Σε αυτό το επεισόδιο του vidcast Γυναίκες, ανοίγουμε την πόρτα σε μια γυναίκα που αρνήθηκε πεισματικά να γίνει «εύκολη» – στο γέλιο, στην ερμηνεία, στη ζωή. Η Ελένη Ράντου μιλά χωρίς φίλτρο για το τι σημαίνει να γκρεμίζεις τα στερεότυπα, να δημιουργείς τον δικό σου χώρο σε έναν κόσμο που σου ζητά να χωρέσεις, και να πορεύεσαι με την αλήθεια σου, ακόμα κι όταν αυτή πονά.
Από την ψυχική φθορά μετά από κάθε παράσταση, μέχρι την ανάγκη να επαναπροσδιορίσει τη σχέση με τη μητέρα της και τη θέση της ως γυναίκα και καλλιτέχνιδα, η Ράντου δεν λέει απλώς «ιστορίες». Αποδομεί – με ειλικρίνεια – τον μύθο του εύκολου χαμόγελου και της «δυνατής γυναίκας». Μιλά για τη δημιουργία, το ψυχικό κόστος της τέχνης, τον άδικο ανταγωνισμό μεταξύ των γυναικών, τη μητρότητα, αλλά και την ανάγκη μας – όλων – να νιώσουμε αρκετοί, χωρίς να αποδείξουμε τίποτα.
Πόσος πόνος χωράει πίσω από ένα γέλιο που σε λυτρώνει; Τι σημαίνει να είσαι «αρκετή» χωρίς να αποδεικνύεις τίποτα σε κανέναν; Ποιος είναι τελικά ο μυστικός κώδικας συνεννόησης με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου; Και γιατί η αταξία μπορεί να είναι πιο ερωτεύσιμη από την τάξη; Πόσο δύσκολο είναι να μεγαλώνεις, όταν για πολλούς είσαι ακόμα 30 και ζεις σε μια σειρά που δεν τελειώνει ποτέ; Τι σημαίνει να αρνείσαι να γίνεις «εύπεπτο προϊόν» σε μια βιομηχανία που θέλει ταμπέλες; Και γιατί η μεγαλύτερη επανάσταση μιας γυναίκας είναι να μη ζητά εξηγήσεις για την αξία της;
Μια συζήτηση-κατάδυση λίγο πριν από την τέταρτη χρονιά της πετυχημένης -και μονίμως sold out – παράστασης ,“To πάρτι της ζωής μου”. Για τις γυναίκες που επιμένουν να υπάρχουν ολόκληρες, αλλά και ανέμελες μέσα στην αλήθεια τους.
Πατήστε play για να ακούσετε τη συζήτηση με την απολαυστική Ελένη Ράντου
Μας ακούτε και στο Spotify
Διαβάστε τη συνέντευξη
Πώς είσαι αυτή την περίοδο; Όχι δημόσια, ούτε επαγγελματικά. Εσύ η Ελένη, όταν κλείνει η πόρτα πίσω σου;
Κοίτα, όταν έρχεται το καλοκαίρι και κλείνει η πόρτα πίσω, είναι μια δύσκολη περίοδος. Μοιάζει ότι θα ξεκουραστείς, μοιάζει ότι θα ανασυνταχθείς. Αλλά το πέρασμα, από την εξωστρέφεια στην εσωστρέφεια, είναι κι αυτό λίγο… Έχει τα ζόρια του. Έχει, ε; Ναι. Και απαιτείται ένα σέρβις. Κάνω σέρβις πάνω μου. Πρέπει να κάνεις εξετάσεις – από γυναικολογικά μέχρι αίματος – να δεις πώς είναι και η φυσική σου κατάσταση. Όλα αυτά σε αναγκάζουν να έχεις επαφή με το μέσα σου και όχι τόσο με το έξω σου. Και δεν είναι και ό,τι πιο ανέμελο.”Παλιά τα καλοκαίρια τα είχα συνδυάσει με πολύ ανέμελες στιγμές. Τώρα, τα καλοκαίρια μετά από μια δουλειά, μαζεύω τα κομμάτια μου. Και δεν είναι καθόλου ανέμελα.
Είναι και η συγκεκριμένη παράσταση πολύ απαιτητική.
Πάντα ήταν. Θυμάμαι εποχές που αποχαιρετούσα μια παράσταση – να είναι ακόμα πιο οδυνηρές. Δηλαδή, σαν να χάνεις πατρίδα, σαν να χάνεις παιδί. Και πάντα ήξεραν όλοι ότι το διάστημα που σταματούσαμε τις παραστάσεις – και κυρίως όταν δεν επρόκειτο να συνεχιστεί την επόμενη χρονιά, οπότε την αποχαιρετούσαμε – αρρώσταινα για κανέναν μήνα. Με πυρετούς, ψιλοαυτοάνοσα, κάπως αδιευκρίνιστα πράγματα. Ο οργανισμός, μετά από τόση αδρεναλίνη, δεν ξέρει πώς να τη διαχειριστεί. Και στην αδρεναλίνη δεν παθαίνεις τίποτα. Είσαι άτρωτος, γιατί όλα μεταφέρονται για να τα πάθεις αργότερα, τώρα πρέπει να είσαι υγιής. Και δεν είναι μια ανώδυνη καλοκαιρινή ανεμελιά και ραστώνη.
Σίγουρα, και μιλάμε για μια παράσταση–φαινόμενο. Εγώ, όταν σε πήρα – θα το πω, για να προσπαθήσω να κλείσουμε τη συζήτησή μας – σου είπα: «Βοήθεια, θέλω να βρω ένα εισιτήριο.» Από τον Μάιο που κοίταξα ήταν κλεισμένα και για τον Δεκέμβριο. Τι είναι όλο αυτό που γίνεται με το «Πάρτι της Ζωής μου»;
Ακουμπάει πάρα πολύ τον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια, ο κόσμος αναζητά να εξηγήσει μερικά πράγματα μέσα από ψυχαναλυτικούς δρόμους. Βλέπει, ίσως και από την απελπισμένη του αγωνία, ποιοι είμαστε, πώς είμαστε, πού πάνε τα πράγματα, γιατί μας συμβαίνουν πράγματα. Έχει ρίξει όλο του το ενδιαφέρον σε μια διερεύνηση ψυχαναλυτική του εγώ μας. Αυτό το έργο έχει τέτοια οπτική και προσπαθεί να εξηγήσει τα πράγματα. Και πιστεύω ότι αυτό έχει δημιουργήσει μια υστερία. Δηλαδή, αυτή η υστερία που υπήρχε στην Αμερική – που την ακούγαμε παλιά με τους ψυχολόγους – έχει αγγίξει τώρα και την Ελλάδα. Απλά, αργούμε λίγο εμείς, πάντα, είμαστε λίγο καθυστερημένοι. Αρνούμαστε την αλλαγή. Δεν πάμε εύκολα να δοκιμάσουμε κάτι καινούριο.
