Είναι τρομακτικές οι διαστάσεις του φαινομένου της έμφυλης βίας, παρόλο που πολλές τέτοιες υποθέσεις παραμένουν, τελικά, για πάντα κρυμμένες πίσω από κλειστές πόρτες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αύγουστος Κορτώ, μετά την κυκλοφορία του νέου βιβλίου του «Η μικρή λέξη αγάπη», ένα μυθιστόρημα για την έμφυλη βία, όπου σκιαγράφησε το πορτρέτο μιας γυναίκας που έμαθε να βάφεται για να κρύβει τις μελανιές, είχε επικοινωνία από 17 γυναίκες, οι οποίες τού αφηγήθηκαν το χρονικό της απόδρασής τους από κακοποιητικές σχέσεις.

Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Αύγουστος Κορτώ στη νέα ανάρτησή του στο Facebook (όπου, για λόγους ασφαλείας, έχει αλλάξει το όνομά του):

«17 Γυναίκες

»Με αφορμή το καινούριο βιβλίο, και τις σκέψεις που μοιράστηκα για την έμφυλη βία, επικοινώνησαν ως τώρα μαζί μου δεκαεφτά γυναίκες – μικρότερες, συνομήλικες και μεγαλύτερες, με ή χωρίς παιδιά – και μου αφηγήθηκαν το οδυνηρό χρονικό της απόδρασής τους από κακοποιητικές σχέσεις, από οικιακές φυλακές όπου επικρατούσε άγρια βία.

»Θα θυμάμαι όσο ζω την κοπέλα – είκοσι έξι ετών – που ‘χε συνηθίσει τόσο το ξύλο, ώστε είχε πάψει πια να κλαίει (οι φωνές τον εξερέθιζαν κι άλλο), αλλά πλάνταξε όταν η νοσοκόμα τη βοήθησε, στοργικά, να γδυθεί για τις φωτογραφίες του ιατροδικαστή.

«Θα θυμάμαι όσο ζω την κοπέλα – είκοσι έξι ετών – που ‘χε συνηθίσει τόσο το ξύλο, ώστε είχε πάψει πια να κλαίει (οι φωνές τον εξερέθιζαν κι άλλο), αλλά πλάνταξε όταν η νοσοκόμα τη βοήθησε, στοργικά, να γδυθεί για τις φωτογραφίες του ιατροδικαστή».

»Την τριανταεννιάχρονη μάνα που ανεχόταν τα πάντα στο κορμί της, μέχρι που είδε τον άντρα της να κλοτσάει με δύναμη τον τριών ετών γιο της, επειδή έπαιζε δυνατά η τηλεόραση. Της γύρισε το μάτι κι άρπαξε μαχαίρι, κι ο θρασύδειλος πήρε την αστυνομία, και φυσικά την πάτησε, γιατί μητέρα και παιδί ήταν νταούλι απ’ τις μελανιές, και το διαζύγιο βγήκε άμεσα. (“Για δυο βδομάδες κούτσαινε” μου γράφει για τον γιο της – εφτά χρονώ πλέον – “κι αν του άφηνε πρόβλημα, μα την Παναγία, θα τον έβρισκα όπου κι αν κρυβόταν και θα τον σκότωνα”.)

»Τη σύζυγο, μητέρα και γιαγιά, που βρήκε στα εξήντα το κουράγιο να ζητήσει βοήθεια από καταφύγιο, κι ας είχε τη μισή της οικογένεια εναντίον, διότι είχαν συνηθίσει σε τέτοιο βαθμό να την τοποθετούν στον ρόλο του ανήμπορου, αξιοθρήνητου θύματος, που αρνούνταν να δεχτούν αυτό που έβλεπαν με τα μάτια τους κάθε μέρα όσο μεγάλωναν.

»Δεκαεφτά γυναίκες, θα μου πείτε, δεν είναι πολλές – αλλά ούτε λίγες, κι οι ιστορίες επιβίωσής τους δίνουν ελπίδα, ανάσα, ομορφαίνουν τον κόσμο μας.

»Μακάρι ο δρόμος προς την ελευθερία να μην απαιτούσε τέτοιες σκληρές θυσίες. Και μακάρι να βρεθούν κι άλλες γυναίκες που θα τις κάνουν. Έχουν, κι ας μην το ξέρουν, όλη μου την ψυχή στο πλευρό τους».

«Μακάρι ο δρόμος προς την ελευθερία να μην απαιτούσε τέτοιες σκληρές θυσίες. Και μακάρι να βρεθούν κι άλλες γυναίκες που θα τις κάνουν. Έχουν, κι ας μην το ξέρουν, όλη μου την ψυχή στο πλευρό τους».

Για το νέο βιβλίο του

Έµαθα να βάφοµαι για να κρύβω τις µελανιές.

Η Μάντια διδάχτηκε τη βία από µικρή: την είδε στο πρησµένο πρόσωπο της µάνας της, την υπέµεινε απ’ το χέρι του πατέρα της, που ήταν νόµος στο σπίτι.

Μεγάλωσε ανυπεράσπιστη: στη γενέτειρά της, µια κωµόπολη της Ηµαθίας, ο κόσµος δεν ανακατευόταν στα οικογενειακά του άλλου.

Έτσι, όταν στα δεκαοχτώ γνωρίζει τον Άκη, φιλόλογο απ’ τη Σαλονίκη, αποφασίζει να το σκάσει, να αναζητήσει την τρυφερότητα, την ανεξαρτησία – να ζήσει ελεύθερη, χωρίς φόβο, πόνο και ντροπή.

Όµως η βία έχει πολλά πρόσωπα, και πριν κοπάσει ο έρωτας, η Μάντια γνωρίζει το χειρότερο απ’ όλα: αυτό που υποδύεται την αγάπη.

Στην άλλη όχθη της ζωής, αφηγείται τις δοκιµασίες και τις χαρές της, τα δώρα που της χάρισε και της έκλεψε η µοίρα. Μιλά για όσα έκανε κι όσα µετάνιωσε, για τη δύναµη που βρήκε µέσα της ακόµα και στις εσχατιές της απελπισίας.

Μια ιστορία για την αγριότητα της διπλανής πόρτας και για το κόστος της επιβίωσης.

Για την αγάπη, που θέλει θυσίες για να µην είναι µόνο µια λέξη.

Δείτε τη νέα ανάρτηση του Αύγουστου Κορτώ:

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below