Από τη Λίνα Ρόκου
Βρισκόμαστε με τη Δανάη στο Κολωνάκι ένα ζεστό καλοκαιρινό μεσημέρι. Εχει μόλις επιστρέψει από διακοπές και ετοιμάζεται να ξεκινήσει τα γυρίσματα της «Ηλέκτρας», που συνεχίζει την επιτυχημένη πορεία της στους τηλεοπτικούς δέκτες. Δεν θα εμφανιστεί στο θέατρο, όχι τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους· θα πάρει μια ανάσα, αφού έρχεται από μια πολύ δυνατή σεζόν που, μεταξύ άλλων, περιλάμβανε την εξαιρετική μετάφρασή της στο έργο «Vanya», στο οποίο θριάμβευσε ο Γιώργος Καραμίχος και θα επαναληφθεί από το φθινόπωρο, αλλά και τη σπουδαία συνεργασία της με τη Νία Βαρντάλος στο «Μικρά Ομορφα Πράγματα» στη σκηνή του «Παλλάς».
Ο περισσότερος κόσμος σε ανακάλυψε λόγω της τηλεόρασης, αλλά υπάρχει μια πορεία που προηγείται των τηλεοπτικών εκπομπών και δεν είναι ευρέως γνωστή.
Έχω τελειώσει Αγγλική Φιλολογία στο Καποδιστριακό. Το 2011 έδωσα εξετάσεις και κατάφερα να πάρω την υποτροφία «Αντώνης Παπαδάκης» χάρη στην οποία έφυγα έξω – συγκεκριμένα πήγα στο Λονδίνο.
Πώς ήταν τα χρόνια της Αγγλίας;
Δημιουργικά και δύσκολα, γιατί έφυγα το 2011 από την Ελλάδα, δηλαδή μέσα στην κρίση, αλλά και πολύ όμορφα. Πήγα στο Λονδίνο για να σπουδάσω στο Goldsmiths κάνοντας μεταπτυχιακό στη σκηνοθεσία, το οποίο τελείωσα με άριστα. Εκεί, στο ίδιο μεταπτυχιακό, υπήρχε άλλη μια Ελληνίδα, η Βίκυ Κυριακουλάκου. Ήμασταν το «ελληνικό ντουέτο» του τμήματος. Μέναμε κοντά και πηγαίναμε μαζί στα μαθήματα – φτάναμε σχεδόν πάντα με καθυστέρηση στην τάξη. Γνωριστήκαμε και με άλλους Έλληνες φοιτητές, μαγειρεύαμε πολύ, γελάγαμε πολύ, κλαίγαμε πολύ. Συναντήσαμε επίσης πολλούς καλλιτέχνες από διαφορετικές χώρες, καλλιτέχνες με διαφορετικά υπόβαθρα, και σχηματίσαμε μια ομάδα, τους Ferrando Bridges. Τότε υπήρχε ένα πρόγραμμα στην Αγγλία, που πιθανόν υπάρχει ακόμη, στο πλαίσιο του οποίου ένα εγκαταλειμμένο κτίριο, προκειμένου να μην ερημώσει και καταρρεύσει, παραχωρείται σε μια καλλιτεχνική ομάδα για να στεγάσει τη δουλειά της. Εμάς μας δόθηκε ένα πανέμορφο κτίριο, κάτι παλιά δικαστήρια, στο Blackfriars. Είχαμε την έδρα μας, τα γραφεία μας, παρουσιάζαμε περφόρμανς και εικαστικές εκθέσεις. Ερχόντουσαν φοιτητές και από άλλα πανεπιστήμια, ήταν κάτι απίστευτα δημιουργικό όλο αυτό.

Πώς τα βλέπεις πια όλα αυτά που έζησες τότε;
Ομολογώ ότι σχεδόν τα έχω ξεχάσει γιατί όταν επέστρεψα στην Ελλάδα αυτό που βίωσα ήταν καταστολή. Στην Αγγλία, μεταξύ άλλων, σκηνοθετούσα παραστάσεις – είχαμε παρουσιάσει έργα μας στο Fringe Festival στο Εδιμβούργο. Είχαμε φτιάξει και μια άλλη ομάδα μαζί με τη Βίκυ και άλλα παιδιά που ονομαζόταν Two Thirds Below. Την είχαμε ονομάσει έτσι από τα παγόβουνα, γιατί τα 2/3 τους κρύβονται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Για εμάς σηματοδοτούσε αυτό που βράζει κάτω από κάθε κατάσταση.
