Η Φωτεινή Πελούζο είναι από τα νέα πρόσωπα που μπορείς να πεις με σιγουριά πως έχουν άστρο. Αυτή η κλισέ έκφραση που χαρακτήριζε κάποτε τους ηθοποιούς με προοπτική ισχύει απόλυτα στην περίπτωση της Ελληνοϊταλίδας με μόνιμη έδρα το Παρίσι. Η Φωτεινή έχει ήδη, στα 26 της, πρωταγωνιστήσει σε διεθνείς παραγωγές και σε επιτυχημένα σίριαλ, όπως το «Ζητείται σωτηρία» (Netflix) που της χάρισε ένα βραβείο στα περίφημα Nastro d’Argento (2023). Αυτές τις μέρες ετοιμάζει τη βαλίτσα της για την Κρήτη και τα γυρίσματα της ταινίας «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» σε σκηνοθεσία του πολυβραβευμένου Θοδωρή Παπαδουλάκη, ενώ αναμένεται η ανακοίνωση της συμμετοχής της σε νέες διεθνείς παραγωγές.

Απομένει μόνο να τη γνωρίσει και να την ερωτευτεί το ελληνικό κοινό, κάτι που θα γίνει πολύ σύντομα, καθώς η «Μεγάλη Χίμαιρα», η υπερπαραγωγή της ΕΡΤ, κάνει πρεμιέρα στις οθόνες μας τον Ιανουάριο του 2026.

Καθισμένες στα αναπαυτικά καθίσματα της «Μεγάλης Βρεταννίας», αναπολούμε τις ημέρες των γυρισμάτων της σειράς, σε διαφορετικά σημεία της Ιταλίας και της Ελλάδας. Είχα την τύχη να τα παρακολουθήσω από κοντά, θαυμάζοντας την αντοχή της Φωτεινής σε ακραίες καιρικές συνθήκες και όχι μόνο: η εικόνα της, σε μια ωραία σκηνή χορού σε έναν επιβλητικό πύργο που κάποτε έλεγαν ότι στέγαζε τα μυθιστορηματικά βράδια του Καζανόβα, έκανε όλους τους παρόντες στο γύρισμα να σαστίσουν. Η Φωτεινή είναι η Μαρίνα, πρωταγωνίστρια του ομώνυμου μυθιστορήματος του Καραγάτση, στο οποίο βασίστηκε η σειρά. Δεν είναι απλώς η πιο ακριβή παραγωγή που έγινε ποτέ στην ελληνική τηλεόραση, αλλά και η απόδειξη ότι ένα σίριαλ θα μπορούσε να μοιάζει πραγματικά με φεστιβαλική κινηματογραφική ταινία.

Φωτεινή, φαίνεται να έζησες πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα με τη Μαρίνα, την κεντρική ηρωίδα του Καραγάτση στη Μεγάλη Χίμαιρα. Πώς ήταν η συνεύρεσή σας; Σε δυσκόλεψε;

Η Μαρίνα είναι ένα πολύπλοκο άτομο, όπως όλοι, αλλά με πολλά σκοτεινά σημεία. Είναι ένα πλάσμα τραυματισμένο, ενίοτε και αυτοκαταστροφικό, γιατί αυτό έχει μάθει, δεν ξέρει άλλον τρόπο. Η αλήθεια είναι ότι προτού ερμηνεύσω αυτόν το χαρακτήρα, είχα την αίσθηση ότι πρέπει κανείς να εξερευνά όλες τις πτυχές του ρόλου, αλλά με τη Μαρίνα κατάλαβα ότι ως άνθρωποι δεν μπορούμε να ψάχνουμε πάντα σε βάθος τα σκοτάδια μας. Ούτε εγώ η ίδια δεν μπορώ να το κάνω με τον εαυτό μου. Μπορεί και να είναι καλό, τελικά, να διατηρείται κάποιο μυστήριο. Οπότε ίσως δεν καταλαβαίνω κάποιες αντιδράσεις της, αλλά μου άρεσε που είναι μια γυναίκα που θέλει να εξερευνήσει το σώμα της και να διεκδικήσει τις επιθυμίες της, να πάει παραπέρα και να μορφωθεί – και μάλιστα σε εποχές που όλα αυτά δεν ήταν καθόλου αυτονόητα και οι ελευθερίες ήταν πραγματικά πολύ περιορισμένες.

