Η είδηση ότι η «Ορέστεια» του Αισχύλου θα παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, όταν ανακοινώθηκε μερικούς μήνες πριν, έκανε όλα τα κεφάλια να γυρίσουν. Ενας λόγος παραπάνω σίγουρα ήταν ότι σε αυτή την τριλογία που θα παρουσιαστεί ως ενιαίο έργο το γενικό πρόσταγμα το έχουν γυναίκες, οι οποίες μάλιστα κάνουν το ντεμπούτο τους τόσο στο αρχαίο δράμα όσο και στο αρχαίο θέατρο.

Η Ιώ Βουλγαράκη σκηνοθετεί τον “Αγαμέμνονα”
Mερικά χρόνια πριν είχα δει τους «Ληστές» του Σίλερ στο Φεστιβάλ Αθηνών σε σκηνοθεσία δική της. Δεν ήταν ούτε 25. «Αγνοια κινδύνου λέγεται αυτό», μου λέει γελώντας η Ιώ Βουλγαράκη αμέσως μετά από μια πρόβα του Αγαμέμνονα. Η σχέση της με τον οίκο των Ατρειδών ξεκίνησε σε τρυφερή ηλικία. «Η αδερφή μου ήταν πολύ μεγαλύτερη και μου διάβαζε συχνά την υπόθεση τραγωδιών, είτε γιατί τις διάβαζε στο Λύκειο, είτε επειδή μας πήγαιναν οι γονείς μας στο θέατρο. Μπορώ να σου πω ότι από τα 7 ήμουν εξοικειωμένη με αυτό το υλικό, δεν το ανακάλυψα στην εφηβεία. Για τους Ατρείδες σκεφτόμουν πάντα τι τρομερή οικογένεια ήταν αυτή, φτιαγμένη από τα φρικτότερα φονικά: Τάνταλος, Πέλοπας, Ατρέας, θυέστεια δείπνα και μια κληρονομική κατάρα που δεν ξέρω αν υπάρχει σε άλλο οίκο». Ούτε καν στους οίκους του Game of Thrones, σχολιάζω και της εκμυστηρεύομαι την αντιπάθειά μου για τον Αγαμέμνονα. «Ο Αγαμέμνων κάνει μία ασύλληπτη πράξη και μάλιστα χωρίς να τον υποχρεώνει ο θεός να κάνει φόνο, όπως υποχρεώνει τον Ορέστη. Διαβάζοντας το κείμενο του Αισχύλου φτάνεις σε ένα σημείο που θέλεις να κλαις για όλους, για όλο το Αργος, όλη τη χώρα. Αυτό θα ήθελα να συμβεί στην παράσταση. Να καταφέρουμε να φτιάξουμε την αφήγηση που μας οδηγεί να θέλουμε να θρηνήσουμε για όλους τους Ατρείδες». Συνδέεις το κλάμα με την έννοια της κάθαρσης; «Δεν ξέρω τι είναι η κάθαρση, όμως νιώθω ότι είναι μία έννοια που έχει μια χριστιανική επιστρωμάτωση. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάθαρση ή αν τα πράγματα συνεχίζουν να μένουν ένα κουβάρι». Μήπως τότε υπάρχει συγχώρεση;  «Δεν ξέρω αν γίνεται. Οι Ρώσοι, όταν λες “συγχώρεσέ με”, σου απαντούν: “Ο Θεός”». Η Ιώ βρέθηκε μετά το τέλος των σπουδών της στην Ελλάδα για θεατρικές σπουδές στη Ρωσία, «ακολουθώντας ένα ισχυρό ένστικτο. Να τη πάλι η άγνοια κινδύνου. Είχα