Πότε επέστρεψες στην Ελλάδα;
Το 2013, δι’ ασήμαντον αφορμή. Δεν είχα πάρει καν τα πράγματά μου, τα είχα αφήσει στο σπίτι μου στο Λονδίνο. Αποφάσισα όμως, μέσω μιας εσωτερικής διεργασίας, να μην ξαναγυρίσω. Ήταν μια οδυνηρή απόφαση, όμως εντέλει ήταν ό,τι πιο σωστό έχω κάνει. Αλλά ο τρόπος ήταν όντως περίεργος. Δεν αποχαιρέτησα καν τους φίλους μου. Ήταν απότομο όλο αυτό, αλλά το είχα ανάγκη.
Ήξερα πάντα ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός, αλλά το φοβόμουν κιόλας, γι’ αυτό έκανα περιφερειακά πράγματα. Τελικά αποφάσισα να δώσω εξετάσεις σε διάφορες δραματικές σχολές, μπήκα σε κάποιες, αλλά επέλεξα τη σχολή του Θεάτρου Τέχνης με το σκεπτικό ότι το Τέχνης είχε δύο θέατρα, οπότε αν ήμουν καλή θα μπορούσα να δουλέψω σε αυτά. Όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως αλλιώς, αφού δούλεψα στο «φροντιστήριο» του Θεάτρου της Φρυνίχου. Σε αυτή τη θέση, φροντίζοντας ό,τι μπορεί να προκύψει σε μια θεατρική παραγωγή, παρέμεινα τρία χρόνια, αλλά έπαιξα και σε παραστάσεις.
Όμως δεν εργαζόμουν κυρίως ως ηθοποιός, αλλά ως εργάτρια του θεάτρου. Έχω κάνει ανακαίνιση με τα χεράκια μου, το 2014. Έμαθα την μπακαλική του θεάτρου από μέσα. Ηταν τεράστιο σχολείο η Φρυνίχου καθώς ήμουν ο άνθρωπος πίσω από κάθε παράσταση. Γι’ αυτό έχω πολύ μεγάλο σεβασμό στους ανθρώπους που τρέχουν τις παραστάσεις και τους τεχνικούς των συνεργείων της τηλεόρασης και του σινεμά. Τα πονάω τα θέατρα, τα αγαπώ.
Έμαθα την μπακαλική του θεάτρου από μέσα. Ηταν τεράστιο σχολείο η Φρυνίχου καθώς ήμουν ο άνθρωπος πίσω από κάθε παράσταση.
Εχεις κάνει τα πάντα στο θέατρο, όπως καταλαβαίνω.
Δεν έχω κάνει φώτα – ακόμη και ήχο είχα τρέξει σε παραστάσεις τότε. Ημουν υπερκινητική από μικρή. Οταν ερχόντουσαν οι γονείς μου στο σχολείο για να πάρουν βαθμούς, τους έλεγαν οι δάσκαλοι: «Είναι άριστη μαθήτρια, όμως αυτό δεν είναι παιδί, είναι πύραυλος». Βέβαια σιγά-σιγά, δυστυχώς, μου κόπηκαν τα φτερά γιατί έτσι είναι το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Μέχρι την Ε’ Δημοτικού ζούσα στα Πατήσια, αλλά ευτυχώς τότε οι δικοί μου πήραν απόφαση να αναβαθμίσουν την ποιότητα της ζωής μας και μετακομίσαμε στα Χανιά, από όπου κατάγεται η μαμά μου.
Είχα ήδη ξεκινήσει κολύμβηση, αλλά στην Κρήτη έκανα πρωταθλητισμό και αργότερα μεταπήδησα στο καγιάκ. Οπότε όλη αυτή η ενέργεια διοχετεύτηκε κάπου. Το πρόγραμμά μου ήταν πάντα γεμάτο με αθλητισμό και σπουδές, αλλά έκανα και εξόδους με τους φίλους μου. Το έκανα γιατί το γούσταρα και ήταν ρυθμισμένη όλη μου η οικογένεια βάσει αυτού. Οι γονείς μου με είχαν στηρίξει απίστευτα. Τον τελευταίο ένα χρόνο που δεν κάνω τίποτα παρά μόνο ορθοσωμία, γιατί έχω κάποιους μικροτραυματισμούς, μου κακοφαίνεται. Δεν μπορώ καθόλου να κάθομαι. Τα τελευταία χρόνια παλεύω να ευχαριστηθώ και το σπίτι μου, όχι μόνο τις δραστηριότητες εκτός αυτού. Το σπίτι μου δεν με ξέρει. Φέτος μέσα στη σεζόν έκανα τέσσερα διαφορετικά πράγματα στη δουλειά μου.

Και το τελευταίο ήταν η συνεργασία με τη Νία Βαρντάλος στο «Παλλάς».
