Τη συναντήσαμε λίγη ώρα αφού είχε αφήσει την κόρη της στο σχολείο σε ένα καταπράσινο καφέ κοντά στο σπίτι της. Ένα πρωινό, που όπως μας εκμυστηρεύτηκε, δεν ήταν ήρεμο, αφού η κόρη της έκλαιγε για να μείνει στο σπίτι μαζί της. Ωστόσο, εκείνη, παρά την ταραχή της, ήταν γελαστή και φρέσκια και μας χαιρέτισε με αυτό το χαμόγελο που έχει καθηλώσει το κοινό.
Μπορεί μέσα από τους τηλεοπτικούς της ρόλους της να μοιάζει απόμακρη ή αυστηρή, αλλά η Μαρκέλλα Γιαννάτου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «η χαρά της ζωής». Ανοιχτή, πρόθυμη και ευγενική σε κάνει να νιώθεις άνετα, απαντά στις ερωτήσεις με αμεσότητα, συγκροτημένο λόγο και ειλικρίνεια και στο τέλος της κουβέντας αισθάνεσαι σαν να συνάντησες μια καλή σου φίλη.
Μερικές ημέρες πριν από την πρεμιέρα της θεατρικής παράστασης που συμμετέχει φέτος μας μιλά για όλα: τις έννοιες της απώλειας, του χρόνου και της παρουσίας, τη δύναμη της ενσυναίσθησης, την αξία της συνεργασίας αλλά και την εσωτερική αλήθεια που αναζητά πίσω από κάθε ρόλο.
Τη νέα θεατρική σεζόν, επιστρέφει στη σκηνή με το έργο «Πριν ανοίξουμε φτερά», ένα τρυφερό, αλλά και βαθιά υπαρξιακό κείμενο που ακροβατεί ανάμεσα στη μνήμη, την αγάπη και την απώλεια. Δίπλα στον Δημήτρη Καταλειφό, υπό τη σκηνοθετική ματιά της Άννας Μαρίας Παπαχαραλάμπους, ερμηνεύει έναν ρόλο που απαιτεί αφοσίωση και ευαισθησία.
Το έργο «Πριν ανοίξουμε φτερά» πραγματεύεται τη φθορά της μνήμης και την απώλεια. Πώς προσέγγισες συναισθηματικά αυτό το υλικό; Σε τρομάζει κάτι από τα δύο περισσότερο;
«Νομίζω ότι αυτό που πραγματεύεται περισσότερο το έργο είναι η αγάπη. Σε πρώτο πλάνο έρχεται το ζήτημα της αγάπης. Μιλά για ένα ζευγάρι που έχει αγαπηθεί πολύ και πώς αυτό το ίδιο ζευγάρι αντιμετωπίζει την απώλεια και τη φθορά της μνήμης .
Όταν πρωτοδιάβασα το έργο μου έβγαλε μια πολύ μεγάλη τρυφερότητα και επειδή δεν είχα καμία σχέση με το ζήτημα της απώλειας μνήμης και την ασθένεια αυτή της άνοιας αρχικά, ήταν περισσότερο περιέργεια παρά συναισθηματισμός. Το μαθαίνω όσο προχωράει – ψάχνω πράγματα, διαβάζω. Είναι πολύ δύσκολο τόσο για εκείνον που το περνάει, όσο και για τους γύρω».

Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που σου έθεσε ο ρόλος σου; Γιατί είπες το «ναι»;
«Είπα το ναι επειδή το ζήτημα της αγάπης και της απώλειας μας αφορά όλους. Την απώλεια με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την έχουμε βιώσει ή θα τη βιώσουμε όλοι, άρα γίνεται λίγο σαν ψυχοθεραπεία – να δω πώς είναι. Πολλά πράγματα με έχουν δυσκολέψει. Υπάρχουν στιγμές που πρέπει να ξεπεράσω αυτά που νιώθει ο ρόλος μου, γιατί μπαίνουν και πρακτικά ζητήματα στη μέση, μαζί με τα συναισθηματικά. Καλώς ή κακώς αυτοί που δεν αντιμετωπίζουν οι ίδιοι την απώλεια της μνήμης πρέπει να αντιμετωπίσουν και τα δύο. Και να βρουν λύσεις για τα καθημερινά ζητήματα και τρόπο να διαχειριστούν αυτό που νιώθουν, γιατί είναι πολύ βαρύ για τους ίδιους.
