Από την Πετρίνα Κίτη

Στην ιστορία της μόδας υπάρχουν ονόματα αναγνωρίσιμα, λαμπερά, αναπόφευκτα: Alexander McQueen, Karl Lagerfeld, Marc Jacobs, Muccia Prada — και υπάρχουν κι εκείνοι που φωτίζουν υπογείως, χαμηλόφωνα, με βαθιές ρίζες — οι αγαπημένοι designers των αγαπημένων σου designers. Ο Miguel Adrover ανήκει στη δεύτερη κατηγορία.

Από πλευράς βιογραφικού, μοιάζει να είχε μια καρίερα πυροτέχνημα. Αν τον παρακολουθήσεις προσεκτικά, όμως, ανακαλύπτεις έναν ριζοσπάστη καλλιτέχνη που προηγήθηκε της εποχής του — και αυτό, ίσως, δεν του συγχωρέθηκε ποτέ.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by Blas Yenzzy Castro (@blas.yenzzy)

Από τη Μαγιόρκα στην underground Νέα Υόρκη

Γεννημένος το 1965 στη Μαγιόρκα, ο Miguel εγκατέλειψε το σχολείο στα 12 για να δουλέψει στη φάρμα της οικογένειάς του. Χωρίς να είχε ποτέ επίσημη εκπαίδευση στη μόδα, και αφού δούλεψε με τον εμβληματικό σκηνοθέτη Pedro Almodóvar, ένα εφηβικό ταξίδι στο Λονδίνο και μια συνάντηση με τον Alexander McQueen τον μύησαν στην κουλτούρα της αντίστασης. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου έγινε φίλος και συνεργάτης του ράφτη Douglas Hobbs. Μαζί άνοιξαν το “Horn” στην East Village — μια boutique που φιλοξενούσε ρούχα underground σχεδιαστών, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του McQueen. Εκεί, μεταξύ vintage κομματιών, ανακατασκευασμένων ρούχων και «αποτυχημένων» υφασμάτων, γεννήθηκε η πρώτη του συλλογή – όχι σε πασαρέλα, αλλά σαν μια πρόταση ζωής. Ήταν μόλις 1999 όταν κλείνει το κατάστημα και παρουσιάζει επίσημα το δικό του fashion label. Μέσα σε έναν χρόνο, πήρε το βραβείο Perry Ellis από το CFDA ως «καλύτερος νέος σχεδιαστής». Ο κόσμος της μόδας είχε βρει τον νέο του ήρωα.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by Thaiyā. (@thaiya__)

Copyrights, χάος και η κριτική στον καταναλωτισμό

Πολύ πριν η βιωσιμότητα γίνει όρος του marketing, 0 Adrover χρησιμοποίησε από την αρχή τη μόδα ως εργαλείο πολιτικής και πολιτισμικής έκφρασης. Οι συλλογές του δεν μιλούσαν για «εποχιακές τάσεις», αλλά για ταυτότητες, κληρονομιές, ανισότητες. Ανακάτευε ρούχα προσφύγων, πολιτικά σύμβολα, ευρωπαϊκές αναφορές, ανατολίτικα καφτάνια, φούτερ του δρόμου, και τα μετέτρεπε σε φορέσιμα μανιφέστο. Το έργο του ήταν ένας ύμνος στη second-hand αισθητική, στην ανακύκλωση της μνήμης. Όπως έχει πει: «Δεν μου αρέσουν τα καινούρια ρούχα. Τα παλιά κουβαλούν ιστορίες». Ήταν ηθικός σχεδιαστής, προτού το απαιτήσει το κοινό.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by Dani Rotelli (@danirotelli_official)

Η συλλογή “Manaus-Chiapas-NYC” παρουσιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1999. Ήταν ένα ταξίδι μιας γυναίκας από τις φυλές του Αμαζονίου στην καρδιά της Νέας Υόρκης. Εκτός από ένα εντυπωσιακό παλτό από δέρμα ανακόντας και ένα τούλινο μπλουζάκι “I ❤️ NY”, η παράσταση έκλεψε η iconic ανασχεδιασμένη Louis Vuitton τσάντα που μετατράπηκε σε φούστα. Ο Adrover δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει logos — Burberry, Ralph Lauren, Coca-Cola, Marlboro — για να τους στερήσει τη δύναμη της εξουσίας τους. Ένα παλτό Burberry , φορεμένο μέσα-έξω προκάλεσε τόσο πανικό που η εταιρεία του έστειλε νομική προειδοποίηση. Ήταν η αρχή ενός παιχνιδιού με τα όρια του copyright, του ύφους και του πολιτικού σχολίου που προκάλεσε φρενίτιδα στα mainstream media.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by Byronesque.com (@byronesquevintage)