«Η ζωή είναι αγρίως απίθανη», όπως έχει πει η Μαργαρίτα Καραπάνου. Εκεί που δεν το περιμένεις σου έρχονται απίστευτα πράγματα και εκεί που το περιμένεις δεν έρχονται. Νιώθω ότι έχω ευεργετηθεί, κυρίως από αγνώστους. Αγαπώ πολύ τους φίλους και τους συνεργάτες μου, αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που με έχουν εμπιστευθεί χωρίς να με γνωρίζουν – κι αυτούς τους ευγνωμονώ λίγο παραπάνω. Η Νία Βαρντάλος, όπως αποκάλυψε στη συνέντευξη Τύπου -γιατί ούτε σε εμένα είχε απαντήσει πώς με επέλεξε ενώ την είχα ρωτήσει στις πρόβες-, με είχε δει στις «Αγριες Μέλισσες». Εγώ στη σειρά ξεκίνησα ως τρίτος ρόλος για εξήντα μόνο επεισόδια και τελικά έκατσα τρία χρόνια.
Οπότε ευγνωμονώ τους ανθρώπους από τις «Αγριες Μέλισσες», γιατί τρία χρόνια μετά το τέλος τους ακόμη ευεργετούμαι με έναν τρόπο απροσδόκητο. Και φυσικά ευγνωμονώ τον Γιάννη Κεντ, τον παραγωγό μας, και τη Νία Βαρντάλος με τον συνεργάτη της, τον Σπύρο Κατσαγάνη, για την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν. Είναι ό,τι ωραιότερο έχω κάνει θεατρικά από άποψη συνεργασίας και εμπειρίας και ό,τι πιο επαγγελματικό. Επίσης, ήταν καλοί άνθρωποι και το να συναντάς καλούς ανθρώπους με αγνότητα και γενναιοδωρία είναι ευλογία, γιατί αυτό σου δίνει το εφόδιο να είσαι καλός κι εσύ με τη σειρά σου. Αν εμένα μου φέρονται καλά οι άνθρωποι, οφείλω να το ανταποδώσω κάπου αλλού. Μακάρι να το καταφέρω.
Αντιστοίχως, τις κακές συμπεριφορές που έχω ζήσει στο πετσί μου δεν τις χρειάζομαι, γι’ αυτό και κάνω εδώ και 12 χρόνια ψυχοθεραπεία. Μου έχουν μεταφέρει ότι η Μάγια Λυμπεροπούλου είχε πει ότι οι άνθρωποι δεν σταματούν ποτέ να την εκπλήσσουν και ότι θα πεθάνει με το στόμα ανοιχτό. Σε αυτή την κατάσταση βρίσκομαι κι εγώ εδώ και καιρό. Οι άνθρωποι δεν σταματούν να με εκπλήσσουν, είτε θετικά είτε αρνητικά, αλλά κυρίως αρνητικά.
Το να συναντάς καλούς ανθρώπους με αγνότητα και γενναιοδωρία είναι ευλογία, γιατί αυτό σου δίνει το εφόδιο να είσαι καλός κι εσύ με τη σειρά σου.
Ο εαυτός σου σε εκπλήσσει;
Ναι, βέβαια. Τα αρνητικά μου τα έχω εντοπίσει γιατί κυρίως με αυτά ασχολούμαι δουλεύοντας τον εαυτό μου. Μέσα από τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας ανακαλύπτω τον εαυτό μου. Είναι δώρο να ξέρουμε τι θέλουμε και τι δεν θέλουμε. Η έλλειψη συνέπειας και η απουσία ανάληψης της ευθύνης του εαυτού σου -όταν τις συναντώ- με σοκάρουν. Εμπεριέχει ευθύνη το να πάρεις μια απόφαση και οι άνθρωποι, δυστυχώς, δεν θέλουν ευθύνες. Κι εγώ μεγαλώνοντας έχω μεγαλύτερη συνειδητότητα και ικανότητα αναγνώρισης καταστάσεων σε σχέση με παλιότερα. Σε αυτό εκπαιδεύομαι. Για μένα, το να αναλαμβάνω την ευθύνη για τις αποφάσεις που παίρνω είναι απελευθερωτικό, για άλλους ανθρώπους μπορεί να είναι βασανιστικό. Έχω όμως φάει τα μούτρα μου για να φτάσω μέχρι εδώ. Τα τρία τελευταία χρόνια κατά κάποιον τρόπο το κοντέρ μου μηδενίστηκε. Κάποια στιγμή έμεινα χωρίς δουλειά και παράλληλα έζησα έναν χωρισμό που με επηρέασε πάρα πολύ. Πέρασα διά πυρός και σιδήρου για να κάνω μια επανεκκίνηση σε άλλη βάση. Τα τελευταία τρία χρόνια αποτέλεσαν μια γέφυρα για μια νέα φάση της ζωής μου. Αν δεν φας το κεφάλι σου και αν δεν έχεις φίλους να σε στηρίξουν όσο σου συμβαίνει αυτό, δεν θα μάθεις.
