικία και την εμφάνιση: Α για τις κάτω των 28, ένα C με το ζόρι για τις άνω των 38. Οι ένοικοι ήταν τόσο όμορφες ώστε σύντομα το κατάλυμα απέκτησε το χαϊδευτικό «Κουκλόσπιτο». Για τις φοιτήτριες των κολεγίων θηλέων το ξενοδοχείο είχε ειδική πτέρυγα. Οι μαθητευόμενες της Σχολής Γραμματέων είχαν ιδιαίτερη τραπεζαρία και δύο ορόφους όπου μάθαιναν δακτυλογραφία, στενογραφία και καλούς τρόπους. Με φιλοδοξίες έρχονταν και τα μοντέλα του πρακτορείου Powers. Εχοντας αγοράσει το εισιτήριο του λεωφορείου για τη Νέα Υόρκη με τα χρήματα που κέρδισαν στα τοπικά καλλιστεία, περνούσαν από τη ρεσεψιόν κρατώντας τη χαρακτηριστική μαύρη καπελιέρα του πρακτορείου με τα είδη μακιγιάζ και τα απαραίτητα για τις φωτογραφήσεις. Οσο όμως πρεστίζ και αν είχε η συνεργασία με το πρώτο πρακτορείο του κόσμου, η αμοιβή των μοντέλων δεν έφτανε για μία αξιοπρεπή ζωή. Ακόμα και η Σελέστ Γκιν, που το 1940 διαφήμισε από τη μαγιονέζα Hellmann’s μέχρι την ασπιρίνη Bayer, έδινε τα μισά από τα έσοδά της για να πληρώσει το εβδομαδιαίο ενοίκιο των 11 δολαρίων στο ξενοδοχείο.

Ένα βράδυ στο «Barbizon», μια κοπέλα που ονομαζόταν Αϊλιν Φορντ άκουσε μία φίλη της να παραπονιέται για την κακή οικονομική μεταχείριση των κοριτσιών και αποφάσισε ότι τα πρακτορεία πρέπει να φέρονται στα μοντέλα πολύ καλύτερα απ’ ό,τι στους διαφημιστές. Ετσι, το 1946 δημιούργησε το δικό της πρακτορείο. Τα μοντέλα της φυσικά έμεναν στο «Barbizon». Οπως η 18χρονη Σίμπιλ Σέπερντ που μόλις κέρδισε τον διαγωνισμό ομορφιάς του Μέμφις ήρθε στο «Barbizon». «Θυμάμαι να κάθομαι στο μικρό ροζ σαν σιρόπι δωμάτιό μου, να κοιτάζω τη λεωφόρο Λέξινγκτον και να αναρωτιέμαι πώς θα τα καταφέρω σε εκείνη την τεράστια πόλη με τόσους πιο προικισμένους ανθρώπους από μένα», είπε σε συνέντευξή της όταν έγινε διάσημη ηθοποιός.

Η είσοδος στους άνδρες επιτρεπόταν μόνο μέχρι το λόμπι, από όπου παραλάμβαναν τα ραντεβού τους με κάποια κοπέλα. Το ξενοδοχείο χαρακτήριζε τον εαυτό του ως το ιδανικό μέρος για να δικτυωθούν νέες αξιοσέβαστες γυναίκες καριέρας, στην λογική τιμή των 11 δολαρίων την εβδομάδα (165 δολάρια σε σημερινή αξία).

