Στο νέο επεισόδιο του vidcast “Γυναίκες”, έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε την κλινική ψυχολόγο – ψυχοθεραπεύτρια και διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Άννα Κανδαράκη σε μια βαθιά και ειλικρινή συζήτηση για την ευτυχία των γυναικών. Πώς μπορούμε να τη διεκδικήσουμε; Πού βρίσκεται κρυμμένη; Τι μας εμποδίζει να τη νιώσουμε;
Η ίδια μας δίνει μια ουσιαστική απάντηση: «Θα έλεγα σε κάθε γυναίκα να κάνει μια γενναία βουτιά μέσα της. Να τολμήσει να δει εκείνα που τη δυσκολεύουν, να ανοίξει τα “κουτάκια” που κρατάει κλειστά, γιατί –σας το λέω με μεγάλη σιγουριά και ευθύνη– σε αυτά τα σημεία που νομίζουμε πως υπάρχει μόνο σκοτάδι, συνήθως είναι κρυμμένα τα πιο έντονα και φωτεινά χρώματα. Και είναι κρίμα να μη τα δούμε, γιατί τότε αναπαράγουμε ξανά και ξανά τα ίδια μοτίβα. Να μάθουμε να μας μιλάμε με λίγη τρυφερότητα και, θα τολμήσω να πω, λίγη επιείκεια και κατανόηση και προς τη διπλανή μας γυναίκα. Έχουμε μάθει πολύ να συγκρινόμαστε, να κρίνουμε και να “χτυπάει” η μία την άλλη. Όμως οι γυναίκες έχουμε πάρα πολλά να κερδίσουμε αν αγαπήσουμε η μία την άλλη.»
Πατήστε play για να δείτε και να ακούσετε ολόκληρη τη συζήτηση
Μας ακούτε και στο spotify
Διαβάστε ένα μέρος της συζήτησης

Πώς ξεκίνησε το ταξίδι της ψυχολογίας
«Η αλήθεια είναι πως η πορεία μου ήταν λίγο παράδοξη. Συχνά με ρωτούν οι γονείς: «Πώς θα καταλάβω τι θέλει να κάνει το παιδί μου στη ζωή του;» Και τους απαντώ πως ούτε εγώ ήξερα. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου και οι δύο γονείς μου ήταν στον χώρο της ιατρικής, οπότε από μικρή ήμουν κοντά στον ανθρώπινο πόνο και τον σεβασμό προς αυτόν.
Δεν ήξερα τι ήθελα. Αγαπούσα πολύ τη λογοτεχνία, οπότε ξεκίνησα με την αρχαιολογία. Δούλεψα σε ανασκαφές της Αρχαίας Μεσσήνης και γρήγορα κατάλαβα πως αυτό που με συγκινούσε δεν ήταν τα ίδια τα ευρήματα ή τα αγάλματα, αλλά τα ταπεινά αντικείμενα που βρίσκαμε στους τάφους – αυτά που άφηναν οι άνθρωποι για τους αγαπημένους τους στο τελευταίο τους ταξίδι. Ήθελα να καταλάβω την ιστορία πίσω από κάθε αντικείμενο. Τι συμβόλιζε, γιατί επιλέχθηκε. Ένιωθα πως αυτό που με ενδιέφερε τελικά ήταν οι άνθρωποι. Έτσι ακολούθησα την ιστορία της τέχνης. Πήγα στο Παρίσι και σπούδασα στο πανεπιστήμιο του Λούβρου. Όμως ακόμη και εκεί, αυτό που με τραβούσε δεν ήταν τόσο η ίδια η τέχνη, αλλά οι ζωές των καλλιτεχνών. Με ενδιέφερε τι τους έκανε να στραφούν στην τέχνη, γιατί σε μια φάση της ζωής τους χρησιμοποιούσαν σκοτεινά χρώματα και σε μια άλλη φωτεινά. Κατάλαβα ότι με ενδιέφερε πολύ περισσότερο η ψυχή του ανθρώπου, παρά το έργο του. Αποφάσισα λοιπόν, μετά από μια διαδρομή με τυχαία γεγονότα και δύο μεταπτυχιακά, να αλλάξω κατεύθυνση και να στραφώ στην ψυχολογία. Ξεκίνησα από την αρχή, σπούδασα ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, έκανα μεταπτυχιακό στην κλινική ψυχολογία και τελικά συνδύασα τις δύο πορείες μου με ένα διδακτορικό στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου μελέτησα την ψυχοπαθολογία μέσα από την τέχνη – πού ξεκινά η τρέλα, πού γεννιέται η δημιουργία.
