Από τη Λίνα Ρόκου
Η Λουκία Μιχαλοπούλου διαθέτει φινέτσα. Είναι ο τρόπος που εκφράζεται, η οπτική της για τα πράγματα, η προσέγγισή της στο θέατρο και εν γένει στη ζωή που χαρακτηρίζεται από την ουσιαστική κομψότητα των βαθιά καλλιεργημένων ανθρώπων, των ανθρώπων που διαθέτουν την τόλμη να βουτήξουν με όλο τους το είναι σε όσα καταπιάνονται και ταυτοχρόνως την ευαισθησία να αφουγκράζονται και να σέβονται τους γύρω τους.
Ξεκινάτε την παρουσίαση της «Ηλέκτρας» από την Επίδαυρο στις ٤ Ιουλίου. Πώς νιώθεις;
H πρεμιέρα μας είναι στην Επίδαυρο, που από μόνη της έχει για τον καθένα μας ένα ειδικό βάρος, καλλιτεχνικά, προσωπικά, κοινωνικά. Η περιοδεία όμως που ακολουθεί είναι ένα πολύ μεγάλο στοίχημα. Για μένα αυτό το στοίχημα είναι ακόμη μεγαλύτερο και από εκείνο της Επιδαύρου.
Ποιο είναι το στοίχημα της περιοδείας;
Το πώς μια παράσταση συντηρείται και το πώς κρατάς μια ομάδα ζωντανή σε δύσκολες συνθήκες. Βρισκόμαστε μακριά από τα σπίτια μας, είμαστε συνεχώς στο δρόμο αλλάζοντας πόλεις, θέατρα -πολλά από τα οποία δεν διαθέτουν σωστές υποδομές-, πρέπει να κρατήσουμε τα σώματά μας υγιή, τις φωνές μας δυνατές. Κάθε μέρα είναι μια πρεμιέρα. Γι’ αυτό και η εβδομάδα που περάσαμε όλοι μαζί στην Ανδρο ήταν μια πολύ καλή πρόβα συνύπαρξης για την περιοδεία. Πήγε πολύ καλά, καθώς πρόκειται για μια εξαιρετική ομάδα ηθοποιών αλλά και ανθρώπων – ειλικρινά, δεν ξέρω ποιο βάζω πρώτο πια. Λειτουργήσαμε ως ομάδα κι αυτό είναι άλλο ένα ταλέντο του Δημήτρη Τάρλοου, που καταφέρνει να συγκεντρώσει ηθοποιούς οι οποίοι μπορούν μαζί να λειτουργήσουν ομαδικά, κάτι που δεν είναι αυτονόητο.

Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Δημήτρη Τάρλοου;
Ο Δημήτρης έχει καταφέρει να δημιουργήσει στο «Πορεία» μια εστία, από αυτές που υπήρχαν και παλιότερα -όπως για παράδειγμα το «Αμόρε» ή το θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή-, οι οποίες αποτελούν για τους ηθοποιούς που μόλις αποφοιτούν από τη σχολή μια πυξίδα για το πού αξίζει να πας. Αυτό που έχει δημιουργήσει ο Δημήτρης έχει ταυτότητα, έχει συνέπεια και κατ’ επέκταση είναι πολύ σημαντικό. Όλοι μας -και ηθοποιοί και θεατές- έχουμε ανάγκη θέατρα που δεν είναι σούπερ μάρκετ. Παρακολουθώ χρόνια τις δουλειές του Δημήτρη, τον εκτιμώ αλλά δεν γνωριζόμασταν και τώρα είναι η πρώτη φορά που συνεργαζόμαστε.
Αυτό που δεν περίμενα είναι ότι νιώθω σαν να έχουμε ήδη δουλέψει πολλές φορές μαζί, κι αυτό είναι πολύ θετικό γιατί νιώθω εμπιστοσύνη παρότι λόγω συγκεκριμένου χρονικού πλαισίου προετοιμασίας δεν είχαμε πολύ χρόνο για να χτίσουμε μια τέτοια σχέση – κι όμως έγινε. Ο Δημήτρης με έναν όμορφο τρόπο, που δεν τον συναντάς εύκολα, σε κάνει συν-δημιουργό, γεγονός βαθιά συγκινητικό και βαθιά έξυπνο. Αυτή είναι μια ευτυχισμένη στιγμή. Δεν ξέρω τι θα καταφέρουμε. Ολοι οι συντελεστές δεν θεωρούμε αυτονόητο το αποτέλεσμα, αλλά πραγματικά κάνει ο καθένας μας ό,τι καλύτερο μπορεί, πράγμα που επίσης δεν συναντάς εύκολα.