Ένα δικό σου δωμάτιο

Τη σκληρή πραγματικότητα γνώρισε και η μετέπειτα συγγραφέας Γκαέλ Γκριν, ένα από τα κορίτσια που έμειναν ένα καλοκαίρι στο «Barbizon» για να εκπαιδευτούν ως interns στο περιοδικό Mademoiselle. Το 1957 επέστρεψε στο ξενοδοχείο για να γράψει μία σειρά άρθρων στη New York Post για τις γυναίκες που έμεναν σε αυτό. Μίλησε για εκείνες που έκαναν check in αλλά ποτέ check out, που είχαν αφήσει πίσω τους συζύγους για χάρη της δουλειάς, που συμβιβάζονταν με τη ζωή στο ξενοδοχείο επειδή δεν κατάφεραν να φτάσουν στα αριστοκρατικά προάστια. «Η πόλη μας είναι γεμάτη με τέτοιες γυναίκες. Ερχονται κυνηγώντας την καριέρα, τον έρωτα, την περιπέτεια ή απλώς για να ξεφύγουν από την πλήξη. Τι γίνεται όταν φτάνουν εδώ; Ξεπερνούν τους φόβους των κοριτσιών της μητρόπολης, να αποτύχουν, να μείνουν ανύπαντρες ή να τις βιάσουν;». Τα κείμενα της Γκριν έριχναν φως σε αυτό που το «Barbizon» και άλλες κοινωνικές δομές της εποχή έκρυβαν: την κατάθλιψη και την απελπισία των γυναικών που αγωνίζονταν για την καριέρα τους, ενώ αντιμετώπιζαν συστηματικά διακρίσεις και διεκδικούσαν τη σεξουαλικότητά τους. Πέρα από τις παράνομες εκτρώσεις και τις συγκαλυμμένες αυτοκτονίες, υπήρχαν γυναίκες που ζούσαν μόνιμα σε τέτοια ξενοδοχεία επειδή δεν είχαν πού να πάνε. Αντίθετα με το λαμπερό του προφίλ, το «Barbizon» δεν ήταν ξενοδοχείο μόνο για ενζενί. Μία από τις πρώτες ενοίκους ήταν η Μόλι Μπράουν, επιζήσασα του ναυαγίου του «Τιτανικού», που βρέθηκε οικονομικά εξαθλιωμένη όταν ο εκατομμυριούχος σύζυγός της πέθανε χωρίς ν’ αφήσει διαθήκη. Η μελλοντική διπλωμάτισσα και δικηγόρος Ρόμπιν Τσάντλερ Ντιουκ έμεινε στο ξενοδοχείο ως έφηβη, μοιραζόμενη ένα μικροσκοπικό δωμάτιο με τη μαμά της και την αδερφή της.

Μια καρτ ποστάλ της δεκαετίας του 1930 διαφημίζει το Barbizon. Είχε 700 δωμάτια αρκετά μεγάλα να χωρούν ένα μονό κρεβάτι, μια μικρή καρέκλα και την εντυπωσιακή εγκατάσταση ενός επιτοίχιου ραδιοφώνου. Τα περισσότερα δωμάτια είχαν κοινό μπάνιο, σε στυλ κοιτώνα. Υπήρχε βιβλιοθήκη, πισίνα, γυμναστήριο, roof garden και studios για ζωγραφική ή για τραγούδι.

Όσο όμως οι γυναίκες στέκονταν καλύτερα στα πόδια τους, το «Barbizon» περνούσε στην Ιστορία. Το 1970 η φεμινίστρια Γκλόρια Στάινεμ διαδήλωνε στην 5η Λεωφόρο διεκδικώντας το τέλος των διακρίσεων κάθε είδους, μοιραία και των ξενοδοχείων θηλέων. «Ακούγεται ειρωνικό, αλλά το τέλος του ήρθε από την αφετηρία του: τον αγώνα των γυναικών για την ελευθερία», γράφει η ιστορικός Πολίνα Μπρεν. Οι καιροί άλλαζαν και τα κτίρια όπως αυτό με τα μικρά δωμάτια και τα κοινά μπάνια θεωρήθηκαν ξεπερασμένα. Για τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου το 1981 έγινε μια διαφημιστική καμπάνια με κλήρωση ώστε να βρεθεί ο πρώτος άνδρας που θα περνούσε μια νύχτα στο ξενοδοχείο. Στα χρόνια που ακολούθησαν το «Barbizon» άλλαξε πολλές φορές χέρια μέχρι το 2006 που μετατράπηκε σε κτίριο πολυτελών διαμερισμάτων με το όνομα «Barbizon 63». Ως χαρακτηρισμένο ιστορικό μνημείο της πόλης, όμως, θα συμβολίζει για πάντα τον γυναικείο αγώνα για μια ζωή με νόημα.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below