«Με λένε Μαρία Νεφέλη. Είμαι 21 χρονών. Μέχρι τεσσάρων ετών ήμουν στο ίδρυμα. Είχα σωληνάκι στη μύτη, δεν μιλούσα καθόλου, δεν άκουγα πολύ καλά, δεν έβλεπα καλά ούτε περπατούσα καλά. Επίσης, έκανα συνέχεια κινήσεις με το σώμα και το κεφάλι μου, με αυτό τον τρόπο με ηρεμούσα. Πίστευαν ότι είμαι ανίκανη, ότι δεν θα καταφέρω τίποτα, ούτε να έχω φίλους ούτε να πάω στο σχολείο. Δεν πίστευαν ότι θα με έπαιρνε η μητέρα μου».

Η Μαρία Νεφέλη, που πάσχει από ένα σπάνιο σύνδρομο, διέψευσε όλους όσοι θεωρούσαν ότι δεν είχε μέλλον. Όταν έφυγε από το ίδρυμα και εγκαταστάθηκε στο σπίτι της γυναίκας που την ανέλαβε ως ανάδοχος, εξελίχθηκε σε ένα εντελώς διαφορετικό παιδί. Σήμερα, μετά την αποφοίτησή της από το Λύκειο Κωφών Βαρηκόων Αργυρούπολης, εργάζεται εθελοντικά σε μια δομή φιλοξενίας ατόμων με νοητική υστέρηση στο Γαλαξίδι και ονειρεύεται όλα τα παιδιά να βρουν μια οικογένεια: «Να παλέψουμε όλοι να τα βγάλουμε από τα ιδρύματα, να κάνουν την αλλαγή στη ζωή τους, όπως άλλαξε εντελώς και η δική μου», προτρέπει, με μεταδοτικό ενθουσιασμό, μέσα από τη μαρτυρία της στο YouTube.

Χιλιάδες παιδιά ακόμα σε ιδρύματα

Η Μαρία Νεφέλη υπήρξε τυχερή. 1.505 παιδιά περιμένουν ακόμα στις 95 Μονάδες Παιδικής Προστασίας που έχουν καταγραφεί σε όλη την Ελλάδα στο Εθνικό Μητρώο Ανηλίκων, σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Αλληλεγγύης (Ε.Κ.Κ.Α.) του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (Ιανουάριος 2022). Μάλιστα αυτός ο αριθμός είναι ακόμα μεγαλύτερος, όπως διευκρινίζει στο Marie Claire η Κωνσταντίνα Κιντώνη, υπεύθυνη Συνηγορίας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού (ΙΥΠ): Δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένες κατηγορίες όπως ανήλικοι ασυνόδευτοι πρόσφυγες, παιδιά σε ψυχιατρικές δομές, ανήλικοι σε δομές του αναμορφωτικού συστήματος, αλλά και ενήλικες που παραμένουν σε παιδικά ιδρύματα επειδή, απλά, δεν έχουν εναλλακτική επιλογή.

1.505 παιδιά περιμένουν ακόμα στις 95 Μονάδες Παιδικής Προστασίας που έχουν καταγραφεί σε όλη την Ελλάδα στο Εθνικό Μητρώο Ανηλίκων.

Χιλιάδες παιδιά, λοιπόν, στη χώρα μας συνεχίζουν να κινδυνεύουν από ιδρυματοποίηση. Γιατί η ανατροφή σε ίδρυμα, ακόμα και σε μια σύγχρονη δομή που μπορεί να μη θυμίζει σε τίποτα τις ζοφερές εικόνες των ορφανοτροφείων του παρελθόντος, έχει δραματικές επιπτώσεις στη σωματική, την πνευματική ανάπτυξη και την ψυχική υγεία τους.