Ευτυχισμένη στιγμή ήταν και η αμέσως προηγούμενη δουλειά σου στο θέατρο, στις «Τρεις ψηλές γυναίκες» σε σκηνοθεσία Μπομπ Γουίλσον.
Πολύ σωστά. Αυτή ήταν μια πολύ ισχυρή εμπειρία. Συνεργάστηκα με έναν τεράστιο καλλιτέχνη, με έναν καλλιτέχνη που όντως το θέατρο είναι η ζωή του και δύο υπέροχες και απίστευτα γενναιόδωρες θεατρίνες, τη Ρένη Πιττακή και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη – και φυσικά τον Αλέξη Φουσέκη. Είναι πολύ δύσκολο το επόμενο βήμα, ύστερα από μια τόσο δυνατή εμπειρία. Νιώθω τρομερή ευγνωμοσύνη που βρέθηκα με τον Δημήτρη που πραγματικά καίγεται γι’ αυτό που κάνει.
Βρισκόμαστε μακριά από τα σπίτια μας, είμαστε συνεχώς στο δρόμο αλλάζοντας πόλεις, θέατρα -πολλά από τα οποία δεν διαθέτουν σωστές υποδομές-, πρέπει να κρατήσουμε τα σώματά μας υγιή, τις φωνές μας δυνατές. [Στην περιοδεία] κάθε μέρα είναι μια πρεμιέρα.
Ποια είναι η σκηνοθετική προσέγγιση στην «Ηλέκτρα», όπως θα την παρουσιάσετε;
Ότι όλα όσα διαδραματίζονται μοιάζει να συμβαίνουν μέσα στο κεφάλι της Ηλέκτρας. Θα τονιστεί αυτό το στοιχείο, δίνοντας την εντύπωση πως ό,τι βλέπουμε είναι, ενδεχομένως, ένα όνειρό της. Δεν μπορούμε λοιπόν να είμαστε σίγουροι ότι όντως συμβαίνει, αλλά ισχύει αυτό που ισχύει και στα όνειρα, δηλαδή ότι όταν τα βλέπουμε μας δίνουν την εντύπωση ότι πραγματικά τα ζούμε.
Επίσης, τα όνειρα είναι άχρονα και χαρακτηρίζονται από ασυνέπεια. Για παράδειγμα, μπορείς να δεις τη μητέρα σου αλλά το πρόσωπό της να είναι μιας φίλης σου. Οι συνειρμοί των ονείρων είναι έντονοι και περίεργοι.
Οι συνειρμοί οδηγούν σε μια ελευθερία;
Σε μια περίεργη ελευθερία αλλά και σε ένα εφιάλτη γι’ αυτόν που τους βιώνει γιατί δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει, δεν ξέρει τι θα ακολουθήσει.
Φροντίζεις διαφορετικά τον εαυτό σου κατά την περίοδο προετοιμασίας μιας παράστασης;
Συνηθίζω να παίρνω πολύ νωρίτερα το κείμενο για να έχω το χρόνο και το χώρο που χρειάζομαι. Είναι κάτι που το κάνω πάντα. Επιδιώκω δηλαδή να ασχοληθώ από νωρίς με το κείμενο και να αποκτήσω μαζί του μια προσωπική σχέση. Θέλω η προσωπική μου δουλειά με το κείμενο να ξεκινάει προτού ακόμη μάθω από το σκηνοθέτη το όραμά του. Νομίζω ότι επιβάλλεται η δημιουργία αυτής της σχέσης με το κείμενο, η οποία δεν χρειάζεται να επικοινωνηθεί σε κάποιον άλλον. Είναι μια σχέση την οποία δεν μπορεί να την πειράξει κανένας και που κανένας δεν μπορεί να σου την πάρει. Αποτέλεσμα αυτής της σχέσης είναι η εκμάθηση του κειμένου αλλά στον πυρήνα της βρίσκεται η ανακάλυψη του γιατί και πώς η μία λέξη διαδέχεται την άλλη.