Από τα ψηλά στα χαμηλά

Ο Adrover κατόρθωσε να συνεχίσει, κυριολεκτικά χάρη σε μια επιστροφή 2.000 δολαρίων από τη Vogue μετά την κλοπή δειγμάτων. Η επόμενη συλλογή του “Midtown” (AW00), ήταν μια ωδή στην αστική πραγματικότητα, σε soundtrack αστικού θορύβου. Η επιτυχία του ήταν τέτοια που σύντομα επένδυσε σε αυτόν η Pegasus Apparel Group (μέτοχοι της LVMH). Η συνεργασία φαινόταν ιδανική: μέσα σε ένα χρόνο, τα ρούχα του βρέθηκαν σε Barneys και Neiman Marcus, και οι πωλήσεις άγγιξαν τα 5 εκατ. δολάρια.

Αλλά ο ίδιος δεν μπορούσε να λειτουργήσει σε αυτό το πλαίσιο. Όπως είπε στους New York Times το 2004: «Δεν μπορούμε να δείχνουμε ροζ λουλουδάτα φορέματα ενώ στον κόσμο πέφτουν βόμβες». Αυτό ακριβώς ήταν και το πρόβλημα.

Το 2001, η συλλογή “Utopia” (SS02) περιλάμβανε αναφορές της Μέσης Ανατολής πάνω σε σώματα της Νέας Υόρκης – μοντέλα φορούσαν keffiyeh, πανωφόρια τύπου burqa, ρούχα εμπνευσμένα από το Αφγανιστάν. Παρουσιάστηκε μόλις 48 ώρες πριν το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου. Μέσα στον πανικό και την υστερία της εποχής, η συλλογή του όχι μόνο παρερμηνεύτηκε ως ρομαντικοποίηση του Ταλιμπάν αλλά δέχτηκε εσωτερική έρευνα από την CIA και έντονη κατακραυγή από τα media. «Ήταν απλώς κακό timing», δήλωσε ο ίδιος. «Ο κόσμος μπέρδεψε το μήνυμα. Κι εγώ πλήρωσα το τίμημα».

 

View this post on Instagram

 

A post shared by Judas (@judasvandewal)

Η εταιρεία του, που είχε μόλις εξαγοραστεί από την Pegasus, κατέρρευσε σχεδόν αμέσως. Χωρίς οικονομική υποστήριξη, αποκλεισμένος από τα media, ο Adrover εξαφανίστηκε.

Το 2004 επανήλθε για λίγο, αλλά χωρίς υποστήριξη. Το 2005, στην τελευταία του παρουσία στην NYFW, φόρεσε μπλουζάκι που έγραφε: “Anyone seen a backer?” Κανείς δεν εμφανίστηκε.

Το 2007, ανέλαβε ως creative director της Hess Natur, ενός οικολογικού brand από τη Γερμανία. Ήθελε να δημιουργήσει «μια σειρά που να πουλά, αλλά και να αναγνωρίζεται ως μόδα». Το 2012, παρουσίασε την “Out of my Mind” στη Νέα Υόρκη — μια συλλογή από παλιά ρούχα συγγενών, υφάσματα σκουπιδιών και μια δερμάτινη φούστα από παλιό jacket του McQueen. Ήταν, όμως, πολύ αργά. Η Vogue τη χαρακτήρισε «λεπτή» και ασθενική ως δήλωση. Ο κόσμος της μόδας είχε αλλάξει.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by (50) fashion for the youth (@fftymag)

Σε ένα post του στο Instagram έγραψε: “The DESIGNER Miguel Adrover is dead”. Κανείς δεν κατάλαβε αν εννοούσε ότι σταματά, αλλά ένα ήταν σαφές: η βιομηχανία της μόδας δεν τον ενδιέφερε πια.

Επιστροφή στις ρίζες

«Ένιωθα ανεπιθύμητος», είπε τότε στη Washington Post.