Οι καταστροφικές συνέπειες της ιδρυματοποίησης

«Τα παιδιά σε ιδρύματα χάνουν ένα μήνα σωματικής ανάπτυξης για κάθε πέντε μήνες ιδρυματικής φροντίδας, ακόμα και στην περίπτωση που οι διατροφικές ανάγκες τους ικανοποιούνται πλήρως» γράφει μια πρόσφατη έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη (2020) και προσθέτει: «Όσον αφορά τον τομέα της γνωστικής ανάπτυξης, παρατηρούνται σημαντικά ελλείμματα στην προσοχή και στις εκτελεστικές λειτουργίες, καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου, των νοητικών λειτουργιών και διαφόρων δεξιοτήτων, με τα ιδρυματοποιημένα παιδιά να σκοράρουν κατά μέσο όρο 20 μονάδες χαμηλότερα από το μέσο πληθυσμό σε κλίμακες νοημοσύνης. Τέλος, οι επιζήμιες συνέπειες της ιδρυματικής φροντίδας στην ψυχο-κοινωνική εξέλιξη των παιδιών περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, υπερκινητικότητα, εναντιωματική και συχνά επιθετική ή ακόμα και βίαιη, αυτοκαταστροφική ή αντικοινωνική συμπεριφορά ή, από την άλλη, συμπεριφορές απόσυρσης και αδυναμία δημιουργίας και διατήρησης συναισθηματικών δεσμών.

»Εν ολίγοις, η παραμέληση και η ζημία που υφίστανται τα παιδιά από τη συναισθηματική αποστέρηση, με βάση τα πορίσματα των ερευνών, ισοδυναμεί με κακοποίηση και μάλιστα συστηματική ενώ παράλληλα είναι συστημική».

«Τα ιδρυματοποιημένα παιδιά σκοράρουν κατά μέσο όρο 20 μονάδες χαμηλότερα από το μέσο πληθυσμό σε κλίμακες νοημοσύνης».

Επιπλέον, σύμφωνα με τις διεθνείς στατιστικές της UNICEF, ένα παιδί από τη στιγμή που τοποθετείται σε ίδρυμα έχει περίπου 85% πιθανότητες να κακοποιηθεί σωματικά και 30% να κακοποιηθεί σεξουαλικά μόνο και μόνο από τα άλλα παιδιά με τα οποία συνοικεί. Τέτοια περιστατικά έχουν διαπιστωθεί και σε ελληνικά ιδρύματα, όπως επιβεβαίωσε καταγγελία της υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Δόμνας Μιχαηλίδου, τον Δεκέμβριο του 2021, για το διαβόητο «ορφανοτροφείο της Αττικής» όπου πέντε ανήλικοι είχαν σεξουαλικές επαφές μεταξύ τους παρουσία του προσωπικού.

«Ήθελα να δω τα παιδιά από κοντά γιατί με ενδιαφέρει προσωπικά σε τι κατάσταση βρίσκονται. Είδα τα τέσσερα ανήλικα παιδιά, μιας και το πέμπτο έδινε κατάθεση» είχε πει τότε η υφυπουργός, προσθέτοντας: «Τα δύο είναι υπερκινητικά και έχουν ήπια νοητική στέρηση. Δυστυχώς είναι παιδιά με εμφανή σημάδια παραμέλησης. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση πως το ένα παιδάκι είχε μαυρισμένο μάτι – δεν ξέρω καν πότε συνέβη αυτό και πρέπει να το ψάξουμε. Επίσης, το μικρότερο από τα παιδιά που έχουν μεταφερθεί στο νοσοκομείο έχει τρομερά σημάδια παραμέλησης στα δοντάκια του. Αυτές τις ημέρες που βρίσκονται στο νοσοκομείο τα παιδιά είναι ξυπόλητα και ο λόγος δεν είναι ότι δεν έχουν παντόφλες. Όπως με ενημέρωσαν οι νοσηλεύτριες, που είναι στο πλευρό τους μέρα-νύχτα, έχουν μάθει σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Αυτό σημαίνει ότι στη δομή που φιλοξενούνται κυκλοφορούν ξυπόλυτα».

Σύμφωνα με τις διεθνείς στατιστικές της UNICEF, ένα παιδί από τη στιγμή που τοποθετείται σε ίδρυμα έχει περίπου 85% πιθανότητες να κακοποιηθεί σωματικά και 30% να κακοποιηθεί σεξουαλικά μόνο και μόνο από τα άλλα παιδιά με τα οποία συνοικεί.