Είναι ο τρόπος σου να μαθαίνεις το κείμενο;
Ναι, γιατί πρέπει να καταλάβω εγώ, μέσα μου, το γιατί η μία λέξη διαδέχεται την άλλη. Αν το καταλάβω, αποκτώ μια σχέση με αυτό που λέω. Καθώς περνάει ο χρόνος, μοιάζει αυτό που λες να είναι όντως δικό σου, ότι δεν είναι κάτι που σου έβαλαν στο στόμα να πεις, αλλά είναι κάτι που εσύ βγάζεις από μέσα σου, ότι είναι ένας ήχος που οργανικά προκύπτει από σένα. Αλλωστε έτσι αντιλαμβάνομαι τις λέξεις, ως ήχους που βγαίνουν από μέσα μου και όχι ως φορεμένες εκφράσεις.
Στην πραγματικότητα, όλη μου η ζωή είναι μια διαρκής προσπάθεια δημιουργίας προσωπικής σχέσης με τα κείμενα. Δεν μπορώ να σου πω με σαφήνεια περιόδους πού αυτό ξεκινάει ή τελειώνει. Το μόνο που αλλάζει είναι ότι την κατά την περίοδο των παραστάσεων αγχώνομαι μην τυχόν και αρρωστήσω.
Κι αν συμβεί αυτό;
Το θέατρο είναι ένα περίεργος τόπος. Ακόμη και μια ασθένεια, δεν μιλάω για κάτι πολύ σοβαρό βέβαια, μπορεί να σε βοηθήσει να βρεις άλλους τρόπους. Μια δυσκολία μπορεί να σε κάνει να λειτουργήσεις κάπως που δεν είχες καν φανταστεί – κι αυτό είναι ενδιαφέρον. Παρ’ όλα αυτά, το να μην αρρωστήσω παραμένει η μεγαλύτερη αγωνία μου κατά τη διάρκεια των παραστάσεων. Η αλήθεια είναι ότι όταν ξεκινούν οι παραστάσεις κάτι αλλάζει σε μένα. Μου το έλεγε και η Ρένη (σ.σ.: Πιττακή) πως το θέατρο είναι μια παράξενη φυλακή.
Από ποια άποψη;
Από την άποψη ότι καθημερινά το βέλος της πυξίδας σου δείχνει προς την παράσταση. Το πώς θα είμαι ως Λουκία εξαρτάται πάρα πολύ από το πώς θα πάει η παράσταση. Σε όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας αλλά και της περιόδου που έχουν ξεκινήσει οι παραστάσεις οφείλω να είμαι συγχρόνως πολύ δυνατή και πολύ ανοιχτή. Δίνω το σώμα μου και την ψυχή μου στο έργο και στους θεατές.
Με τα χρόνια έχεις μάθει να διαχειρίζεσαι καλύτερα αυτή τη συνθήκη;
Το θέατρο είναι μια κατάσταση που με καθορίζει, μια κατάσταση που όταν δεν τη ζω νιώθω μετέωρη, νιώθω σαν να μη ζω. Προετοιμάζομαι με όλο μου το είναι για το θέατρο. Δεν μπορώ να διανοηθώ τη ζωή μου χωρίς αυτή την περίεργη «φυλακή», και σε αυτήν εγώ βρίσκω την ελευθερία μου. Αυτή η αντίφαση είναι πολύ μεγάλη ιστορία.

Νιώθεις πιο κοντά στον εαυτό σου όταν παίζεις;
Νιώθω σαν να παίρνω σχήμα ενώ στη ζωή έχω μια περίεργη αμηχανία. Στη σκηνή αισθάνομαι ότι βρίσκω τον πυρήνα μου. Είναι κάτι πολύ παράξενο, αλλά δεν γίνεται αλλιώς· για μένα, τουλάχιστον, δεν γίνεται αλλιώς.
Είναι σημαντικό το ότι ξέρεις πού ανήκεις;
Δεν είναι μόνο σημαντικό, είναι τεράστιο δώρο. Χαίρομαι πολύ που δεν έχει αλλάξει τίποτα στη σχέση μου με το θέατρο. Είναι μια σχέση που φροντίζω να τη συντηρώ, βέβαια.
Πώς;
Προσπαθώ να κάνω επιλογές που ξέρω ότι δεν θα κλονίσουν την πίστη μου σε αυτή τη σχέση. Πιστεύω πάρα πολύ στις συναντήσεις, στις συναντήσεις με τους ανθρώπους, με τα ίδια τα έργα που όταν είναι σημαντικά -ακόμη και καλή να μη βγει η παράσταση- ξέρεις ότι έκανες ένα βήμα μπροστά.