Πιστεύεις, επομένως, ότι είναι μια ηρωίδα της εποχής μας;

Απολύτως. Ποτέ δεν θεώρησα ότι η «Μεγάλη Χίμαιρα» είναι ένα σίριαλ εποχής. Είναι πολύ σύγχρονο στο βαθμό που μιλάει με αποφασιστικότητα για μια γυναίκα που σπάει τα δεδομένα, που θέλει να διαλύσει τους τοίχους – όχι μόνο αυτούς που έχουν χτίσει οι γύρω της, αλλά και αυτούς που είχε χτίσει η ίδια για τον εαυτό της. Σε τελική ανάλυση, ο συντηρητισμός δεν είναι κάτι που συναντά κανείς μόνο στην Ελλάδα εκείνης της εποχής, αλλά σε πολλές χώρες της Δύσης. Για μένα το Δυτικό βλέμμα και το πνεύμα διατηρεί ένα βαθύ συντηρητισμό, σε πολλά πράγματα, που λανθασμένα θεωρούμε προοδευτισμό. Στην Ανατολή είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα γιατί έχουν άλλη προσέγγιση.

Αλήθεια, έχεις ταξιδέψει στην Ανατολή;

Ναι, γι’ αυτό το λέω. Σε διαφορετικές χώρες και σε διαφορετικά διαστήματα: Ινδία, Βιετνάμ, Κορέα, Ιαπωνία… και επιστρέφω εκεί όποτε μπορώ.

Πώς σε κέρδισε η ηθοποιία; Πότε πήρες συνειδητά την απόφαση να γίνεις ηθοποιός;

Να πω την αλήθεια, κατά κάποιον τρόπο, προέκυψε. Ηταν μια σειρά από συγκυρίες που με οδήγησαν εκεί. Oταν ήμουν ακόμα μαθήτρια, στα 15 μου, έτυχε να περάσω δοκιμαστικό σε ένα street casting, σε έναν κινηματογράφο υπό κατάληψη. Επειδή τύγχανε να ξέρω κάποιους φίλους, συμμετείχα σχεδόν αυθόρμητα στο κάστινγκ και ο σκηνοθέτης που με είδε με πήρε μετά τηλέφωνο επιμένοντας ότι έχω ταλέντο και ότι άξιζε τον κόπο να συνεχίσω. Eτσι άρχισαν όλα, επειδή το όνομά μου υπήρχε στη λίστα των κάστινγκ. Στα 17 βρέθηκα να συμμετέχω στο πρώτο μου μεγάλο πρότζεκτ. Hταν ωραία εμπειρία και μάλιστα χωρίς καν ατζέντη, κάτι που δεν συμβαίνει σχεδόν ποτέ στην Ιταλία. Ευτυχώς, στην πορεία εξασφάλισα συνεργασία με πρακτορείο και όλα βρήκαν κατά κάποιον τρόπο το δρόμο τους. Παράλληλα, συνέχισα τις σπουδές μου στα Οικονομικά γιατί ήθελα να σπουδάσω, ήταν ένα όνειρο που είχα από μικρή. Ωστόσο αποδείχτηκε εξαντλητικό κι έτσι αναγκάστηκα κάποια στιγμή να διαλέξω. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι χωρίς τα οικονομικά μπορώ να ζήσω, χωρίς την υποκριτική όχι.

Πώς ήταν να συμμετέχεις σε μια διεθνή συμπαραγωγή όπως η «Μεγάλη Χίμαιρα» της ΕΡΤ; Πώς ήταν η σχέση σου με τους Ελληνες συμπρωταγωνιστές σου;

Ευτυχώς είχα εμπειρία σε διεθνείς συμπαραγωγές και στη σύμπραξη ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες: είχα παίξει στη σειρά «Greek Salad», επίσης διεθνής παραγωγή, όπου έτυχε να γνωρίσω τον Δημήτρη Κίτσο, τον συμπρωταγωνιστή μου στη «Μεγάλη Χίμαιρα». Είναι ο άνθρωπος που με βοήθησε πολύ στα γυρίσματα της υπερπαραγωγής της ΕΡΤ, αφού είμαστε φίλοι, κάνουμε διακοπές μαζί και ήμασταν πραγματικά ευτυχείς που συνεργαζόμασταν. Νομίζω ότι αν δεν ήταν έτσι οι ανθρώπινες σχέσεις, τόσο ανάμεσα στους ηθοποιούς όσο και στους ανθρώπους του συνεργείου, που ήταν πραγματικά καταπληκτικοί, ίσως να μην τα είχαμε καταφέρει. Γιατί οι δυσκολίες ήταν πολλές, όπως και οι αναβολές, και η μεταξύ μας σχέση έπαιξε σπουδαίο ρόλο.