Οπότε, όταν ωριμάσει ο χρόνος – και ειδικά μετά την πανδημία και το κλείσιμο αυτό, και το μεγάλο ερωτηματικό «τι μας συμβαίνει» – πολλές ερωτήσεις γεννήθηκαν. Ο κόσμος ψάχνει πάρα πολύ να απαντήσει σε μερικά βασικά ερωτήματα: γιατί είμαι έτσι; γιατί ζω έτσι; γιατί δεν απολαμβάνω ευτυχία; γιατί δεν μπορώ να τα βρω με τον εαυτό μου; γιατί δεν μπορώ να τα βρω με τους άλλους; η επικοινωνία έχει γίνει τόσο δύσκολη. Και ψάχνουν όλοι εξηγήσεις.
Θα επιστρέψουμε στην παράσταση και θα την αναλύσουμε περισσότερο, έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό που περιγράφεις. Θέλω να μου πεις ποιος ρόλος σε καθόρισε χωρίς να το περιμένεις και ποιον δεν ξεπέρασες ποτέ μέσα σου;
Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν βλέπω τους ρόλους σαν ηθοποιός. Τους βλέπω σαν άνθρωπος. Οπότε κάθε ρόλος είναι μια ανθρώπινη φάση. Δεν μπορείς να πεις ότι σε καθορίζει, γιατί πρέπει να πας και παρακάτω. Κάθε ρόλος αποτυπώνει μια στιγμή σου. Είμαστε πολύ πιο σύνθετοι από τους ρόλους μας – και πολλά περισσότερα πράγματα. Αυτό που, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι πιο κοντά στον πυρήνα μου, είναι αυτό. Η τωρινή παράσταση, που τόλμησα να πλησιάσω τόσο πολύ τον πυρήνα μου. Γιατί τα άλλα, αυτά τα βήματα, τα κάνεις σταδιακά. Δεν ξυπνάς μια μέρα και λες: «Έχω βρει τον τρόπο να γράφω ή να επικοινωνώ ή να κάνω τέχνη». Σιγά-σιγά χτίζεται.
Στην αρχή ακουμπάς τα πράγματα λίγο πιο φοβισμένα και πιο εξωτερικά. Σιγά-σιγά… Άρχισα να γράφω, να σου πω, μέσα από τη δουλειά. Γιατί το θέμα «κωμωδία» δεν μπορούσα να το υπηρετήσω μέσα από κείμενα τόσο κλισέ. Όταν, στα πρώτα μου χρόνια, έψαχνα την κωμωδία, δεν μπορούσα να βρω αλήθεια. Ήταν πολύ σχηματικά τα πράγματα. Κωμωδία σήμαινε περισσότερο φάρσα. Και η βασική θεματολογία – όταν εγώ έψαχνα έργα – ήταν το κέρατο. Η απιστία. Με είχε κουράσει πάρα πολύ το ότι όλα τα έργα έπρεπε να έχουν μια απιστία. Εκεί στηριζόταν και η φάρσα: πώς κρύβουμε μια απιστία. Ήταν πάρα πολύ κουραστικό και πολύ βαρετό. Και πολύ ρηχό μου φαινόταν. Κι άρχισα να γράφω, προσπαθώντας να φτιάξω μια θεματολογία που να ασχολείται με μια μεγαλύτερη βεντάλια συναισθημάτων – εκτός από τον εγκλωβισμό της απιστίας. Και να αγγίζει και πιο πολλά κοινωνικά θέματα. Ναι, και να πατήσω και σε κάτι πιο “πολιτικό” – εντός εισαγωγικών. Πολιτικό, όχι κομματικό. Πολιτικό εννοώντας πώς πορεύεσαι στη ζωή, τι υπαρξιακά πράγματα σου γεννά η πορεία σου. Και έτσι ξεκίνησε. Και κάθε φορά δοκίμαζα πόσο δράμα χωράει μια κωμωδία.
Κωμωδία σήμαινε περισσότερο φάρσα. Και η βασική θεματολογία – όταν εγώ έψαχνα έργα – ήταν το κέρατο. Η απιστία. Με είχε κουράσει πάρα πολύ το ότι όλα τα έργα έπρεπε να έχουν μια απιστία.
Τι απόλαυσες πολύ απ’ όσα έχεις γράψει ή από όσα έργα έχεις πρωταγωνιστήσει;
Απολάμβανα το ότι – πολλές φορές, ακόμα και σε διασκευές – όταν έπαιρνα ένα έργο ξένου συγγραφέα και άρχιζα να το διασκευάζω, να βάζω τις πινελιές μου, αυτές οι πινελιές ήταν που ένιωθα ότι κάνουν περισσότερο κριτική στην ελληνική πραγματικότητα.
Όπως τώρα, στην παράσταση που το έχεις απογειώσει.
Και αυτό σιγά-σιγά άρχισε να με ιντριγκάρει. Γιατί λέω: μάλλον κάτι γίνεται. Κάποια ικανότητα υπάρχει να αφουγκράζεσαι το τι συμβαίνει γύρω σου. Γιατί πολλές φορές μού κάνει εντύπωση ότι ενώ σε μια συζήτηση με φίλους μου δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε συμφωνία, όταν γράφω ένα κείμενο, ο κόσμος το καταλαβαίνει πάρα πολύ καλά. Δηλαδή, συμφωνούμε απόλυτα.
Μιλάς στην καρδιά του κόσμου.
Αντίθετα, όταν συνομιλώ με φίλους μου, θεωρούν ότι δεν με καταλαβαίνουν. Κι έχω βρει μια παρηγοριά στη συγγραφή. Γιατί το κοινό νιώθω ότι με καταλαβαίνει πολύ καλύτερα. Και το κοινό δεν είναι κάτι απρόσωπο. Είναι άνθρωποι – βιώνουμε παρόμοια πράγματα. Και νιώθω ότι πάνω στη σκηνή τα μοιράζομαι καλύτερα απ’ ό,τι κάτω από τη σκηνή, στις προσωπικές σχέσεις.