Συντηρείς λοιπόν το παιγνιώδες αυτής της σχέσης;
Εντελώς. Είναι κάτι που δεν τελειώνει, είναι αυτό που σε κρατάει ζωντανό.
Εκτός θεάτρου ποια είναι τα επόμενα βήματά σου;
Την ερχόμενη σεζόν θα παρουσιαστεί στο MEGA μια δουλειά την οποία πιστεύω πολύ. Δεν κάνω εύκολα τηλεόραση, αλλά εδώ πρόκειται για μια πολύ ωραία συγκυρία. Η σειρά τιτλοφορείται «Οι αθώοι» και βασίζεται στην αριστουργηματική νουβέλα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, «Ο κατάδικος». Είναι εξαιρετική η μεταφορά που έχει κάνει στο σενάριό της η Ελένη Ζιώγα και η σκηνοθεσία είναι του Νίκου Κουτελιδάκη. Χαίρομαι τόσο που γνώρισα τον Γιάννη Νιάρρο, με τον οποίο στη σειρά υποδυόμαστε ένα ζευγάρι, γιατί είναι υπέροχος συνεργάτης. Είναι μια παραγωγή κινηματογραφικών προδιαγραφών. Φαντάσου ότι μπορεί να γυρίζαμε μία μόνο σκηνή σε μία ολόκληρη μέρα. Αυτή η πολυτέλεια στην τηλεόραση δεν είναι καθόλου αυτονόητη.
Υπάρχουν στοιχεία στην καθημερινότητά σου που γίνονται εργαλεία της δουλειάς σου;
Φυσικά. Μου αρέσει πολύ να περπατάω, πάω σχεδόν παντού με τα πόδια. Η παρατήρηση είναι ένα πολύ μεγάλο εργαστήρι στο θέατρο και όχι μόνο. Παρατηρώ τους ανθρώπους, παρατηρώ τα πάντα γύρω μου. Μπορείς έτσι να νιώσεις αν υπάρχει ένταση στον αέρα, αν υπάρχει ανησυχία. Παλιότερα περπατούσα ακούγοντας μουσική με ακουστικά στα αυτιά. Eχω πια εγκαταλείψει αυτή τη συνήθεια γιατί είναι επικίνδυνο μέσα στην κίνηση και τα αυτοκίνητα. Eτσι, πλέον, εστιάζω στους ήχους της πόλης. Παρατηρώ ότι η πόλη έχει αλλάξει πολύ μετά την καραντίνα. Ενώ πια δεν είμαστε μέσα στα σπίτια μας αλλά έξω, νομίζω ότι κρατάμε με νύχια και με δόντια αυτό το μέσα – και μεταφορικά και κυριολεκτικά. Νιώθω ότι ο καθένας μας είναι κλεισμένος στον εαυτό του και στο καβούκι του. Ωστόσο, με τις πρόσφατες συγκεντρώσεις για τα Τέμπη ο κόσμος βγήκε από τα σπίτια του και είδαμε μία από τις μαζικότερες κινητοποιήσεις των τελευταίων δεκαετιών. Ευτυχώς. Το ότι τόσος κόσμος βγήκε στους δρόμους για τα Τέμπη είναι τρομερά αισιόδοξο.
Στη σκηνή αισθάνομαι ότι βρίσκω τον πυρήνα μου. Είναι κάτι πολύ παράξενο, αλλά δεν γίνεται αλλιώς· για μένα.
Θυμάμαι σε μια παλιότερη συνέντευξη που είχαμε κάνει μαζί είχες αναφέρει ότι στα 17 σου είχες γράψει γράμμα στον Λαρς φον Τρίερ. Τώρα σε ποιον θα έγραφες;
Δεν μου απάντησε ποτέ φυσικά. (γέλια) Ενα κομμάτι του εαυτού μου θα έγραφε στον Βέλγο σκηνοθέτη Ιβο βαν Χόφε, για τον οποίο τρελαίνομαι. Ενα άλλο κομμάτι μου θα έγραφε στον εαυτό μου για να του πω «Λουκία, να έχεις λιγότερη αγωνία για τη ζωή και περισσότερη χαρά και ανεμελιά». Εχω εξασκηθεί πολύ στο να είμαι δημιουργική, πειθαρχημένη, καλή μαθήτρια, αλλά η ανεμελιά ακόμη μου διαφεύγει.
Φωτογράφος: Γιώργος Μαυρόπουλος