Μια ανάδοχος μητέρα αφηγείται

Τα τελευταία χρόνια το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων έχει κάνει σημαντικά βήματα προς την  αποϊδρυματοποίηση με την ψήφιση του νόμου 4538/2018 «περί αναδοχής και υιοθεσίας» και, κυρίως, με την υλοποίησή του μέσα από την πλατφόρμα anynet.gr. Προχώρησε για πρώτη φορά στην καταγραφή των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα και δημιούργησε για κάθε ένα, σε συνεργασία με δομές και κοινωνικούς λειτουργούς, το λεγόμενο Ατομικό Σχέδιο Οικογενειακής Αποκατάστασης (ΑΣΟΑ). Έφερε διαφάνεια στις διαδικασίες της υιοθεσίας και της αναδοχής, τις απλοποίησε και τις επιτάχυνε. Πρόσφατα η Δόμνα Μιχαηλίδου δήλωσε ότι «μέσα σε ενάμιση χρόνο βγάλαμε από τα ιδρύματα 700 παιδιά».

Ένας από τους ανθρώπους που επωφελήθηκαν από τη νέα πλατφόρμα είναι η Σιμέλα Πουλασουκίδη, βιολογική μητέρα τριών αγοριών, 34, 29 και 18 ετών, και ανάδοχος, ως μονογονέας, ενός κοριτσιού με σύνδρομο Down, της δύο ετών σήμερα Μαριέττας. Η ιδέα τής αναδοχής γεννήθηκε όταν διάβασε μια συνέντευξη δύο γυναικών που είχαν γίνει ανάδοχες μητέρες παιδιών με προβλήματα υγείας. Το ίδιο άρθρο έγραφε για ένα κοριτσάκι με σύνδρομο Down, μόλις 45 ημερών τότε, που αναζητούσε οικογένεια. Η ιστορία του εγκαταλειμμένου βρέφους άγγιξε την κ. Πουλασουκίδη, η οποία ήρθε σε επαφή με το Κέντρο Προστασίας του Παιδιού Αττικής «Μητέρα» και υπέβαλε αίτηση αναδοχής και τα απαραίτητα έγγραφα μέσω της πλατφόρμας του υπουργείου. Μέσα σε λιγότερους από τρεις μήνες είχαν ολοκληρωθεί η κοινωνική έρευνα και η εκπαίδευσή της, είχε έρθει σε επαφή με τη Μαριέττα, παρουσία ειδικών, και την υποδέχτηκε στο σπίτι της.

Η Σιμέλα Πουλασουκίδη είναι βιολογική μητέρα τριών αγοριών, 34, 29 και 18 ετών, και ανάδοχος, ως μονογονέας, ενός κοριτσιού με σύνδρομο Down, της δύο ετών σήμερα Μαριέττας.

«Ένα παιδί με αναπηρία δεν είναι δύσκολο» εξηγεί η κ. Πουλασουκίδη στο Marie Claire. «Εξαρτάται από το πώς το βλέπουμε εμείς: αν του βάλουμε ταμπέλα, εκεί έχει τελειώσει. Η Μαριέττα περπατάει από 1,5 έτους, λέει πάρα πολλές κουβέντες, δέχεται απλές εντολές τις οποίες εκτελεί, συνεννοείσαι κανονικά μαζί της. Το μόνο που θέλει, επιπλέον, είναι ενίσχυση -φυσιοθεραπεία, λογοθεραπεία, εργοθεραπεία- και, όπως όλα τα παιδιά, να την αγαπάς πραγματικά και να ασχολείσαι μαζί της.

»Και οι τρεις γιοι μου ήταν σύμφωνοι από την αρχή με την αναδοχή, δεν περίμενα όμως ότι θα δένονταν τόσο πολύ μαζί της. Μάλιστα ο μεγαλύτερος τη βλέπει σαν κόρη του, μού λέει: “Μαμά, ό,τι κι αν συμβεί, έχει μπαμπά”. Αλλά η μικρή έχει δώσει ζωή και στη γιαγιά της, η οποία θέλει να ζήσει κι άλλο, να τη δει να μεγαλώνει. Η Μαριέττα αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της οικογένειάς μας».

«Και οι τρεις γιοι μου ήταν σύμφωνοι από την αρχή με την αναδοχή, δεν περίμενα όμως ότι θα δένονταν τόσο πολύ μαζί της. Μάλιστα ο μεγαλύτερος τη βλέπει σαν κόρη του, μού λέει: “Μαμά, ό,τι κι αν συμβεί, έχει μπαμπά”».