Έχεις νιώσει ποτέ ότι η αγάπη του κοινού σε έκλεισε σε μια ταυτότητα που εσύ ξεπέρασες, αλλά δεν την ξεπέρασαν οι άλλοι;
Δεν ήταν η αγάπη του κοινού που με έκλεισε. Τα κλισέ υπήρχαν στους ανθρώπους που κινούν τα νήματα της δουλειάς μας – είτε στην τηλεόραση, είτε… Ο κόσμος πάντα μου έλεγε: «Μπορείς και άλλο. Μπορείς και πιο δύσκολο.» Δεν ξέρω, καμιά φορά αυτό που σου λέει ο κόσμος είναι αυτό που θες να ακούσεις. Αυτό όμως το σήμα που έπαιρνα εγώ, ήταν ότι όσο πιο δύσκολα πράγματα επιχειρούσα, τόσο πιο πολύ έρχονταν. Δεν έκλεινα την πόρτα. Τόσο πιο δυνατή γινόταν η επαφή με το αντικείμενο. Εκεί που υπήρχαν – και υπάρχουν – τεράστια κλισέ, είναι στο ότι αυτό το είδος, ένας παραγωγός δεν το ξέρει. Θυμάμαι, όταν είχα δοκιμάσει να γίνει ταινία το «Μαμά μη τρέχεις – θα πεθάνω για σένα», οι παραγωγοί, όταν τελείωσε το γύρισμα, είχαν σοκαριστεί. Γίνονταν meetings για το αν πρέπει να το κόψουν και να κρατήσουν την κωμωδία ή να κρατήσουν το δράμα. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι αυτά τα δύο μπορούν να παντρεύονται. Η ίδια λογική υπάρχει σε οτιδήποτε μέσο προσπαθώ να δουλέψω. Με αποτέλεσμα να μην μπορώ – ούτε προτάσεις να δέχομαι πλέον. Γιατί το sui generis δεν το ξέρουν πολλοί. Όταν πάψεις να είσαι πολύ ξεκάθαρο προϊόν και είσαι άνθρωπος, δεν βρίσκεις εύκολα δουλειά. Ούτε εύκολα χώρο. Και με αυτόν τον ορίζοντα που είδα να έρχεται, είπα ότι θα κάνω τις δικές μου δουλειές στο θέατρο. Γιατί δεν θα με φωνάξουν ποτέ. Δεν είμαι για ένα μόνο πράγμα.
Όταν πάψεις να είσαι πολύ ξεκάθαρο προϊόν και είσαι άνθρωπος, δεν βρίσκεις εύκολα δουλειά. Ούτε εύκολα χώρο. Και με αυτόν τον ορίζοντα που είδα να έρχεται, είπα ότι θα κάνω τις δικές μου δουλειές στο θέατρο.
Μήπως δεν τολμούν να σε φωνάξουν όταν βλέπουν ότι μόνη σου κάνεις όλες αυτές τις επιτυχίες;
Δεν τους έρχεται στο νου: πού να με εντάξουν; Γιατί, με τις επιλογές που κάνω και τον τρόπο που κάνω την κωμωδία, δεν τους πάω στην κωμωδία. Και με τον τρόπο που βλέπω το δράμα, δεν με βλέπουν ούτε εκεί.
Η παράστασή σου τώρα έχει πολλή συγκίνηση και πολύ γέλιο ταυτόχρονα…
Εγώ δεν ξεκινάω ποτέ με τη λογική του «τι είναι κωμωδία, θα γράψω μια κωμωδία, θα κάνω τον κόσμο να γελάσει». Πάντα ο στόχος μου είναι: πόση αλήθεια μπορώ να μεταφέρω. Κι αυτό με γαλούχησε. Η αυθεντικότητα κερδίζει σε όλα. Και η αλήθεια. Έχω σχεδόν μια “αυτιστική” σχέση με την αλήθεια. Θυμάμαι ένα φιλαράκι μου, έναν από τους μέντορές μου στη ζωή, που μου έλεγε: «Η τόση μεγάλη ειλικρίνεια διακρίνει μόνο τους βλάκες. Πρόσεξέ το, γιατί είσαι αφόρητα ειλικρινής». Δεν μπορούσα καν εύκολα να πω ένα συμβατικό ψέμα.
Σου έχει βγει ποτέ σε κακό αυτή η ειλικρίνεια;
Όχι. Γιατί να σου πω κάτι; Όταν είσαι υπεύθυνο άτομο – με την έννοια ότι λες «παιδιά, εγώ φταίω γι’ αυτό», «εγώ έσπασα το ποτήρι» – είναι πολύ λιγότερο το βάρος απ’ το να το κρύβεις και να λες: «Δεν το έκανα εγώ. Δεν το έκανα εγώ. Δεν το έκανα εγώ…» Αυτό το ανακάλυψα πολύ γρήγορα: με το που θα παραδεχτείς το λάθος, έρχεται η μισή τιμωρία. Οπότε, παραδεχόμενη την αλήθεια, δεν με έχει βλάψει ποτέ πραγματικά. Ίσως είναι και θέμα εποχής, που ακόμα επιτρέπει μερικές αλήθειες. Σε πιο αυταρχικές εποχές, η αλήθεια ήταν απαγορευτική.
Άρα, από αυτό που μου περιγράφεις, αν αύριο σταματούσες να παίζεις, νιώθω ότι θα σου έλειπε πιο πολύ η επαφή με το κοινό και όχι η σκηνή.
Τα έχω και τα δύο εγώ αυτά – και τη σκηνή και την επαφή με το κοινό. Η τηλεόραση, ας πούμε, ή το σινεμά, δεν έχουν αυτή την άμεση επαφή. Οπότε δεν ξέρω αν θα μου έλειπαν. Αλλά το θέατρο θα μου έλειπε. Γιατί εκεί υπάρχει ο συνδυασμός. Νιώθω ότι μαζευόμαστε και ανοίγουμε τις ψυχές μας. Γινόμαστε λίγο πιο βαθιοί, πιο ουσιαστικοί, πιο υπαρξιακοί. Μοιραζόμαστε πράγματα. Και νιώθω ότι και αυτοί μου κάνουν καλό, κι εγώ τους κάνω καλό. Ένας άνθρωπος που θα φύγει από μια παράσταση, θα φύγει με σκέψεις. Θα αναρωτηθεί. Θα μπουν μέσα του ερωτήματα. Δεν χρειάζεται να έχεις τις απαντήσεις. Δεν κάνεις θέατρο για να δώσεις απαντήσεις – κάνεις θέατρο για να βάλεις τα “γιατί”.
Η «Εργαζόμενη Γυναίκα» ήταν μια από τις πιο ιδιαίτερες και αγαπημένες δουλειές σου. Είδα πρόσφατα στο Facebook μια ανάρτηση, στην οποία μιλάς για ένα reunion με τις γυναίκες της σειράς – τις «ψυχές», όπως είπες – και την Έλενα Χαραλαμπίδου. Θα δούμε κάτι νέο;
Ήταν με τις γυναίκες της παραγωγής. Η κοπέλα που είχαμε στο σκριπτ – τώρα σκηνοθετεί την Έλενα – αυτό είναι όλο. Δεν θα δούμε κάτι νέο. Αλλά να σου πω τι έγινε εκείνη τη μέρα… Η κοπέλα που έκανε την εκτέλεση παραγωγής – τώρα κυρία – έλειπε για χρόνια στην Ιταλία. Εκεί παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια, και τώρα γύρισε στην Ελλάδα. Και μου στέλνει μια φωτογραφία στο WhatsApp, που είμαστε οι συγκεκριμένες κάπου και κάνουμε μπάνιο με μαγιό. Μου λέει: «Κοίτα! Είναι 15 χρόνια μετά!» Και της λέω: «Είναι απίστευτο! Να βρεθούμε!» Μου λέει: «Σήμερα!» Κι έτσι οργανώθηκε. Αν μου έλεγες να το προγραμματίσουμε, μπορεί να μην το προγραμματίζαμε ποτέ. Αυτό το «σήμερα» έγινε.