Ωραία, γιατί έτσι απέκτησες οικειότητα και με τους υπόλοιπους συμπρωταγωνιστές, έτσι δεν είναι; Πώς ήταν το κλίμα;

Υπέροχο, γι’ αυτό, όπως είπα, τα καταφέραμε. Τον Ανδρέα (σ.σ.: Κωνσταντίνου) δεν τον ήξερα, αλλά με ξάφνιασε ευχάριστα. Στ’ αλήθεια αιφνιδιάστηκα με τον τρόπο που εξερευνούσε το ρόλο, το πώς εμβάθυνε θέλοντας να πάει παραπέρα. Ταυτόχρονα, όμως, επειδή είναι παρορμητικός ως χαρακτήρας, χαιρόταν σαν μικρό παιδί κάθε φορά που κατάφερνε να χτίσει μια σχέση πάνω στους ρόλους που ερμηνεύαμε. Είναι ένα παιδί με βαθιά ενσυναίσθηση και ευαισθησία και με βοήθησε πολύ. Τεράστια εκτίμηση τρέφω, επίσης, στην Καρυοφυλλιά Καραμπέτη που μου έκανε εντύπωση από την πρώτη στιγμή που την είδα να μπαίνει στο χώρο. Πραγματικά, είναι μια γυναίκα που δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της, έχει μια αύρα και μια ενέργεια μαγνητική. Μπορεί στην αρχή να μου φάνηκε αυστηρή, κυρίως γιατί αυτό πρόσταζε τη δεδομένη στιγμή ο ρόλος, αλλά μετά ήταν μια αποκάλυψη: τρυφερή και γεμάτη αισιοδοξία. Μου φάνηκε επίσης πολύ σημαντικό που μια γυναίκα με τέτοια εμπειρία ήθελε να συζητάμε και να αναζητούμε μαζί άλλους δρόμους αναφορικά με τους ρόλους μας και τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις.

Θυμάμαι αυτή την τελειότητα της απλότητας, τα μεσημέρια όπου ξαπλώναμε για ώρες χωρίς να κάνουμε τίποτα, με μια βαρεμάρα τόσο δημιουργική που δεν ήθελες να κάνεις τίποτα για να την αποφύγεις. Το μόνο κίνητρο δράσης ήταν η θαλασσα, η άμμος, τα βότσαλα – το βασίλειό μας.

Έχεις μιλήσει, επίσης, με τα καλύτερα λόγια για τα μέρη όπου έγιναν τα γυρίσματα, που ήταν σχεδόν πάντα πολύ όμορφα. Αλήθεια, πιστεύεις ότι βοηθάει η ομορφιά;

Αναμφίβολα η ομορφιά τα κάνει όλα καλύτερα και προσωπικά βρήκα κάποια μέρη όπως τη Σύρο πολύ πιο επιβλητικά και ωραία από κοντά απ’ ό,τι τα περίμενα. Πολλές φορές μπορούμε να βρούμε την ομορφιά σε μέρη και σε πράγματα που κάποιοι θεωρούν άσχημα. Είναι σχετικό λοιπόν το πού βρίσκει κανείς την ομορφιά. Μου έχει τύχει να ζήσω στιγμές σπάνιας ομορφιάς σε μέρη που δεν θα πήγαινε κανείς ποτέ. Θυμάμαι κάποια στιγμή να περνάω με το ποδήλατο από ένα πάρκο στη Σεούλ, κάτω από κάτι θεόρατες γέφυρες και ένα Auto root -δρόμο μεγάλης ταχύτητας-, ένα μέρος αδιανόητης ασχήμιας, αλλά εγώ σταμάτησα. Τότε είδα κάποιες κυρίες να κάθονται κάτω από τις τεράστιες γέφυρες και να απολαμβάνουν το πικ νικ τους αδιαφορώντας για ό,τι άσχημο υπήρχε γύρω τους. Φαίνονταν τόσο χαρούμενες και ευτυχισμένες, τόσο απορροφημένες στην παρέα τους, το μοίρασμα, που σκέφτηκα ότι αυτή η στιγμή ήταν πραγματικά σπάνιας ομορφιάς. Δεν ήταν ο Πύργος του Αϊφελ, ούτε κάποιο αξιοθέατο, αλλά το μέρος και η συγκεκριμένη σκηνή είχαν τέτοια αμεριμνησία και γοητεία που τα φέρω μέσα μου για πάντα.

Διακατέχομαι κι εγώ από την αίσθηση -που μάλλον είναι κοινή σε όλη τη Μεσόγειο- ότι υπάρχει κάτι άγνωστο εκεί έξω, που κάποια στιγμή θα ενσκήψει ξαφνικά πάνω μας σαν τραγική μοίρα, γιατί έτσι είναι η ζωή.