Η καθημερινότητα της κ. Πουλασουκίδη δεν διαφέρει από εκείνη μιας οποιασδήποτε μητέρας μικρού παιδιού: «Ξυπνάμε το πρωί, πίνουμε το γάλα μας και μετά πηγαίνουμε λογοθεραπεία, εργοθεραπεία ή φυσιοθεραπεία, που αυτή βλέπει σαν παιχνίδι. Μετά, ανάλογα με τον καιρό, θα κάνουμε μια βόλτα, θα πάμε για ψώνια ή θα γυρίσουμε σπίτι. Τρώμε -έχω μαγειρέψει από το προηγούμενο βράδυ- και μετά η Μαριέττα κοιμάται για περίπου μία ώρα. Όταν ξυπνήσει παίζουμε ένα παιχνίδι που, παράλληλα, τη βοηθάει να αναπτυχθεί. Μπορεί να δεχτούμε κάποια επίσκεψη: έχουμε δύο πολύ καλούς φίλους με μικρά παιδιά. Η Μαριέττα είναι εξαιρετική στην κοινωνικοποίησή της. Αγαπάει πολύ τα άλλα παιδιά, διασκεδάζει μαζί τους και μοιράζεται τα παιχνίδια της».

Η Σιμέλα Πουλασουκίδη λαμβάνει και οικονομική και συμβουλευτική υποστήριξη για τη φροντίδα της Μαριέττας. Εκτός από το επίδομα αναδοχής, που για παιδιά με αναπηρία είναι 375 ευρώ το μήνα, λαμβάνει το επίδομα αναπηρίας που καθορίζει και χορηγεί το ΚΕΠΑ (Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας) ανάλογα με το βαθμό αναπηρίας κάθε παιδιού, βιολογικού και μη. Επιπλέον, το «Μητέρα» τής παρέχει κοινωνικό λειτουργό, ψυχολόγο, εξοπλισμό και είδη πρώτης ανάγκης όπως γάλα, πάνες, μωρομάντιλα. «Δεν βγάζουμε χρήματα από την τσέπη μας, το μόνο που καλούμαστε να δώσουμε [στη Μαριέττα] είναι την καρδιά και την αγκαλιά μας» συνοψίζει η ανάδοχος.

«Δεν βγάζουμε χρήματα από την τσέπη μας, το μόνο που καλούμαστε να δώσουμε [στη Μαριέττα] είναι την καρδιά και την αγκαλιά μας»

Ποια συμβουλή θα έδινε σε όποιον σκέφτεται την αναδοχή; «Να ρωτήσει τον εαυτό του για ποιον λόγο θέλει να το κάνει. Αν ο λόγος είναι παιδοκεντρικός, δηλαδή για να βοηθήσει ένα παιδί, να μην το σκεφτεί καθόλου. Με την αναδοχή ανοίγεις μια αγκαλιά σε παιδιά που έχουν ανάγκη, πρώτα απ’ όλα, από έναν άνθρωπο-σημείο αναφοράς. Στο ίδρυμα υπάρχει εναλλαγή ανθρώπων, το παιδί δεν μπορεί να δεθεί με έναν συγκεκριμένο. Το προσωπικό, μέχρι να κάνει τα διαδικαστικά της φροντίδας όλων των παιδιών, να τα ταΐσει, να τα αλλάξει κ.λπ., δεν προλαβαίνει να ασχοληθεί με κάθε ένα ξεχωριστά. Οπότε, μοιραία, η ανάπτυξη ακόμα και ενός νευροτυπικού παιδιού μένει πίσω.

«Με την αναδοχή ανοίγεις μια αγκαλιά σε παιδιά που έχουν ανάγκη, πρώτα απ’ όλα, από έναν άνθρωπο-σημείο αναφοράς. Στο ίδρυμα υπάρχει εναλλαγή ανθρώπων, το παιδί δεν μπορεί να δεθεί με έναν συγκεκριμένο».