Όταν μιλάμε για καλλιτέχνες, είναι εμφανές ότι για κάποιους η δημιουργία δεν ήταν επιλογή, αλλά ανάγκη. Δεν μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς την τέχνη τους – τους κρατούσε όρθιους, τους έδινε ζωή. Το βλέπω και σε θεραπευόμενους σήμερα. Άνθρωποι που νιώθουν χαμένοι, αλλά η τέχνη τους –είτε είναι μουσική, είτε τραγούδι, είτε αρχιτεκτονική– τους προσφέρει έναν άξονα, μια σταθερά. Κάπως έτσι ήρθαν και τα χρώματα στη ζωή μου και γράφτηκε το βιβλίο «Τα χρώματα που εσείς μου μάθατε». Ήταν εύκολο να βρω τη φωνή μου ως ψυχολόγος και ως γυναίκα στην Ελλάδα; Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν. Όχι μόνο γιατί είμαστε στην Ελλάδα, αλλά γιατί το να βρεις τη φωνή σου είναι πάντα δύσκολο – και κυρίως να τη βρεις μέσα σου. Στην ψυχοθεραπεία λέμε ότι ερχόμαστε για να βρούμε τη φωνή μας. Και η φωνή μας αλλάζει, διαμορφώνεται συνεχώς. Και εγώ ακόμα την ψάχνω.
Όταν γύρισα από το Παρίσι, ήξερα πια τι με αφορά. Και είχα μια εσωτερική ασφάλεια, γιατί είχα δουλέψει σκληρά και είχα καταφέρει κάτι που με δυσκόλευε πολύ: να σπουδάσω σε μια ξένη, απαιτητική γλώσσα και να πετύχω. Αυτό μου έδωσε δύναμη. Η ξένη γλώσσα ήταν για μένα η μεγάλη δυσκολία, είναι κάτι που δεν το έχω ξαναπεί. Όχι ο δημόσιος λόγος – αυτό δεν με φόβιζε. Όμως μέσα από αυτή τη δυσκολία, χτίστηκε η αυτοπεποίθησή μου. Και αυτό λέω πάντα και στους θεραπευόμενους: η αυτοπεποίθηση δεν είναι κάτι που απλώς το έχεις, χτίζεται. Χτίζεται στην ενήλικη ζωή, όταν κάνεις αυτό που σε δυσκολεύει. Όταν έρθουν και μου πουν: «Δεν ξέρω τι να κάνω», τους λέω: «Κάνε αυτό που φοβάσαι πιο πολύ». Όπως έλεγε και ο Καζαντζάκης: «Φτάσε όπου δεν μπορείς». Η εξέλιξη έρχεται πάντα μέσα από τις ανισορροπίες. Αν νιώθεις συνέχεια ασφαλής, σημαίνει πως δεν μετακινείσαι. Σε κάθε μετάβαση ένιωθα ότι χάνω την ισορροπία μου – και αυτό με βοηθούσε να πάω στο επόμενο σκαλοπάτι. Γι’ αυτό και στο βιβλίο μου, χρησιμοποιώ πολλές μεταφορές. Η δουλειά μου στην ψυχοθεραπεία είναι γεμάτη μεταφορές. Όπως όταν ανεβαίνω τα σκαλιά και κοιτάζω κάτω, είναι επικίνδυνο να πέσω. Πρέπει να κοιτάμε μπροστά — ακριβώς εκεί που θέλουμε να πάμε. Τα πόδια μας θα ακολουθήσουν το βλέμμα, το μυαλό και την ψυχή.»
Τι είναι ευτυχία;
«Δεν υπάρχει καθολική ευτυχία. Ο καθένας και η καθεμία φτιάχνουν την ευτυχία τους με τα δικά τους, μοναδικά υλικά. Έχει νόημα να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να αναζητήσει αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, να δούμε τι μας κάνει πραγματικά χαρούμενους —μια διαδικασία που δεν είναι καθόλου εύκολη— και ταυτόχρονα να δώσουμε το ίδιο δικαίωμα στις γυναίκες γύρω μας, στις κόρες μας, στις μητέρες μας, στις φίλες μας, να βρουν κι αυτές τα δικά τους υλικά για να δημιουργήσουν τη δική τους ευτυχία.