έναν έρωτα με αυτό που αντιλαμβανόμουν ως Ρωσία μέσα από το θέατρο και τη λογοτεχνία. Και μέσα από την εντύπωση ότι όλο το θέατρο του 20ού αιώνα πάτησε σε μία συστηματοποίηση που συνέβη στη Ρωσία. Βρήκα τότε αυτό που χρειαζόμουν. Μου άρεσε το πώς εκπαιδεύεσαι στην υπέρβαση. Σε μαθαίνουν να φτάνεις στο “δεν μπορώ” και να μπορείς κι άλλο. Είναι έτσι οι Ρώσοι, εκπαιδεύουν πρωταθλητές. Αυτό με έχει διαμορφώσει. Και το κομμάτι της παράδοσης επίσης. Η μία γενιά ετοιμάζει την επόμενη μεταλαμπαδεύοντας τη γνώση της». Είναι κι εκεί πιο λιγοστές οι γυναίκες σκηνοθέτες; «Ναι, ανδροκρατείται παντού το επάγγελμα. Είναι μάχη αυτή η δουλειά για μια γυναίκα. Η προετοιμασία που πρέπει να έχεις, αν είσαι καλά οργανωμένος μπορεί να κερδίσει τον σεβασμό όλων. Απλώς αν ήσουν άνδρας μπορεί να μη χρειαζόταν να κερδηθεί αυτό. Είναι αλήθεια. Επειδή είμαι ένας άνθρωπος που πιστεύω στη δύναμη της ευγένειας, όχι του καθωσπρεπισμού, αλλά ενός βαθύτερου συναισθήματος ευγένειας, δοκιμάζομαι καμιά φορά. Το να αναγνωρίζουμε στο σύστημα μία ιεραρχία είναι ένα δείγμα πολιτισμού: αυτή είναι η πυραμίδα, έτσι θα δουλέψουμε. Προσπαθώ να το καταφέρω χωρίς παιχνίδια εξουσίας, χωρίς υστερία και χωρίς να καμωθώ κάτι που δεν είμαι. Αλλοτε τα καταφέρνω, άλλοτε όχι». Η αγωνία της ως σκηνοθέτιδας είναι να βρει τρόπο να πείσει τους ηθοποιούς ότι αυτό που τους ζητά να κάνουν είναι σωστό. «Αυτή είναι η δυσκολία της δουλειάς, να συναντηθείς με τον ηθοποιό και να θέλει αυτό που θέλεις. Οτιδήποτε άλλο είναι κακοποίηση, όχι σκηνοθεσία. Δεν θέλω να φεύγω από την πρόβα με κάτι που έφερα από το σπίτι μου, πρέπει και κάτι να πάρω».

Στον Αγαμέμνονα υπάρχει κάτι που λέει η Κλυταιμνήστρα και που διαβάζοντάς το ένιωσε πως το απευθύνει στην ελληνική κοινωνία: «Ας ήταν να ’χα πιο μικρό μερίδιο από το βιος μου, θα μου ήταν αρκετό. Φτάνει να διώξω απ το σπίτι τη μανιασμένη αλληλοσφαγή». Είναι ένα θέμα εθνικό και υπαρξιακό αυτό που εύχεται. Εχει κάνει την πράξη, βρισκόμαστε μετά τον φόνο και είναι το μόνο που σκέφτεται. Στη δική μου ανάγνωση δεν την αφορά η εξουσία».
Τι της δίνει χαρά σε αυτή τη δουλειά; «Το ψυχικό άνοιγμα που συμβαίνει, ειδικά στην πρόβα, όταν κάτι όντως γεννιέται. Αυτό μας φέρνει κοντά με έναν ανεκτίμητο τρόπο, όταν κάτι ανταλλάσσεται».