Μέσα από τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας ανακαλύπτω τον εαυτό μου. Είναι δώρο να ξέρουμε τι θέλουμε και τι δεν θέλουμε.
Τι σκέφτεσαι για την ψυχοθεραπεία έπειτα από 12 χρόνια;
Πως είναι ό,τι πιο δύσκολο αλλά και ό,τι πιο ευεργετικό έχω ζήσει.
Δεν κάνουμε εύκολα τέτοιες συζητήσεις, τις περισσότερες φορές υπάρχει μια βιασύνη να πάμε γρήγορα παρακάτω, να προχωρήσουμε.
Υπάρχει η κουλτούρα της αυτοβελτίωσης στην οποία δεν πιστεύω καθόλου. Πιστεύω όμως στις καλές σκέψεις προς τον εαυτό μας, προς το σώμα μας, προς αυτό το σαρκίο που αντέχει και γι’ αυτό πρέπει να του δίνουμε τα εύσημα. Έχω πολλούς τραυματισμούς στο σώμα μου και γι’ αυτό του χρωστώ ευγνωμοσύνη που συμπορευόμαστε. Αλλά δεν πιστεύω ότι όλοι μπορούμε να τα καταφέρουμε όλα.

Με τη δημοσιότητα που ήρθε μαζί με την επιτυχία στην τηλεόραση πώς νιώθεις;
Πήγα το Μάρτιο στο Λονδίνο και είδα την Κέιτ Μπλάνσετ στον «Γλάρο». Της έχω τεράστιο έρωτα, τη λατρεύω, νομίζω ότι είναι η αγαπημένη μου ηθοποιός. Ετσι έκανα αυτό το τρελό, ταξίδεψα για τρεις μέρες ανάμεσα σε παραστάσεις και γυρίσματα και πήγα και την είδα. Ηταν αδιανόητα καλή σε μια παράσταση που δεν με ενθουσίασε. Είναι η μοναδική φορά που έχω περιμένει ηθοποιό να βγει να του μιλήσω και να πάρω αυτόγραφο χωρίς να τον ξέρω. Μετά την παράσταση περιμέναμε πάρα πολύ κόσμος έξω από το καμαρίνι χωρίς να ξέρουμε καν αν θα βγει από αυτό. Τελικά, όχι μόνο βγήκε, αλλά δεν άφησε κανέναν παραπονεμένο. Σε όλους μίλησε, για όλους υπέγραψε αυτόγραφο. Εκεί είδα έμπρακτα τον σεβασμό απέναντι στους ανθρώπους που κάνουν όλο αυτό τον κόπο να έρθουν κάπου να σε δουν. Τους σέβεσαι και τους τιμάς, όπως αντιστοίχως σε σέβονται, σε τιμούν και σε αγαπούν.
Αλλωστε οι άνθρωποι και ο σεβασμός προς αυτούς δεν είναι που κάνουν τη διαφορά;
Ναι, βέβαια. Η ζωή είναι ένας αγώνας. Εγώ θα μνημονεύω πάντα ότι μέσα στη ζωή μου βρέθηκε ο Βασίλης Παπαβασιλείου, που ήταν φάρος στη ζωή πολλών ανθρώπων. Ηταν διανοούμενος, πολύ υποστηρικτικός προς τους άλλους και καθόλου δήθεν. Ο Βασίλης πίστευε πολύ στους αγωνιστές της ζωής. Τον παρακολούθησα στον μονόλογο «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή, θα πεις κι ένα τραγούδι» και εκεί έμαθα πώς πρέπει να υπάρχεις στο θέατρο. Εν τω μεταξύ, όταν βρέθηκα στο «Your face sounds familiar» κάπως τυχαία, ενώ προερχόμουν από underground πράγματα, η πρώτη μίμηση που έκανα ήταν η Λίτσα Διαμάντη. Με είχε δει λοιπόν ο Βασίλης και όταν βρεθήκαμε στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης μου είχε πει ενθαρρυντικά και γελώντας: «Και τη Λίτσα Διαμάντη να κάνεις και την Πόλυ Πάνου και τη Βίκυ Μοσχολιού». Κι αυτό με απελευθέρωσε.
Φωτογραφίες: Βασίλης Φωτίου (D-Tales)