Με απλά λόγια, ας μην κρίνουμε. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι κάνει χαρούμενο τον διπλανό μας, αφού πολλές φορές δεν ξέρουμε καν τι μας ευχαριστεί εμάς τους ίδιους. Αν θέλουμε να αφήσουμε ελευθερία στον καθένα να ανακαλύψει τα προσωπικά του συστατικά, οφείλουμε να αποφύγουμε την κριτική διάθεση — ακόμα κι αν πίσω της κρύβεται η καλοπέραση ή η πρόθεση να βοηθήσουμε.
Ιδιαίτερα οι μαμάδες συχνά αγωνιούν μην κάνουμε τη ζωή της κόρης μας “κακή”, είτε αυτή αφορά έναν γάμο, είτε την επιλογή ενός παιδιού· λησμονώντας ότι η δυνατότητα να έχουν χώρο και χρόνο να καταλάβουν οι ίδιες τι τις γεμίζει είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορούμε να τους κάνουμε.
Γιατί, για να κρίνω κάποιον, πρέπει να στέκομαι απέξω· να βγω από τη σχέση, από την ομάδα, και να δω τους άλλους από απόσταση, ώστε να τους σχολιάσω. Αντί γι’ αυτό, ας μπω μέσα, ας ανακατευτώ, ας προσπαθήσω να καταλάβω και να συναντηθώ, αντί να δείχνω με το δάχτυλο πώς «πρέπει» να είναι τα πράγματα. Ας αφήσουμε τον άλλον ελεύθερο να ζήσει όπως εκείνος θέλει, για να νιώσουμε κι εμείς την ίδια ελευθερία απέναντί του.»
Δεν υπάρχει καθολική ευτυχία. Ο καθένας και η καθεμία φτιάχνουν την ευτυχία τους με τα δικά τους, μοναδικά υλικά.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο που βάζουμε οι γυναίκες στον εαυτό μας;
«Θα έλεγα πως είναι η δυσκολία μας να μιλήσουμε στον εαυτό μας με τρυφερότητα. Είμαστε πολύ σκληρές με εμάς. Το πρώτο σημαντικό σημείο είναι πως, επειδή έχουμε βιώσει έντονη κριτική και απαίτηση — είτε από τους συντρόφους μας, είτε από το κοινωνικό μας περιβάλλον, είτε από τους γονείς μας και ιδιαίτερα από τη μητέρα μας — δυσκολευόμαστε να καλλιεργήσουμε μια εσωτερική φωνή που να <μας αγκαλιάζει. Υπάρχει μια φράση, κάπως στερεοτυπική αλλά περιγράφει μια πραγματικότητα: όπως λέμε ότι πίσω από κάθε άντρα βρίσκεται μια γυναίκα, έτσι πίσω από κάθε γυναίκα υπάρχει μια άλλη γυναίκα — η μητέρα της. Είτε αποτελεί έμπνευση, είτε φορτίο, είτε παράπονο, το μητρικό βλέμμα μας καθορίζει βαθιά. Όπως και το πατρικό. Η μαμά έχει έναν πολύ ιδιαίτερο και σημαντικό ρόλο. Μπορεί να μας ωθήσει και να μας εμπνεύσει, αλλά και να μας πληγώσει.
Αν δεν έχουμε μάθει να μας μιλούν με τρυφερότητα, δεν μαθαίνουμε ούτε να το κάνουμε για τον εαυτό μας. Και έτσι, δεν μας μιλάμε με αγάπη. Το δεύτερο εμπόδιο είναι πως συχνά περιμένουμε την ευτυχία να έρθει από κάποιον άλλον. Δεν έχουμε μάθει να είμαστε αυτοεπαναφορτιζόμενες, ούτε αδιάβροχες. Να αφήνουμε τις “σταγόνες” να πέφτουν χωρίς να μας μουσκεύουν μέσα μας. Χρειάζεται να αναρωτηθούμε: τι είναι αυτό που με κάνει χαρούμενη; Πώς μπορώ εγώ να το προσφέρω στον εαυτό μου; Αν μπαίνω σε μια σχέση γεμάτη παράπονο, περιμένοντας από τον άλλον να με ικανοποιήσει, ενώ εγώ δεν ξέρω να ικανοποιώ τις ανάγκες μου, τότε εγκλωβίζομαι. Έχουμε μάθει να φροντίζουμε τους άλλους, αλλά όχι να φροντιζόμαστε.»