Δεν μου έχει τύχει σε προσωπικό επίπεδο κάτι αντίστοιχο. Από αυτά που έχω διαβάσει καταλαβαίνω ότι δεν γνωρίζουμε ακριβώς αν ο άνθρωπος που βιώνει την απώλεια μνήμης το καταλαβαίνει ή όχι. Ένας ψυχίατρος λέει ότι αυτοί οι άνθρωποι μέχρι και το τελικό στάδιο, αντιλαμβάνονται ότι κάτι… δεν αντιλαμβάνονται και αυτό τους κάνει να υποφέρουν. Ξέρουν ότι κάτι θα έπρεπε να καταλαβαίνουν που δεν το καταλαβαίνουν. Μάλιστα, τονίζει ότι όταν κάποιος κάνει λάθος ένα όνομα, ας πούμε, ή μπερδεύει το ποιος είσαι, δεν χρειάζεται να τον διορθώνεις, επειδή το καταλαβαίνει και νιώθει άσχημα. Αυτή είναι η μία προσέγγιση, βέβαια, αφού για τα προβλήματα του μυαλού και της νόησης δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση».
Όταν πρωτοδιάβασα το έργο μου έβγαλε μια πολύ μεγάλη τρυφερότητα. Είναι πολύ δύσκολο τόσο για εκείνον που το περνάει, όσο και για τους γύρω.
Πώς αντιμετωπίζεις το πέρασμα του χρόνου τώρα πια; Έχει αλλάξει ο τρόπος που το προσεγγίζεις από τη στιγμή που απόκτησες παιδί;
«Πολλές φορές το πέρασμα του χρόνου, όταν τον σκέφτομαι, μου δημιουργεί μια αγωνία. Δεν μπορώ να στο εξηγήσω απόλυτα, αλλά νομίζω ότι αυτό που φοβάμαι είναι μήπως δεν προλάβω να κάνω όσα θα ήθελα. Θα προλάβω να διαβάσω όλα τα βιβλία που θέλω; Να δω τις ταινίες που έχω σκεφτεί; Να ταξιδέψω όσο θα ήθελα; Αυτό με στρεσάρει.
Από όταν γεννήθηκε η μικρή και μετά ο χρόνος μου είναι πιο περιορισμένος, αλλά περνάω διαστήματα που βάζω τα δυνατά μου για να κάνω όσα θέλω. Μετά με “τρώει” ξανά η καθημερινότητα. Η Αθήνα δεν βοηθά πάντα στο να κάνεις πράξη τα όσα σκέφτεσαι».

Στη σκηνή συνυπάρχεις με τον Δημήτρη Καταλειφό και τη Ζωή Ρηγοπούλου, ηθοποιούς-σύμβολα για το ελληνικό θέατρο. Η Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους υπογράφει τη σκηνοθεσία. Πώς εξελίσσεται αυτή η συνύπαρξη και τι είναι αυτό που αναζητάς οπωσδήποτε σε κάθε επαγγελματική συνεργασία;
«Για το έργο μου τηλεφώνησε η σκηνοθέτριά μας, η Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, την οποία δεν γνώριζα, αλλά είχα πάντα μια πολύ θετική εικόνα για την πορεία της. Όταν συνεργάζεσαι με ανθρώπους που είναι τόσα χρόνια στο θέατρο, “παίρνεις” στοιχεία – από τον τρόπο που προσεγγίζουν το έργο, που στέκονται στη σκηνή, που διαβάζουν τα λόγια τους, που μιλάνε.
Όλοι οι συντελεστές είναι καλοί άνθρωποι. Είμαστε σε διαφορετικές ηλικίες και γίνεται μια πολύ ωραία ζύμωση. Το ενδιαφέρον στην όλη κατάσταση φέτος είναι το πώς τόσες πολλές διαφορετικές προσωπικότητες έρχονται κοντά και προσεγγίζουν ένα θέμα τόσο σοβαρό.
Σε κάθε πρόταση υπάρχουν αυτά που αναζητάς πριν μπεις στη δουλειά – οι συντελεστές, το έργο, το σενάριο. Αλλά μετά έρχονται τα υπόλοιπα. Ας πούμε, θα δυσκολευόμουν πολύ να υπάρξω σε μία δουλειά με συμπεριφορές μη αποδεκτές με βάση το δικό μου κριτήριο.
Είμαι τυχερή και δεν έχω έρθει σε απίστευτα δύσκολες καταστάσεις, αλλά έχω αντιμετωπίσει συμπεριφορές. Κάποιες φορές έλυσα τα πράγματα εκείνη τη στιγμή και άλλες εχω “κάτσει στα αυγά μου”. Εξαρτάται κάθε φορά το πλαίσιο. Το πόσο με ενδιέφερε η δουλειά, σε ποια φάση ήμουν εγώ, ποιος ήταν αυτός, πώς τον αντιμετώπιζαν και οι άλλοι. Δεν μου έχει τύχει κάτι πολύ σοβαρό ή αρνητικό. Νομίζω νιώθω πιο καλά όταν αντιμετωπίζω τα δύσκολα. Δεν σημαίνει πάντα ότι αυτό είναι το καλύτερο, γιατί τελικά αναστατώνεσαι εσύ, αλλά και πάλι έχει να κάνει με το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνονται όλα».