»Πολλοί με ρωτούν: τι συμβαίνει αν επιστρέψει το παιδί στους βιολογικούς γονείς του; Όταν έχει επαφή με τη βιολογική οικογένεια και υπάρχει περίπτωση να γυρίσει πίσω, ξεκινάς με διαφορετική ψυχολογία: να το βοηθήσεις όπως θα το βοηθούσε μια θεία, η νονά του, ένας άνθρωπος μετά τη μαμά του, ώστε το διάστημα που θα περάσει μακριά από τη βιολογική οικογένειά του να μην είναι τραυματικό. Έτσι ξεκίνησα κι εγώ, με σκοπό να μη μείνει η Μαριέττα στο ίδρυμα. Αν και στην προκειμένη περίπτωση οι βιολογικοί γονείς της δεν τη διεκδίκησαν, παραχώρησαν τη γονική μέριμνα στο “Μητέρα” και υπάρχει προοπτική η αναδοχή της να γίνει υιοθεσία.

»Με την αναδοχή γίνεσαι πολύ καλύτερος άνθρωπος, μαθαίνεις μέσα από τα παιδιά και παίρνεις απλόχερα πάρα πολλή, άδολη αγάπη. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να βλέπεις ένα παιδί να αναπτύσσεται φυσιολογικά και να είναι ευτυχισμένο. Μπορεί στο τέλος της ημέρας να έχεις κουραστεί, αλλά όταν το βάζεις για ύπνο και σου δίνει φιλιά και αποκοιμάται χαμογελαστό, παίρνεις δύναμη και για την επόμενη.

»Πρόσφατα έγινε κάτι συγκλονιστικό. Είχαμε κάνει μπάνιο και όπως τη χτένιζα και την αγκάλιαζα και τη φιλούσα και της έλεγα: “Πόσο σε αγαπώ, είσαι το κοριτσάκι μου”, με κοιτούσε μέσα στα μάτια και για πρώτη φορά γύρισε και μου είπε: “Μαμά, κι εγώ».

«Και οι τρεις γιοι μου ήταν σύμφωνοι από την αρχή με την αναδοχή, δεν περίμενα όμως ότι θα δένονταν τόσο πολύ μαζί της. Μάλιστα ο μεγαλύτερος τη βλέπει σαν κόρη του, μού λέει: “Μαμά, ό,τι κι αν συμβεί, έχει μπαμπά”» λέει η Σιμέλα Πουλασουκίδη, ανάδοχος ενός κοριτσιού δύο ετών με σύνδρομο Down (στις φωτογραφίες, η Μαριέττα με δύο από τους τρεις γιους της).

Η αναγκαιότητα της αναδοχής

Χρειαζόμαστε περισσότερους γονείς σαν την κ. Πουλασουκίδη. Τα παιδιά που παραμένουν σε ιδρύματα στην πλειονότητά τους δεν κρίνονται κατάλληλα για υιοθεσία αλλά για αναδοχή, κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που καθυστερεί, ή δεν έρχεται ποτέ, η οικογενειακή αποκατάστασή τους: Γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των υποψήφιων γονιών στη χώρα μας αναζητά ένα παιδί για υιοθεσία, και ειδικότερα ένα υγιές βρέφος ή νήπιο νευροτυπικής ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα όμως ο αριθμός των παιδιών με αυτό το προφίλ είναι πολύ μικρός.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΚΚΑ, ενώ το 85% των παιδιών στα ιδρύματα προορίζεται για αναδοχή, το 87% των υποψήφιων γονιών επιθυμεί την υιοθεσία. Επιπλέον, το 97% των παιδιών στα ιδρύματα είναι άνω των 6 ετών, το 50% άνω των 12 ετών, εκατοντάδες έχουν κάποια κινητική ή διανοητική αναπηρία, έχουν ψυχικά θέματα, ενώ πολλά είναι διαφορετικής εθνικής ή φυλετικής καταγωγής. «Για αυτά τα παιδιά, δυστυχώς, δεν υπάρχει ενδιαφέρον από υποψήφιους αναδόχους ή θετούς γονείς» γράφει μια νέα, κοινή έκθεση του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού και των Παιδικών Χωριών SOS με τίτλο «Η Παιδική Προστασία στην Ελλάδα πρέπει να αλλάξει». «Είναι λοιπόν σημαντικό να αυξηθεί το ενδιαφέρον για τα πραγματικά παιδιά που βρίσκονται στα ιδρύματα και να καλλιεργηθεί η κουλτούρα αναδοχής και στη χώρα μας».