Η Λίλλυ Μελεμέ σκηνοθετεί τις “Χοηφόρους”
Τη σκυτάλη από τον Αγαμέμνονα παίρνουν οι Χοηφόροι, «με δράση τόσο πυκνή, που το έργο διαβάζεται σαν θρίλερ. Ο Αισχύλος δεν κάνει ψυχολογική ανάλυση των χαρακτήρων: άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με γεγονότα και αντιδρούν», λέει η Λίλλυ Μελεμέ, που έρχεται από έναν συναρπαστικό θεατρικό χειμώνα με τη σκηνοθεσία της Τερέζ Ρανκέν που έβαλε πολλά ζητήματα γυναικείας χειραφέτησης στο τραπέζι, για παράδειγμα τον τρόπο που η κοινωνία χειραγωγεί τις γυναίκες και τους αναθέτει ρόλους. «Σίγουρα ένας άνδρας δεν μπορεί να διαχειριστεί όσα πράγματα και καταστάσεις αντιμετωπίζει μία γυναίκα. Και μπορεί να υπάρχει πρόοδος σε κάποια θέματα, αλλά όχι σε όλα. Η εποχή μας είναι πάρα πολύ σκληρή, άγρια και δύσκολη για τις γυναίκες, αφού η έξοδος στην αγορά εργασίας σήμαινε ότι έπρεπε να επωμιστούμε κι άλλους ρόλους. Εννοείται ότι επιφορτιζόμαστε ένα σωρό ευθύνες, πολύ περισσότερες από τους άνδρες στην προσπάθειά μας να διεκδικήσουμε την ισότητα. Ωστόσο δεν με ενδιαφέρει ο διαχωρισμός σε άνδρα και γυναίκα σκηνοθέτη, δηλαδή αν την τριλογία του Αισχύλου τη σκηνοθετούσαν τρεις άνδρες, δεν θα το συζητούσαμε, δεν θα εστιάζαμε στο φύλο». Δηλαδή είναι παράλογο να υποθέσει κανείς ότι για να καθίσει μια γυναίκα στην καρέκλα του σκηνοθέτη πρέπει να υιοθετήσει αντρικές συμπεριφορές; «Υπάρχουν στιγμές που πρέπει να ξεπεράσεις τον εαυτό σου. Για μένα είναι όλα θέμα χαρακτήρα, δεν είναι θέμα φύλου. Είμαι ήπιος άνθρωπος, χαμηλών τόνων που αναζητώ τη συναίνεση, τη συνδημιουργία, τη συνύπαρξη. Εχω φλερτάρει με την ιδέα να φερθώ διαφορετικά επειδή αντιμετωπίζω ένα πρόβλημα στη δουλειά, αλλά δεν πρέπει να προσποιούμαστε κάτι που δεν είμαστε. Σημασία έχει να καταθέτεις με ειλικρίνεια την προσπάθειά σου να προσέρχεσαι σε κάθε συνεργασία με ανοιχτή ψυχή, με ανοιχτό μυαλό και να υπάρχει γόνιμη αλληλεπίδραση με όλους, από τον πρωταγωνιστή μέχρι τον άνθρωπο που καθαρίζει το θέατρο». Τι σε έκανε αυτό που είσαι στη δουλειά σου; «Η καλλιτεχνική μου παιδεία και η συνάντησή μου με τον Στάθη Λιβαθινό σε πολύ νεαρή ηλικία. Είχα την τύχη να είναι δάσκαλός μου. Εκείνος μου πρότεινε να πάρω μέρος στο εργαστήριο σκηνοθεσίας δύο δεκαετίες πριν». Υπάρχει μία φράση στις Χοηφόρους πάνω στην οποία θα μπορούσες να πεις ότι έχτισες τη σκηνοθεσία σου; «“Ηρθε ο καιρός να ξεπλύνει το μίασμα των αρχαίων αιμάτων ένα παιδί”. Και μόνο η λέξη “παιδί” σε αντιπαραβολή με αυτό το “μίασμα των αρχαίων αιμάτων”, το τόσο βαρύγδουπο, έχει μεγάλη σημασία. Γι’ αυτό εστιάζουμε στο ταξίδι που κάνει ο Ορέστης και πρέπει να πάει την ιστορία παρακάτω, να πάει τον κόσμο παρακάτω, ενώ γνωρίζει τι θα του συμβεί. Τον σπρώχνει ο χορός, που αποτελείται στην παράσταση από νέες γυναίκες και παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, συμμετέχει