Ακούω, πάντως, ότι υπάρχουν κάποιες σκέψεις να ξαναγίνει η σειρά. Ίσως με άλλον τρόπο. Επειδή πλέον οι σειρές καθορίζονται πάρα πολύ από την οικονομική τους επιφάνεια, δηλαδή μόνο ως οικονομική υπόσταση μπορεί να περάσει μια σειρά. Δεν νομίζω ότι μπορεί να ξαναγίνει με τον τρόπο που έγινε τότε. Ήταν και η τελευταία σειρά πριν την κρίση, το 2009. Και απαιτούσε κάποιες ιδιαιτερότητες, άλλους χώρους… Κάναμε δέκα μέρες για κάθε επεισόδιο! Το σενάριο της σειράς έγραψαν οι Σάρα Γανωτή και Νίκος Σταυρακούδης.
Αν σήμερα υπήρχε μια σύγχρονη «Εργαζόμενη Γυναίκα», τι θα άλλαζε ριζικά; Ποια θεματική θα έμπαινε σίγουρα;
Κοίταξε, η τωρινή πραγματικότητα έχει μικρές-μικρές αλλαγές, που όλες μαζί κάνουν κάτι μεγάλο, αλλά επί της ουσίας… τίποτα δεν έχει αλλάξει. Και έχουν αλλάξει όλα. Βιώνουμε ακόμα την ίδια πατριαρχία. Απλώς είναι πιο ύπουλη. Την ίδια εχθρότητα συναντούν οι γυναίκες, την ίδια έλλειψη εμπιστοσύνης, την ίδια αντιπαλότητα στον χώρο εργασίας – απλώς είναι πιο υπόγεια. Πιο ύπουλη. Έχουν δοθεί κάποια «κερασάκια», που τα έχουμε μασήσει και νομίζουμε ότι έχουμε πατήσει στα πόδια μας.
Βιώνουμε ακόμα την ίδια πατριαρχία. Απλώς είναι πιο ύπουλη. Την ίδια εχθρότητα συναντούν οι γυναίκες, την ίδια έλλειψη εμπιστοσύνης, την ίδια αντιπαλότητα στον χώρο εργασίας – απλώς είναι πιο υπόγεια.
Ποια είναι αυτά τα «κερασάκια»;
Ότι μπορείς πλέον να μιλήσεις ανοιχτά για τα θέματα σου. Μπορείς να παραπονεθείς. Αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Εντάξει, λίγο τρέμουν τη διαπόμπευση. Αλλά, επί της ουσίας, τα βήματα είναι… Να σου πω πώς αμύνεται το σύστημα; Δεν θα σε προσλάβει. Αν δει ότι είσαι άνθρωπος που «δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του», θα σε περάσει σε μαύρη λίστα. Ή τέλος πάντων, τα όρια έχουν αρχίσει να γίνονται ορατά. Αλλά η επιθυμία να ξεπεραστούν τα όρια δεν έχει αλλάξει. Ο φόβος έχει αλλάξει.
Δεν νομίζω ότι έχουμε κερδίσει ένα κομμάτι εκτίμησης στη δουλειά μας. Πάντα υπάρχει ένα από κάτω στοιχείο, τόσο ανταγωνιστικό – από την πατριαρχική μεριά – που δεν νιώθω ότι έχει γίνει κάποια ουσιαστική πρόοδος. Όταν μια γυναίκα αναλαμβάνει κάποια θέση ή ευθύνη, υποτιμάται βαθιά. Υπάρχει και bullying πλέον. Έχει προστεθεί και αυτό.
Μου κάνει εντύπωση που το λες εσύ, που από τα 25 σου κάνεις πρωταγωνιστικούς ρόλους και τόσα άλλα πράγματα.
Μου έλεγε η δασκάλα μου, η Αντιγόνη Βαλάκου: «Στην Ελλάδα, για να εκτιμηθεί μια γυναίκα στη δουλειά της, πρέπει να περάσει τα 40». Κι αυτό ίσχυε στα δικά της χρόνια, αλλά ισχύει και στα δικά μου. Εκτίμηση και αναγνώριση ήρθαν μετά τα 40–45. Εκεί είδα μάτια που είπαν: «Κάνεις καλά τη δουλειά σου». Ενώ είχα δουλέψει και είχα κάνει, στα μέτρα τα δικά μου και της δουλειάς μου και της Ελλάδας, πράγματα αρκετά σημαντικά. Ένας άντρας στα 25 του έχει πείσει τους πάντες για τις ικανότητές του. Εμείς ακόμα αποδεικνύουμε – συνέχεια. Δείχνουμε ότι αξίζουμε την τιμή να υπάρχουμε στον χώρο.
Είμαστε ακόμη το δεύτερο φύλο, λες;
Ναι, κανονικότατα. Και τώρα έχει προστεθεί και η επιθυμία να αναγνωριστεί η προσφορά μας. Και μαζί της, έχει έρθει και μια φοβερή αντιπάθεια. Μια αντιπαλότητα. Σαν να λένε: «Τι θέλετε πια κι εσείς, οι γυναίκες;» Στη δική μας τέχνη δε γράφονται πια έργα για γυναίκες, γιατί πια είμαστε “δυνατές”. Και ο δυνατός δεν εμπνέει. Είναι αντιπαθής. Οι γυναίκες έχουν περάσει από την υποταγή στη διεκδίκηση – και η γυναίκα που διεκδικεί δεν έχει και πολύ ενδιαφέρον. Είναι απωθητική. Πίστεψέ με, δυστυχώς.
Υπάρχει τρόπος να αλλάξει αυτό; Πώς είμαστε μεταξύ μας οι γυναίκες;
Αυτό είναι ο μόνος τρόπος. Το μεταξύ μας. Το χειρότερο είναι αυτό. Αν είχαμε την ωμερτά και τη σύμπνοια που έχουν οι άντρες… Θα είχαμε κερδίσει. Εμείς, από την αγωνία να αποδείξουμε, κάνουμε την άλλη γυναίκα ανταγωνίστρια – ενώ δεν είναι.