Το 85% των παιδιών στα ιδρύματα προορίζεται για αναδοχή ενώ το 87% των υποψήφιων γονιών επιθυμεί την υιοθεσία.

Γιατί τόσο λίγοι υποψήφιοι ανάδοχοι;

Μια εξήγηση θα μπορούσε να είναι η άγνοια που περιβάλλει το θεσμό της αναδοχής: Κάποιοι υποψήφιοι γονείς, για παράδειγμα, τον θεωρούν, λανθασμένα, προθάλαμο της υιοθεσίας. «Σύμφωνα με έρευνα, μόνο το 11% ξέρει τι σημαίνει αναδοχή» υποστηρίζει ο Στέργιος Σίφνιος, κοινωνικός λειτουργός και διευθυντής Συνηγορίας στα Παιδικά Χωριά SOS.

Στην πραγματικότητα, αναδοχή και υιοθεσία είναι δύο διαφορετικοί θεσμοί. Η υιοθεσία είναι μόνιμη: η νομική πράξη «με τη οποία ένα παιδί αποκτά ως προς τη θετή του οικογένεια την ίδια νομική σχέση που έχει κάθε παιδί με τη βιολογική του οικογένεια», όπως αποσαφηνίζει το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Η αναδοχή, από την άλλη, είναι συνήθως προσωρινή. Επιλέγεται «όταν ένα παιδί δεν είναι δυνατόν να ζει στη βιολογική του οικογένεια για μικρό ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, [οπότε] αναζητείται μια ανάδοχη οικογένεια, που θα διασφαλίσει την ομαλή ψυχοκοινωνική εξέλιξή του σε οικογενειακό περιβάλλον και την αποφυγή της ιδρυματικής φροντίδας. Η σχέση με τη φυσική οικογένεια διατηρείται και η επιστροφή σε αυτήν είναι ο στόχος, αν είναι προς το συμφέρον του παιδιού».

Κάποιοι υποψήφιοι γονείς θεωρούν, λανθασμένα, την αναδοχή προθάλαμο της υιοθεσίας. «Σύμφωνα με έρευνα, μόνο το 11% ξέρει τι σημαίνει αναδοχή» υποστηρίζει ο Στέργιος Σίφνιος, ψυχίατρος και διευθυντής Συνηγορίας στα Παιδικά Χωριά SOS.

Υπάρχουν τέσσερα είδη αναδοχής. Μπορεί να είναι βραχυχρόνια, μακροχρόνια (η οποία ενδέχεται να εξελιχθεί σε υιοθεσία), επείγουσα (όταν ένα ξαφνικό γεγονός επιβάλλει την άμεση απομάκρυνση του παιδιού από το οικογενειακό του περιβάλλον) ή επαγγελματική (που συνδυάζει τη φιλοξενία και τη θεραπεία, π.χ. ενός παιδιού με χρόνιο πρόβλημα υγείας, και αφορά επιστήμονες συγκεκριμένων ειδικοτήτων). Η αναδοχή μπορεί να κριθεί κατάλληλη για ένα παιδί για διάφορους λόγους – επειδή, για παράδειγμα, υπέστη κακοποίηση ή παραμέληση ή εγκαταλείφθηκε από τη βιολογική του οικογένεια λόγω αναπηρίας.

Η κ. Κιντώνη αποδίδει το χαμηλό ενδιαφέρον για αναδοχή και σε κενά στις πολιτικές. Όπως εξηγεί, ιδρύματα όπως το «Μητέρα», το οποίο φαίνεται να υποστηρίζει υποδειγματικά την κ. Πουλασουκίδη και τη μικρή Μαριέττα, είναι μια από τις «φαεινές εξαιρέσεις δομών με μεγάλη προϊστορία στην αναδοχή». Επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι απουσιάζουν «ένα πλέγμα επαρκώς στελεχωμένων υπηρεσιών για την υποστήριξη της ανάδοχης και της βιολογικής οικογένειας και μια θεσμική πρόβλεψη για τη φροντίδα των παιδιών μετά την ενηλικίωσή τους». Πιστεύει, επιπλέον, ότι το επίδομα αναδοχής θα έπρεπε να εξατομικεύεται ανάλογα με τις ανάγκες κάθε παιδιού. Αναφέρει ότι τα 325 ευρώ, που προβλέπονται για αναδοχές παιδιών χωρίς αναπηρία, προορίζονται για ένα ευρύ φάσμα περιπτώσεων με εντελώς διαφορετικά έξοδα, για παράδειγμα, «τόσο για παιδιά πρωτοσχολικής ηλικίας χωρίς προβλήματα όσο και για εφήβους με παραβατική συμπεριφορά και μαθησιακές δυσκολίες».