πολύ ενεργά στη δράση, παροτρύνει, κινητοποιεί, εμψυχώνει και αλλάζει τελικά τη ροή της ιστορίας. Πρέπει να κάνει μία αποτρόπαια πράξη, τον φόνο της μητέρας. Η Κλυταιμνήστρα ξέρει ότι η πράξη που έκανε θα της φέρει αυτό το τέλος, ότι είναι αναπόφευκτο, και το δέχεται. Οσο γι’ αυτό που ακολουθεί, τις Ερινύες, που βασανίζουν τον Ορέστη, είναι με έναν τρόπο απεσταλμένες της Κλυταιμνήστρας. Μπορεί να υπάρχει και κάτι τρυφερό σε όλο αυτό το εφιαλτικό κομμάτι: η μητέρα δεν αφήνει ποτέ τον γιο της μόνο του… Αλλά μόνο αν κοπεί αυτός ο ομφάλιος λώρος θα ανατείλει ένας καινούριος κόσμος. Η πόλη έχει βαλτώσει, υπάρχει κλίμα τρομοκρατίας. Ο Ορέστης έχει επιφορτιστεί με τον ρόλο του εκδικητή. Βρίσκω πολλές αναλογίες με αυτό που ζούμε. Υπάρχει και τώρα όπως και τότε ένας κορεσμός, έχουμε φτάσει σε οριακό σημείο, το νιώθουμε όλοι. Οσοι έχουμε παιδιά λέμε ίσως αν αλλάξει κάτι σε μικρή κλίματα, στην οικογένεια, στον τρόπο που μεγαλώνουμε και μορφώνουμε τα παιδιά μας, να γίνονται πολίτες με κριτική σκέψη και όχι άβουλα όντα που τρώνε ό,τι τους σερβίρει η εκάστοτε εξουσία, τότε ίσως μελλοντικά αλλάξει κάτι».

Πιστεύεις πως η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο; «Σίγουρα έχει μεγάλη εκπαιδευτική αξία. Είναι πολύ μεγάλο κέρδος να έρχεσαι σε επαφή με τέτοια κείμενα και ως θεατής και ως δημιουργός. Η τέχνη μπορεί να βοηθήσει την ενεργοποίηση της σκέψης των ανθρώπων, αλλά και να ξυπνήσει το συναίσθημα Αυτό που με χαροποιεί ιδιαίτερα είναι ότι τα τελευταία χρόνια, παρά τις δυσκολίες, το θέατρο έχει αντέξει, πράγμα που σημαίνει ότι το θέλει ο κόσμος. Εχει ανάγκη να δει μια μεγάλη ιστορία». Κάποιος που σε ξέρει τι θα δει από εσένα στην παράσταση; «Πάντα υπάρχω κάπου. Εχει να κάνει με τη διαπραγμάτευση της ιστορίας. Μου αρέσει να αφηγούμαι ιστορίες, να μιλάω για τον άνθρωπο».

Η Γεωργία Μαυραγάνη σκηνοθετεί τις “Ευμενίδες”
Επιφορτισμένη με το φινάλε της τριλογίας, η Γεωργία Μαυραγάνη που σκηνοθετεί τις «Ευμενίδες», έχει τον άνθρωπο στο κέντρο του προβληματισμού της. Μοναχικό παιδί που αγαπούσε την ποίηση, οδηγήθηκε στη σκηνοθεσία παρακολουθώντας θέατρο – ήταν μια παράσταση με μονολόγους του Σωτήρη Χατζάκη που πυροδότησε την απόφασή της. Πρόσφατες δουλειές της που έκαναν αίσθηση προήλθαν από θεατρικές μεταφορές βιβλίων όπως «Οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες» ή το «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου με τον οποίο συνεργάζεται στη δραματουργική επεξεργασία των Ευμενίδων. «Σκέφτηκα πως θα χρειαστούμε τον διπλάσιο χρόνο για να τα καταφέρουμε, θέλει πολύ χρόνο η τραγωδία. Εχει πάρα πολλή δουλειά, υπάρχει ένα έντονο στοιχείο που δεν μας γίνεται εμφανές. Είναι μία αφήγηση, σαν να ξαναζωντανεύουν οι νεκροί ήρωες. Παρακολουθούμε ανθρώπους που κάποτε υπήρξαν. Πρέπει να ξαναβρείς τον τρόπο να μιλήσεις για τους