Μάλλον πέσαμε στην παγίδα να δείξουμε την αξία μας και ξεχνάμε να πάρουμε από το χέρι την άλλη γυναίκα.
Για να «χωρέσουμε», παίρνουμε τη θέση της άλλης γυναίκας.
Έχεις δεχτεί περισσότερο πόλεμο από γυναίκες;
Ναι. Δυστυχώς. Έχω ιδία πείρα. Ενώ μπορεί να σε παραδεχτεί ένας άντρας και να σου πει «respect για τη δουλειά σου, για την αντοχή σου» – γιατί δεν είναι εύκολη δουλειά. Ο περισσότερος κόσμος στέκεται μόνο στο ότι «γίνεσαι διάσημος» και νομίζει πως είναι κάτι απλό. Για δοκίμασε να εκτίθεσαι δημόσια κάθε μέρα, την ίδια ώρα, και να είσαι υποχρεωτικά στην καλύτερη φυσική, ψυχική, νοητική και πνευματική σου κατάσταση.
Δοκίμασε να κάνεις ένα δεκάωρο γύρισμα, με μετακινήσεις που γίνονται δώδεκα ώρες, και διάβασμα που φτάνει τις δεκαοχτώ ώρες την ημέρα. Και μέσα σε όλα αυτά, να συγκεντρώνεσαι, να αποδίδεις, να μελετάς, να υπηρετείς έναν ρόλο. Ξέρεις πόσο δύσκολη είναι αυτή η δουλειά; Κι όμως, προς τα έξω έχει περάσει μόνο το «fan» κομμάτι. «Τι κάνετε μωρέ; Μαθαίνετε κάτι λόγια και τα λέτε». Κανείς δεν βλέπει τον πνευματικό κόπο, το πόσο βαθιά προσφέρεις τον εαυτό σου.
Όλη αυτή η δημοσιότητα που πολλοί τη βλέπουν ως προνόμιο, στην ουσία είναι απλώς το κερασάκι στην τούρτα — όπως είχε πει και ο Σαββόπουλος, και με συγκίνησε βαθιά. Γιατί αυτή η δουλειά είναι απάνθρωπα δύσκολη. Δεν υπάρχει στιγμή που το μυαλό να μην ερευνά. Δεν υπάρχουν πραγματικές διακοπές. Η αγωνία για εξέλιξη, για έρευνα, για αναζήτηση είναι συνεχής. Και αυτό είναι, τελικά, απάνθρωπο. Αν υπάρχει κάτι για το οποίο είμαι πραγματικά περήφανη, είναι γι’ αυτό: το respect. Δεν έχω διαλέξει ποτέ τον εύκολο δρόμο, δεν είπα ποτέ “πάμε στα ίδια, στα εύκολα”. Και την αναγνώριση αυτή –το σεβασμό– την έχω λάβει, περισσότερο, από άντρες παρά από γυναίκες. Στις γυναίκες υπάρχει το στοιχείο της ζήλιας, δυστυχώς. Αντιθέτως, εμένα – γυναίκες που έχουν κάνει αγώνα, μου έχουν δώσει κουράγιο για να ακουμπήσω και να κάνω κι εγώ.
Δεν έχω διαλέξει ποτέ τον εύκολο δρόμο, δεν είπα ποτέ “πάμε στα ίδια, στα εύκολα”.
Υπήρξε γυναίκα που σε ενέπνευσε βαθιά;
Η Μελίνα. Και γυναίκες σαν τη Σιμόν ντε Μποβουάρ. Που ήταν πολύ σημαντικές, αλλά η εποχή δεν τους το επέτρεπε. Δεν σου το αναγνώριζαν, ακόμα κι αν ήσουν πιο σημαντική από τον άντρα δίπλα σου. Και γυναίκες της διπλανής πόρτας, μητέρες. Που έκαναν αυτόν τον αγώνα. Αν δεν υπήρχαν αυτές, δεν θα υπήρχα κι εγώ. Η Μελίνα με είχε συγκινήσει πολύ, όταν την γνώρισα από κοντά. Είδα πόσο ανοιχτό και ελεύθερο πλάσμα ήταν. Και επειδή όταν είχε πρωτογίνει Υπουργός Παιδείας, οι δρόμοι στην Αθήνα βούιζαν. Θυμάμαι να λένε -και να το λένε και άνθρωποι με δημόσιο λόγο- «βάλαμε Υπουργό μια πουτ@να».
Τι άκουσε κι εκείνη η γυναίκα…
Γενικά, οι γυναίκες ακούν απίστευτα πράγματα. Εμένα, όταν θέλουν να με μειώσουν, λένε “η γυναίκα του Βασίλη”. Τι σημαίνει αυτό; Ό,τι έχω καταφέρει είναι επειδή είμαι δίπλα σ’ έναν μύθο. Και το έχω ακούσει από φίλες, γυναίκες. «Εσύ έχεις και τον Βασίλη». Δεν μπορεί κανείς να σταθεί πάνω στη σκηνή και να σε επιβάλλει. Αντιθέτως, μια γυναίκα που ζει με μια τόσο ισχυρή προσωπικότητα, κάθε μέρα αναμετριέται με το αν μπορεί να σταθεί.
Εμένα, όταν θέλουν να με μειώσουν, λένε “η γυναίκα του Βασίλη”. Μια γυναίκα που ζει με μια τόσο ισχυρή προσωπικότητα, κάθε μέρα αναμετριέται με το αν μπορεί να σταθεί.
Θα σε πάω στο «Πάρτι της Ζωής σου». Τελικά ήταν φόρος τιμής ή τρόπος να επιβιώσεις συναισθηματικά όταν εμπνεύστηκες από το ξένο έργο;
Το ξένο έργο (σ.σ λα αυτά τα υπέροχα πράγματα Every Brilliant Thing) – δεν κρατήθηκε ούτε σε μια φράση. Το αναφέρω σαν φόρο τιμής γιατί περισσότερο μου έκαν κλικ ο τρόπος, η ψυχαναλυτική ματιά. Από εκεί και πέρα, όμως, όταν γεννιέται κάτι από ανάγκη, δεν ξέρεις τι κάνεις. Κι αν πας μετά να το αναλύσεις, νιώθεις ότι το μαγαρίζεις. Είναι εκείνες οι μαγικές στιγμές που η ανάγκη, η εμπειρία στη γραφή και την υποκριτική κάνουν ένα κλικ. Αυτό δεν συμβαίνει πολλές φορές στην πορεία ενός καλλιτέχνη. Συμβαίνει 2-3 φορές. Και τότε όλα κουμπώνουν. Η απελπισία, η δημιουργικότητα, η πανδημία. Ειδικά η δεύτερη καραντίνα. Είναι σαν το δεύτερο παιδί – ξέρεις τους φόβους, ξέρεις τους κινδύνους. Εκεί γεννιέται κάτι αληθινό και μεγάλο. Και την ώρα που το κάνεις, δεν ξέρεις καν τι φτιάχνεις. Την ώρα που το παίζεις, αναρωτιέσαι. Και όταν το κοιτάς από απόσταση, λες: «Μην το αναλύσω καλύτερα». Γιατί το κλισέ είναι να βάλεις κάτι σε ένα κουτί. Και τα πράγματα όπως έλεγα πάντα, δεν είναι κλισέ.