Η Κωνσταντίνα Κιντώνη, υπεύθυνη Συνηγορίας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού (ΙΥΠ) πιστεύει ότι το επίδομα αναδοχής θα έπρεπε να εξατομικεύεται ανάλογα με τις ανάγκες κάθε παιδιού.

Η ίδια προσθέτει ότι, στο πρότυπο χωρών του εξωτερικού όπως η Μ. Βρετανία και οι ΗΠΑ, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα τρίτο μητρώο υποψήφιων γονέων – εκτός από τους υποψήφιους αναδόχους και τους υποψήφιους θετούς – για όσους είναι αρκετά ευέλικτοι ώστε να μπορούν να υποστηρίξουν δύο διαφορετικά σενάρια εξέλιξης μιας αναδοχής: και αυτό της επανένωσης του παιδιού με τη βιολογική οικογένειά του και εκείνο της υιοθεσίας του. Έτσι, όπως εξηγεί, θα μπορούν να βρουν ένα σπίτι τα παιδιά που προς το παρόν δεν κρίνονται κατάλληλα για υιοθεσία μόνο και μόνο λόγω «νομικών εκκρεμοτήτων», ενώ στην πραγματικότητα «χρειάζεται να γίνει ένα θαύμα για να επιστρέψουν κάποια στιγμή στη βιολογική οικογένειά τους».

Δόμνα Μιχαηλίδου: «Να δούμε από κοντά τα παιδιά στα ιδρύματα»

«Άλλαξε τη ζωή ενός παιδιού. Γίνε ανάδοχος» προτρέπει η νέα εκστρατεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων σε συνεργασία με τη UNICEF στο πλαίσιο του πιλοτικού προγράμματος Child Guarantee της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Δόμνα Μιχαηλίδου προβληματίζεται ιδιαίτερα για τον χαμηλό αριθμό αιτημάτων αναδοχής στη χώρα μας: «Ίσως [τα αιτήματα] ξεκινούν από μια μη παιδοκεντρική αντίληψη, του “θέλω να μεγαλώσω την οικογένειά μου”, όχι “να βγάλω το παιδί από το ίδρυμα”» υποθέτει, σε νέα συνέντευξή της στο Marie Claire. «Για να πετύχει η αναδοχή πρέπει όλοι να πάμε σε ιδρύματα, να δούμε από κοντά τα παιδιά. Όταν καταλάβουμε ότι είναι καθήκον μας να προασπίσουμε το βέλτιστο συμφέρον τους για να μη μεγαλώνουν σε ιδρύματα, όταν οικογένειες που δεν έχουν παιδιά ή που έχουν μικρά παιδιά και χώρο στο σπίτι τους ή που έχουν μεγάλα παιδιά τα οποία σπουδάζουν αποφασίσουν να γίνουν ανάδοχοι, τότε θα πετύχει ο θεσμός. Μέχρι σήμερα ο κόσμος ευαισθητοποιείται με αυτά τα θέματα, αλλά συνήθως περιορίζεται στο να δώσει χρήματα».

«Όταν οικογένειες που δεν έχουν παιδιά ή που έχουν μικρά παιδιά και χώρο στο σπίτι τους ή που έχουν μεγάλα παιδιά τα οποία σπουδάζουν αποφασίσουν να γίνουν ανάδοχοι, τότε θα πετύχει ο θεσμός».