Πίσω από κάθε γυναίκα υπάρχει μια άλλη γυναίκα — η μητέρα της. Είτε αποτελεί έμπνευση, είτε φορτίο, είτε παράπονο, το μητρικό βλέμμα μας καθορίζει βαθιά.
Η τρυφερότητα του μη απαραίτητου: Επανεξετάζοντας τον ρόλο της γυναίκας και την ισότητα στις σχέσεις
«Υπάρχει μια απαίτηση στον γυναικείο ρόλο, η οποία, αν δεν αλλάξει, αν δεν απελευθερωθούν και οι γυναίκες αλλά και οι άντρες, δεν θα μπορέσουμε τελικά να συναντηθούμε ισότιμα, άρα και να εξελιχθούμε ισότιμα. Που σημαίνει ότι απαιτώ από τη γυναίκα να είναι στο σπίτι, να μπορεί να μαγειρεύει, να μπορεί να φέρνει όλη την οικογένεια και όλο το σπίτι σε μια ισορροπία, και συγχρόνως να μπορεί να είναι κι έξω και να συνεισφέρει και εκτός σπιτιού. Αυτό θα πρέπει σιγά σιγά να αλλάζει. Με ποια έννοια να αλλάζει; Να αλλάζει με την έννοια της ελευθερίας. Να μπορώ να καμαρώσω τη γυναίκα μου και για άλλα πράγματα που κάνει, και να καμαρώσω και τον εαυτό μου για πράγματα που επιλέγω. Τι θέλω να πω. Μπορεί μια γυναίκα να μαγειρεύει, να κάνει τον οικιακό ρόλο, με την προϋπόθεση ότι το επιλέγει. Όχι επειδή το απαιτεί κάποιος απ’ έξω. Όχι να παίρνω τη γυναίκα μου, η οποία εργάζεται κιόλας, και να της λέω: «Τι έχουμε σήμερα; Τι θα φάμε;». Όσο είναι δική μου σκέψη και φροντίδα το τι θα φάμε σήμερα, άλλο τόσο είναι και του συζύγου. Μαζί πρέπει να το μοιραστούμε αυτό.
Αυτό το στερεότυπο και αυτή η απαίτηση πρέπει σιγά σιγά να σπάσουν. Γιατί από αυτό το στερεότυπο και οι δύο βγαίνουμε χαμένοι. Και η γυναίκα νιώθει ότι έχει στους ώμους της μία υποχρέωση, που δεν θέλουμε να τη δει ως υποχρέωση. Θέλουμε να τη δει ως φροντίδα, ως τρυφερότητα. Πρόσφατα, έβγαλα αυτό τον ορισμό κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας σε ομαδική ψυχοθεραπεία, συζητώντας για το τι είναι τρυφερότητα. Η τρυφερότητα είναι να βρίσκω χρόνο και χώρο για το μη απαραίτητο αλλά σημαντικό. Δεν είναι τρυφερότητα να φτιάξω ένα φαγητό. Αυτό είναι απαραίτητο. Αλλά το να φτιάξω ένα ωραίο φαγητό που θα μας αρέσει και θα είναι και υγιεινό, αυτό είναι τρυφερότητα. Τρυφερότητα δεν είναι να πάω το παιδί μου στον γιατρό. Αυτό είναι ανάγκη. Ούτε το να το πάω στο μάθημά του. Τρυφερότητα είναι να πάω το παιδί μου στον φίλο του να παίξει. Να δω τι είναι αυτό που το ευχαριστεί.
Τρυφερότητα μπορεί να μην είναι το να κάνω σεξ, γιατί συχνά μπαίνει μέσα στο πλαίσιο της ανάγκης ή ακόμα και της συζυγικής υποχρέωσης. Τρυφερότητα είναι να βρω κάτι που μας ευχαριστεί και τους δύο και το απολαμβάνουμε και οι δύο. Να βρω τον χώρο και τον χρόνο για το μη απαραίτητο.»