νεκρούς ήρωες, είναι σαν να ξορκίζεται το κακό αυτό». Η Μαυραγάνη έχει κάνει αρκετές δουλειές που έχουν το στοιχείο του ντοκουμέντου. Αναρωτιέμαι αν θέλει να καταγράψει κάτι. «Θέλω να είναι το θέατρο χρήσιμο». Στις παραστάσεις της, από τον εαυτό της βάζει αναγκαστικά ό,τι είναι. «Το κουκούτσι με ενδιαφέρει. Θέλω μέσα στο έργο να υπάρξει προσωπική φωνή, γι’ αυτό μου αρέσουν οι παραστάσεις με το στοιχείο του ντοκουμέντου. Από τη φύση τους έχουν μια προσωπική κατάθεση. Ζητάω την ίδια προσωπική κατάθεση από τους ηθοποιούς μου. Αυτό που κάνουν είναι σχεδόν ιερό. Γίνονται φορείς άλλων ανθρώπων, των ανθρώπων που έχουν υπάρξει. Γι’ αυτό έχει μέσα της αυτή η δουλειά κάτι που δεν μιλιέται, αλλά οι καλοί ηθοποιοί το ξέρουν μεταξύ τους. Είναι κάτι μεταφυσικό, ένα μυστήριο. Το θέμα είναι να φτιάξεις τη συνθήκη για να μπορέσει να αφεθεί σε αυτή τη λειτουργία ο ηθοποιός. Τους θαυμάζω τους ηθοποιούς, τους θεωρώ ανθρώπους στους οποίους θα έπρεπε να πηγαίναμε να εξομολογούμαστε. Γιατί γνωρίζουν από μέσα τα πάθη των ανθρώπων, τα φέρουν και τα νιώθουν από μέσα. Είναι καταπληκτικοί εξομολόγοι». Οι «Ευμενίδες» έχουν να κάνουν με την εξιλέωση, τον καθαρμό. Στα χέρια μιας σκηνοθέτιδας που θέλει το θέατρο να είναι χρήσιμο, τι συνδυασμός θα γεννηθεί;

«Για να απαλλαγεί από το βάρος που φέρει ο Ορέστης δεν αρκούν οι θεοί, χρειάζονται θεοί και άνθρωποι μαζί. Το ζήτημα είναι, και είναι δύσκολο αυτό, να αισθανθείς ότι το έργο μιλάει για σένα, για τη ζωή και κάποια στιγμή, αν είσαι τυχερός, κάποια στιγμή να ξεχάσεις ότι βλέπεις θέατρο. Δεν είναι απλό να το καταφέρεις αυτό το πράγμα». Υπάρχει κάποια φράση που τη διάβασες στις Ευμενίδες και σκέφτηκες «αυτό μοιάζει με δική μου σκέψη»; «Την εποχή που γράφει ο Αισχύλος το έργο υπάρχει πολύ μεγάλος κίνδυνος εμφυλίου στην Αθήνα και φαίνεται. Λέει το κείμενο “Να ανταποδίδουν τις χαρές και να μοιράζουν μεταξύ τους την αγάπη. Και όταν μισούν, να ομονοούν στο μίσος. Αυτό το γιατρικό γιατρεύει τους ανθρώπους”». Η Μαυραγάννη με τις σκηνοθεσίες της φτιάχνει κόσμους και φέρνει εκεί τον θεατή για να τον συγκινήσει, να τον ταρακουνήσει. «Νομίζω πως είναι ένας τρόπος που έχω βρει να προσεγγίζω σιγά-σιγά την αγάπη. Να μοιραζόμαστε κάτι. Είναι έρωτας». Το μεγαλύτερο μάθημα που πήρε η ίδια από το θέατρο είναι ένα μάθημα που το παίρνει κάθε φορά, το ξεχνάει και το ξαναμαθαίνει: «Δεν μπορώ να υπάρξω μόνη μου. Δεν είμαστε μόνοι μας. Είμαστε η μάνα μας, ο πατέρας μας, οι νεκροί μας, είμαστε αυτοί που έχουμε ερωτευτεί. Εχουμε μέσα μας και το στοιχείο του θαύματος, που είναι αυτό που είναι όλα παρόντα. Πώς είναι ένα δέντρο που στέκεται μέσα στο χρόνο; Εχουμε μέσα μας μια αίσθηση ότι είμαστε αθώοι και μια γνώση ότι είμαστε καθάρματα».

Γεωργία Μαυραγάνη, Ιώ Βουλγαράκη, Λίλλυ Μελεμέ.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below