Ο Adrover επέστρεψε στην πατρίδα του και άρχισε ξανά από την αρχή. Μέχρι σήμερα, ζει μακριά από τα φώτα της βιομηχανίας, αλλά όχι από την ίδια του την κληρονομιά. Σε μια αποθήκη στη Μαγιόρκα, φυλάσσει κάθε κομμάτι από το αρχείο του — παλτά, φούστες, λογότυπα-δηλώσεις, υφάσματα με ιστορίες. Ένας προσωπικός θησαυρός, διαμορφωμένος με αγωνία για τη διατήρηση μιας ιδιοσυγκρασίας που κινδύνευε να σβήσει από τη λήθη.

«Σήμερα, θεωρώ τον εαυτό μου φωτογράφο», λέει στο 10 Magazine. «Η μόδα ήταν απλώς μια φάση της δημιουργικής μου εξέλιξης. Η αισθητική είναι ίδια και έρχεται από τα σωθικά μου. Απλώς η μορφή αλλάζει.» Το σώμα του, όπως και η ταυτότητά του, παραμένει δεμένο με το έργο του: «Υπάρχουν πολλά γυναικεία κομμάτια στο αρχείο, και όλα τα ρούχα Miguel Adrover είναι σε sample size. Αυτός είναι και ο λόγος που προσπαθώ να μείνω λεπτός — θέλω να χωράω σε αυτά. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου να αγοράσω κάτι καινούριο.»

Κάπως έτσι έχει επανέλθει στο zeitgeist τελευταία. Φωτογραφίζει – κυρίως τον εαυτό του – πειραματίζεται με performances, και φτιάχνει αντικείμενα από υλικά του δρόμου. Οι φωτογραφίες του είναι θεατρικές, γεμάτες χαρακτήρες, cross-dressing, πειραγμένα props, και πάντα με έναν βαθύ συναισθηματικό αντίκτυπο. Αντί για ρούχα, «ντύνει» σκηνές. Αντί για μοντέλα, αυτοπροσωπογραφείται. Ο εσωτερικός του κόσμος δεν σταμάτησε ποτέ να δημιουργεί — απλώς μεταμορφώθηκε — από σχεδιαστής σε αρχείο, από σωματική παρουσία σε φωτογραφικό βλέμμα, από επιδραστικός ήρωας της πασαρέλας σε ένα διαχρονικό φάντασμα που συνεχίζει να εμπνέει χωρίς να ζητά τίποτα πίσω.

Τέλος ή αρχή;

Παρόλο που απέχει από τα φώτα της δημοσιότητας, η αισθητική του Adrover είναι παρούσα. Πολλά σύγχρονα brands — από τους GmbH μέχρι την Collina Strada — λειτουργούν στο μονοπάτι που πρώτος εκείνος άνοιξε: zero waste, gender fluidity, πολιτική αναφορά, διάλυση της έννοιας “πλούτου”. Το φάντασμά του πλανάται σε κάθε συλλογή που αποδομεί logos, ιστορικά κώδικα ή θρησκευτικά σύμβολα. Δεν τον αναφέρουν συχνά. Αλλά είναι παρών. Το 2018, το σχεδιαστικό κολεκτίβο Vaquera τύπωσε το πρόσωπο του Adrover πάνω σε λευκά fan dresses μαζί με τους Westwood και Margiela. Ήταν η πρώτη φορά μετά από χρόνια που το όνομά του ακούστηκε ξανά.

Ο Miguel Adrover υπήρξε, τελικά, ένας αμφισβητίας. Δεν προκάλεσε για να προκαλέσει, αλλά επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Δεν σχεδίαζε για να πουλήσει, αλλά για να επικοινωνήσει όσα μέσα του έβραζαν. Σε μια εποχή που η μόδα επιταχύνεται, αναλώνεται και ξεχνιέται, η φιλοσοφία του Adrover μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Ίσως γι’ αυτό και η νέα γενιά τον ξανανακαλύπτει — σαν μια υπενθύμιση ότι η μόδα δεν είναι μόνο τάσεις, likes και trends, αλλά μια πράξη με νόημα· μια αισθητική που δεν φοριέται απλώς, αλλά γίνεται τρόπος ζωής.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by 🏛CASA CALLE🏛 (@_casacalle_)

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below