Η μητέρα μου έπαιξε ρόλο. Ήταν η έμπνευση. Ήταν ακόμη σπίτι τότε. Τώρα έχει μεταφερθεί για καλύτερη φροντίδα. Όσο περνούν τα χρόνια, οι ανάγκες αυξάνονται. Ήθελα, όσο ζει, να λύσω θέματα μαζί της. Να μην φύγει και μείνει ο γρίφος άλυτος. Πάντα, όμως, θα μένει άλυτος. Όσα παιδικά τραύματα κι αν σκαλίσουμε, οι απαντήσεις δεν είναι ποτέ απόλυτες. Όλα θα μπορούσαν να είναι αλλιώς. Είναι τόσο πολυπαραγοντικό το μέσα μας… Κι ούτε η ψυχανάλυση μπορεί να λύσει τα πάντα μόνη της.
Πώς είναι να ανεβάζεις μια παράσταση για τη μητέρα σου ενώ εκείνη δεν μπορεί να τη δει; Κι αν την έβλεπε τι θα σου έλεγε;
Μα έτσι ελευθερώθηκα. Αν μπορούσε να τη δει, ίσως δεν τολμούσα να την πω. Αν την έβλεπε, δεν ξέρω αν θα αναγνώριζε τον εαυτό της. Θα πίστευε ότι το αποτύπωμα που μου άφησε ήταν άλλο από αυτό που η ίδια είχε καταλάβει. Γιατί ο δρων δεν έχει πάντα επίγνωση των συνεπειών της δράσης του. Δρα απλώς. Δεν μπορεί να φανταστεί πόσο μπορεί να επηρεάσει κάποιον άλλο – να τον αναδείξει, να τον καρατομήσει, να τον εμποδίσει. Η φράση που αναγνωρίζω εγώ, που εκείνη ίσως δεν θα αναγνώριζε ποτέ, είναι: «Τους άλλους πρέπει να τους συμφέρεις για να επιβιώσεις». Ποτέ δεν την είπε έτσι, αλλά το μήνυμα περνούσε.
Τι μαθαίνεις για τον εαυτό σου όταν βλέπεις τη μνήμη ενός δικού σου ανθρώπου να φεύγει;
Περνάς πολλά στάδια, γι’ αυτό μιλούν και για τα επτά στάδια του πένθους. Το πρώτο είναι η ματαιότητα. Όλα τελειώνουν. Η μόνη βεβαιότητα είναι ο θάνατος. Η ζωή σου φυλάει τα χειρότερα για το τέλος. Και δεν σε προετοιμάζει κανείς. Όταν ξεκίνησε αυτή η πορεία της απώλειας – γιατί με αυτή την ασθένεια η απώλεια είναι μακροχρόνια – πίστευα ότι μπορώ να τη φρενάρω. Το σοκ ήταν όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Ό,τι και να κάνω – γιατροί, φροντίδα, φάρμακα – δεν μπορώ να αναχαιτίσω αυτό που έρχεται. Και εκεί καταλαβαίνεις: δεν μπορείς να ελέγχεις τα πάντα. Το αφήγημα του ελέγχου πάει περίπατο. Πρέπει να ταπεινωθείς. Να αποδεχτείς ότι δεν μπορείς να νικήσεις τον θάνατο.
Και αυτό είναι το πιο δύσκολο για μένα – δεν θέλω να παραιτούμαι. Έχω αντιδραστικότητα στην παραίτηση. Θέλω να παλεύω. Κι ας είναι μάταιο. Γιατί, καμιά φορά, η ζωή φέρνει και θαύματα. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις πότε πρέπει να σπρώξεις και πότε να αφήσεις τα πράγματα να συμβούν. Πάντα τα έσπρωχνα εγώ. Έπρεπε να δημιουργήσω το δικό μου είδος. Δεν μπορούσα να υπάρχω μέσα σε κάτι ξένο. Ίσως ήταν αδυναμία, ίσως ανάγκη για έλεγχο. Όμως αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το μακροπρόθεσμο πένθος – εκεί όπου δεν ελέγχεις τίποτα.
Η επιθυμία είναι πάντα ίδια, να ζήσει. Και προσπαθείς να ελέγξεις ό,τι σε ξεπερνά. Αυτή η ασθένεια είναι ανεξήγητη. Σαν κομπιούτερ που χάλασε – δεν ξέρεις πού είναι το πρόβλημα. Και λες: «Αν ήμουν τώρα 20 χρονών, θα σπούδαζα νευρολογία». Για να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Αλλά και για να προσφέρω. Γιατί η επιστήμη ξέρει ελάχιστα ακόμα για τον εγκέφαλο.
Χάσαμε μία μεγάλη επιστήμονα: την Ελένη Ράντου. (γέλια)
Αν έπρεπε να πω κάτι σε έναν φροντιστή ανθρώπου με την ίδια ασθένεια, δεν θα έλεγα τίποτα. Ό,τι και να μου είπαν, δεν το κατάφερα. Μου έλεγαν: «Μην κάνεις τη ζωή σου αυτήν την ασθένεια, αστη να πηγαίνει πάράλληλα με αυτή». Δεν το κατάφερα. Το μόνο που θα έλεγα: Αν σκεφτείτε μονάδα φροντίδας, να είναι κοντά στο σπίτι σας. Γιατί ο φροντιστής πρέπει πρώτα να φροντίσει τον εαυτό του. Όπως στο αεροπλάνο: πρώτα βάζεις τη μάσκα στον εαυτό σου και μετά στο παιδί σου.
Ποια είναι όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα για τα οποία αξίζει να ζεις;
Η ανεμελιά. Οι στιγμές που ειλικρινά σταματάς να σκέφτεσαι. Έχω κάψει τόσο εγκέφαλο μελέτη, προσπάθεια, δουλειά… Το να αδειάζεις τον εγκέφαλο είναι δώρο στον εαυτό σου. Ένα τέταρτο την ημέρα χωρίς σκέψη. Παλεύω να το κάνω. Τι με χαλαρώνει; Φίλοι, σινεμά, συναντήσεις. Αυτό το reunion με τις κοπέλες, με ξεκούρασε για μια εβδομάδα.