Αυτό που φοβάμαι είναι μήπως δεν προλάβω να κάνω όσα θα ήθελα.
Το έργο κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και την υποκειμενική αλήθεια των χαρακτήρων. Τι βαρύτητα δίνεις στην εσωτερική αλήθεια της ηρωίδας που ενσαρκώνεις κάθε φορά; Υπάρχει κάποιος ρόλος που θα ήθελες πολύ να υποδυθείς;
«Προσπαθώ να καταλάβω και να βρω την αλήθεια κάθε ρόλου μου. Δεν την ανακαλύπτεις με το που διαβάζεις ένα κείμενο. Αλλάζει στην πορεία του έργου, την αναζητάς κάθε φορά. Μικρότερη είχα ρόλους που ήθελα να ερμηνεύσω. Ονειρευόμουν πώς θα ήταν, αλλά μεγαλώνοντας προσπαθώ να βρίσκω πάντα κάτι που να μου αρέσει σε κάθε ρόλο – και πάντα υπάρχει κάτι. Ψάχνω να βρω κάτι που να με ιντριγκάρει».
Το έργο θέτει ένα βαθύ ερώτημα: «Μπορεί να υπάρξει αγάπη χωρίς μνήμη;» Ποια είναι η δική σου απάντηση σε αυτό;
«Τεράστιο ερώτημα αυτό. Δεν νομίζω ότι μπορώ να απαντήσω. Για το έργο δεν μπορώ να σου πω, θα πρέπει να το ανακαλύψεις μαζί με τους υπόλοιπους στο θέατρο. Σε προσωπικό επίπεδο δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να αγαπάω χωρίς να θυμάμαι. Αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει αργότερα. Δεν μπορώ να δώσω μια απόλυτη απάντηση».
Πώς διαχειρίζεσαι την έννοια της απώλειας στη ζωή σου; Η τέχνη σου σε έχει βοηθήσει να την κατανοήσεις ή να την αποδεχτείς;
«Με έχει βοηθήσει να συμφιλιωθώ με την απώλεια, να την αντιμετωπίζω – όχι να την αποδεχτώ. Δεν έχω βιώσει ακόμη θάνατο κάποιου πολύ δικού μου ανθρώπου, για παράδειγμα, σε οικογενειακό περιβάλλον. Έχασα μια πολύ καλή μου φίλη πριν από λίγα χρόνια, αλλά υπάρχουν άνθρωποι που έχουν έρθει αντιμέτωποι με πολύ πιο δύσκολες καταστάσεις – όπως ο θάνατος των παιδιών τους, για να μην αναφερθώ καν σε πρόσφατα γεγονότα».

Αν μπορούσες να διατηρήσεις μια ανάμνηση για πάντα, ποια θα ήταν;
«Δεν είναι μόνο μία και αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σκεφτώ μια μόνο. Όμως, δύο στιγμές που κρατάω μέσα μου με πολλή αγάπη είναι όταν ο αδερφός της κόρης μου την πήρε πρώτη φορά αγκαλιά και όταν ο πατέρας μου την κοίταξε για πρώτη φορά. Την περίμενε με λαχτάρα και το βλέμμα του «κόλλησε» πάνω της. Αλλά και εκείνη τον κοιτούσε σαν μαγεμένη. Ήταν μόλις 2 μηνών».
Πριν από λίγο καιρό πήρες και τον μεταπτυχιακό σου τίτλο. Ταυτόχρονα έκανες γυρίσματα για την τηλεοπτική σειρά «Μάγισσα» και γέννησες την κόρη σου. Πώς βίωσες αυτή την απαιτητική περίοδο και τι θα έλεγες σε έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση;
«Ήταν όντως πολύ απαιτητική περίοδος. Το μεταπτυχιακό το είχα ξεκινήσει πριν μείνω έγκυος, αλλά δεν ήθελα να το σταματήσω επειδή έμεινα έγκυος. Το συνέχισα και στην εγκυμοσύνη. Τη διπλωματική μου την έκανα όσο ήμουν έγκυος και για λίγο στη λοχεία. Όλο αυτό μαζί με τα γυρίσματα. Γύρισα στη δουλειά 10 ημέρες μετά τον τοκετό. Η μαμά μου επέμενε πολύ να γυρίσω στη δουλειά. Νομίζω αυτό με βοήθησε. Μου έλεγε ότι θα μου έκανε καλό και όπως φάνηκε έτσι ήταν. Δεν ένιωσα ότι χάνω πράγματα. Η κούραση ήταν ακραία. Έχω περάσει πάρα πολλές ώρες άυπνη, αλλά για εμένα ήταν καλύτερα που γύρισα. Με βοήθησαν πάρα πολύ οι γονείς μου. Είχα την κόρη μου μαζί μου στην ορκωμοσία, η οποία έγινε και η σταρ της ημέρας – δεν ήξεραν ποιο ήταν το παιδάκι, αλλά τη φωτογράφιζαν διαρκώς.