Ποια άλλη μνήμη έχει αποτυπωθεί μέσα σου για πάντα;

Σίγουρα είναι η Ελλάδα των παιδικών μου χρόνων, όταν επισκεπτόμασταν τα νησιά με την οικογένειά μου. Θυμάμαι συγκεκριμένες σκηνές με την αδελφή μου από τις καλοκαιρινές μας διακοπές στη Χίο και τη Σκύρο, που είναι και οι τόποι καταγωγής μας. Ειδικά η Σκύρος δεν είχε τίποτα εκείνα τα χρόνια, ούτε καν φως και ζεστό νερό – τουλάχιστον όχι στο σπίτι μας· ήμασταν μόνο εμείς και η θάλασσα, όπου βουτούσαμε με μανία. Τη θυμάμαι αυτή την τελειότητα της απλότητας, τα μεσημέρια όπου ξαπλώναμε για ώρες χωρίς να κάνουμε τίποτα, με μια βαρεμάρα τόσο δημιουργική που δεν ήθελες να κάνεις τίποτα για να την αποφύγεις. Το μόνο κίνητρο δράσης ήταν η θαλασσα, η άμμος, τα βότσαλα – το βασίλειό μας. Ολα αυτά είναι, επομένως, που με συστήνουν ως άνθρωπο και αυτή η αθωότητα έχει αποτυπωθεί μέσα μου για πάντα. Είναι κάτι που δεν ξαναβρήκα ποτέ με αυτόν τον τρόπο, ίσως γιατί ο κόσμος ήταν διαφορετικός είκοσι χρόνια πριν, ίσως γιατί τότε ένιωθα και ήμουν το πιο ανέμελο πλάσμα στον κόσμο έχοντας αυτό που επιθυμώ πραγματικά: το παιχνίδι, την οικογένεια, το καλοκαίρι, την Ελλάδα, τη γιαγιά μου.

Η γιαγιά σου είναι Ελληνίδα;

Ηταν Ελληνίδα, ναι, αλλά δεν ζει πια. Ηταν η Ελληνίδα Γιαγιά με Γ κεφαλαίο, η απόλυτη εικόνα της γιαγιάς για μένα.

Ποια, αλήθεια, ελληνικά στοιχεία κρατάς ως Ελληνοϊταλίδα;

Νομίζω ότι μεγάλωσα με τα ελληνικά τραγούδια που μοιάζουν δραματικά, αλλά είναι απολύτως ευχάριστα. Μπορούν πραγματικά να εκφράζουν ό,τι πιο ακραία στενάχωρο νιώθει κανείς, αλλά το κάνουν με μια τέτοια αθωότητα που είναι πραγματικά ωραία – ακόμη και παρηγορητική. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτά τα κομμάτια με επηρέασαν πολύ, όπως και οι αρχαίοι μύθοι. Ολα αυτά έχουν αποτυπωθεί εξίσου μέσα μου, όπως και οι αναμνήσεις από τη γιαγιά μου. Διακατέχομαι κι εγώ από την αίσθηση -που μάλλον είναι κοινή σε όλη τη Μεσόγειο- ότι υπάρχει κάτι άγνωστο εκεί έξω, που κάποια στιγμή θα ενσκήψει ξαφνικά πάνω μας σαν τραγική μοίρα, γιατί έτσι είναι η ζωή. Πρόκειται για μια αίσθηση που βλέπω να επικρατεί στην Ελλάδα, περισσότερο απ’ ό,τι στην Ιταλία, ακόμη και σήμερα και, παρότι την έχω απωθήσει, υπάρχει μέσα μου σαν αδιόρατη φοβία.

Μήπως αυτό σε κάνει περισσότερο απαισιόδοξη; Πώς βλέπεις, αλήθεια, όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας;

Όταν τελείωσα το Λύκειο ήμουν εντελώς αδιάφορη για την πολιτική – είχα άλλα πράγματα στο μυαλό μου. Κάτι όμως άλλαξε μέσα μου τα τελευταία χρόνια και νιώθω ότι πρέπει να ξαναστραφώ σε όσα συμβαίνουν γύρω μου. Αισθάνομαι μάλιστα ότι έχω υποχρέωση να παραμείνω αισιόδοξη, όπως πιστεύω ότι οφείλουν να κάνουν και οι συνομήλικοί μου: έχουμε χρέος και ευθύνη όχι μόνο να αλλάξουμε τα πράγματα, αλλά και να επιμένουμε στην αισιοδοξία. Παρότι η παγκόσμια συγκυρία και η κατάσταση της ανθρωπότητας με απογοητεύουν βαθιά, αυτό που με φοβίζει περισσότερο είναι η παραίτηση, ειδικά των νέων. Γιατί εμείς είμαστε εκείνοι που πρέπει να αναλάβουμε όσα δεν κατάφεραν να κάνουν οι γονείς μας. Γι’ αυτό πιστεύω ότι οφείλω να παραμείνω αισιόδοξη και να κρατήσω μια στάση που δεν θα φοβηθεί ούτε τη δημόσια παρέμβαση ούτε δράσεις που κάποιοι ίσως χαρακτηρίσουν ακόμη και «επαναστατικές».

ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ: Μάριος Σαγιάς

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below