Είναι η πρώτη φορά που χορηγείται επίδομα αναδοχής στην Ελλάδα, κι αυτό είναι μια εξέλιξη. Αναρωτιέμαι όμως αν για τη μέση οικογένεια επαρκεί για να καλυφθούν οι οικονομικές ανάγκες του παιδιού. «Εγώ το λέω βοήθημα, όχι επίδομα» απαντά η κ. Μιχαηλίδου. «Είναι το λιγότερο που μπορεί να κάνει το κράτος για να βοηθήσει μια οικογένεια η οποία αναλαμβάνει τη φροντίδα ενός παιδιού. Σε άλλες χώρες έχουμε δει περιπτώσεις όπου η αναδοχή πηγαίνει στραβά, γίνεται επάγγελμα. Οπότε μπήκαμε πολύ προσεκτικά στην ιστορία του επιδόματος, για να διασφαλίσουμε το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Βεβαίως, ο ΕΟΠΠΥ εγκρίνει θεραπείες του παιδιού όπου χρειάζονται, όπως λογοθεραπείες, εργοθεραπείες κ.λπ.  Και τα ιδρύματα που ανέκαθεν ενίσχυαν επιπλέον τις ανάδοχες οικογένειες [σ.σ. όπως το Κέντρο Προστασίας του Παιδιού Αττικής «Μητέρα»] συνεχίζουν να το κάνουν».

«Για να πετύχει η αναδοχή πρέπει όλοι να πάμε σε ιδρύματα, να δούμε από κοντά τα παιδιά» λέει η Δόμνα Μιχαηλίδου.

Όχι άλλα «ορφανοτροφεία της Αττικής»

Πριν από λίγες εβδομάδες η Δόμνα Μιχαηλίδου έθεσε σε δημόσια διαβούλευση στο www.paidi.gov.gr υπουργική απόφαση με την οποία ορίζονται οι προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας των μονάδων παιδικής προστασίας, ώστε να μην επαναληφθούν περιστατικά σαν εκείνο του διαβόητου «ορφανοτροφείου της Αττικής». «Μέχρι σήμερα τα ιδρύματα λειτουργούσαν χωρίς πλαίσιο. Θέτουμε λοιπόν προδιαγραφές κτιριολογικές και πρωτίστως στελέχωσης, γιατί δεν νοείται να μεγαλώνεις παιδιά σε μια δομή χωρίς το κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό» εξηγεί η κ. Μιχαηλίδου. Όπως διευκρινίζει, η τήρηση του πλαισίου θα διασφαλίζεται από τις Περιφέρειες, που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο όλων των κοινωνικών δομών.

«Μέχρι σήμερα τα ιδρύματα λειτουργούσαν χωρίς πλαίσιο. Θέτουμε λοιπόν προδιαγραφές κτιριολογικές και πρωτίστως στελέχωσης, γιατί δεν νοείται να μεγαλώνεις παιδιά σε μια δομή χωρίς το κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό».

«Μέσα στο Μάρτιο θα παρουσιάσουμε και τις προδιαγραφές για την επαγγελματική αναδοχή, κυρίως για την αποϊδρυματοποίηση παιδιών με αναπηρία» συνεχίζει η υφυπουργός. «Έτσι, επαγγελματίες με τις κατάλληλες δεξιότητες και εκπαίδευση θα αναλαμβάνουν να φροντίζουν στο σπίτι τους ένα παιδί με αναπηρία, που δεν θα μεγαλώνει πλέον σε ίδρυμα αλλά σε οικογενειακό περιβάλλον».

Κάτι αλλάζει

«Θα ήθελα να έχω το δικό μου δωμάτιο, τα δικά μου πράγματα, τη δική μου κουζίνα» λένε παιδιά που ζουν σε ιδρύματα, σε ένα βίντεο του ευρωπαϊκού μη κερδοσκοπικού οργανισμού για άτομα με αναπηρίες EASPD σε συνεργασία με το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Ό,τι εμείς θεωρούμε δεδομένο, για εκείνα είναι όνειρο ζωής. Τουλάχιστον ο θεσμός της αναδοχής έχει αρχίσει να γίνεται γνωστός, να ενισχύεται, κι εμείς να κατανοούμε την κυριολεκτικά ζωτική σημασία του. Όσο όμως τα ιδρύματα παραμένουν γεμάτα, έχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below