Αν κάποιος βρίσκεται σε μια παρόμοια πιεστική κατάσταση το μόνο που έχω να πω είναι πως ό,τι και να σκέφτεται, όσο και αν απελπίζεται είναι φυσιολογικό. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που την/τον καταλαβαίνουμε. Και να σου πω και κάτι; Κάποιος μπορεί να ζορίζεται μόνο μεγαλώνοντας το παιδί του. Γενικά, όλες αυτές οι συμβουλές που έρχονται στη διαδικασία της γονεϊκότητας απλώς δημιουργούν περισσότερο άγχος.
Θα έλεγα στους ανθρώπους που το βιώνουν να κάνουν αυτό που θεωρούν εκείνοι καλύτερο για το παιδί τους και τους ίδιους. Όταν είμαστε απέξω τα βλέπουμε εντελώς διαφορετικά τα πράγματα. Κάθε γονιός τα βιώνει αλλιώς. Οι δυσκολίες είναι πολλές και δυστυχώς, ζούμε και σε μία χώρα που δεν βοηθά στο να μπορεί κάποιος να μεγαλώσει ευκολότερα το παιδί του».
Γύρισα στη δουλειά 10 ημέρες μετά τον τοκετό. Η μαμά μου επέμενε πολύ να γυρίσω στη δουλειά. Νομίζω αυτό με βοήθησε.
Τι σε βοηθά να παραμένεις παρούσα στη ζωή και στις σχέσεις σου; Ούσα μητέρα, σκέφτεσαι το μέλλον ή καταφέρνεις να ζεις στο παρόν;
«Σκέφτομαι πολύ λιγότερο το μέλλον, πια. Είναι πολύ ωραίες οι στιγμές με την κόρη μου. Δύσκολες, αλλά πολύ όμορφες. Όλη μου η ενέργεια διοχετεύεται σε αυτές. Όταν αποκτήσει μια μεγαλύτερη ανεξαρτησία, ίσως αρχίσω να σκέφτομαι για το μετά. Νομίζω μου προκαλεί περισσότερο άγχος να το κάνω αυτό. Σκέφτομαι κατά καιρούς να μεγαλώσει και να είναι υγιής, αυτό μόνο. Στα επαγγελματικά κάνω περισσότερα όνειρα, αλλά και πάλι προσπαθώ να βιώνω τις στιγμές».
Χαρακτηρίσες το έργο ιδιαίτερα «ευαίσθητο». Η ευαισθησία είναι προτέρημα στην εποχή μας;
«Δεν ξέρω να σου απαντήσω. Θεωρώ προτέρημα το να υπάρχει ένας ηθικός κώδικας. Είναι δύσκολο να υπάρξει ένας κοινός για όλους, αλλά ας υπάρξει έστω σε έναν βαθμό, γιατί συναντάμε περιπτώσεις που δεν υπάρχει τίποτα το ηθικό, κανένας φραγμός. Οπότε, αν χρειαζόταν να τα βάλω όλα σε μία κατάταξη θα έλεγα αυτό πρώτα από την ευαισθησία. Η ευαισθησία μπορεί και να παρερμηνευτεί, η ηθική ίσως είναι λίγο πιο δύσκολο. Να υπάρχουν φραγμοί, πρώτα από όλα στον εαυτό μας. Δεν μπορούμε να έχουμε απαίτηση από τον άλλο να βάλει όρια, αν εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε ηθική».

«Πριν ανοίξουμε φτερά»
Σκηνοθεσία: Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους
Ερμηνεύουν: Δημήτρης Καταλειφός, Ζωή Ρηγοπούλου, Μαρκέλλα Γιαννάτου, Φιόνα Γεωργιάδη, Σαράντος Γεωγλερής, Ντίνα Αβαγιανού
Παραστάσεις: Πέμπτη στις 20:00, Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 17:30 & στις 21:00, Κυριακή στις 19:00
Βρείτε εισιτήρια εδώ.
Από 9 Οκτωβρίου στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης
Πειραιώς 206, Ταύρος
Φωτογραφίες: Ξένια Τσιλοχρήστου – Penguin Productions
Μακιγιάζ: Κάλλυ Πολυζοπούλου
Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία το Green Park, Μαυροματαίων 22, Πεδίον του Άρεως