Όταν τελειώσει το «Πάρτι της Ζωής μου», τι θέλεις να μείνει;
Ότι κάποιοι άνθρωποι φωτίστηκαν. Τα βλέμματα στο τέλος της παράστασης – πολλές φορές δεν είναι έτοιμα να χειροκροτήσουν. Έχουν βυθιστεί τόσο. Μένουν ακίνητοι. Κι αυτό με συγκλονίζει. Η αίσθηση ότι ήρθαμε ο ένας κοντά στον άλλον κι ότι φτιάξαμε ένα λιγότερο τοξικό περιβάλλον. Κάποιος μου είπε: «Δεν μπορώ να βρω τα λόγια να πω κάτι. Μόνο μια αγκαλιά». Αυτό είναι η προσφορά. Δεν καταλαβαίνω την τέχνη χωρίς προσφορά. Όχι μόνο εκτόνωση, αλλά βαθιά ψυχική ανακούφιση. Να προσφέρεις ψυχική λύτρωση. Να δίνεις χρόνο ζωής στον θεατή.
Τι σκέφτεσαι όταν μια σειρά που έκανες πριν 25 χρόνια παίζεται ακόμα καθημερινά; Είναι σαν να βλέπεις παλιές φωτογραφίες σου που ζουν σε ξένα σπίτια;
Το “Κωνσταντίνου και Ελένης” τώρα το βλέπω πιο άνετα – γιατί δεν είμαι εγώ. Τότε ήμουν εγώ αλλά δε με άντεχα. Δεν άντεχα τη φωνή μου, την εικόνα μου. Τώρα το βλέπω σαν μια άλλη κοπέλα που είναι πολύ μικρή για να είμαι εγώ. Και τη θαυμάζω. Ήταν πολύ δύσκολο αυτό που έκανα τότε και καθόλου ανάλαφρο. Για την επιδραστικότητα αυτής της σειράς… Παιδιά, συγγνώμη, δεν το έκανα επίτηδες. Δεν ήξερα. Και επειδή απεχθάνομαι την απληστία, ζητώ συγγνώμη που παίζεται κάθε μέρα. Αλλά αν το χρειάζεστε, δεν είναι δική μου ευθύνη.
Πώς διαχειρίζεσαι εσωτερικά το ότι για ένα μεγάλο κομμάτι του κοινού είσαι πάντα “η Ελένη του Κωνσταντίνου”; Σε κουράζει, σε συγκινεί ή και τα δύο
Θα με θύμωνε, αν δεν είχα βρει τη διέξοδο του θεάτρου. Γιατί μου στέρησε πολλές άλλες εκδοχές μου. Δεν ξέρω αν θα ήταν πετυχημένες, αλλά θα τις είχα ψάξει. Τώρα μέσα από το θέατρο μπορώ να μεγαλώνω. Γιατί η “Ελένη” είναι 25 – 30 χρονών. Και τώρα είμαι αλλού. Είναι πολύ άγριο να σε φωνάζουν (οι παραγωγοί) για να δουν πώς έχεις μεγαλώσει. Και να λες γιατί πρέπει να υποστώ ηλικιακό bullying επειδή μια σειρά παίζεται κάθε μέρα;
Αν η Ελένη του τότε συναντούσε την Ελένη του σήμερα;
Θα της έλεγε: «Μείνε έτσι όπως είσαι. Απλώς, πάρε το λίγο πιο χαλαρά. Το ταβάνι είναι χαμηλό και θα χτυπάς το κεφάλι σου».
Είναι πολύ άγριο να σε φωνάζουν για να δουν πώς έχεις μεγαλώσει. Και να λες γιατί πρέπει να υποστώ ηλικιακό bullying επειδή μια σειρά παίζεται κάθε μέρα;

Με ποιο τρόπο σε άλλαξε η μητρότητα; Μόνο για την κόρη σου κλείνεις για μια εβδομάδα το θέατρο.
Σημαίνει ότι σταματάς να είσαι το παιδί. Έχεις ευθύνες. Δεν είσαι πια η προτεραιότητα. Ένας άλλος άνθρωπος είναι το κέντρο. Και παραχωρείς το εγώ σου. Είναι ωραία σφαλιάρα στην ανεμελιά σου, στην παιδικότητά σου. Από εκεί και πέρα, είναι ένας συνεχής αγώνας να είναι ευτυχισμένο το παιδί σου. Χωρίς εγχειρίδιο. Με τα δικά σου όρια, τις αγωνίες σου, την ωριμότητά σου. Αρκεί να είσαι έτοιμος και συνειδητοποιημένος. Υπάρχει και φόβος, υπάρχει και ανασφάλεια — και κυρίως υπάρχει η γνώση ότι κάθε τι που θα πεις έχει αντίκτυπο.
Πόσο δύσκολο είναι να είσαι το παιδί της Ράντου και του Παπακωνσταντίνου;
Εμείς δεν δώσαμε ποτέ στο παιδί μας την αίσθηση πως κάνουμε κάτι ιδιαίτερο, κάτι σημαντικό. Ο μπαμπάς είχε μία δουλειά, η μαμά μια άλλη. Αυτό που της έκανε εντύπωση ήταν οι ώρες που δουλεύαμε — δεν συνάδουν με τις ώρες των άλλων γονιών. Κι αυτό την μπέρδευε, γιατί τα παιδιά δεν θέλουν να διαφέρουν. Θέλουν να ανήκουν, να ενσωματώνονται. Η διαφορετικότητα τα τρομάζει. Η φύση θέλει το κοπάδι. Εκεί νιώθεις ασφάλεια ότι θα επιβιώσεις.
Όταν στο σχολείο την ξεχώριζαν γιατί η μαμά της δούλευε απόγευμα ή γιατί δεν είχε κοινές προσλαμβάνουσες, πέρασε δύσκολα. Όπως και στην παιδική χαρά, που τα παιδιά έτρεχαν πάνω μου — δεν ήθελε να πηγαίνω. Προτιμούσε να την συνοδεύει κάποιος άλλος. Μέσα στο σπίτι, όμως, δεν υπήρχαν «η Ράντου» και «ο Παπακωνσταντίνου». Ήμασταν δύο σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι. Που κουράζονταν, που δούλευαν, που υπέφεραν. Δεν έκαναν το κέφι τους αλλά μια πολύ απαιτητική δουλειά. Και αυτό το μήνυμα το πήρε. Δεν είναι καθόλου ψώνιο. Ξέρει πόσο σκληρή είναι η καλλιτεχνική δουλειά. Και έχει διαλέξει ακόμα πιο δύσκολη: τα οπτικά και τα οπτικοακουστικά. Κάνει animation, δηλαδή δουλεύει με την τεχνολογία. Και πολύ καλά κάνει.
Μέσα στο σπίτι, όμως, δεν υπήρχαν «η Ράντου» και «ο Παπακωνσταντίνου». Ήμασταν δύο σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι. Που κουράζονταν, που δούλευαν, που υπέφεραν.
Υπάρχει κάτι που κάνεις ως μητέρα που έβλεπες στη δική σου και τότε δεν το καταλάβαινες;
Ίσως ναι. Αλλά αυτό που με απασχολεί πιο πολύ είναι ένας φόβος: μήπως κάποια μέρα συνειδητοποιήσεις ότι δεν ξέρεις το παιδί σου. Ότι αυτός ο ολοκληρωμένος άνθρωπος απέναντί σου δεν είναι αυτός που νόμιζες.
Συνέβη και στη σχέση με τη μητέρα σου; Κατάλαβε ποια είσαι;
Νιώθω ότι αυτό ίσως συνέβη και με τη μητέρα μου. Δεν ξέρω αν με κατάλαβε ποτέ. Δεν ξέρω αν πρόλαβε. Έχει χάσει τη μνήμη της εδώ και 8-9 χρόνια.
Γενικά κρατάτε τον γάμο σας πολύ μακριά από τα φώτα. Τελικά, η διακριτικότητα είναι η πιο ροκ πράξη σε μια σχέση;
Η αλήθεια είναι η πιο ροκ πράξη. Αν και, για εμάς, η λέξη “ροκ” δεν λέγεται στο σπίτι. Είμαστε δύο κανονικοί άνθρωποι που δεν βάζουμε ταμπέλες στους εαυτούς μας. Οι άλλοι τις βάζουν.
Υπάρχει κάποιο κοινό σας “τελετουργικό” ή τρόπος επικοινωνίας που κρατάει χρόνια;
Ο Βασίλης έχει εμμονή με κάποιες καθημερινές του συνήθειες. Ώρα τάδε κάνουμε αυτό, ώρα τάδε εκείνο. Εμένα αυτό με τρελαίνει. Η τάξη με τρομάζει. Η αταξία, το δημιουργικό χάος, είναι η αγάπη μου. Αν μου πεις πως κάθε μήνα θα κάνω τα ίδια, μπορεί να με τρελάνει. Αυτό είναι μια γλυκιά διαφωνία. Μια αφορμή να πλακωνόμαστε. Και ξέρεις τι; Η αποδοχή του άλλου είναι η μεγαλύτερη μορφή αγάπης. Να μάθεις να γελάς με αυτό που κάποτε σε εκνεύριζε. Να μη σε δηλητηριάζει. Αυτό είναι στάση ζωής.
Πώς διαχειρίζεστε τα social media και την κριτική;
Έκανα μια ανάρτηση για ένα βιβλίο που πραγματικά μου άρεσε και ήθελα να το προτείνω. Και έγραφα, κανονικά, το μακρύ του και το κοντό του. Αν δεν γελάσεις με την αντίδραση κάποιων, θα σε καταπιεί. Θα γίνεις αμυντικός, θα λογοκριθείς, θα πεις “δεν ξαναμιλάω”. Πολλές φορές κάνω τεστ. Μικρά κοινωνικά πειράματα. Βλέπω πώς αντιδρούν.
Είναι δύσκολο ή απελευθερωτικό να ζεις με έναν άνθρωπο που έχει το ίδιο καλλιτεχνικό μέγεθος αλλά σε άλλο πεδίο;
Μπορεί να είναι και τα δύο, ανάλογα τον άνθρωπο. Με έναν καλλιτέχνη μπορεί να είναι απελευθερωτικό, με άλλον δεσμευτικό, ανταγωνιστικό. Εμείς δεν είμαστε ανταγωνιστικοί τύποι. Είμαστε ασφαλείς με ό,τι κάνουμε.
Τι σε γοητεύει στον Βασίλη τόσα χρόνια μετά;
Η αντίστασή του στην αλλαγή των πεποιθήσεών του. Δεν έχει αφήσει τίποτα να τον αλλάξει με ό,τι κι αν έχει περάσει.Έχει περιφρουρήσει την αθωότητά του με τρόπο αξιοθαύμαστο.
Ποιος ήταν ο αυστηρός γονιός με τη Νικολέτα;
Εγώ περισσότερο. Η μάνα παίζει αυτό τον ρόλο. Ήμουν περισσότερες ώρες μαζί της. Ο Βασίλης, λόγω ενοχών και απουσιών, δεν μπορούσε να είναι αυστηρός. Οι ρόλοι μοιράζονται αναγκαστικά.
Τι κατάλαβες αλλιώς μεγαλώνοντας και που σε απελευθέρωσε;
Ότι πολλές αλήθειες δεν σε απελευθερώνουν. Σε κάνουν πιο δέσμιο, σε βασανίζουν. Όμως, μια σκέψη που σε λυτρώνει είναι πως, ό,τι κι αν κάνεις, θα χάσεις κάποιους ανθρώπους γιατί αυτοί θα έφευγαν έτσι κι αλλιώς. Όχι γιατί φταις. Αλλά γιατί δεν ήταν συμβατοί. Και δεν μπορείς να θεωρείς λάθος την ύπαρξή σου. Πρέπει να την αγαπήσεις. Να συμφιλιωθείς με αυτό που είσαι και να πάψεις να προσπαθείς να χωρέσεις στους άλλους.
Μια σκέψη που σε λυτρώνει είναι πως, ό,τι κι αν κάνεις, θα χάσεις κάποιους ανθρώπους γιατί αυτοί θα έφευγαν έτσι κι αλλιώς. Όχι γιατί φταις. Αλλά γιατί δεν ήταν συμβατοί.
Τι σημαίνει να νιώθει μια γυναίκα «αρκετή» δίχως να αποδεικνύει τίποτα;
Να είσαι αρκετή για σένα. Να δουλεύεις σκληρά, να αγαπάς αυτό που κάνεις και να το κάνεις καλά. Το πώς οι άλλοι θα το δουν είναι δικό τους θέμα. Είναι δικό τους θέμα. Δεν πρέπει να καθρεφτίζεσαι πάνω τους. Να μη χάνεις τον δρόμο σου για να τους ευχαριστείς. Όταν αρχίσεις να λοξοδρομείς, έχεις χάσει τον εαυτό σου.
Ποια είναι τα σχέδιά σου για το καλοκαίρι;
Θέλω να πάω στο σπίτι μου στο Μπράιτον. Να ηρεμήσω. Να πάψω να σκέφτομαι για ένα τέταρτο. Να πάρω απόσταση από την Ελλάδα, για να την αγαπήσω ξανά. Γιατί η Ελλάδα είναι όμορφη αλλά και δύσκολη. Και όταν τη ζεις συνεχώς, σε κουράζει. Θέλω να απομακρυνθώ λίγο, να επιστρέψω με αγάπη. Και τον Οκτώβρη, ξεκινάμε πάλι.
Φωτογραφίες: Ξένια Τσιλοχρήστου/ Penguin Productions